Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

Τα βιβλία του Ιακώβ - Olga Tokarczuk

Όταν διάβασα πρώτη φορά Τοκάρτσουκ, εκείνη δεν είχε πάρει ακόμα το Νόμπελ λογοτεχνίας. Θέλω να πω πως οι προσδοκίες ήταν σίγουρα διαφορετικής στάθμης. Το αρχέγονο και άλλοι καιροί ήταν ένα ακόμα βιβλίο της σειράς Συγγραφείς απ' όλον τον κόσμο των εκδόσεων Καστανιώτη, που στο πέρασμα των χρόνων έχουν συστήσει στο ελληνικό κοινό πολλά σημαντικά έργα και συγγραφείς, κάποιοι εκ των οποίων, κάποια χρόνια αργότερα, τιμήθηκαν με σπουδαία βραβεία, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Πολωνής συγγραφέως. Δεν ήταν ένα βιβλίο μιας νομπελίστριας. Ένα μεγάλο μέρος της επιλογής ενός βιβλίου, αλλά και της ίδιας της ανάγνωσής του, έχει να κάνει με τις προσδοκίες του υποκειμένου, με τον, συχνά αυθαίρετο, ορίζοντα προσδοκιών που σπεύδει να σκιαγραφήσει, με τις –μάλλον αόριστες– απαιτήσεις προς ικανοποίηση που εγείρει, και ένα βραβείο, ή το γενικότερο hype, συχνά αποδεικνύονται τροχοπέδη για την πρόσληψη και την απόλαυση ενός βιβλίου, που υπό άλλες συνθήκες θα διατηρούσε το πλεονέκτημα της έκπληξης, της περιδιάβασης μιας άγνωστης γης.

Ήδη από Το αρχέγονο και άλλοι καιροί, παρότι το μυθιστόρημα αυτό δεν συγκαταλέγεται στα αριστουργήματά της, ήταν ήδη εμφανής η φιλοδοξία της Τοκάρτσουκ, η διακριτή και δυνατή φωνή ως μέρος της μεγάλης ροής της λογοτεχνίας, η πιθανότητα να λάβει κάποια στιγμή θέση ανάμεσα στους σπουδαίους συγγραφείς της παγκόσμιας γραμματείας και όχι μόνο στους σύγχρονους και εν καιρώ πιθανά λησμονημένους. Τι και αν ο χρόνος είναι πάντοτε ο τελικός κριτής, εκείνος που θα καταξιώσει ή θα παρακάμψει έναν δημιουργό και το έργο του, η ανάγνωση εκείνη ήταν αρκετή για να δημιουργήσει μια βεβαιότητα σχετικά με το εύρος των δυνατοτήτων της συγγραφέως. Τα βιβλία του Ιακώβ, το φερόμενο ως το μεγάλο, προς ώρας, μυθιστόρημά της, έφερε, πρόσθετα των άλλων, και το βάρος της τελικής επιβεβαίωσης μιας υποψίας. Μια ανάγνωση που θα λειτουργούσε ως ένα πιο ασφαλές κριτήριο κατάταξης, ως δικαίωση ή μη μιας προσδοκίας.

Προσπάθησα να δημιουργήσω τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάγνωση αυτή. Για την ακρίβεια η στάση μου ήταν πιο παθητική, περίμενα τις συνθήκες να φαντάζουν κατάλληλες για την ανάγνωση αυτή, περίμενα να νιώσω πως μπορώ να αφιερωθώ με το μέγιστο των δυνάμεών μου στο μυθιστόρημα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη, πέραν των προσδοκιών, και το τεράστιο μέγεθός του. Δεν είναι όλες οι περίοδοι κατάλληλες για να αναμετρηθεί κανείς με ένα φερόμενο ως αριστούργημα της λογοτεχνίας. Ωστόσο, για πολλοστή φορά, αποδείχθηκε πως υπάρχουν κάποια βιβλία, όπως αυτό, τα οποία δύνανται να αδιαφορήσουν για τις εξωτερικές συνθήκες, που καταφέρνουν να φέρουν την πραγματικότητα στα μέτρα τους, να δημιουργήσουν ένα διακριτό πλαίσιο ανάγνωσης, να υψώσουν τείχη απέναντι στις προκλήσεις της καθημερινότητας, να δαμάσουν και τον χρόνο ακόμα. Για τέτοιο βιβλίο θα σας μιλήσω σήμερα.

Πριν όμως το κάνω, θα αναφερθώ στην καχυποψία με την οποία αντιμετώπισα την αρίθμηση των σελίδων με σειρά αντίστροφη, καθώς το βιβλίο ξεκινάει από τη σελίδα 858 για να καταλήξει στη σελίδα ένα του οπισθόφυλλου. Τα ευρήματα εκείνα που γυρεύουν την πρωτοτυπία και τον στείρο εντυπωσιασμό, που μυρίζουν δηθενιά, καθόλου δεν είναι του γούστου μου, ενώ συχνά είναι ικανά να αλλοιώσουν την τελική γεύση της ανάγνωσης. Η καχυποψία αυτή με κράτησε σε απόσταση από το βιβλίο για κάτι παραπάνω από πενήντα σελίδες, καθώς περισσότερο είχα το μυαλό μου στο να δώσω μια ερμηνεία στην απόφαση αυτή, παρά στο ίδιο το κείμενο, δεν μπορούσα να αφεθώ, η λογική στεκόταν αυστηρά στην είσοδο και γύρευε απαντήσεις. Προσδοκίες και καχυποψία συνέθεταν ένα δίδυμο αποτρεπτικό της απόλαυσης, ενώ αν προστεθεί σε αυτά και το γεγονός πως τα ιστορικά μυθιστορήματα δεν είναι το αγαπημένο μου φλιτζάνι τσαγιού, αντιλαμβάνεστε πως οι αναγνωστικοί οιωνοί ήταν μάλλον δυσοίωνοι. Ωστόσο λίγο πριν τις εκατό σελίδες είχα κιόλας παραδοθεί στην αφήγηση της Τοκάρτσουκ.

Στα Βιβλία του Ιακώβ, η Τοκάρτσουκ φτάνει στα όρια του την έννοια του ιστορικού μυθιστορήματος, σε τέτοιο σημείο που να γίνεται παρακινδυνευμένο να αναφερθεί κάποιος σε αυτό ως τέτοιο, καθώς είναι έντονες οι μυθοπλαστικές αρετές αλλά και το μεταφυσικό στοιχείο. Και όμως, με μια αυστηρή ειδολογική κατάταξη, ανήκει εκεί. Είναι η ιστορία του Ιακώβ Λεϊμπόβιτς Φρανκ, ενός μυστηριώδους προσώπου, που φτάνει το 1752 στην Πολωνία από τη Σμύρνη, διακηρύσσοντας ιδέες που σύντομα προκαλούν αναστάτωση στην τοπική κοινότητα των Εβραίων. Κάποιοι τον θεωρούν αιρετικό, κάποιοι άλλοι σωτήρα. Σύντομα, γύρω του αναπτύσσεται ένας κύκλος μαθητών και ακολούθων, το όνομά του συζητείται ολοένα και περισσότερο. Η Τοκάρτσουκ εντάσσει περίτεχνα την ιστορία αυτή στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής και του τόπου, σε μια Ευρώπη που τα σύνορά της είναι ρευστά και υπό διαμόρφωση, το τέλος μιας περιόδου και ο προπομπός της έλευσης μιας νέας. Όπως επισημαίνει και η ίδια στις ευχαριστίες του τέλους, το γεγονός πως πρόκειται για μυθιστόρημα την απαλλάσσει από την υποχρέωση της αναλυτικής και λεπτομερούς βιβλιογραφίας, ωστόσο δίνει κάποια ενδεικτικά έργα στα οποία κυρίως βασίστηκε η ενδελεχής έρευνά της.

Ο παντογνώστης αφηγητής συναντάται με το πνεύμα μιας ετοιμοθάνατης ηλικιωμένης γυναίκας που αφήνεται στο βάθος μιας σπηλιάς υπό τον φόβο να πεθάνει πριν ολοκληρωθεί η γαμήλια τελετή, που φέρνει στο Ροχάτιν του Ποντόλ μεγάλο μέρος των προσώπων της ιστορίας, και από ψηλά παρατηρεί τα πεπραγμένα επί γης. Ο λόγος συχνά πυκνά δίνεται και στα πρόσωπα της πλοκής, η Τοκάρτσουκ πετυχαίνει να αποδώσει διακριτά της διάφορες φωνές, αλλά και να διατηρήσει σταθερή και αναλλοίωτη την αφηγηματική χροιά του παντογνώστη αφηγητή, χροιά που προσδίδει την αίσθηση ενός ιδιότυπου παραμυθιού στην αφήγηση. Και είναι αυτή η κύρια φωνή που εν πολλοίς συνέχει την πληθωρική αυτή κατασκευή, ή καλύτερα ειπωμένο, η κύρια φωνή αποτελεί την πλέον ορατή συνεκτική ουσία του μυθιστορήματος αυτού. Η συγγραφική φιλοδοξία, στην οποία ήδη έγινε παραπάνω αναφορά, εδώ αγγίζει νέες, υψηλές κορυφές, κάτι το οποίο είναι εμφανές από τις πρώτες κιόλας σελίδες, φιλοδοξία η οποία καθιστά Τα βιβλία του Ιακώβ ένα έργο ξεχωριστό παρότι πατά γερά σε μια μακρά μυθιστορηματική παράδοση.

Μίλησα ήδη, επίσης, για τον τρόπο με τον οποίο η αφήγηση της ιστορίας αυτής δημιουργεί τον απαραίτητο αναγνωστικό χώρο. Τα βιβλία του Ιακώβ είναι ένα από εκείνα τα σπουδαία μυθιστορήματα τα οποία καλωσορίζουν το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού, προσφέροντας περισσότερα από όσα απαιτούν αναγνωστικά, χωρίς ωστόσο να προβαίνουν σε εκπτώσεις και διευκολύνσεις ως προς την ποιότητα και το συγγραφικό όραμα. Είναι ένα βιβλίο που, παρά το μέγεθός του, τόσο σε αξία όσο και σε αριθμό σελίδων, διαβάζεται απολαυστικά, κάτι το οποίο οφείλουμε να πιστώσουμε στην ικανότητα και το όραμα της Τοκάρτσουκ, η οποία κατασκευάζει, –ή μήπως αποτυπώνει;– μαεστρικά τον κόσμο εντός του οποίου διαδραματίζεται η ιστορία, πετυχαίνοντας να μικρύνει την χρονική απόσταση που χωρίζει τον σημερινό αναγνώστη από την μακρινή πια εποχή εκείνη. Με τον τρόπο της, η Τοκάρτσουκ αφηγείται μια ιστορία διαχρονική, ακόμα και σε έναν κόσμο με ολοένα μειούμενη ανάγκη καταφυγής στο πνευματικό, όπως είναι ο σημερινός, ιστορία που πολλές φορές μου έφερε στον νου εικόνες από σύγχρονους αυτοαποκαλούμενες σωτήρες που πετυχαίνουν να προσελκύσουν έναν αριθμό πιστών, μιλώντας για την τελική κρίση που είναι προ των πυλών. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της ιστορίας, παρότι έντονος και πανταχού παρών, αποτελεί στον πυρήνα του μια αφορμή για την Τοκάρτσουκ ώστε να μας μιλήσει για τα ανθρώπινα ερωτήματα, για την ανάγκη απαντήσεων που πατούν πάνω σε μια αγωνία θα λέγαμε υπαρξιακή.

Πολυφορεμένη και κλισέ η διαπίστωση πως σημασία έχει περισσότερο ο τρόπος παρά το περιεχόμενο μιας ιστορίας, και όμως στην περίπτωση αυτού του βιβλίου μοιάζει με δρόμο αυστηρά μονής κατεύθυνσης. Η Τοκάρτσουκ απομακρύνεται από το σύγχρονο όχι μόνο για να αναδείξει τους δρόμους που οδήγησαν σε αυτό αλλά και για να αποκτήσει πιο καθαρή ματιά απέναντί του. Για να χρησιμοποιήσω έναν θρησκευτικό όρο, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως Τα βιβλία του Ιακώβ είναι μια λοξή παραβολή. Μια απόπειρα συγχρονίας από μεγάλη χρονική απόσταση. Η αφήγηση εκτός από συνεκτική είναι και ιδιαιτέρως απολαυστική, καταφέρνοντας να μετουσιώσει σε λέξεις τον –και εδώ παρόντα– μεταφυσικό χαρακτήρα της ιστορίας, αυτόν τον ιδιότυπο κεντροευρωπαϊκό μαγικό ρεαλισμό, που ωστόσο περισσότερο με έναν γνώριμο Βαλκάνιο ομοιάζει, με τον κόσμο του Πάβιτς για να δώσω ένα ενδεικτικό παράδειγμα.

Ο χρόνος αποτελεί έναν ακόμα άξονα περιστροφής στο μυθιστόρημα αυτό. Σε αντίστιξη με τον σύγχρονο δρομέα που επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα, σ' έναν κόσμο που μοιάζει διαρκώς να αλλάζει κάνοντας άλματα, η Τοκάρτσουκ αντιπαραβάλει έναν κόσμο αργών, παρότι τιτάνιων, μετατοπίσεων. Αλλά δεν είναι μόνο οι δύο κόσμοι οι οποίοι υπόκεινται στον χρόνο, είναι και η ίδια η ανάγνωση. Απόρροια του τρόπου με τον οποίο διάγει τον καθημερινό του βίο ο αναγνώστης και του πλήθους των πληροφοριών με τον οποίο έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος, εδώ βρίσκεται αντιμέτωπος με την απαίτηση του βιβλίου για μια περιδιάβαση πιο αργή, πιο αναλυτική που δεν εξοβελίζει τις λεπτομέρειες ως κάτι το περιττό. Το βιβλίο αυτό, θέλω να πω, μοιάζει να ανήκει σε μια πρότερη εποχή, όχι τόσο εξαιτίας του περιεχομένου και του τρόπου αφήγησης, όσο εξαιτίας του αναγνωστικού βηματισμού που με τον τρόπο του επιβάλλει.

Τα βιβλία του Ιακώβ είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που αποδεικνύονται καθοριστικά για την αναγνωστική μας ταυτότητα, επαναπροσδιορίζοντας τα χαρακτηριστικά της υψηλής λογοτεχνίας και βαθαίνοντας τις ρίζες της ανάγνωσης μέσα μας, υπενθυμίζοντας πως η λογοτεχνία είναι μια διαδικασία αργής καύσης και όχι ένας αγώνας ταχύτητας, αλλά και πως η συγγραφική φιλοδοξία έχει υποτιμηθεί και περιπέσει σε στόχους πιο εφήμερους και όρους μάλλον κατανάλωσης.

υγ. Η Τοκάρτσουκ εξηγεί ικανοποιητικά την αντίστροφη μέτρηση των σελίδων.
υγ.2 Η μετάφραση υπήρξε ένας άθλος που έφερε εις πέρας η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου. Οι ελάχιστες υποσημειώσεις μου δημιούργησαν μια αμφιθυμία. Η έκδοση, ως σύνολο, είναι πανέμορφη, υπενθυμίζοντας πως το βιβλίο είναι και ένα αντικείμενο εκτός από περιεχόμενο.
υγ.3 Για Το αρχέγονο και άλλοι καιροί περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

Αηδία: ο Τόμας Μπέρνχαρντ στο Σαν Σαλβαδόρ - Horacio Castellanos Moya

Η πλήρης εποπτεία της εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής μοιάζει να είναι σχεδόν αδύνατη, πάντοτε κάτι θα διαφεύγει της προσοχής ακόμα και του πλέον δυνατού αναγνώστη, η συμφιλίωση με το γεγονός αυτό κρίνεται απαραίτητη και καθησυχαστική. Η Ν. μου επισήμανε το βιβλίο αυτό, ο τίτλος αρκούσε για να μου τραβήξει το άμεσο ενδιαφέρον και να με οδηγήσει στην αναβολή της ανάγνωσης του σπουδαίου, μεγάλου και απαιτητικού μυθιστορήματος της τρομερής Όλγκα Τοκάρτσουκ, Τα βιβλία του Ιακώβ. Σε τέτοια έλξη αναφέρομαι.

Δεν είχε περάσει καιρός απ' όταν είχα διαβάσει ένα ακόμα κατά Μπέρνχαρντ μυθιστόρημα, Η υπέρβαση της βαρύτητας του Χάιντς Χέλε. Στο κείμενο εκείνης της ανάρτησης σημείωνα πως διόλου δεν θα έπρεπε να υποτιμάται άκριτα η λογοτεχνία á la maniére de, όχι τουλάχιστον μόνο και μόνο εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού της, και πως, όπως σε κάθε έργο άλλωστε, καλό είναι να υπόκειται σε κρίση μετά την ανάγνωση και με όρους λογοτεχνικούς. Άλλωστε, πόσο εύκολο είναι να «αντιγράψει» κάποιος καλά έναν συγγραφέα του μεγέθους και της επιρροής του Μπέρνχαρντ; Καθόλου, θα απαντήσω.

Τι τύχη που ήρθες, Μόγια, δεν το περίμενα ότι θα ερχόσουν, αυτό το μέρος δεν αρέσει και σε πολλούς σ' αυτήν την πόλη, υπάρχουν πολλοί που δεν τους αρέσει καθόλου να έρχονται σ' αυτό το μέρος, Μόγια, γι' αυτό και δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι θα ερχόσουν, μου είπε ο Βέγκα. Εμένα πάλι μου αρέσει να έρχομαι εδώ αργά το απόγευμα, να κάθομαι έξω στην αυλή, να πίνω ένα δυο ποτηράκια ουίσκι, ήρεμα, ενώ ακούω τη μουσική που εγώ ο ίδιος έχω παραγγείλει στον Τολίν, μου είπε ο Βέγκα, όχι να κάθομαι στο μπαρ, όχι εκεί μέσα, πολλή ζέστη στο μπαρ, πολλή ζέστη εκεί μέσα, καλύτερα εδώ έξω στην αυλή, μ' ένα ποτό και με την τζαζ που παίζει ο Τολίν.

Ο Βέγκα γυρίζει μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες στο Ελ Σαλβαδόρ από τον Καναδά όπου μένει μόνιμα απ' όταν εγκατέλειψε τη χώρα, χαρούμενος και απαλλαγμένος από αυτό τον τόπο και τους κατοίκους του. Επιστρέφει εξαιτίας του θανάτου της μητέρας του, χωρίς να το σκεφτεί καλά αγόρασε ένα αεροπορικό εισιτήριο μόλις έκλεισε το τηλέφωνο στο οποίο η νύφη του τον ενημέρωσε για τον θάνατο εκείνης, ήδη από το αεροπλάνο και το πολύωρο ταξίδι είχε κιόλας μετανιώσει την παρόρμησή του αυτή, θα έπρεπε, λέει, να το έχει σκεφτεί καλύτερα. Η παραμονή του θα εξαρτηθεί από τον χρόνο διεκπεραίωσης της πώλησης του σπιτιού που εξ ημισείας με τον αδερφό του του άφησε στη διαθήκη της η μητέρα, κάθε δεσμός με αυτό το μέρος πρέπει να κοπεί πάραυτα.

Τις πρώτες μέρες συναίνεσε στη φιλοξενία που του πρότεινε ο αδερφός του, μια κόλαση ήταν εκείνες οι μέρες που πέρασε με εκείνον και την οικογένειά του, γυναίκα και δύο παιδιά, με τις τρεις τηλεοράσεις μονίμως ανοιχτές, συντονισμένες σε διαφορετικά κανάλια, ενώ κάθε τόσο έπρεπε να ανέχεται κάποια εκδρομή ή δραστηριότητα που ο αδερφός του αυθαίρετα υπέθετε πως θα τον ενδιέφερε μετά από χρόνια απουσίας από αυτή την αηδιαστική χώρα, δραστηριότητες σε κακάσχημα μέρη συνοδεία λιπαρών φαγητών. Όμως, τώρα το πήρε απόφαση, αν και έπρεπε από την αρχή να το έχει κάνει, έκλεισε δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο, εκεί θα μπορεί να έχει ιδιωτικότητα και ησυχία, να καταφέρει να διαβάσει τα βιβλία που κουβάλησε μαζί του στις αποσκευές.

Δίνει ραντεβού με τον συγγραφέα Μόγια, που όλη του τη ζωή ως τώρα την πέρασε στο Σαν Σαλβαδόρ, γεγονός τρομακτικό όπως ο Βέγκα το βλέπει, τον Μόγια με τον οποίο διατήρησε μια από τις ελάχιστες σχέσεις με συμπατριώτες του και του έδωσε ραντεβού στο μόνο μαγαζί που ανέχεται, και αυτό μόνο νωρίς, πριν οι πολιτιστικές, ο θεός να τις κάνει, εκδηλώσεις αρχινίσουν, όπως συμβαίνει παντού σε αυτή την αηδιαστική πόλη με τους αηδιαστικούς κατοίκους και εκείνος, ο Μόγια, εμφανίστηκε, ακριβής ως προς την ώρα, γεγονός που προκάλεσε την έκπληξη του Βέγκα που τίποτα ανθρωπίνως αξιοπρεπές δεν προσμένει σ' αυτή τη χώρα.

Η νουβέλα αυτή αποτελεί την εκ των υστέρων αφήγηση του Μόγια γύρω από εκείνη τη συνάντηση, συνάντηση που μονοπώλησε ο Βέγκα, εξηγώντας ξανά και ξανά την αηδία που του προκαλούσε και συνεχίζει, πώς αλλιώς, να του προκαλεί αυτός ο τόπος και οι κάτοικοί του, η κουλτούρα και τα φαγητά, ο αδερφός και η οικογένειά του, όλα όσα συνθέτουν το Σαν Σαλβαδόρ, από το οποίο ευτύχησε να δραπετεύσει έγκαιρα, απόφαση σωτήρια, ούτε να φανταστεί δεν μπορεί πώς θα ήταν η ζωή του αν παρέμενε εγκλωβισμένος εδώ. Αντίθετα με τον Μόγια που παρότι παλεύει να είναι συγγραφέας, μοιάζει καταδικασμένος σε αυτή τη σκονισμένη γωνιά του πλανήτη, εκεί που διαρκώς επικρατεί μια πολιτική αναταραχή, εγχώριες και ξένες δυνάμεις μάχονται για την κατάληψη της εξουσίας, παραμερίζοντας την όποια ιδεολογία στη θέα της δυνατότητας εξουσίας και πλούτου, αυτό είναι το μόνο που ενδιαφέρει άπαντες.

Αιχμηρός και παραληρηματικός, ο Βέγκα περνάει από κόσκινο όλα τα κακώς κείμενα της χώρας, χωρίς να χαρίζεται και να δελεάζεται, και πώς αλλιώς μπορεί κανείς να το κάνει αυτό, αν όχι χωρίς τον τρόπο του Μπέρνχαρντ, γεγονός που προκαλεί την εύλογη αναρώτηση: πώς λέγονταν τέτοιες ιστορίες πριν την εμφάνιση στα γράμματα του σπουδαίου Αυστριακού συγγραφέα; Το μόνο που αφήνει απέξω είναι την ίδια την γλώσσα, αντίθετα με τον Μπέρνχαρντ που καταφέρθηκε τόσο σκληρά στην ίδια γλώσσα με την οποία παρέδωσε μερικά από τα πλέον ιλιγγιώδη λογοτεχνικά κείμενα.

Ωστόσο, η αναγνωστική απόλαυσης της νουβέλας Αηδία: ο Τόμας Μπέρνχαρντ στο Σαν Σαλβαδόρ τού, γεννημένου το 1957, Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια, δεν εξαντλείται στο ύφος και τη μανιέρα, παρότι καμωμένα με ιδιαίτερη επιτυχία, αλλά έγκειται και στο περιεχόμενο, που άλλωστε αιτιολογεί και την απόφαση του συγγραφέα να αφηγηθεί κατά αυτόν τον τρόπο την ιστορία αυτή. Δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση απλώς και μόνο έναν φόρο τιμής σε έναν σπουδαίο της λογοτεχνίας, ούτε ένα εύρημα προς χάρη εντυπωσιασμού του αναγνώστη. Γι' αυτό και η νουβέλα αυτή καταφέρνει να σταθεί αυτόνομα ως λογοτεχνικό έργο. Η έκδοση και κυκλοφορία του βιβλίου αυτού στο Σαν Σαλβαδόρ γέννησε έντονες αντιδράσεις, που έφτασαν μέχρι του σημείου της απειλής κατά του ίδιου και της οικογένειάς του, εξαιτίας του αντιπατριωτικού χαρακτήρα της.

Ένα πολύ ωραίο λογοτεχνικό σφηνάκι το οποίο αξίζει να αναζητήσει κανείς. Αφιερωμένο στη Ν. το κείμενο αυτό. Πώς αλλιώς;

υγ. Για το μυθιστόρημα του Χάιντς Χέλε, Η υπέρβαση της βαρύτητας, περισσότερα θα βρείτε εδώ, ενώ για το ιλιγγιώδους ομορφιάς Παλιοί δάσκαλοι του Τόμας Μπέρνχαρντ εδώ.

Μετάφραση Λευτέρης Μακεδόνας
Εκδόσεις Νησίδες

Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

Θησέας, μια δεύτερη ζωή - Camille de Toledo

Ποιος φονεύει αυτόν που αυτοκτονεί; Αυτή η φράση στο οπισθόφυλλο, φράση που εντός του βιβλίου θα επαναλαμβανόταν πολλές φορές ως ο κύριος άξονας περιστροφής για τον αφηγητή, ήταν που σήμανε μέσα μου τον αναγνωστικό συναγερμό. Αυτό το βιβλίο, διαλαλούσε, πρέπει να το διαβάσεις.

Πότε σε πρώτο και πότε σε τρίτο πρόσωπο, ο Θησέας, αφηγητής της ιστορίας και ιδιότυπο άλτερ έγκο του συγγραφέα, αφηγείται την ιστορία που ξεκίνησε με την αυτοκτονία του αδερφού του πριν από κάποια χρόνια για να την ακολουθήσει ο θάνατος των γονιών του. Ο αφηγητής είναι ο μόνος που έχει απομείνει πια. Ανατρέχει στο παρελθόν της οικογένειάς του, βρίσκει κοινά μοτίβα στις προηγούμενες γενιές, επιχειρεί να συνθέσει το οδυνηρό και δυσβάσταχτο παζλ, που αποτελείται από μνήμες, συζητήσεις, αλληλογραφία και ημερολόγια, σε μια απόπειρα να κατανοήσει, να επιζήσει, να προχωρήσει. Άφησε πίσω του το Παρίσι για να βρεθεί στη Γερμανία. Ωστόσο, καμία νέα αρχή βασισμένη στη λογική δεν δύναται να υποτάξει το συναισθηματικό τραύμα, ούτε ο χρόνος από μόνος του αρκεί.

μας είπαν ψέματα, Θησέα, ούρλιαζε ο αδερφός μου τις τελευταίες μέρες της ζωής του· η μητέρα που έπαιζε τη γαμάτη ιδανική οικογένεια· κι εγώ που την είχα πιστέψει σαν μαλάκας· φερόταν όπως ο Ναθαναήλ, ο οποίος επίσης πλάνεψε όλο του τον περίγυρο· η Εστέρ η οποία το καταλόγιζε αυτό στον πατέρα της, ενώ έκανε τα ίδια με τον τραπεζίτη της· κι όλο αυτό από πότε; μήπως ξέρεις εσύ, Θησέα; τι μπορούμε να το κάνουμε όλο αυτό, αδερφέ μου; την κατασκευή ενός όμορφου μικρού αφηγήματος για να μην πληγωθούν τα παιδιά· εμένα μου λες ότι ο πατέρας έφυγε και πήγε να δουλέψει στον «κινηματογράφο»· απλώς είναι αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα, όλοι τους, να μας πουλάνε τις ιστορίες τους ώστε να μοιάζει αληθινό, ενώ χάνει· από παντού χάνει, Θησέα! θυμάσαι τον πατέρα με τις αγαπητικές του, τις οποίες έπαιρνε μαζί του στην όπερα; και η μητέρα με τον πολύ καθωσπρέπει εραστή της που έρχεται μαζί μας διακοπές· σκατά, από τι μπορείς άραγε να κρατηθείς όταν η παιδική σου ηλικία χτίστηκε πάνω σε κινούμενη άμμο;

Κατασκευή εν μέρει εγκεφαλική και εν μέρει συναισθηματική, με μεταμοντέρνα στοιχεία και λειτουργικά ευρήματα, εγείρει υποψίες αυτομυθοπλασίας, με λογοτεχνικές ωστόσο αρετές που σπάνια συναντώνται σε αυτή τη νεοσύστατη αφηγηματική παραφυάδα. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος του Καμίλε ντε Τολέδο είναι η κειμενική ενσωμάτωση της αγωνίας του αφηγητή, γεγονός που από τη μια λειτουργεί επιταχυντικά, ενώ από την άλλη απαλλάσσει το κείμενο από τον συναισθηματικό εξαναγκασμό, τη διδαχή και την ηθικά κενή οπτική. Η αντίθεση ανάμεσα στη δυσκολία του θέματος και στην ευκολία της ανάγνωσης δημιουργεί ένα εξόχως ενδιαφέρον κράμα. Η χωρίς ανάσα ανάγνωση ενισχύει το αίσθημα ασφυξίας που ο αφηγητής βιώνει, σαν μια βουτιά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο Θησέας άλλη επιλογή δεν έχει παρά να αποπειραθεί να κατανοήσει και να κλείσει την πληγή με τον τρόπο που ξέρει, μέσω της γραφής δηλαδή. Ο συγγραφέας παίρνει μια φαινομενικά μικρή, πλην όμως καθοριστική, απόφαση διαχωρίζοντας τον χρόνο της ιδιότυπης έρευνας από εκείνον της συγγραφής. Τα κομμάτια του παζλ πρώτα πήραν τη θέση τους στο μυαλό τού αφηγητή και ύστερα στο χαρτί. Είναι μια απόφαση που όπως προείπα προσδίδει μια εγκεφαλικότητα στην κατασκευή, χωρίς να της στερεί το συναίσθημα, επιτρέποντας επιπλέον έναν εσωτερικό διάλογο του αφηγητή με τον παλιότερο εαυτό του και την αποτύπωση των βημάτων προόδου, μια διαδικασία απαραίτητη για την έξοδο. Επίσης, αποτελεί μια απόφαση η οποία χαλιναγωγεί το χάος, προσθέτοντας την απαραίτητη αληθοφάνεια, αφού μια εν βρασμώ απόπειρα συγγραφής δεν θα λειτουργούσε ως λογοτεχνικό κείμενο.

Το Θησέας, μια δεύτερη ζωή είναι ένα μυθιστόρημα που συνομιλεί λογοτεχνικά με αρκετά βιβλία, μυθοπλαστικά ή δοκιμιακά, χωρίς αυτό, σε καμία περίπτωση, να αίρει τη μοναδικότητά του, τη δική του συνεισφορά στη λογοτεχνία της αυτοχειρίας. Παράδειγμα πρώτο: η αφήγηση εκείνου που μένει πίσω και αποπειράται να βρει τη δύναμη, σε λογική και συναίσθημα, για να προσχωρήσει, έρχεται να συναντηθεί με το τρέκλισμα εκείνου που βρίσκει καταφύγιο και ανακούφιση στην προοπτική του θανάτου του, ως πράξη που τον καθιστά επιτέλους κύριο της ζωής και της ύπαρξής του και αναφέρομαι εδώ στην καθηλωτική αυτοχειρία του Édouard Levé. Παράδειγμα δεύτερο: ο Θησέας φέρνει στον νου το Περί φυσικής της μελαγχολίας εκεί όπου ο Μινώταυρος, θύμα θεών και ανθρώπων, λαμβάνει επιτέλους τη θέση του φοβισμένου πλάσματος σε αντίθεση με τη διαχρονική πρόσληψή του ως ένα αιμοσταγές κτήνος, με τα δύο βιβλία να μοιράζονται κοινές αφηγηματικές αποφάσεις και διαδρομές.

Το μυθιστόρημα του Καμίλο ντε Τολέδο, το πρώτο του που μεταφράζεται στα ελληνικά, είναι ένα καλό βιβλίο.

υγ. Για την αυτοχειρία του Εντουάρ Λεβέ περισσότερα θα βρείτε εδώ, ενώ για το Περί φυσικής της μελαγχολίας του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ εδώ. Ενδιαφέρον βιβλίο σχετικά με την αυτοκτονία είναι και οι Σημειώσεις περί αυτοκτονίας του Σιμόν Κρίτσλεϋ  για το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Μετάφραση Σπύρος Γιανναράς
Εκδόσεις Ποταμός

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Το δώρο του Χάμπολντ - Saul Bellow

Ο Τσάρλι Σιτρίν, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αυτού του μυθιστορήματος του Μπέλοου, που επιτέλους μεταφράστηκε στα ελληνικά, ήρθε να προστεθεί στο πάνθεον των, νεότερων ή γηραιότερων, μεσήλικων αντρικών αντιηρώων που με έναν τρόπο μάλλον παράδοξο η αποτυχία τους με συγκινεί ιδιαίτερα, αποτελώντας μάλιστα τον πρόγονο του πλέον αγαπημένου μου όλων, του Φρανκ Μπάσκομπ από την καθοριστική για μένα τριλογία του Ρίτσαρντ Φορντ που αποτελείται από τα μυθιστορήματα Ο αθλητικογράφος, Ημέρα ανεξαρτησίας και Η χώρα, όπως είναι. Επίσης, τα Άδραξε τη μέρα και Χέρτσογκ του Μπέλοου είναι στη λίστα με τα πλέον απολαυστικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει.

Ο νεαρός Τσάρλι ζούσε κάπου στα μεσοδυτικά. Όταν διάβασε την ποιητική συλλογή του Χάμπολντ, δανείστηκε λεφτά και πήγε στη Νέα Υόρκη για να τον συναντήσει. Οι δυο τους ανέπτυξαν μια ιδιόρρυθμη φιλία. Τώρα, χρόνια μετά, ζει στο Σικάγο. Δεν είναι μια καλή περίοδος για τον Τσάρλι που κάποια στιγμή απόλαυσε τη δόξα και το χρήμα ως συγγραφέας· ένα δύσκολο διαζύγιο, οικονομικά προβλήματα, ερωμένες, δικηγόροι, μαφιόζοι, η έλλειψη έμπνευσης και νοηματοδότησης συνθέτουν μια αρκετά περίπλοκη καμπή πριν από την τελική ευθεία της ζωής. Ο θάνατος του Χάμπολντ έρχεται να προστεθεί σε όλα αυτά. Ο διαχειριστής της διαθήκης του ποιητή θα επικοινωνήσει μαζί του για να τον ενημερώσει πως το όνομά του αναφέρεται ανάμεσα στους έχοντες να λάβουν. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η υπόθεση του μυθιστορήματος αυτού που κυκλοφόρησε ένα χρόνο πριν απονεμηθεί στον Μπέλοου το βραβείο Νόμπελ.

Ας ξεκινήσω από τα δεδομένα και γνωστά. Η πρόζα του Μπέλοου είναι ανάμεσα στις κορυφαίες στην ιστορία της αμερικανικής, και όχι μόνο, λογοτεχνίας. Οι αντρικοί του χαρακτήρες διακρίνονται για την ευκρίνεια στην αποτύπωση, έτσι όπως κινούνται στο όριο της καρικατούρας και της στερεοτυπίας, ενώ και η συγχρονία με την εποχή αναδεικνύει την οξυδέρκεια στην παρατήρηση. Το συχνά μαύρο χιούμορ είναι ακόμα κάτι που πρέπει να προστεθεί στις αρετές της γραφής του Αμερικανού συγγραφέα, που όπως τόσοι και τόσοι, μέσα από τη γραφή, βρήκε τον απαραίτητο χώρο να μιλήσει με τον τρόπο του για το αμερικανικό όνειρο. Αναφορά πρέπει επίσης να γίνει στην αναγνωστική πρόσληψη του συγγραφέα σήμερα, καθώς ανήκει στις παραδοσιακές εκδοχές της λευκής αντρικής λογοτεχνίας, με αποτέλεσμα για μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού οι σελίδες του έργου του να προστίθενται στο κόκκινο πανί μιας λογοτεχνίας που εγείρει αντιδράσεις για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τα πράγματα, όπως η προβληματική θέση της γυναίκας στο έργο του. Δεν θα είχα πολλά επιχειρήματα προς υπεράσπισή του απέναντι στις ενστάσεις και την εχθρική στάση μέρους του αναγνωστικού κοινού σε μια ιδιότυπη περίοδο πρόσληψης της λογοτεχνίας και επαναφοράς μιας ύποπτα απλοϊκής ταύτισης της κοινωνικοπολιτικής ιδεολογίας του συγγραφέα με τους πρωταγωνιστές των ιστοριών του. Όλο αυτό αποτελεί μια μεγάλη συζήτηση, μάλλον αδιέξοδη, με τα δύο μέρη να διαθέτουν το δικό του οπλοστάσιο επιχειρημάτων.

Έκανα κιόλας αναφορά στην οξυδερκή παρατήρηση της γύρω πραγματικότητας. Ο ιδιότυπος αυτός ρεαλισμός κρατάει το κλειδί της διαχρονικής πρόσληψης βιβλίων όπως αυτό. Ο κόσμος που περιγράφει ο Μπέλοου είναι ένας κόσμος πραγματικός, που μάλλον επικρατεί και σε ποσοστό. Μπορεί αυτό να είναι απογοητευτικό για όσους ελπίζουμε σε έναν καλύτερο κόσμο, εκεί όπου προνόμια όπως το χρήμα, το φύλο, η φυλή και η σεξουαλικότητα δεν θα διαθέτουν ικανό βάρος, ωστόσο αυτό αποτελεί μια άποψη κάπως ρομαντικά φιλόδοξη. Σίγουρα καθένας διαβάζει με βάση τα δικά του κριτήρια, κριτήρια που τα χρησιμοποιεί και στη λογοτεχνική του κρίση, ωστόσο, δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι λιγότερο ή περισσότερο ζοφερή. Συγγραφείς όπως ο Μπέλοου δεν υπηρετούν μια άμεσα στρατευμένη λογοτεχνία, έστω και αν αυτή σε κάποιο επίπεδο προστίθεται στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Αν και η συμπάθεια είναι καθοριστική για την πρόσληψη, δεν είναι αρκετή σε επίπεδο αξιολογικό. Ένας συμπαθής (αντι-)ήρωας με σωστές απόψεις δεν αρκεί για να προσδώσει ουσιαστική λογοτεχνική αξία στο έργο.

Η διάδοση της αυτομυθοπλασίας άνοιξε ακόμα μια πόρτα για την αλήθεια ως βασικό συστατικό της λογοτεχνίας, επηρεάζοντας και διαμορφώνοντας τη γενικότερη πρόσληψη αυτής. Έτσι, ο αναγνώστης που επιθυμεί να εντοπίσει κακώς κείμενα, θα βρει και θα τα αναδείξει. Ωστόσο, το ενδιαφέρον και η ταύτιση που ένα λογοτεχνικό έργο γεννά δεν έχει απευθείας συσχέτιση με την αξία ενός έργου και αυτό είναι κάτι που πρέπει άπαντες να το έχουμε διαρκώς στο μυαλό μας. Για να το πω απλά: καθένας μπορεί να ισχυριστεί πως δεν του αρέσει ή δεν τον ενδιαφέρει το λογοτεχνικό σύμπαν ενός συγγραφέα, όπως ο Μπέλοου στην προκειμένη περίπτωση, αλλά αυτό, καλώς ή κακώς, σε καμία περίπτωση δεν επιδρά στη σημασία και την επιρροή του στο λογοτεχνικό νήμα.

Επιστρέφοντας στο μυθιστόρημα και τις αρετές του, οφείλει κανείς να σταθεί στη μαεστρία με την οποία ο Μπέλοου διαχειρίζεται τον χρόνο. Ο Τσάρλι, αδύναμος στη γοητεία του υπό διαμόρφωση new age, καταφεύγει συχνά πυκνά σε έναν προσωπικά δομημένο διαλογισμό που του επιτρέπει να πάρει απόσταση από την σκληρή όψη της πραγματικότητας. Και είναι αυτό το μικρό εύρημα που από τη μία αποτυπώνει μια γενικότερη νέα τάση καθώς η ανατολή πλησιάζει τον δυτικό, ορθολογικής σύνθεσης, τρόπο διαχείρισης και αντιμετώπισης της καθημερινότητας, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί θαυμάσια ως εύρημα, καθώς επιτρέπει τις διαρκείς αναλήψεις του αφηγητή από το παρελθόν του, οι οποίες έρχονται να συμπληρώσουν και να εξηγήσουν το αφηγηματικό παρόν. Έτσι, αυτό το χρονικό μπρος πίσω λειτουργεί θαυμάσια και διόλου δεν ξενίζει τον αναγνώστη. Το δώρο του Χάμπολντ αποτελεί επίσης και ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο φιλτράρεται και αξιοποιείται διαχρονικά η κεντροευρωπαϊκή κυρίως λογοτεχνία στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, πώς η αφηγηματική ικανότητα και η μαξιμαλιστική φιλοδοξία συναντούνται με μια λογοτεχνία πιο εσωστρεφή, πώς παραλαμβάνουν τη σκυτάλη οι Αμερικανοί συγγραφείς και πού την οδηγούν. Υπάρχουν μέρη του βιβλίου στα οποία ο Ευρωπαίος αναγνώστης δύναται να ξεχάσει προσωρινά την καταγωγή του συγγραφέα, πιστεύοντας πως διαβάζει κάτι πιο κοντινό στη δική του πραγματικότητα. Και αυτό είναι κάτι που καθιστά πιο οικουμενικό ένα μυθιστόρημα αρκετά αμερικανικό στον πυρήνα του.

Παρά το μέγεθός του, Το δώρο του Χάμπολντ δεν κάνει κοιλιά και αυτό από μόνο του είναι εντυπωσιακό. Ο Μπέλοου, δια φωνής Τσάρλι, πετυχαίνει να παραδώσει ένα μυθιστόρημα σταθμό, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μια φορά τη σημασία της λογοτεχνίας του για την αμερικανική και όχι μόνο ιστορία της λογοτεχνίας, δικαιολογώντας στα καθ' ημάς την ένταξη του έργου στη σειρά Orbis Literæ των εκδόσεων Gutenberg, ως ένα μυθιστόρημα ήδη κλασικό. Η έκδοση περιλαμβάνει και μια ιδιαιτέρως διαφωτιστική εισαγωγή από τον Τζέφρυ Ευγενίδης, η οποία ωστόσο καλό θα ήταν να ακολουθήσει την ανάγνωση. Η μετάφραση έχει την πάντοτε αξιόπιστη υπογραφή της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.

υγ. Σύνδεσμοι για παλιότερες αναρτήσεις σχετικές με άλλα μυθιστορήματα του Μπέλοου θα βρείτε: εδώ για το Χέρτσογκ, εδώ για το Ένας ανήσυχος Δεκέμβρης, εδώ για την Κλοπή και εδώ για το Οι αναμνήσεις του Μόσμπυ. Για την τριλογία του Φορντ, εδώ για τον Αθλητικογράφο, εδώ για το Η χώρα, όπως είναι και εδώ για την Ημέρα ανεξαρτησίας.

Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

Ασκήσεις μνήμης - Τάσος Χατζητάτσης

Αναπόφευκτα και για αρκετούς λόγους τα διαβάσματά μου ακολουθούν τις νέες εκδόσεις, κύρια της ξένης λογοτεχνίας και της μεγάλης φόρμας, ωστόσο δεν περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο σε αυτές. Τουλάχιστον είναι κάτι που προσπαθώ να κάνω, αν και όχι πάντοτε με επιτυχία. Βιβλία όπως οι Ασκήσεις μνήμης του Χατζητάτση συνθέτουν μια ξεχωριστή δεξαμενή προς ανάγνωση, που έχει να κάνει με την ελληνική λογοτεχνία χωρίς το κριτήριο της πρόσφατης έκδοσης. Άλλωστε, μέγας ψεύτης και υποκριτής θα ήταν εκείνος που θα ισχυριζόταν πως έχει τακτοποιήσει άψογα τους λογαριασμούς του με το παρελθόν. Η ανάγνωση λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα, όσο περισσότερο διαβάζει κανείς, τόσο αυξάνονται τα βιβλία που επιθυμεί να διαβάσει, σ' έναν αγώνα εξ αρχής χαμένο από χέρι. Υπήρξαν αρκετοί εκείνοι που εκούσια ή ακούσια με προέτρεψαν να ασχοληθώ με τον συγκεκριμένο συγγραφέα και δη με αυτή τη συλλογή διηγημάτων. Η ώρα έφτασε.

Οι Ασκήσεις μνήμης περιλαμβάνουν τις δύο πρώτες συλλογές διηγημάτων (Έντεκα Σικελικοί ΕσπερινοίΣτη σφενδόνη) του Τάσου Χατζητάτση, που αρχικά είχαν εκδοθεί μεμονωμένα από τις εκδόσεις Εντευκτήριο το 1997 και το 2000 αντίστοιχα. Μια πρώτη εντύπωση, κατά την ανάγνωση, προκαλεί το γεγονός της μάλλον αργοπορημένης εμφάνισης του γεννημένου το 1945 συγγραφέα στο εκδοτικό γίγνεσθαι, ιδιαίτερα με σημείο παρατήρησης τη σημερινή εποχή που κατακλύζεται εκδοτικά από παιδιά θαύματα. Ωστόσο, ο Χατζητάτσης υπήρξε για χρόνια ενεργό μέλος σε πλείστα λογοτεχνικά έντυπα, τόσο με διηγήματα όσο και με κριτικά σημειώματα. Και προκαλεί εντύπωση αυτή η διάσταση καθώς, ήδη από το πρώτο διήγημα της συλλογής, οι λογοτεχνικές αρετές είναι κάτι παραπάνω από ορατές.

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για μια συλλογή διηγημάτων, αφού απουσιάζει το αβαντάζ της αναφοράς στην πλοκή, όπως συμβαίνει στα μυθιστορήματα. Θα μπορούσε, βέβαια, κανείς να αναφερθεί ξεχωριστά στην υπόθεση καθενός από τα διηγήματα, όμως κάτι τέτοιο το θεωρώ, μεταξύ άλλων, βαρετό τόσο ως προς τη γραφή όσο και ως προς την ανάγνωση. Εδώ, κρίνω σημαντικό να γίνει αναφορά στη συνοχή της συλλογής, στην έλλειψη του στοιχείου ενσωμάτωσης ετερόκλητων διηγημάτων με σκοπό αποκλειστικά και μόνο την έκδοση. Ο συνεκτικός ιστός δεν αρκεί να είναι χρονικός ή θεματικός, μάλλον πρόκειται για ζήτημα ύφους περισσότερο από ό,τι άλλο. Και ως προς αυτό και οι δύο συλλογές είναι άψογα δομημένες, το προσωπικό ύφος του Χατζητάτση, ευδιάκριτο ακόμα και σε μια πρώτη ανάγνωση, έρχεται να συναντήσει το ξεχωριστό, έστω και στις λεπτομέρειες, ύφος της κάθε συλλογής, ύφος που τις συνέχει και τις καθιστά ολοκληρωμένα και όχι αποσπασματικά έργα.

Και είναι το ύφος, μαζί με την αφήγηση και λιγότερο την πλοκή, που παραμερίζει τις θεματικές μου ενστάσεις που έχουν να κάνουν με το πλέον σύνηθες τρίπτυχο της ελληνικής λογοτεχνίας που αποτελείται από τη μικρασιατική καταστροφή, τον εμφύλιο και το πολυτεχνείο. Σημασία έχει, μου υπενθυμίζεται, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας λέει την ιστορία του και ο Χατζητάτσης το κάνει με τρόπο, γλωσσικά και αφηγηματικά, μοναδικό, κομίζοντας κάτι προσωπικό σε έναν πολυχρησιμοποιημένο καμβά. Δεν εννοείται, δυστυχώς, η ύπαρξη οικονομίας, βασικό χαρακτηριστικό της μικρής φόρμας, γι' αυτό και πρέπει να ειπωθεί και να επαινεθεί. Καμία λέξη δεν περισσεύει εδώ, ενώ ταυτόχρονα τα διηγήματα μοιάζουν με παγόβουνα, ένα μικρός μόνο μέρος τους είναι ορατό, το μεγαλύτερο παραμένει βυθισμένο στα σκοτεινά νερά, αναγκαίο ωστόσο για την ισορροπία της κάθε κατασκευής. Αλλά, για να γυρίσω και στον θεματικό καμβά, εδώ η μεγάλη ιστορία δεν βρίσκεται στο επίκεντρο αλλά αποτελεί ένα μέρος του σκηνικού, οι ιστορίες των προσώπων της συλλογής διαδραματίστηκαν και προφανώς επηρεάστηκαν από το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, αλλά διαθέτουν την απαραίτητη ανεξαρτησία.

Τα πλέον εντυπωσιακά διηγήματα, σε μια συλλογή διόλου άνιση, είναι εκείνα με την απουσία τελείας (Ανέκδοτο άγονο, Το κίτρινο φουστάνι, Πότνα Ρέα). Εδώ ο Χατζητάτσης πατάει υψηλές κορυφές μαστοριάς. Τα διηγήματα επιβάλλουν τον δικό τους ρυθμό στον αναγνώστη, καλώντας τον να συντονίσει την αναπνοή του ώστε να μπορέσει να τα ακολουθήσει στη διαδρομή τους. Και δεν αρκείται σε αυτό, αλλά φροντίζει να τα παρεμβάλει σε διηγήματα με λόγο μάλλον κοφτό, και αυτή η αντιστικτική επιλογή όχι μόνο δεν ξενίζει αλλά αναδεικνύει και τις δύο αφηγηματικές επιλογές, απαλλάσσοντας τον συγγραφέα από την υποψία μανιέρας. Κάθε ιστορία, μοιάζει να μας λέει, υποδεικνύει τον τρόπο αφήγησής της. Τα διηγήματα των δύο αυτών συλλογών είναι υποδειγματικά, υπενθυμίζουν τις δυσκολίες της μικρής φόρμας, που συνήθως διαστρεβλώνονται σε ευκολίες γραφής, επιτελώντας και έναν ρόλο διδακτικό προς εκείνους που σκοπεύουν να ασχοληθούν με τη μικρή φόρμα.

Θα αναφερθώ ξεχωριστά στο διήγημα ο κύκλος της Αννελόρε και ο λόγος είναι η διακειμενικότητα, τα νήματα που η κάθε ανάγνωση περίτεχνα τοποθετεί στον αναγνωστικό αργαλειό. Διακειμενικότητα πρώτη: το διήγημα αυτό συνομιλεί με ένα από τα καλύτερα ελληνικά διηγήματα της νέας γενιάς, το Νόκερ του Δημοσθένη Παπαμάρκου, τόσο θεματικά όσο και συναισθηματικά. Η μετανάστευση βρίσκεται στο επίκεντρο, ο ιδιότυπος νόστος επιστροφής, η δουλειά στα σφαγεία, παρέα με την απογοήτευση και την κόπωση των χρόνων. Διακειμενικότητα δεύτερη: μέχρι πρόσφατα αγνοούσα τα πάντα σχετικά με την επίσκεψη του Σάχη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας το 1967. Έμαθα σχετικά χάρη στο υβριδικό Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί που εκδόθηκε στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδόσεις Η βαλίτσα. Η διαμαρτυρία που οργανώθηκε και είχε ως αποτέλεσμα έναν νεκρό, αναφέρεται και στο διήγημα του Χατζητάτση, στο οποίο γίνεται επίσης αναφορά στην απόπειρα των Ελλήνων μεταναστών να οργανωθούν πολιτικά ενάντια στη δικτατορία, φωτίζοντας μια λιγότερο διάσημη εκδοχή της εποχής εκείνης, τις εστίες αγώνα εκτός συνόρων.

Παρά τα αποθεωτικά σχόλια που ακολουθούσαν το βιβλίο αυτό, οφείλω να παραδεχτώ πως έμπαινα στην ανάγνωσή του φορτωμένος με τριπλή αμφιβολία: μικρή φόρμα, θεματική και ελληνική λογοτεχνία. Γρήγορα αναγκάστηκα να παραδοθώ και να απολαύσω την ανάγνωση παρότι πατούσα σε έδαφος σαφέστατα ανοίκειο. Οι αμφιβολίες όταν υποχωρούν κάνουν έναν θόρυβο οξύ. Προσθέστε και τη δική μου προτροπή να διαβάσετε Χατζητάτση.

υγ. Για το Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου περισσότερα θα βρείτε εδώ, ενώ για το Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί εδώ.

Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

Οι ταξιδιώτες - Regina Porter

Αυτό είναι ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο, αφού υπερκάλυψε όποια προσδοκία και αν είχα χτίσει πάνω σ' ένα απλό –αν και καθοριστικό για την επιλογή– προαίσθημα, πράγμα όχι σύνηθες, αν αναλογιστεί κανείς τη χωρίς πλαίσιο γεννήτρια, συχνά αυθαίρετων, προσδοκιών με την οποία είμαστε εξοπλισμένοι εκ γενετής και μεγάλος μέρος τους κάποιοι από εμάς εναποθέτουμε στη λογοτεχνία. Στο πρωτόλειο αυτό υπάρχει μια φιλοδοξία διάχυτη, που, ακόμα και αν πηγάζει από την άγνοια ή την αμετροέπεια της πρωτάρας, εκπληρώνεται σε μεγάλο βαθμό, όχι σε απόλυτο ίσως, ωστόσο διόλου αμελητέο, γεγονός που προκαλεί τον θαυμασμό και εκτινάσσει σε δυσθεώρητα ύψη τις μέλλουσες προσδοκίες. Και σίγουρα, παρότι μίλησα για διαίσθηση και προσδοκίες, υπήρχαν και ταυτόχρονες φοβίες, με ρίζες σε χίλια δυο πράγματα, κυρίως όμως στην άγνοια σχετικά με τη Ρετζίνα Πόρτερ και την αμερικανική ικανότητα ύφανσης περίτεχνου περιτυλίγματος για περιεχόμενο μέτριο και φασόν, απόρροια σεμιναρίων δημιουργικής γραφής και παρεμβατικής επιμέλειας· δηλαδή, βιβλία που έχουν σε κατάλληλες δόσεις όλα τα φλέγοντα ζητήματα του καιρού μας και τις γωνίες τους λείες. Κάπως έτσι ήταν η συναισθηματική αποτύπωση λίγο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής της ανάγνωσης.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι ταξιδιώτες είναι το πρωτόλειο μυθιστόρημα με το οποίο μας συστήνεται λογοτεχνικά η Αφροαμερικανή Ρετζίνα Πόρτερ. Η πλοκή καλύπτει χρονικά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα και φτάνει μέχρι τις αρχές του τρέχοντος, όταν ο Μπάρακ Ομπάμα θα γίνει ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ. Είναι η ιστορία κάποιων ανθρώπων που οι ζωές τους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, διασταυρώνονται λιγότερο ή περισσότερο, ανθρώπων που πεθαίνουν, ονειρεύονται, φιλοδοξούν, αποτυγχάνουν, αγαπούν, πέφτουν και σηκώνονται για να ξαναπέσουν λίγο αργότερα, και όλα αυτά συμβαίνουν στον απόηχο του ξεδιπλώματος της αμερικανικής ιστορίας. Τα περίπου τριάντα πρόσωπα της πλοκής διακρίνονται για την ποικιλομορφία τους όσο αφορά το φύλο, την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, την τάξη και τη σεξουαλική προτίμηση. Η διαχείριση τόσων παράλληλων ιστοριών και η αποτύπωση της μεταξύ τους διασταύρωσης αποτελούν το κομμάτι που η συγγραφική φιλοδοξία συναντά το τεράστιο ρίσκο μιας παταγώδους αποτυχίας. Το παρελθόν της Πόρτερ στη θεατρική γραφή σίγουρα τη βοηθάει ως ένα βαθμό, ειδικά στην κατασκευή των χαρακτήρων, αλλά χωρίς κλίση και σκληρή δουλειά το μυθιστόρημα αυτό δεν θα είχε την απαραίτητη συνοχή που να συγκροτεί σ' ένα ενιαίο σώμα όλα αυτά τα παρακλάδια, αλλά ταυτόχρονα να επιτρέπει σε κάθε ένα από αυτά να επιδείξει τη χάρη του.

Η λίστα με τα πρόσωπα του μυθιστορήματος στην αρχή της έκδοσης βοηθάει τον αναγνώστη να ακολουθήσει τις εναλλαγές οπτικής γωνίας και εστίασης, μέχρι τουλάχιστον να εξοικειωθεί. Η παντογνώστρια αφηγήτρια συχνά παραμερίζει έτσι ώστε την αφήγηση να αναλάβει σε πρώτο πρόσωπο κάποιος από τους χαρακτήρες. Αυτό το σχετικά απλό αφηγηματικό κόλπο αποδεικνύεται αρκετά χρηστικό καθώς αυξάνει τις γωνίες λήψεις και συντελεί καθοριστικά στη λεπτομερή σκιαγράφηση των χαρακτήρων της πλοκής, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει τη δημιουργία συναισθηματικής σχέσης με τον αναγνώστη. Η αφήγηση πραγματοποιεί διαρκή χρονικά μπρος πίσω, κάτι που επιτείνει περαιτέρω την αίσθηση της διασταύρωσης των επιμέρους ιστοριών, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνεται η δύναμη της συγκυρίας στην εξέλιξη της κάθε ζωής, που αποτελεί βασικό συστατικό τής, κατά κάποιο τρόπο, μεταφυσικής πλευράς του μυθιστορήματος. Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για επί μέρους οικογενειακές σάγκες, αλλά και για τη σύνθεση μιας παράδοξης συλλογικής σάγκας, που καλύπτει ακόμα και γεωγραφικά ένα μεγάλο μέρος της χώρας.

Και αν η σύνθεση και η συνοχή των επιμέρους ιστοριών αποτελεί ένα τεχνικό κομμάτι που η συγγραφέας καταφέρνει να καλύψει ικανοποιητικά τους αρμούς και τις συνδέσεις της κατασκευής, εκείνο που διευκολύνει την πρόσληψη ενός περίτεχνου και συχνά χαοτικού μυθιστορήματος, όπως αυτό, είναι η αφηγηματική άνεση της Πόρτερ, άνεση που επιτρέπει στην αφήγηση να ρέει, αποζημιώνοντας τον επίμονο αναγνώστη και προσφέροντάς του απόλαυση κατά τη διαδρομή, ενισχύοντας τη συγγραφική φιλοδοξία της επιμέρους απόλαυσης κάθε μικρού και μεμονωμένου επεισοδίου κάθε υποϊστορίας. Οι ταξιδιώτες είναι ένα κολάζ από ιστορίες, με τα κομμάτια τοποθετημένα με τη μέγιστη προσοχή ώστε να υπηρετούν και να προωθούν τη συνολική πλοκή, αλλά χωρίς να φωνάζουν την επιτήδευση αυτή. Ένα ακόμα λειτουργικό αφηγηματικό εύρημα είναι η χρήση του θεατρικού έργου Ο Ρόζενκραντς και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί του Τομ Στόππαρντ, το οποίο η συγγραφέας θέτει ως δορυφόρο σε περιστροφή, πότε ορατό και πότε αόρατο, στη ζωή των προσώπων. Αλλά, έμμεσα αποτελεί και μια αναφορά στη θεατρική πλευρά της Πόρτερ, ένας μικρός φόρος τιμής σε ένα σημαντικό έργο, που όμως λειτουργεί άψογα και δεν γίνεται απλώς για να γίνει.

Η παρουσίαση ενός τόσο περίτεχνου έργου εγκυμονεί συχνά τον κίνδυνο να μπερδέψει και να αποθαρρύνει τον επίδοξο αναγνώστη, αφού είναι αντικειμενικά δύσκολο να αναφερθεί κανείς στην υπόθεση και τις αρετές ενός τέτοιου βιβλίου σε ένα κείμενο 800 ή 1000 λέξεων με τρόπο που θα καταστήσει σαφή τη μαεστρία με την οποία η συγγραφέας χειρίζεται όλο αυτό το φαινομενικό χάος, για να παραδώσει τελικά ένα αξιοζήλευτο και απολαυστικό μυθιστόρημα τετρακοσίων σελίδων. Ταυτόχρονα όμως, και επειδή όποιος έχει καεί από το χυλό φυσά και ξεφυσά, μια τόσο άψογη κατασκευή κρύβει τον κίνδυνο του πρόσκαιρου εντυπωσιασμού από τη λάμψη που εκπέμπει και παρασύρει το θυμικό του αναγνώστη, εμπειρία που συχνά προσομοιάζει στην παρατήρηση εισόδου ενός κομήτη στην ατμόσφαιρα. Ο χρόνος θα είναι ο κριτής τελικά, όχι τόσο για τη θέση που το μυθιστόρημα αυτό θα λάβει στον λογοτεχνικό κανόνα, όσο για το πού θα κατακάτσει συναισθηματικά στις αναγνωστικές αναμνήσεις του κάθε αναγνώστη.

Οι ταξιδιώτες λειτουργούν ως εξαίρεση στον κανόνα που περιέγραψα ήδη από την πρώτη κιόλας παράγραφο, κανόνας που έχει να κάνει με τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής, τη συνταγή επιτυχίας στην προσπάθεια κάθε επίδοξου συγγραφέα να βρει εκδότη. Και βαφτίζω εξαίρεση το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ίσως βιαστικά, αφού ακόμα δεν έχει κατακάτσει ο εντυπωσιασμός της ανάγνωσης, θεωρώ όμως πως η αναγνώριση της συνταγής εντός της κατασκευής δίνει μια κάποια σχετική ασφάλεια, αφού η Πόρτερ βάζει τικ σε κάθε πιθανό κουτάκι για το τι πρέπει να περιέχει ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, με κυρίαρχα τη φυλή και το φύλο, όμως αυτό εντός του κειμένου αντιστοιχεί στην ποικιλομορφία και το πλήθος των προσώπων της πλοκής. Παίρνει, δηλαδή, μια έτοιμη και γενικόλογη συνταγή σχετικά με τη συμπερίληψη και την καθιστά αβίαστη απόρροια των προγραμματικών της δηλώσεων για συγγραφή ενός πολυπρόσωπου μυθιστορήματος.

Ο σκεπτικισμός και η απόπειρα διατήρησης χαμηλών τόνων ενισχύει και δεν τορπιλίζει το πόσο μου άρεσε αυτό το βιβλίο. Και το βιβλίο αυτό μου άρεσε πολύ.

Μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης
Εκδόσεις Πατάκη