Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Η Παραβολή του Σπορέα - Octavia Butler

Όταν, πέντε χρόνια πριν, κυκλοφορούσε το Εξ αίματος της Οκτάβια Μπάτλερ, για πρώτη φορά στα ελληνικά, δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο πολύ θα μου άρεσε. Εκείνοι που γνώριζαν το έργο της ήταν σίγουροι, οι εκδόσεις Αίολος πάντοτε είναι εγγύηση, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την επιστημονική φαντασία, είχα κάποιες προσδοκίες, λοιπόν, δεν ήξερα όμως τι με περίμενε. Ύστερα ήρθε η ανάγνωση και το σοκ ήταν εφάμιλλο της πρώτης πρώτης εμπειρίας με το έργο της Λε Γκεν, αντιλαμβάνεστε για τι ύψη κάνω λόγο.

Διόλου τυχαία δεν αναφέρομαι στη σπουδαία Λε Γκεν. Είναι το είδος της πολιτικής, κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής επιστημονικής φαντασίας που με συναρπάζει, και ας με αφήνει με το στομάχι σε άσχημη κατάσταση, σε απαραίτητο συνδυασμό με τη λογοτεχνική αρτιότητα, σύμφωνη πάντα με τα ειδολογικά χαρακτηριστικά εντός του οποίου χτίζονται οι φανταστικοί, αλλά αναλογικά αναγνωρίσιμοι κόσμοι στους οποίους διαδραματίζεται η πλοκή. Στο βιβλίο αυτό, η εκλεκτική συγγένεια μεταξύ των δύο αποκαλύφθηκε.

Η Παραβολή του Σπορέα, μυθιστόρημα γραμμένο το 1993, διαδραματίζεται το 2024, σε ένα εγγύς μέλλον, για μας παρόν, στο οποίο η κοινωνική, οικονομική και πολιτική αποσάθρωση στη Βόρεια Αμερική είναι συντριπτική. Μικρές εστίες κοινοτήτων επιχειρούν να διαφυλάξουν τα ελάχιστα που έχουν στη διάθεσή τους από ομάδες ατόμων σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, δομές και υπηρεσίες δεν υπάρχουν, η αυτοοργάνωση είναι η μόνο δίοδος, ενώ είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς μια δουλειά και να πληρώνεται με χρήματα. Αντίθετα με την πλειοψηφία των λογοτεχνικών, και όχι μόνο, έργων που διαπραγματεύονται μια μελλοντική δυστοπία, εδώ δεν αφήνεται να υπονοηθεί κάποια καταστροφή, κάποιος ιός, για παράδειγμα, η οποία να ευθύνεται, αλλά είναι ξεκάθαρο, γεγονός που καθιστά το μυθιστόρημα άκρως πολιτικό, πως η μελλοντική εκείνη συνθήκη είναι απλή εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου διαχείρισης.

Όταν η Μπάτλερ έγραφε το βιβλίο αυτό, τη δεκαετία του '90, η πλειοψηφία των συστημικών διανοούμενων έβλεπε μια ανοιχτή λεωφόρο αέναης ανάπτυξης να απλώνεται στα πόδια της ανθρωπότητας, κανένα σύννεφο δεν σκίαζε τον γαλανό ουρανό, ούτε καν αυτός δεν αποτελούσε όριο, η φιλοδοξία έφτανε μέχρι τον εποικισμό σε άλλους πλανήτες, ακόμα και στην οριστική νίκη επί του θανάτου. Ελάχιστοι, με την ταμπέλα του γραφικού ή του καταστροφολόγου, του αρνητή της προόδου ή του συντηρητικού, περιθωριακοί και υπόγειοι, μιλούσαν και προειδοποιούσαν για την άσχημη τροχιά. Εδώ είναι που κάποιοι θα κοτσάρουν το επίθετο προφητικός για βιβλία και συγγραφείς, το πλέον αταίριαστο και διόλου επιθυμητό επίθετο. Κάποιοι είδαν και με τον τρόπο τους μίλησαν, δεν ήθελαν να αποδειχτούν σωστοί, αλλά να πέσουν έξω, η αρτιότητα των βιβλίων τους να είναι αμιγώς λογοτεχνική, ακόμα και αφελής, ένα παραμύθι και τίποτα άλλο. Η ανθρωπινότητα στην τέχνη είναι κάτι που συχνά παραμερίζεται, όλα, εδώ και χρόνια, είναι θέμα αριθμών και ποσοτικών αποτυπώσεων.

Η δεκαοχτάχρονη Λόρεν, κόρη ενός μαύρου πάστορα, γεννημένη μ' ένα σύνδρομο υπερευαισθησίας, καταγράφει στο ημερολόγιο της την καθημερινότητα στην κοινότητα αυτή. Όταν η οικογένειά της χαθεί, δεν έχει άλλη επιλογή από το να πάρει τον δρόμο προς τον Βορρά, προς αναζήτηση ενός καταφυγίου που θα της επιτρέψει να επιβιώσει.

Δεν ήταν απαραίτητο για την Μπάτλερ να ταξιδέψει τριάντα χρόνια αργότερα ώστε να βρει τις ζοφερές συνθήκες που θέτουν τη ζωή ενός ατόμου σε διαρκή απειλή και που το αναγκάζουν να αναζητήσει μακριά από τη γη του την ελπίδα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια τέτοια περίπτωση. Η απόφασή της, ωστόσο, έρχεται έγκαιρα και με οξυδέρκεια να διακρίνει την άβυσσο επί της οποίας κρέμεται από μια ελάχιστη ίνα κλωστής το πλέον δυνατό κράτος του κόσμου, μια αιώρηση που απειλεί τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων, ασχέτως φύλου, φυλής ή και τάξης ως ένα βαθμό. Η Παραβολή του Σπορέα, αντίθετα με το Εξ αίματος, δεν περιορίζεται στα δεινά των αφροαμερικανών και στις ιδιαιτερότητες της αφροαμερικανικής κοινότητας, αλλά ανοίγει τη βεντάλια και συμπεριλαμβάνει μεγάλο μέρος του πληθυσμού που σταδιακά απολύει τα όποια προνόμια διέθετε.

Οι σύγχρονοι δούλοι δεν αμοίβονται με χρήματα αλλά με κουπόνια τα οποία χρησιμοποιούν για τα απαραίτητα που τα αγοράζουν από τους εργοδότες τους, ένας φαύλος κύκλος χρέους που τους κρατά εγκλωβισμένους, χωρίς αλυσίδες και μαστίγια, καταφεύγουν και παραμένουν σε πόλεις ιδιωτικές, με ιδιωτικό στρατό και οικονομία, χωρίς πραγματικά να έχουν κάποια καλύτερη προοπτική, όχι βιώσιμη τέλος πάντων. Συχνά πυκνά, στην απέναντι ακτή από τους «προφητικούς» στέκουν εκείνοι με τον μεγεθυντικό φακό γυρεύουν αντιστοιχίες μία προς μία, για να καταλήξουν στην αφέλεια και την κινδυνολογία του ενός ή του άλλου έργου, αρνούμενοι να διακρίνουν τις αναλογίες, μ' ένα βλέμμα κοντόφθαλμο. Βάζουν τελεία στο τα πράγματα πάνε καλύτερα. Θέση που σε γενικές γραμμές έχει σπόρους αλήθειας. Η ζωή των μαύρων για παράδειγμα, ποιος δεν θα έλεγε πως έχει βελτιωθεί μέσα στα χρόνια; Βάζουν ωστόσο τελεία πριν εξετάσουν αν αυτή η κατά τα φαινόμενα βελτίωση οδηγεί προς μια συνθήκη αδιέξοδη, ένα τέλος οδυνηρό, μια κατηφόρα ιλιγγιώδη.

Σημαντικό κομμάτι του βιβλίου είναι η θρησκευτική πίστη, η ανάγκη, καλύτερα ειπωμένο, για πίστη σε κάτι ανώτερο, ένα αποκούμπι ελπίδας και νοήματος. Οι παλιοί Θεοί δεν δείχνουν πια δυνατοί, ίσως και να έχουν αποσυρθεί αφήνοντας τον άνθρωπο έρμαιο του ανθρώπου. Αυτή η ανάγκη για κάτι νέο, έρχεται να ενισχύσει την οικτρή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος, τώρα που ακόμα και η ιδιωτεία ελάχιστα προσφέρει, τώρα που η δημιουργία κοινοτήτων είναι η μόνη ίσως πιθανότητα επιβίωσης. Όσο παράδοξο και αν μοιάζει, το θρησκευτικό αίσθημα είναι αντιστρόφως ανάλογο των προνομίων, όσο πιο πένης τόσο πιο θρήσκος που έλεγε και ένας ηλικιωμένος φίλος μου, όσο πιο απελπισμένος τόσο πιο ευάλωτος στην αόριστη και μεταφυσική ελπίδα, όσο πιο άνυδρο και στείρο το παρόν έδαφος, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για ένα εύφορο μεταθανάτιο τόπο. Παράλληλα με το ημερολόγιο της, το οποίο η Λόρεν ενημερώνει σε κάθε ευκαιρία, συντάσσει ένα πιστεύω, τους Γαιόσπορους, εκεί αναζητά μια ελπίδα επίγεια, ένα σύστημα αξιών και ηθικής, τους σπόρους μιας νέας κοινωνίας.

Ο τρόπος με τον οποίο η Μπάτλερ μέσα από τη Λόρεν διαπραγματεύεται το κομμάτι της μεταφυσικής πίστης, της ανάγκης ύπαρξής της, του εξανθρωπισμού της, της χρηστικότητάς της, της φιλοσοφικής της διάστασης, είναι έξοχος, καταφέρνοντας να αναδείξει ακόμα περισσότερο την κατάσταση που επικρατεί, χωρίς να χρειάζεται να την περιγράψει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Και επιπλέον, η ανάγκη για πίστη και το ένστικτο για επιβίωση είναι οι δύο πυλώνες επί των οποίων στηρίζεται η αληθοφάνεια των ανθρώπων εδώ, οι αγωνίες, οι φόβοι ακόμα και οι ελπίδες τους, οι πόθοι και τα πάθη τους, μας είναι γνώριμα και ας μην μοιάζουν ακόμα οι συνθήκες να είναι τόσο ζοφερές, όχι για εμάς τους προνομιούχους τουλάχιστον. 

Η Μπάτλερ διαθέτει μια πρόζα τρομερά καθηλωτική, η αντίστιξη ανάμεσα σε όσα ζοφερά περιγράφει και στον γοητευτικό τρόπο με τον οποίο τα περιγράφει είναι τρομακτικής έντασης και διαρκώς παρούσα, το ερώτημα πώς γίνεται να απολαμβάνω αυτό που διαβάζω κρέμεται διαρκώς πάνω από τον σκυμμένο στην ανάγνωση αυχένα.

υγ. Για το Εξ αίματος έγραφα τότε αυτό.

Μετάφραση Βαγγέλης Πούλιος
Εκδόσεις Αίολος

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

Κάτω από το ηφαίστειο - Malcolm Lowry

Εκκρεμούσε αυτή η κυκλοφορία, η επανασύσταση ενός κλασικού έργου στο ελληνικό κοινό· υπεύθυνοι γι' αυτό οι εκδόσεις Μεταίχμιο και η καλή μεταφράστρια Κατερίνα Σχινά. Το Κάτω από το ηφαίστειο είναι το πρώτο βήμα ενός ευρύτερου εκδοτικού σχεδιασμού του έργου τού Λόουρυ, ήδη το Ουλτραμαρίν και η Πέτρα της κόλασης βρίσκονται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Το Κάτω από το ηφαίστειο πρωτοεκδόθηκε το 1947 και ειδολογικά (όσο ασφυκτικά και αν είναι τέτοια όρια) ανήκει στον ύστερο μοντερνισμό, αποτελεί εξέχων μέλος μια εκλεκτής και ολιγομελής ομάδας έργων που, παρότι παράγωγα υψηλής και κλασικής λογοτεχνίας, έχουν ευρέως διαβαστεί και ενταχθεί στην πολιτισμική κληρονομιά, ξεπερνώντας τους όποιους χωροχρονικούς περιορισμούς και τα στεγανά μιας μειοψηφούσας αναγνωστικής ελίτ, δημιουργώντας έναν μύθο γύρω τους. Επίσης, μιλώντας για εξαιρέσεις, εδώ υπάρχει ακόμα μία, η πετυχημένη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος το 1984 από τον Τζον Χιούστον, κάτι το οποίο συντέλεσε επίσης καθοριστικά στη διαδρομή του μέσα στα χρόνια.

Η πλοκή διαδραματίζεται μέσα σε δύο μέρες, με απόσταση ενός χρόνου της μίας από την άλλη. Στο πρώτο κεφάλαιο, δύο Νοεμβρίου του 1939, Μέρα των Νεκρών, στην Κουαουναγουάκ του Μεξικό, στη σκιά των δύο ηφαιστείων, Ποποκατέπετλ και Ιστακσίουατλ, στη δύση του ηλίου, ο δρ Αρτούρο Ντίας Βίγκιλ και ο Ζακ Λαρυέλ πίνουν ανίς στην κεντρική βεράντα ενός ξενοδοχείου μετά από έναν απαιτητικό αγώνα τένις. Σύντομα αναθυμούνται τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν πέρυσι την ίδια μέρα. Ο παντογνώστης αφηγητής θα ακολουθήσει τον Λαρυέλ στην επιστροφή του στο σπίτι του, για την οποία διαλέγει ένα μεγαλύτερης έκτασης μονοπάτι, βυθισμένος καθώς είναι στους συλλογισμούς και τις αναμνήσεις για την τραγική μοίρα του Πρόξενου και της πρώην συζύγου του που επέστρεψε την ίδια εκείνη μέρα στην μεξικανική ενδοχώρα.

Ένα χρόνο πριν, άυπνος και μεθυσμένος ο Βρετανός Πρόξενος θα συναντήσει την Υβόν στον σταθμό των λεωφορείων, την πανέμορφη Υβόν που σαν από θαύμα γύρισε σε εκείνες τις εσχατιές παρότι είχαν εδώ και καιρό χωρίσει. Χαμένος στους λαβύρινθους του αλκοόλ, δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν αυτό εντάθηκε με τον χωρισμό και τη φυγή της ή αν ο χωρισμός και η μετέπειτα φυγή της οφείλονταν στη διαρκή μέθη του, ίσως και τα δύο να συνέβησαν, καμιά φορά αυτό συμβαίνει, η μια εκδοχή βυθίζεται στο σώμα της άλλης, δυσδιάκριτες διαφορές ενός κοινού σώματος πια. Ο Πρόξενος, που κάποτε θεωρήθηκε ήρωας της πατρίδας του, κατέληξε μετά από διάφορους σταθμούς μιας καριέρας φθίνουσας, σ' αυτή την αδιάφορη πόλη στη σκιά των ηφαιστείων, χωρίς πραγματική ατζέντα αρμοδιοτήτων. Και όμως, κάποτε η ζωή, δίπλα στην Υβόν, έμοιαζε υπέροχη ή μήπως όχι; Μια ακόμα ιστορία αγάπης. Και ναι, και όχι.

Ήδη, στην ανάμνηση της προ εικοσαετίας πρώτης ανάγνωσης, το μεγαλύτερο εμβαδόν καταλάμβαναν η θλίψη και μια αίσθηση βύθισης σε κινούμενη άμμο, παρούσες και τώρα, αρχής γενομένης από το δεύτερο κεφάλαιο, παρότι η επιστροφή της Υβόν μοιάζει να υπόσχεται ένα ανάχωμα στην πτώση. Εδώ έχουμε ένα επίτευγμα της γραφής, ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα, με πρώτη ύλη το άνυδρο έδαφος και την περιδιάβαση σ' αυτό του Πρόξενου υπό την επήρεια του αλκοόλ. Ο Λόουρυ πετυχαίνει ταυτόχρονα να αποδώσει αυτή τη θολή πραγματικότητα, εσωτερική και εξωτερική, της μέθης, χωρίς ωστόσο στιγμή να απολύει τον συνολικό προσανατολισμό του. Η συνεχής αντίστιξη του θολωμένου αντιήρωα και του οξυδερκή και σε διαρκή ετοιμότητα τριτοπρόσωπου παντογνώστη αφηγητή, χαρίζει μια φαινομενικά εύθραυστη ισορροπία, που, χωρίς να μειώνει την εγκεφαλικότητα της κατασκευής, δεν στερεί τον αέρα από το έντονο και πολυποίκιλο συναίσθημα που η τραγωδία φέρει, τη στιγμή που καμπυλώνει, συστέλλοντας και διαστέλλοντας, τον χρόνο, επιτείνοντας το συναίσθημα της βύθισης σε κινούμενη άμμο. Κυρίως, όμως, δεν υψώνει τείχη αποκλεισμού, παρά μόνο περαιτέρω επίπεδα αναγνωστικής βύθισης. Μια ανάγνωση ποτέ δεν είναι άλλωστε αρκετή για βιβλία όπως αυτό.

Παράλληλα με την ερωτική ιστορία, στα κενά και στα πλαϊνά της, ανάμεσα σε δύο γουλιές μεσκάλ, το κλίμα της εποχής βρίσκει τον απαραίτητο χώρο για να υπάρξει ως απόηχος λόγω της δεδομένης απόστασης από την Ευρώπη, της κεντρικής σκηνής, όπου ο εμφύλιος στην Ισπανία και η άνοδος του ναζισμού είναι κάποια από τα προεόρτια ενός ζόφου που αλλού χτυπούσε επίμονα την πόρτα και αλλού ήδη στρογγυλοκαθόταν στο σαλόνι. Η παρουσία ενός Βρετανού αξιωματούχου στην μεξικανική ενδοχώρα, ενός ξένου σ' ένα περιβάλλον ανοίκειο, εντείνει τη θολότητα και το αίσθημα διαρκούς απειλής, ενώ ταυτόχρονα δικαιολογεί την εξωτικότητα του τόπου, καθιστώντας τον Πρόξενο, αλλά και την Υβόν και τον αδερφό του Χιου, ολοκληρωτικά χαμένους, παρά τα όποια τυπικά προνόμιά τους.

Ο Λόουρυ με το Κάτω από το ηφαίστειο, το δεύτερο ολοκληρωμένο και τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε εν ζωή, αφήνει πίσω του μια πολύτιμη κληρονομιά, έναν αξέχαστο και αρχετυπικό αντίηρωα, μια σκληρή ιστορία αγάπης και μια παράπλευρη ανατομία της εποχής. Ένα σπουδαίο στο σύνολό του μυθιστόρημα, σκληρού ρεαλισμού και ασφυκτικής υπαρξιακής αγωνίας, υψίστης λογοτεχνικής στάθμης και αναγνωστικής απόλαυσης, προπομπός σημαντικών έργων και ρευμάτων.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για το Σκοτεινά σαν τον τάφο που ο φίλος μου κείται περισσότερα θα βρείτε εδώ, για την κινηματογραφική μεταφορά του Κάτω από το ηφαίστειο εδώ, για Το ρολόι φάντασμα εδώ.

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Peter Heller

Το (αναγνωστικό) μονοπάτι διαμορφώνεται περπατώντας· μικρές και τυχαίες αποφάσεις το καθορίζουν· ο τελικός προορισμός διαφεύγει στην ασάφειά του· αυτό δεν είναι μια παρτίδα σκάκι, εγώ δεν είμαι ένας μαιτρ· εκ των υστέρων, πάντα εκ των υστέρων, μια λογική αλληλουχία εμφανίζεται. Πρόσφατα, τα έφερε έτσι η διαδρομή που βρέθηκα να περπατώ σε επικράτειες δυστοπίας, κάποιοι επιζώντες ήταν οι (εντός πολλών, πάμπολλων εισαγωγικών) ήρωες των ιστοριών αυτών. Ο αστερισμός του σκύλου, που δημοσιεύτηκε το 2023, ήταν ένα μυθιστόρημα που είχα σημειωμένο, εξαιτίας και της μεταφραστικής υπογραφής του Άγγελου και της Μαρίας Αγγελίδου, ήταν (έμοιαζε να είναι) η κατάλληλη στιγμή να το τραβήξω από τη στοίβα.

Μια πανδημία γρίπης (σας προλαβαίνω, το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2012) αφανίζει ένα τεράστιο μέρος του πληθυσμού. Ο Χιγκ, τον μονόλογο του οποίου διαβάζουμε εδώ, κατάφερε, με κάποιον τρόπο, να επιβιώσει. Μαζί με τον σκύλο του, τον Τζάσπερ, ενοικούν σ' ένα παλιό αεροδρόμιο, έχοντας για γείτονα τον Μπάνγκλεϊ, αρκούντως μισάνθρωπο ώστε να επιβιώνει από τις επισκέψεις ομάδων ανθρώπων με άγνωστες προθέσεις, χωρίς η ηθική να τον περιορίζει ή να τον παραπλανά. Το συστατικό εκείνο που διαφοροποιεί μια γνώριμη συνταγή δυστοπικής μυθιστορίας είναι το αεροπλάνο που ο Χιγκ ξέρει να πετά, εκμεταλλευόμενος τα καύσιμα που παρέμειναν πίσω. Οι πτήσεις του, οι απόπειρες να χρησιμοποιήσει τον ασύρματο αναζητώντας ζωή σε κοντινά αεροδρόμια, η θέα του έρημου τόπου από ψηλά, ο ανεφοδιασμός σε προμήθειες, κυρίως αναψυκτικών, προσδίδουν κάτι διαφορετικό σε μια ιστορία που δεν μοιάζει να μπορεί να εντυπωσιάσει, παρά τις όποιες ανατροπές της, τον αναγνώστη.

Ο Χέλερ δοκιμάζει την παρτιτούρα μιας γνώριμης μελωδίας, λοιπόν. Είναι δεκάδες, αν όχι περισσότερα, τα παραδείγματα δυστοπικής μυθιστορίας που διαπραγματεύονται τη μεμονωμένη ζωή σ' έναν έρημο πλανήτη. Τα ευρήματα, απαραίτητο καύσιμο για την αληθοφάνεια της ιστορίας, χρησιμοποιούνται με ιδιαίτερη έμπνευση, αλλά κυρίως, με καθοριστική για την εξέλιξη της πλοκής αποτελεσματικότητα, συμβάλλοντας στη συνολική κατασκευή και διασφαλίζοντας το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ιστορίες όπως αυτή μπορούν εύκολα να διαχωριστούν στα δύο, μια σύνθεση δράσης και θεωρίας. Από τη μια, η κάθε μέρα, ο αγώνας για την επιβίωση, η αναζήτηση τροφής και ασφάλειας, από την άλλη, η φιλοσοφική, έστω και απλής μορφής, διάθεση για στοχασμό και αναπόληση του παρελθόντος, σ' έναν κόσμο διαφορετικό σε σίγαση.

Η πειστικότητα του θεωρητικού μέρους είναι επίσης καθοριστικής σημασίας, σε μια εξωανθρώπινη συνθήκη, την οποία δύσκολα το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να προσχεδιάσει, παρ' όλη τη δύναμη της φαντασίας. Ο Χέλερ τα καταφέρνει περίφημα, ο Χιγκ ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ενός επιζώντα, ανήκει σε εκείνη την κατηγορία επιζώντων, όπως η λογοτεχνία, αλλά και ο κινηματογράφος, μας τη σύστησε. Ενδιαφέρον έχει επίσης η ελάχιστη, μηδαμινή σχεδόν, επιφάνεια που καταλαμβάνει το πώς έφτασε η ανθρωπότητα σ' αυτή την καμπή, τι οδήγησε στον αφανισμό το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, τι θα μπορούσε να έχει συμβεί ώστε να αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Αυτό είναι κάτι που ενισχύει τον ρεαλισμό, αφού είναι ένα κομμάτι σκέψης που απασχολεί κάποιους, αν όντως τους απασχολεί, πριν τα πράγματα οδηγηθούν σε αυτή την κλιμάκωση, εκ των υστέρων είναι κάτι που δεν έχει χρησιμότητα, καθώς οι προτεραιότητες είναι διαφορετικές.

Μου άρεσε τόσο το βιβλίο αυτό που συνέχισα με ακόμα ένα δικό του, Το ποτάμι, πράγμα που σπάνια κάνω, αφήνοντας κάβα τα υπόλοιπα βιβλία του εκάστοτε συγγραφέα.

Το ποτάμι δεν ανήκει ωστόσο στη δυστοπική μυθιστορία, όχι ξεκάθαρα τουλάχιστον, δεν το ήξερα αυτό, δεν είχα διαβάσει τίποτα σχετικά με το βιβλίο, το όνομα του συγγραφέα ήταν το μόνο εχέγγυο επιλογής του επόμενου αναγνώσματος. Ευτυχώς, σκέφτομαι εκ των υστέρων, είπαμε πάντα εκ των υστέρων γίνονται αυτές οι σκέψεις, εκ του αποτελέσματος και της διανυθείσας διαδρομής. Ίσως, σκέφτομαι τώρα, να μου είχε πέσει βαριά μια ακόμα δυστοπική ιστορία.

Δύο φίλοι, που γνωρίστηκαν στο κολλέγιο, και κανένας τους δεν πίστευε πως θα συναντούσε κάποιον σαν τον άλλο, με τον οποίο να μπορούν να συζητούν όσα τους απασχολούν με πάθος, μοιράζονται, μεταξύ άλλων, την αγάπη τους για τη φύση, για την δραπέτευση από τον ανθρώπινα πολύβουο κόσμο. Σχεδιάζουν και υλοποιούν την κατάβαση ενός ποταμού κάπου στη Βόρεια Αμερική, ανάμεσα στα σύνορα των Η.Π.Α. και του Καναδά, με ένα κανό και αρκετές προμήθειες, χωρίς τη βοήθεια της τεχνολογίας, μόνο με κάποιες σελίδες από έναν οδηγό άλλων εραστών της περιπέτειας που προηγήθηκαν, χρόνια πριν, γνωρίζοντας, ωστόσο, πως το ποτάμι είναι ένα δυναμικό περιβάλλον που διαρκώς μεταλλάσσεται.

Οι πρώτες σελίδες προετοιμάζουν τον αναγνώστη πως κάτι κακό επίκειται, πως οι ειδυλλιακές εικόνες της φύσης σύντομα θα ανατραπούν, κάνει μπαμ πως αυτή η ιστορία δεν θα έχει ευτυχή κατάληξη. Μια φωτιά που έρχεται από τον ορίζοντα, ο αέρας φέρνει την οσμή της και ο κατά προσέγγιση υπολογισμός της ταχύτητάς της εντείνουν την ανησυχία, έτσι όπως κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκονται ώστε να τους διασώσει αν αυτό καταστεί απαραίτητο. Θα σταματήσω κάπου εδώ τα σχετικά με την πλοκή για λόγους ευνόητους.

Ο Χέλερ που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, παιδί της Μητρόπολης δηλαδή, αλλά τα τελευταία χρόνια ζει στο Ντένβερ του Κολοράντο, εκεί που η φύση, παρά τις επίμονες ανθρώπινες επιθέσεις, κυριαρχεί, μοιάζει να γνωρίζει αρκετά για τη διαβίωση σε μη ανθρώπινης κυρίαρχης επικράτειας περιβάλλοντα, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό ώστε να φανεί πειστικός σ' έναν αναγνώστη της πόλης. Ο άνθρωπος, χωρίς ιδιαίτερα υποβοηθήματα, απέναντι στη φύση, το αίσθημα εγκλεισμού παρά το αχανές του φυσικού περιβάλλοντος, ο τρόπος με τον οποίο μεταβάλλεται η σχέση των δύο όταν η επιβίωση καθίσταται το κυρίως διακύβευμα και η ηθική που προσαρμόζεται στις περιστάσεις, εκεί όπου η εκ του ασφαλούς θεωρία αποδεικνύεται μάλλον άχρηστη και κυρίως αδύναμη, είναι κάποια από τα στοιχεία που, σε συνδυασμό με το σασπένς της πλοκής, τις ανατροπές ως την τελική έκβαση, αναγκάζουν τον αναγνώστη να γυρίζει με φρενήρεις ρυθμούς τις σελίδες.

Ο Χέλερ, και στα δύο βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά, αποδεικνύεται ικανός μάστορας στο χτίσιμο και την προώθηση της πλοκής, εγκλωβίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ανταποκρίνεται με επιτυχία στις ειδολογικές απαιτήσεις, δεν προβαίνει σε εκπτώσεις, μοιάζει να καταφέρνει να γράψει τα βιβλία που ήθελε εξ αρχής να γράψει, και αυτό πάντα είναι ένα ιδιαιτέρως θετικό στοιχείο, παρά την υποκειμενική φύση και τις αυθαίρετες εν πολλοίς υποθέσεις του αναγνώστη, στοιχείο που υποβοηθά την ανάγνωση. Ο άνθρωπος απέναντι στη φύση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αλλά και ο άνθρωπος ως μέρος της ανθρωπότητας απέναντι στη φύση, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι ένα ζεύγος που παραδόξως δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές, παρότι εδώ και κάποια χρόνια, ολοένα και πιο έντονα όσο πλησιάζουμε στο παρόν, μοιάζει να είναι επιτακτικό, ο Χέλερ το αντιμετωπίζει ως συνθήκη και όχι ως καμβά διδακτισμού και ηθικολογίας, δεν προσέρχεται στη γραφή ως ένας προφήτης του κακού, αλλά μάλλον έχοντας επίγνωση του ελάχιστου εμβαδού που καταλαμβάνει στο φυσικό σύστημα, την ανικανότητα η ανθρωπότητα να επιβληθεί ουσιαστικά και πλήρως σ' αυτό Απαλλαγμένο από το αίσθημα του μισανθρωπισμού, το έργο τού Χέλερ μυρίζει ανθρωπίλα, χωρίς την ανάγκη η ανθρώπινη αδυναμία να υπερτονιστεί, το μέγεθος του ανθρώπου μια χαρά διαγράφεται μακριά από τον παραμορφωτικό καθρέφτη και τη μέθη του πολιτισμού, όταν απομείνει μονάχος του απέναντι στη φύση.

Μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Αυτό που δεν έχει όνομα - Piedad Bonnett

Ήμουν στο μαγαζί όταν έφτασε το βιβλίο της Πιεδάδ Μπονέτ, για την οποία τίποτα δεν γνώριζα, είδα στο σύντομο βιογραφικό πως είναι Κολομβιανή, γεννημένη το 1951, ξεκίνησα να διαβάζω, λίγες σελίδες αργότερα το άφησα, οι συνθήκες δεν ήταν και οι πλέον ιδανικές, αργότερα στο σπίτι ξενύχτησα, την επόμενη μέρα νωρίς το απόγευμα το είχα τελειώσει.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, συχνά σε πρώτο πληθυντικό σε μια απόπειρα συμπερίληψης όλης της οικογένειας, ξεκινά από τη στιγμή που η συγγραφέας και ο άντρας της φτάνουν στο διαμέρισμα του γιου τους στη Νέα Υόρκη, το παράθυρο, από το οποίο πήδηξε και προσγειώθηκε νεκρός στο κράσπεδο λίγες μέρες πριν, ήταν ανοιχτό. Ο θάνατος φέρει μαζί του μια σειρά από ψυχρές, απαραίτητες, έντονα γραφειοκρατικές διαδικασίες, το άδειασμα του σπιτιού, τα έγγραφα ταφής, η τελετή, η επικοινωνία του γεγονότος, χαρτιά και άλλα χαρτιά, γνώση ή υπόθεση των επιθυμιών του νεκρού, μια διαδικασία που κρατάει στον αφρό τους πενθούντες και δεν τους αφήνει να βυθιστούν. Αυτό συμβαίνει όταν γυρίσουν πίσω σε εκείνο που λέγεται καθημερινότητα.

Δύο βιβλία πριν, διάβασα το Αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, στη συνέχεια το Περί γάμου και χωρισμού, χωρίς να το έχω υπολογίσει Αυτό που δεν έχει όνομα ήρθε να συμπληρώσει μια τριάδα πόνου και απώλειας, τριάδα επίσης σε μια δυσδιάκριτη επικράτεια, κάπου στα σύνορα της αυτομυθοπλασίας με την αυτοβιογραφία. Το αναγνωστικό μονοπάτι, ενίοτε, χαρακτηρίζεται από παράξενες συμπτώσεις, το ένστικτο ή η τυχαιότητα διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο, φανερώνουν κάτι από το βαρομετρικό της περιόδου εκείνης.

Το πένθος ανέκαθεν αποτελεί καύσιμο της λογοτεχνίας, της δημιουργίας εν γένει, κρυμμένο λιγότερο ή περισσότερο ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου. Η Μπονέτ, συγγραφέας ήδη, μετά την αυτοκτονία του γιου της, δεν ξέρει πώς αλλιώς μπορεί να διαχειριστεί το πένθος τής απώλειας, καταφεύγει σε γνώριμα καταφύγια, σε εκείνα της γραφής και της ανάγνωσης, δεν επιθυμεί να αποσπάσει τη σκέψη, να ξεχάσει, όχι, κάτι τέτοιο θα ήταν φρικτό, να καταλάβει θέλει, να διαβάσει αφηγήσεις αντίστοιχες, να μπορέσει να συμπληρώσει τα κενά της ιστορίας του γιου της, να κατανοήσει. Εκείνος είναι πια νεκρός, και ας ξεχνιέται εκείνη κάποιες στιγμές ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου του και περιμένοντας να τον δει μπροστά της, τι ανοίγεις την πόρτα ρε μάνα, να της πει, μια μελωδία θα ήταν αυτή, η σιωπή και η ακινησία βασιλεύουν πια.

Δεν αγαπώ καθόλου τους ανθρώπους εκείνους που χωρίς να έχουν διαβάσει το ένα ή το άλλο βιβλίο αποφαίνονται πως ο δημιουργός εκμεταλλεύεται τον πόνο, πως τον βγάζει σε πάγκο στην αγορά να τον πουλήσει στον κάθε περαστικό αναγνώστη. Θα μπορούσαν απλά να μη διαβάσουν το βιβλίο, δεν θα το έκαναν έτσι και αλλιώς, και να σωπάσουν, να ασχοληθούν με κάτι άλλο, να μας αφήσουν ήσυχους.

Αυτό δεν είναι ένα συναισθηματικά εύκολο βιβλίο και πώς θα μπορούσε να είναι. Η διάκριση ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο είναι εδώ καθοριστική. Απομονώνοντας το περιεχόμενο, η ιστορία λέει πως ένας νεαρός άντρας που υπέφερε από έντονες ψυχικές διακυμάνσεις αυτοκτόνησε πηδώντας στο κενό από το ανοιχτό παράθυρο. Η ιστορία αυτή, ωστόσο, δεν θα ήταν από μόνη της αρκετή ώστε να πάρει λογοτεχνική μορφή και να μπορέσει να σταθεί και ως τέτοια, πέρα από μια συμπυκνωμένη και οδυνηρή περίληψη του γεγονότος.

Έγραφα και στο αντίστοιχο κείμενο για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα πως υπάρχει η ενοχή της ανάγνωσης, η απόλαυση που αντλεί ο αναγνώστης σε πλήρη και ευθεία αντίθεση με την ιστορία που διαβάζει. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Το γεγονός, η γυναικοκτονία στο ένα και η αυτοκτονία εδώ, είναι γνωστό από την πρώτη σελίδα, κανένα περιθώριο ευτυχούς τέλους δεν υπάρχει, η ανάληψη από το παρελθόν, τα βήματα που οδήγησαν στον θάνατο απλώς έρχονται να πουν την ιστορία δύο ανθρώπων που πια δεν δύνανται να το κάνουν για τον εαυτό της, ένας ιδιότυπος φόρος τιμής, μια απόπειρα επούλωσης του τραύματος αλλά και των τύψεων που μένουν να βασανίζουν τους εναπομείναντες στη ζωή, το αν θα μπορούσαν να έχουν κάτι έγκαιρα, όταν όλα ήταν ακόμα δυνατά.

Με τα λόγια της Μπονέτ: «Μετά τον θάνατο του Ντανιέλ, όταν ο συγγραφέας και φίλος μου Αντόνιο Γκαρθία μαθαίνει ότι γράφω αυτό το βιβλίο, μου χαρίζει το Γεγονός, ένα σκληρό και όμορφο βιβλίο της Ανί Ερνό. Σε αυτό διαβάζω το εξής: "Είναι πιθανό μια ιστορία όπως αυτή να προκαλέσει όχληση ή αποστροφή, ή να χαρακτηριστεί κακόγουστη, Το γεγονός πως έχεις ζήσει κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό, σου δίνει το δικαίωμα να γράφεις γι' αυτό. Δεν υπάρχει κατώτερη αλήθεια". Δίνει το δικαίωμα, πράγματι. Αλλά αναρωτιέμαι γιατί το κάνω. Ίσως επειδή ένα βιβλίο γράφεται κυρίως για να γεννήσει ερωτήματα. Επειδή το να αφηγείσαι συνεπάγεται να αποστασιοποιείσαι, να δίνεις προοπτική και νόημα. Επειδή, λέγοντας την ιστορία μου, ίσως λέω και πολλές άλλες ακόμα. Επειδή, παρ' όλα αυτά, παρ' όλη τη σύγχυση και τη μελαγχολία μου, ακόμα έχω πίστη στις λέξεις. Επειδή, παρότι ζηλεύω αυτούς που μπορούν να γράψουν λογοτεχνία με ξένα δράματα, εγώ μπορώ να τραφώ μόνο από τα δικά μου σπλάχνα. Αλλά κυρίως επειδή, όπως γράφει ο Μιγιάς, "η συγγραφή ανοίγει και την ίδια στιγμή καυτηριάζει τις πληγές"».

Η ανάγνωση, ο κύριος τρόπος μέσω του οποίου αντλώ από τη δεξαμενή της ανθρώπινης εμπειρίας, δεν είναι πάντοτε ευγενική μαζί μου, ευτυχώς. Παραπάνω από μια φορές σκέφτηκα τους δύο νεκρούς, τη Λιλιάνα και τον Ντανιέλ, τη δολοφονημένη και τον αυτόχειρα, με όρους σύγκρισης, εκείνη που δεν το επέλεξε και εκείνος που το επέλεξε, να το πλεονέκτημα. Με ενόχλησα και με εκνεύρισα, με θύμωσα κάνοντας τη σκέψη αυτή, είδα κάτι ποταπό μέσα μου, κάτι το συντηρητικό, κάτι το οποίο με λύσσα θα αρνιόμουν πως είναι συστατικό μου, όμως τέτοιας ποιότητας άνθρωπος είμαι, ακόμα ένα κρακ πήρε τη θέση του στην ηχητική αίθουσα, παρέα με άλλα πολλά, της ανάγνωσης τέκνα.

Κατά την ανάγνωση, προσπαθούσα να ελέγχω αν η αφήγηση της Μπονέτ έτεινε στον συναισθηματικό εκβιασμό, μήπως έλεγε: πώς μπορείς να πεις κάτι σε μια μάνα που πενθεί· χωρίς να το λέει ευθέως. Η απόπειρα βίαιης εξόρυξης συναισθήματος με κάνει να στυλώνω τα πόδια. Η Μπονέτ δεν ασχολείται με τον αναγνώστη αλλά με την εαυτή της, με την οικογένειά της και τον νεκρό πια γιο της, αυτοί είναι οι συντελεστές της εξίσωσης εδώ. Και αν σε επίπεδο απόπειρας συναισθηματικής ίασης κάτι τέτοιο μοιάζει προφανές, σε επίπεδο παραγωγής λογοτεχνίας μοιάζει ύποπτο, πώς γίνεται μια δημιουργός, μια πομπός να μην έχει κατά νου τον δέκτη; Σε περιπτώσει όπως αυτή, υποθέτω, πως είναι ακόμα πιο σαφές πως το βιβλίο, όταν ολοκληρωθεί, εγκαταλείπει τον συγγραφέα και περιφέρεται αυτόνομο στα ράφια των βιβλιοπωλείων, επιτρέποντας σε ξένα και άγνωστα χέρια και μάτια να το διαβάσουν.

Κάτι άλλο που σκέφτομαι, αυτή τη φορά μετά το τέλος της ανάγνωσης, και κάπως έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση της απόλαυσης, εμπεριέχεται στο εξής ερώτημα: το αδηφάγο διάβασμα οφείλεται στις αφηγηματικές αρετές ή είναι μια επώδυνη συναισθηματικά διαδικασία που θέλεις να τελειώσει το συντομότερο δυνατόν; Δεν ξέρω να πω, θα έλεγα γενικά και τετριμμένα πως κάπου ανάμεσα στα δύο βρίσκεται η απάντηση.

Πέρα από την (ενοχική) απόλαυση της ανάγνωσης, τις διακειμενικές αναφορές που κάποιες υπήρξαν κοινές (ο Όστερ ή ο Μαρίας για παράδειγμα) και άλλες σημειώθηκαν για περαιτέρω διερεύνηση, το έντονο συναίσθημα που η βιωματική γραφή της Μπονέτ μου γέννησε, υπήρξε και κάτι ακόμα που έκανε αυτή την ανάγνωση σημαντική και έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση του ζητήματος της ψυχικής υγείας με όρους θεραπείας. Ο Ντανιέλ είχε πάντοτε πρόσβαση σε ειδικούς με ισχυρή σύσταση, ένα προνόμιο οικονομικό και κοινωνικό το οποίο η πλειοψηφία δεν διαθέτει, επίσης, με βάση την αφήγηση της Μπονέτ, ο γιος της είχε και την υποστήριξη από τον οικογενειακό πυρήνα, ωστόσο δεν τα κατάφερε να υποτάξει τους δαίμονές του. Η αορατότητα της ψυχικής νόσου, παρά τις όποιες καμπύλες και νέες βιβλιογραφικές καταχωρήσεις, πέρασε κάτω από όλα τα ραντάρ, μεταμορφώθηκε, έδειξε να νικιέται, λούφαξε, αυτό που δεν έχει όνομα είχε τον τελευταίο λόγο. Το δεν υπάρχουν ασθένειες αλλά ασθενείς έμεινε απλώς ένα ευφυολόγημα, μια ευχή σε έναν θεό που δεν υπάρχει ή είναι κωφός.

Η αυτοχειρία, η πράξη ή ο ιδεασμός της, ειδικά για τους ορθολογιστές δίχως μεταφυσικές ανησυχίες, υψώνει ακόμα ένα φιλοσοφικό ερώτημα, δοκιμάζοντας τα όρια της ηθικής/ορθής επιλογής της επιθυμίας για ζωή απέναντι στην επιθυμία για θάνατο, ερώτημα αντιμέτωπο με τον μονόλογο των ζωντανών και τη σιωπή των αυτόχειρων.

Βιβλία όπως αυτό, πάντα θα μου φέρνουν στο μυαλό το καλύτερο ίσως της κατηγορίας πένθους, το Η χρονιά της μαγικής σκέψης της Τζόαν Ντίντιον.

υγ. Αναφέρθηκα στην πρόσφατη ανάγνωση του Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, περισσότερα εδώ, στο Περί γάμου και χωρισμού, περισσότερα εδώ, στο Η χρονιά της μαγικής σκέψης, περισσότερα εδώ, στον Όστερ, κυρίως στο Ημερολόγιο του χειμώνα, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Καλυψώ Αγγελοπούλου
Εκδόσεις Κυψέλη

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Περί γάμου και χωρισμού - Rachel Cusk

Συζητούσα με έναν νεαρό πελάτη στη δουλειά γύρω από τα βιβλία της Κασκ. Δεν ξέρω, μου είπε, αν όντως μου αρέσει, θυμάμαι, ωστόσο, να διαβάζω την τριλογία της μαγνητισμένος. Συχνά οι άλλοι εκφράζουν με ακρίβεια, εν τη ρύμη του λόγου τους, πράγματα σκόρπια που για καιρό σκεφτόμαστε. Μαγνητισμένος, ναι, αυτή ήταν η ακριβής περιγραφή, αυτό και το αίτημα για την ανάγνωση που τώρα είχα ανάγκη. Είχα μόλις τελειώσει Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα, ήθελα περισσότερο οξυγόνο, ήθελα όμως και να μείνω σε μια προσωπική γραφή. Έτσι τράβηξα το βιβλίο αυτό από τη στοίβα.

Συχνά ως κριτήριο κρίσης ενός βιβλίου διατυπώνεται το ερώτημα: τι θα θυμάσαι από αυτό σε λίγο καιρό; Δεν ξέρω, είναι η απάντηση. Νιώθω, επίσης, πως το ερώτημα αυτό είναι τεχνηέντως ύποπτο, αφού επιχειρεί να συνδέσει το αδάμαστο και ακατανόητο κτήνος της μνήμης στη διαμάχη με τη λήθη με την ποιοτική λογοτεχνία. Λίγα χρόνια πριν, το 2019, όταν διάβασα το Περίγραμμα της Κασκ, το πρώτο βιβλίο της που διάβαζα, μου άρεσε πολύ, παρότι δυσκολεύτηκα να διατυπώσω τα της ανάγνωσης με λέξεις από τη φαρέτρα της εμπειρίας, έμοιαζε με ένα βιβλίο αυτοβιογραφικής φύσης, αλλά ταυτόχρονα ήταν, ένιωθα πως ήταν, αρκετά διαφορετικό. Ο Κώστας Καλτσάς, στο επίμετρο της έκδοσης, αναφέρθηκε στο γελάκι που θα σχηματιζόταν στα χείλη του Μαρσέλ Προυστ αν μας άκουγε να μιλάμε για αυτομυθοπλασία, δεν είχε άδικο στη βάση του σκεπτικού, ωστόσο, θα επιμείνω, αυτό εδώ ήταν κάτι το διαφορετικό.

Από τότε κύλησε νερό στον μύλο της αυτομυθοπλασίας, η Ανί Ερνό πήρε νόμπελ, οι παρουσιάσεις του Εντουάρ Λουί είναι ασφυκτικά γεμάτες, οι προπαραγγελίες για το καινούργιο βιβλίο του Όσεαν Βουονγκ προκαλούν ίλιγγο. Αυτό το φρέσκο που αρχικά αρκούσε για να προκαλέσει αναγνωστική ευδαιμονία, η παιγνιώδης εμπλοκή του γράφοντος προσώπου ως ανώνυμο πρόσωπο της πλοκής, αυτή η ιδιότυπη παρατήρηση του εαυτού, με τον καιρό δεν είναι από μόνα τους αρκετά. Κάθε τι, λένε οι Ισπανοί, πέφτει από το ίδιο του βάρος. Πολύ σοφά μιλάνε. Συνεχίζω να δοκιμάζω αναγνώσεις αυτού του ύφους, κάποιες τις απολαμβάνω λιγότερο και κάποιες περισσότερο, δεν είναι παράξενο αυτό, κάθε άλλο.

Συχνά πυκνά αναρωτιέμαι, ωστόσο, γιατί με έλκει αυτή η lo-fi και ήπια λογοτεχνία, προερχόμενη κυρίως από θηλυκότητες, γιατί λειτουργεί με τον τρόπο της καταπραϋντικά μέσα μου. Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε ένας πολύ καλός δίσκος, η Ακίδα του Τσόλιμον. Είχα πολύ καιρό να απολαύσω έναν εγχώριο δίσκο από την αρχή ως το τέλος, και ακόμα περισσότερο να νιώσω πως οι στίχοι δεν είναι ενοχλητικοί και επιζήμιοι για την ακουστική εμπειρία, κάθε άλλο. Στο τραγούδι Δεν με νοιάζει, που μόνο και ως τίτλος είναι σημαντικό για μένα σε διάφορα επίπεδα, λέει: Και όμως κάθομαι και διαβάζω/ Και αναρωτιέμαι γιατί το κάνω/ Ενώ θα μπορούσα απλώς να αράζω/ Βλέπεις, είναι η τρικυμία μου/ Που γαληνεύει μονάχα/ Χαρτογραφώντας την ανθρώπινη/ Εμπειρία μου. Σε αυτή τη συστάδα στίχων διέκρινα την απάντηση που γύρευα στα παραπάνω ερωτήματα.

Καλώς ή κακώς, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει, ζούμε τον θρίαμβο (πανωλεθρία αν προτιμάτε) της ιδιωτείας και διαμέσου αυτής καλούμαστε να πλοηγηθούμε στη συντριπτική επικράτεια του επί της γης περάσματός μας. Η ανάγνωση για μένα είναι ίσως το κύριο κανάλι μέσω του οποίου «η τρικυμία μου γαληνεύει μονάχα χαρτογραφώντας την ανθρώπινη εμπειρία μου». Δεν αναφέρομαι, καθόλου όμως, σε κάποιου είδους ταύτιση, σε μια λογοτεχνία γεμάτη από ήρωες και αντίστοιχης ποιότητας πράξεις. Ούτε η ανάγκη για μια ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα, ούτε η ο διαρκής έλεγχος για την πιστότητα των γεγονότων. Δεν συμβαίνει αυτό εδώ. Άλλωστε η εκ των υστέρων αφήγηση, όσο ακριβής και αν θεωρούμε πως είναι, δεν παύει να είναι μια μυθοπλαστική σύνθεση έντονα υποκειμενική, συχνά παραπλανητική και απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του γράφοντος υποκειμένου, μια εκ των υστέρων ιδιότυπη όσμωση. Η αναμέτρηση με τον κόσμο, το άθροισμα των προνομίων, των δυσκολιών, των τυχαιοτήτων, της διαφορετικότητας, των αντιφάσεων, της ματαιότητας ή της σκοπιμότητας, των μονόδρομων ή των εναλλακτικών διαδρομών, η αγωνία και η ανάγκη για αφήγηση, η ανάγκη κυρίως για μια αργή κίνηση και παρατήρηση, για μια στιγμή ησυχίας εν μέσω μιας διαρκής καταιγίδας, όλα αυτά και άλλα τόσα ίσως, συνθέτουν τη λογοτεχνία αυτή για την οποία μιλώ, καθιστώντας την με τον τρόπο τους σημαντική για μένα. Στις πηγές της λογοτεχνίας αυτής, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο του λογοτεχνικού παρελθόντος, θα διέκρινα τη Βιρτζίνια Γουλφ.

Το Περί γάμου και χωρισμού κυκλοφόρησε το 2012, η τριλογία (Περίγραμμα, Μετάβαση, Κύδος) ακολούθησε ανά δύο χρόνια, αρχής γενομένης το 2014. Θέτω την ημερολογιακή διαδοχή αυτών των τεσσάρων βιβλίων της Κασκ, γιατί ένιωσα πως η τριλογία, που ορθώς έγινε δεκτή ως μυθοπλασία, ως αυτομυθοπλασία έστω, πήγασε από το βιβλίο εκείνο, το οποίο, ίσως επειδή προηγήθηκε του όρου αυτομυθοπλασία, εντάχθηκε στην κατηγορία Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία. Έχει και αυτό το επιπρόσθετο ενδιαφέρον η ανάγνωση αυτών των τεσσάρων βιβλίων, η απόπειρα να διακρίνει κανείς τα όρια και τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους. Αν κάποιος περιμένει μια τυπική αυτοβιογραφική εξιστόρηση του τέλους ενός γάμου, τότε μάλλον θα απογοητευτεί, αν γυρεύει συμβουλές και βοήθεια, τότε είναι που θα απογοητευτεί στα σίγουρα, αν όμως κάποιος αναγνώστης της τριλογίας θεωρήσει πως το συγκεκριμένο δεν τον ενδιαφέρει, τότε μάλλον θα χάσει ένα βιβλίο του γούστου του.

Ποιος θα διάβαζε την ιστορία μιας ξένης γυναίκας σχετικά με τον γάμο ή το διαζύγιο της; Κανείς, έστω ελάχιστοι. Εδώ καλά καλά δεν έχουμε την υπομονή και τη διάθεση να ακούσουμε μια ακόμα τέτοια ιστορία από κοντινούς μας ανθρώπους. Αφού παραπάνω περιέγραψα πως το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι δοκίμιο, ούτε καν αυτοδοκίμιο, όχι με τον τρόπο που Οι αργοναύτες της Νέλσον είναι, τότε εκείνο το μοναδικό στο οποίο μπορεί να ποντάρει τις προσδοκίες του ένας υποψήφιος αναγνώστης άλλο δεν είναι παρά η λογοτεχνική αξία της αφήγησης της Κασκ.

Και η Κασκ είναι μια δεινή αφηγήτρια, παρότι καταφεύγει στον γνώριμο και βιωμένο ταμιευτήρα για να αντλήσει πρόσωπα και γεγονότα. Κάθε παράγραφος, κάθε μικρό θραύσμα υποϊστορίας εκκινεί με μια απλή εισαγωγική φράση, όπως για παράδειγμα: Κάθε εβδομάδα οδηγώ επί τρία τέταρτα κατά μήκος της ακτής για να συναντήσω τον Ψ./ Συναντιέμαι με την πιο παλιά μου φίλη -την Τ.- για ένα ποτό./ Φεύγω για μερικές μέρες με τα παιδιά και όταν επιστρέφω με επισκέπτεται η γειτόνισσα. Μιλώντας για ανθρώπινη εμπειρία και έχοντας ξεκαθαρίσει πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια δοκιμιακή γραφή ή ένα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας θα συμφωνούσαμε θεωρώ πως το κρίσιμο είναι η αληθοφάνεια. Προσοχή, προσοχή. Δεν αναφέρομαι στα γεγονότα ή τα πρόσωπα, άλλωστε η αυτομυθοπλασία διαθέτει αυτή την ελάχιστη μεμβράνη που στέκεται ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο συνθετικό. Αν κάποιος δεν μπορεί να αποδεχθεί αυτή τη σύμβαση, τότε μάλλον το υποείδος αυτό δεν είναι του γούστου του.

Η Κασκ είναι μια δεινή αφηγήτρια γιατί η πρόζα της έχει κάτι το πειστικό και ταυτόχρονα χειρουργικό, έτσι όπως ανασύρει, συνθέτει, συνδυάζει, επεξεργάζεται και αφήνει στο χαρτί ένα πυκνό υλικό καταγραφής και επεξεργασίας της δικής της ανθρώπινης εμπειρίας. Και αυτό δίνει λογοτεχνική υπηκοότητα στο αποτέλεσμα, την ώρα που του αφαιρείται η αντίστοιχη δοκιμιακή. Έχουμε έναν δέκτη με πολλά κανάλια, με διάφορα επίπεδα καταγραφής της καθημερινής εμπειρίας και έναν μίκτη επεξεργασίας των δεδομένων πριν από την έξοδο στα ηχεία. Είναι ο τρόπος με τον οποίο συνθέτει το βίωμα αυτό που ταυτόχρονα ενισχύει αλλά και υπονομεύει το αληθοφανές του τελικού αποτελέσματος, αυτό που το καθιστά, κατά τη γνώμη μου, μυθοπλασία, με μια πύκνωση που ίσως δεν διακρίνεται σε μια επιφανειακή και γρήγορη ανάγνωση. Μου έχει κολλήσει μια παρομοίωση: Ο τρόπος της Κασκ, της καλής αυτομυθοπλασίας εν γένει, είναι σαν κάποιος να περιγράφει τα δόντια του, τη μασητική εμπειρία, ένα κομματάκι κρέας που σκάλωσε και η οδοντογλυφίδα δεν τα κατάφερνε, ένα ελάχιστο φύλλο μαρουλιού κολλημένο ανάμεσα στα μπροστινά δόντια, τις επώδυνες επισκέψεις στον οδοντίατρο κτλ κτλ και όσο διαβάζεις αυτό το μάλλον αδιάφορο άθροισμα από οδοντικές εμπειρίες, ξαφνικά και αδιόρατα εμφανίζονται πυκνές ρίζες, κρυφές κύστες που δεν προειδοποιούν δια του πόνου, και φτάνει ίσως μέχρι το πρώτο ξέσκισμα του ούλου για την κάθοδο του πρώτου νεογιλού δοντιού και του μη κατανοητού και αβάσταχτου πόνου χωμένου βαθιά στη ντουλάπα της ζωής πριν τη μνήμη. Και καθόλου δεν θα βοηθήσει η οδοντική εμπειρία κάποιου, ακόμα και αν είναι ο πλέον επιμελής φροντιστής.

Η γραφή της Κασκ με μαγνητίζει.

υγ. Σύνδεσμος για την Ακίδα του Τσόλιμον εδώ. Για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα εδώ. Οι αργοναύτες της Νέλσον εδώ. Για τα υπόλοιπα έργα της Κασκ εδώ.

Μετάφραση Θεοδώρα Δαρβίρη
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα - Cristina Rivera Garza

Το φοβόμουν το βιβλίο αυτό. Πώς μπορεί κανείς να προετοιμαστεί για να διαβάσει μια ιστορία γυναικοκτονίας, και ας συνέβη τριάντα χρόνια πριν, χωρίς να υπάρχει ο ελάχιστος έστω υμένας της μυθοπλασίας, μια επινοημένη ιστορία παρηγορητική, παρότι με ποικίλους τρόπους και εκδοχές παρμένη από την πραγματικότητα, ωστόσο επινοημένη. Άφηνα μέρες και βδομάδες να περάσουν, το βιβλίο στεκόταν στην κορυφή της στοίβας να με κοιτά, να μου υπενθυμίζει την παρουσία του, έκανα πως δεν έτρεχε κάτι αν αντί γι' αυτό επέλεγα κάποιο άλλο στη θέση του, θα 'ρθει ο καιρός σου, έμοιαζε το βλέμμα μου να του λέει, θα 'ρθει ο καιρός σου, ποιος μπορεί να είναι ο καιρός ενός βιβλίου όπως αυτό;

Ίσως ακόμα να στεκόταν εκεί ψηλά στη στοίβα, ίσως η σκληρότητά του να παρέμενε άκαμπτη για το στομάχι μου, αν δεν πήγαινα μια Πέμπτη απόγευμα στο βιβλιοπωλείο Κομπραί, εκεί όπου η Μαρία Λούκα και η Κατερίνα Σεργίδου μίλησαν για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος). Δεν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που με κρατούσε μακριά.

Μικρή παρένθεση: Οι παρουσιάσεις βιβλίων γενικά, παρότι έχω συμμετάσχει σε αρκετές από αυτές, μου θυμίζουν λίγο κοινωνικές εκδηλώσεις όπως οι γάμοι ή οι βαφτίσεις, το όποιο ενδιαφέρον νιώθεις ως καλεσμένος ποδοπατείται, αρχικά από την υποχρέωση, εν συνεχεία από τη βαρεμάρα. Τι διάολο κάνω εγώ εδώ, αναλογίζομαι συχνά, γιατί δεν είμαι σπίτι μου να διαβάζω το βιβλίο αντί να βιώνω όχληση, τι διάολο σκεφτόμουν όταν ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω, όσο διέτρεχα το αστικό τοπίο στο τέλος μιας κουραστικής καθημερινής μέρας; Η παρουσίαση εκείνης της Πέμπτης δεν ήταν μια τέτοια περίπτωση και αυτό γιατί υπήρχε πάθος, σπάνιο φαινόμενο, ολοένα και σπανιότερο, όμως υπήρχε. Το πάθος, χωρίς να γνωρίζω τις ομιλήτριες, έμοιαζε να πηγάζει από την αναγνωστική εμπειρία, που τις είχε εμπλέξει για τα καλά, απαλλάσσοντάς τες πλήρως από τη «φιλολογική υποχρέωση», το ίδιο αναμάσημα επαίνων και κενών επιθέτων που επαναλαμβάνονται από κάθε πάνελ σχεδόν.

Δεν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που με κρατούσε μακριά, το συνειδητοποίησα όταν η Σεργίδου αναφέρθηκε στην ενοχή της απόλαυσης που η ανάγνωση σε πλήρη αντίστιξη με τη γυναικοκτονία της γεννούσε, όταν έπρεπε κάθε λίγες σελίδες να αναρωτιέται: πώς γίνεται να απολαμβάνω ένα βιβλίο πάνσκληρο όπως αυτό; Κάτι έκανε κλικ μέσα μου, έγιναν λόγια ακριβή διάφορα θραύσματα σκέψεων και συναισθημάτων. Η ανάγνωση είναι για μένα (και) καταφύγιο πολύτιμο από την καθημερινότητα, από την ολοένα και πιο απάνθρωπη καθημερινότητα. Ο υμένας της μυθοπλασίας είναι ανθεκτικός, ακόμα και αν πρόκειται για αυτομυθοπλασία, το δεύτερο συνθετικό εξουδετερώνει συναισθηματικά το πρώτο, δεν θα έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα, σκέφτομαι, όχι για να αμφισβητήσω την αλήθεια της γράφουσας, αλλά για να αντέξω, για να μη νιώσω την ενοχή που η αναγνωστική απόλαυση, ποικιλότροπα εκπορευόμενη από το σύνολο όσων συνθέτουν μια αφήγηση, μου γεννά.

Ήταν, λοιπόν, μια προκαταβολική ενοχή, η πιθανότητα να μου αρέσει το βιβλίο αυτό και ας έλεγα μετά σε ένα κείμενο όπως αυτό πως γίνεται να πεις μου άρεσε για ένα βιβλίο όπως αυτό. Προσθέστε και το προφανές αντρικό προνόμιο του αναγνωστικού υποκειμένου, τώρα θα έχετε μια εικόνα σχετικά πλήρη για όσα πριν με κρατούσαν μακριά, για όσα φοβόμουν να δω να αναδύονται στην επιφάνεια, πλήγματα, πιθανά καίρια, στη γαματοσύνη του εαυτού, ποιος δεν θέλει να νιώθει γαμάτος και ξεχωριστός, ας μην είμαστε υποκριτές. Γύρισα σπίτι και ξεκίνησα την ανάγνωση το ίδιο βράδυ.

Με τα λόγια της Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα: «Στις 16 Ιουλίου του 1990, η Λιλιάνα Ριβέρα Γκάρσα, η αδερφή μου, υπήρξε θύμα γυναικοκτονίας. Ήταν ένα κορίτσι 20 ετών, φοιτήτρια αρχιτεκτονικής. Προσπαθούσε για χρόνια να τελειώσει τη σχέση της με έναν σύντροφο που δεν την άφηνε να φύγει [...] το βιβλίο αυτό είναι μια ανασκαφή στη ζωή μιας τολμηρής νέας γυναίκας, που στερήθηκε τη γλώσσα για να περιγράψει, να καταγγείλει και να πολεμήσει την έμφυλη βία. Γράφτηκε για να γιορτάσουμε τη ζωή της. Γιατί το μόνο που μπορεί να μεταβάλει το πένθος είναι η δικαιοσύνη: ούτε η συγχώρεση, ούτε η λήθη». Περί αυτού πρόκειται το βιβλίο αυτό που τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ 2024 στην κατηγορία Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία.

Μπορεί το 1990 να μην είχε ακόμα εισηχθεί ο όρος γυναικοκτονία, αν και ακόμα πρέπει να διεκδικούμε τη διάκριση του από την ανθρωποκτονία, υπήρχε ωστόσο ήδη το victim blaming, τι φορούσε, πού πήγαινε, με ποιον πήγαινε, τι έκανε και ώθησε τον δράστη στη δολοφονία. Πέρυσι διάβασα το Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ, εκεί που μια κακοποιητική σχέση υπήρχε στον πυρήνα, και δεν το πίστευα πως άκουγα αναγνώστες να αναρωτιούνται γιατί δεν έφευγε από τη νοσηρή αυτή σχέση, γιατί επέτρεπε στον μεγαλύτερο σε ηλικία σύντροφό της να της συμπεριφέρεται έτσι. Απελπισία, που λειαίνει τον δρόμο προς την πλήρη και άκριτη μισανθρωπία, με πλημμύρισε.

Οι συντηρητικοί, και ας δηλώνουν προοδευτικοί, στην αναφορά στο βιβλίο αυτό θα κάνουν ακόμα ένα βήμα, θα δείξουν με το δάκτυλο την αδερφή και θα πουν: θαυμάσια ευκαιρία να βγάλει λίγα χρήματα πατώντας πάνω στην ταφόπλακα της Λιλιάνα. Είναι οι ίδιοι που αναρωτήθηκαν τι φορούσε όταν έβγαινε από το σπίτι. Μη γελιόμαστε.

Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα είναι καρπός έρευνας στα ημερολόγια της νεκρής, στα όσα μπήκαν σε κούτες τότε και ανοίχτηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα, συνεντεύξεις με ανθρώπους από το περιβάλλον τους, γραμμένο με συναίσθημα που ωστόσο στέκεται στη σκιά της Λιλιάνα και δεν ζητά να πρωταγωνιστήσει και να στρέψει πάνω του τους προβολείς. Όλοι ξέρουμε, με τον τρόπο του ο καθένας, διάφορες ιστορίες γυναικοκτονίας, δεν γνωρίζουμε ωστόσο τα θύματα και αυτή η μαρτυρία σκοπό δεν έχει να μιλήσει δοκιμιακά ή ρεπορταζιακά για τις γυναικοκτονίες εν γένει, παρότι με τον τρόπο του καταφέρνει να το κάνει, αλλά για τη νεκρή, που καμία δικαίωση δεν γνώρισε και τα αποσιωπητικά στις ερωτήσεις: τι φόραγε, πού πήγαινε, με ποιον πήγαινε, τι έκανε· έμειναν να αιωρούνται και να επαναλαμβάνονται σε κάθε επόμενη έμφυλη δολοφονία, ίδια και απαράλλακτα, μαζί με τη δήθεν αθώα αναρώτηση, μα γιατί πρέπει να γίνεται χρήση του όρου γυναικοκτονία.

Και τα χυδαία αυτά ερωτήματα δεν περιορίζονται στη νεκρή, αλλά έρχονται να σφίξουν και την οικογένεια, τι γονείς ήταν αυτοί άραγε που δεν έκαναν τίποτα, που δεν έλεγαν τίποτα, που δεν έβαζαν περιορισμούς, που δεν την έμαθαν να είναι υπάκουη και επιβιωτική, καλοί και του λόγους τους ήταν. Και είμαστε στο 2025, και ακόμα τα αποσιωπητικά αιωρούνται μόνιμα στον δυσώδη αέρα που είμαστε υποχρεωμένοι να αναπνέουμε, τη μπόχα ενός κόσμου σε σήψη, ενός κόσμου γεμάτου από ιδιωτεία και προνόμιο.

Επιστρέφω στην ένοχη απόλαυση της ανάγνωσης. Με το στομάχι κόμπο, με το μυαλό να προσπαθεί διαρκώς να κρυφτεί πίσω από μια επιθυμητή μυθοπλασία και, όσο οι σελίδες περνούν και οδηγούμαστε στο σκληρό και ήδη γνωστό τέλος, να επιχειρεί να πείσει πως ένα εναλλακτικό τέλος, ένα έζησε αυτή καλά και εμείς καλύτερα, είναι εφικτό, με όλα αυτά σφηνωμένα κάπου στον αυχένα, η ανάγνωση υπήρξε απολαυστική, ναι, απολαυστική, η Λιλιάνα ήταν εκεί.

υγ. Για το Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος
Εκδόσεις Carnívora

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί - Katharina Volckmer

Ήθελα από καιρό να διαβάσω το βιβλίο αυτό, απ' όταν κυκλοφόρησε, ένιωσα μια περιέργεια, απ' όταν άρχισαν τα πρώτα θετικά σχόλια να ακούγονται, προστέθηκε μια προσδοκία, απ' όταν διάβασα το Wonderfuck, περιέργεια και προσδοκία χτύπησαν ταβάνι· ο καιρός έφτασε.

Με ελάχιστες λέξεις, θα μπορούσε κάποιος να συνοψίσει πως η νουβέλα Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί διαπραγματεύεται το ζήτημα της ταυτότητας, για την ακρίβεια τους πιο κεντρικούς πυλώνες της, την ανέκαθεν παρούσα εθνική και τη σχετικά πρόσφατη λογοτεχνικά διαδεδομένη σεξουαλική. Οι ομοιότητες με το Wonderfuck είναι αρκετές, παρότι εδώ η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, με τη μορφή ενός θεατρικού μονολόγου, μια γυναίκα που αφηγείται κατά τη διάρκεια μιας ιατρικής εξέτασης, με τα πόδια στους αναβολείς, απευθυνόμενη στον γιατρό, τον μοναδικό παρόντα στο εξεταστήριο. Η κύρια ομοιότητα είναι κατασκευαστική, ο σύντομος και πεπερασμένος αφηγηματικός χρόνος και ο σταθερός τόπος. Στο Wonderfuck η πλοκή λαμβάνει χώρα σε ένα εργασιακό οκτάωρο στο τηλεφωνικό κέντρο που ο Τζίμι εργάζεται. Η δεύτερη βασική ομοιότητα, διακριτό στοιχείο ταυτότητας της γραφής της Φόλκμερ, είναι η οξυδέρκεια με την οποία διαπραγματεύεται τη συγχρονία, η φρεσκάδα που αναβλύζει, μια λογοτεχνία που συμβαίνει τώρα.

Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί, το εντυπωσιακό και υποσχόμενο πρωτόλειο έργο τής, γεννημένης το 1987 στη Γερμανία, πλέον κάτοικος Λονδίνου, Καταρίνα Φόλκμερ, η αφηγηματική επιλογή του μονόλογου ορίζει εν πολλοίς την επιτυχία ή μη της απόπειρας συνολικά. Μπορεί και να μοιάζει εύκολο, σε μένα διόλου αν με ρωτάτε, ή απλό ως επιλογή, τουλάχιστον στη θεωρία, αλλά στην πράξη, πέρα από μια εντυπωσιακή αρχή ή κάτι το μη αναμενόμενο, απαιτεί πολλή προσπάθεια ώστε να σταθεί και να προχωρήσει, να μην αποτύχει συναντώντας ανοιχτά από τη βαρεμάρα στόματα, να ανατροφοδοτείται διαρκώς από το απαραίτητο καύσιμο, παρά το σχετικά μικρό μέγεθος της κατασκευής, μια αφήγηση που κάπως θυμίζει τη ροή συνείδησης και όλες τις απαιτήσεις που αυτή φέρει, όλη τη μαστοριά του να μετατραπεί σε λογοτεχνία αυτό το λέω ό,τι μου έρχεται στο μυαλό, να λειτουργήσει πέρα από τα όρια της συγγραφής και της όποιας ηδονής αυτή προσφέρει, της όποιας αυτοϊκανοποίησης.

Τεχνικά μιλώντας η πρόζα της Φόλκμερ αποδεικνύεται υψηλοτάτου επιπέδου, επιτρέποντας στην κατασκευή να λειτουργήσει, διατηρώντας το ύφος και την ορμή καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Αυτό είναι ένα δεδομένο, το οποίο, ωστόσο, χωρίς το απαραίτητο περιεχόμενο, θα έστεκε όμορφο και καλοφτιαγμένο μα άψυχο. Δεν είναι εύκολο να ισχυριστεί κανείς με βεβαιότητα τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε, η μορφή ή το περιεχόμενο, ή αν το ένα κουβαλούσε στις πλάτες του το άλλο, πότε η τεχνική και πότε η έμπνευση, ίσως και να μην έχει σημασία ή ίσως η αδυναμία απάντησης να αποτελεί τιμητικό παράσημο στο πέτο της συγγραφέως, που κατάφερε να απαντήσει καταφατικά και στα δύο ζητούμενα: και φρέσκια γραφή, σύγχρονη, κοντά στην επιφάνεια βρασμού της πραγματικότητας, και τεχνικά άρτια δοσμένη, ικανή να ενσωματώσει τη φρεσκάδα και την πρόζα της γραφής.

Η αφηγήτρια, όπως και η συγγραφέας, είναι γερμανικής καταγωγής και τα τελευταία χρόνια ζει στην Αγγλία, μια μετανάστρια που φέρνει μαζί το πολιτισμικό και ιστορικό φορτίο της χώρας στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, μια ξένη παρά τη φαινομενική ομοιομορφία της παγκοσμιοποίησης. Το εβραϊκό ζήτημα και ο τρόπος με τον οποίο το έγκλημα καταγράφηκε στο συλλογικό συνειδητό και ασυνείδητο, η ντροπή και η ενοχή, αλλά και, ας μην ξεχνάμε πως πρακτικά και ουσιαστικά αποναζιστικοποίηση δεν έγινε ποτέ, από τη μια μέρα στην άλλη η απόλυτη πλειοψηφία βρέθηκε να καταδικάζει, να δηλώνει άγνοια ή ακόμα και να περηφανεύεται για επαναστατική δράση, πια δεν ήταν αποδεκτό να είσαι από εκείνους, πια η πλευρά είχε αλλάξει και καλό θα ήταν να περάσεις απέναντι, πέρα από ό,τι πιστεύεις πραγματικά, όποια και αν είναι η ιδεολογία σου, άλλωστε, η επάνοδος της ακροδεξιάς, στη Γερμανία συγκεκριμένα, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο γενικότερα, δεν έγινε εν κενώ, ο σπόρος υπήρχε, τα ζιζάνια ήταν εκεί, και ας ήταν πλούσια τα άνθη της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της οικονομικής ευμάρειας και τα έκρυβαν, τώρα με τους πρώτους τριγμούς ξεμυτίζουν ξανά.

Στέκομαι περισσότερο, ίσως όχι αναμενόμενα, στο κομμάτι της εθνικής ταυτότητας, όχι γιατί το θεωρώ πιο σημαντικό από εκείνο της σεξουαλικής, αλλά γιατί μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, ίσως να μην το περίμενα σε τέτοιο εύρος, έκταση και οξύνοια, ίσως γιατί το κομμάτι της σεξουαλικότητας και της λογοτεχνίας φύλου συμβαίνει εκεί έξω πολύ και καλά, ίσως γιατί το εθνικό προσφέρει μια μεγαλύτερη βάση ταύτισης ή συγγένειας, παρότι εγώ δεν έχω γεννηθεί εκεί και δεν έχω μεταναστεύσει, το ιδεολογικό ανακάτεμα της σούπας μού είναι πιο οικείο, ίσως και πιο αντικειμενικά διαπραγματεύσιμο, όχι τόσο καυτό και προσωπικό όπως εκείνο της σεξουαλικής ταυτότητας, για την οποία μόνο να ακούσω μοιάζει να έχω, να αναμετρηθώ με τα δικά μου δαιμόνια, τη στερεοτυπία και το προνόμιο, εκεί έχω μεταφέρει τις αμυντικές μου μονάδες, εκεί βρίσκομαι σε επιφυλακή να διακρίνω και να καταλάβω, και η Φόλκμερ πέτυχε να με βάλλει από μια πλευρά που ένιωθα πιο έτοιμος, όχι γιατί μου είπε πράγματα που στη θεωρεία δεν γνώριζα, αλλά γιατί ο τρόπος με τον οποίο το ενέπλεξε στον μονόλογό της υπήρξε καίριος και εύστοχος, ικανός να μην αφήσει τη νουβέλα να μπατάρει προς τη μια πλευρά, περίμενα, να είμαι ειλικρινής, πως αργά ή γρήγορα το εθνικό θα αποδεικνυόταν άσφαιρο, απλώς ένα επιπλέον τικ στον κατάλογο με τα θέματα που διαπραγματεύεται. Και δεν ήταν έτσι.

Το Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί ξεπέρασε κατά πολύ τις προσδοκίες μου, ήδη υψηλές εκ των προτέρων, απόρροια όσων μου μετέφεραν οι αναγνώστες και όσων το Wonderfuck καλλιέργησε. Σε σημεία εντυπωσιακό, στην οξυδέρκεια και την πύκνωση, χωρίς αυτό να αφήνει υπόνοιες για ανισότητα, τεχνικά, άλλωστε προείπα, υπήρξε αρτιότατο, η ψυχή που εμφύσησε η Φόλκμερ ήταν το αναπάντεχο, η πρόζα της, η ισορροπία ανάμεσα σε ποικίλα ζεύγη αντιθέτων, το γέλιο και ο θυμός, για να δώσω ένα μόνο παράδειγμα, ο πλουραλισμός και η ποικιλομορφία, επίσης.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη στήλη Αφορμή της εφημερίδας Χανιώτικα Νέα)

υγ. Για το Wonderfuck περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Δημήτρης Καρακίτσος
Εκδόσεις Ποταμός