Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Άγνωστες λέξεις - Σοφία Αυγερινού

Στις αρχές της χρονιάς κυκλοφόρησε η νουβέλα της Σοφίας Αυγερινού, Άγνωστες λέξεις, από τις εκδόσεις Πόλις. Η αλήθεια είναι πως δεν γνώριζα τη συγγραφική πλευρά της Αυγερινού παρά μόνο τη μεταφραστική· Μπροχ, Ντοστογιέφσκι και Μπέρνχαρντ, μεταξύ άλλων. Σκέφτομαι πως μετά το πέρας των Χριστουγέννων, της κορύφωσης μιας περιόδου έντονης κινητικότητας στον χώρο του βιβλίου, εκεί, κάπου τον Φλεβάρη, ίσως μια έκδοση να καταφέρει να τραβήξει το βλέμμα, να μην χαθεί στις ντάνες με τις νέες εκδόσεις, να διαβαστεί και να σχολιαστεί, και ίσως, αν το βιβλίο είναι καλό, σύντομα να ξεφύγει από το πρώτο δίχτυ υποδοχής και να ανοιχτεί σε πιο μεγάλες θάλασσες. Βέβαια, ταυτόχρονα, μετά από τόσα χρόνια πέριξ των εκδοτικών και αναγνωστικών πραγμάτων, δυσκολεύομαι να αποτινάξω ορθολογικά από πάνω μου τον μεταφυσικό νόμο στον οποίο η μοίρα κάθε βιβλίου μοιάζει να υπόκειται, καλά βιβλία που δεν γνωρίζουν τους αναγνώστες που τους αξίζουν, μέτρια βιβλία που θριαμβεύουν, κακά βιβλία με τα οποία αρκετοί ασχολούνται, έστω και για να πουν ακριβώς αυτό, πως πρόκειται για κακά βιβλία.

«Εκείνο τον καιρό άρχισε να κολλάει χαρτάκια στο ψυγείο, χαρτάκια μικρά, κίτρινα, με λέξεις λανθασμένες, όπως φώσπορος ή ανασκαλοπίζω. Έλεγε όμως διαρκώς, μου είπαν, καθώς έγραφε τα χαρτάκια του, ότι δεν ήταν αυτή η σωστή λέξη, ούτε η άλλη, δηλαδή υπονοούσε πως υπήρχε κάποια άλλη λέξη που έπρεπε να σημειώσει, αλλά κανείς δεν ήξερε γιατί δεν τη σημείωνε ή, τέλος πάντων, αν υποθέσουμε ότι θα την έβρισκε, τι σκόπευε να την κάνει. Γιατί, βέβαια, λέξεις κολλημένες στην πόρτα του ψυγείου, σ' ένα σπίτι όπου οι δύο υπόλοιποι ένοικοι είναι εκ γενετής τυφλοί, δεν έχουν καμία προφανή σκοπιμότητα. Εγώ τα είδα τα χαρτάκια μια Πέμπτη που πήγα να καθαρίσω, όπως κάθε βδομάδα —τις Πέμπτες είμαι πάντα απογευματινή. Είχα υποσχεθεί στον θείο και τη θεία ότι θα πήγαινα απαρέγκλιτα και όχι, ας πούμε, μια Πέμπτη και μια Τετάρτη ή Παρασκευή, ή και καθόλου, επειδή κάτι απρόοπτο έτυχε ή επειδή ήμουν πολύ κουρασμένη. Πολύ κουρασμένη ήμουν, δεν το συζητώ, αλλά πήγαινα όπως τους είχα πει, κάθε Πέμπτη χωρίς εξαίρεση».

Η Αυγερινού από τις πρώτες γραμμές της αφήγησης ανοίγει τα περισσότερα από τα χαρτιά της, δίνει μέσες άκρες μια ευσύνοπτη περίληψη της ιστορίας που αναθέτει στην πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια να καταθέσει. Ο ξάδερφός της, με τον οποίον πέρασαν αρκετά καλοκαίρια παίζοντας δίπλα στη θάλασσα, πριν τα πράγματα αλλάξουν και ο πατέρας της εγκαταλείψει τη λογιστική για να γίνει ποιητής, ζει με τους τυφλούς γονείς του. Μια μέρα αρχίζει να κολλάει, στην αρχή κίτρινα, μετά και άλλων χρωμάτων, χαρτάκια, πρώτα στο ψυγείο, ύστερα παντού, με λέξεις λανθασμένες, επαναλαμβάνοντας με εμμονή πως αυτή ή η άλλη δεν ήταν η σωστή λέξη, εκείνη που μετά μανίας έψαχνε, άγνωστο γιατί.

Εκτός από τη ραχοκοκκαλιά της υπόθεσης, εξ αρχής θέτεται και η ατμόσφαιρα, σκοτεινή και ασφυκτική, καφκική και υπερρεαλιστική, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η αφηγήτρια που κάθε Πέμπτη, απαρέγκλιτα, επισκέπτεται, όπως είχε υποσχεθεί, το σπίτι των θείων της ώστε να καθαρίσει. Μια στενοχωρία προσμένει τον αναγνώστη, ένα πυκνό υφαντό που τον εγκλωβίζει άμεσα. Το αφηγηματικό ύφος, το νεύρο με το οποίο η αφηγήτρια εξιστορεί τα πράγματα, εκκινώντας από εκείνον τον καιρό που τα χαρτάκια άρχισαν να εμφανίζονται στην πόρτα του ψυγείου, εκεί που συνήθως βρίσκονται μαγνητάκια ενθύμια από ταξίδια, φωτογραφίες, προγράμματα δίαιτας, απλήρωτοι λογαριασμοί και σημειώσεις, στην περίπτωση αυτή χαρτάκια με λέξεις, απόπειρες για την εύρεση εκείνης της μίας, της σωστής.

Το παράλογο σχηματίζεται επί ενός ρεαλιστικού πατρόν, τα υφάδια τοποθετούνται εδώ και εκεί, συστηματικά και με τη μέγιστη συγγραφική προσοχή, αναδεικνύοντας σελίδα τη σελίδα νέες προοπτικές, όχι απαραίτητα στην κατεύθυνση της διαλεύκανσης του «μυστηρίου» με τα κίτρινα χαρτάκια, αυτό ποσώς μοιάζει να είναι εντός των συγγραφικών προθέσεων, όχι τουλάχιστον σ' ένα απλοϊκό και επιφανειακό επίπεδο του τι έγινε μετά, του γιατί και του πώς. Η Αυγερινού, μοιάζει να το κάνει συνειδητά και προγραμματισμένα, απλώνει δύο παράλληλες και διακριτές υποδόριες στρώσεις, εκείνη της γραφής, είτε ευθέως είτε μέσω της παραβολής, και εκείνη του παρελθόντος που βαραίνει και καθορίζει τα ερχόμενα. Και το κάνει αυτό όχι για να συσκοτίσει τα πράγματα αλλά, αντίθετα, για να διανοίξει τις αναγνωστικές διεξόδους, αρνούμενη να πει απλώς μια λοξή ιστορία, αρνούμενη να υποταχθεί πλήρως στο εύρημα με τα χαρτάκια, που λίγα μόνο βήματα, και αυτά άχαρα, θα της επέτρεπε να κάνει.

Όσο μικρότερη η φόρμα, τόσο σημαντικότερη καθίσταται η πύκνωση, κάθε μία λέξη να μετράει και τίποτα να μην περισσεύει, δεν υπάρχει εδώ χώρος για το περιττό, το όμορφο πλην όμως αχρείαστο. Και η Αυγερινού καταφέρνει την πύκνωση αυτή, παρότι επιτρέπει στην αφηγήτριά της να προβεί σε παρεκβάσεις στο παρελθόν, αλλά και να προσθέσει σκέψεις και συναισθήματα επί της εν εξελίξει ιστορίας, παρεκκλίσεις που ενισχύουν και δεν βαρυφορτώνουν την ιστορία, ακόμα και να χάσει κάποιες στιγμές τον έλεγχο και έτσι να αποκτήσει καίρια και καθοριστική συμμετοχή στα πεπραγμένα πέραν της απλής παρατήρησης, υλοποιώντας τις παραπάνω παρατηρήσεις περί διεύρυνσης ενός κατά φύση ερμητικού σκηνικού, διερευνώντας, μεταξύ άλλων, τα όρια της λογικής και της ψυχικής υγείας, θέτοντας εν αμφιβόλω την ίδια την αφηγηματική αξιοπιστία και αφήνοντας ανοιχτό σε υποκειμενική αναγνωστική ερμηνεία και εν πολλοίς αναπάντητο το ερώτημα για την κινητήριο δύναμη που, ας βάλω εισαγωγικά, την «αναγκάζει» ή την «ωθεί» εξ αρχής στην αφήγηση, απάντηση που θα μας επέτρεπε να διακρίνουμε καθαρά και με σαφήνεια τις αφηγηματικές και εν συνεχεία τις συγγραφικές προθέσεις, οδηγώντας σε μία αναπόφευκτη απομάγευση, εκεί όπου όλα είναι φανερά και εξηγήσιμα, διόλου λογοτεχνικά, δηλαδή.

Η Αυγερινού πετυχαίνει να χαρίσει στη νουβέλα της μια αυτονομία, χωρίς να της στερεί μέσω μιας βιασμένης συσκότισης την απόλαυση καθιστώντας την προβληματική. Συνδυάζει δύο αρετές, σχετικά σπάνιες στην εγχώρια λογοτεχνία: το πρωτότυπο θέμα, τουλάχιστον ως σημείο εκκίνησης, απομακρυσμένο από τις γνώριμες πηγές άντλησης, και τη χρήση της γλώσσας. Και αν η πρωτοτυπία του θέματος μπορεί να αναζητηθεί χωρίς ιδιαίτερες θυσίες και στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, η χρήση της γλώσσας καθιστά τις Άγνωστες λέξεις ένα σημαντικό ανάγνωσμα, ένα επίτευγμα για τους έχοντες μητρική γλώσσα την ελληνική.

Διέκρινα μια εκλεκτική συγγένεια με το Λίγα λόγια για μένα της Καλλιρρόης Παρούση, για το οποίο περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ. Επίσης, κοιτάζοντας τη μεταφραστική εργογραφία της Αυγερινού, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς ποια είναι η λογοτεχνία που της αρέσει, ποιες είναι οι αναφορές και οι πηγές της ως συγγραφέα.

Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

Μπαουμγκάρτνερ - Paul Auster

Ο Πολ Όστερ πέθανε στις 30 Απριλίου του 2024 σε ηλικία 77 ετών. Ο Μπαουμγκάρτνερ είναι ο τελευταίος χαρακτήρας στο ύστατο μυθιστόρημα που αυτός ο σπουδαίος γραφιάς άφησε πίσω του. Έχει κάτι το γλυκόπικρο να κρατά κανείς στα χέρια του το βιβλίο των τίτλων τέλους. Γλύκα για ένα ακόμα δώρο από κάποιον σε σένα άγνωστο, πίκρα για την απώλεια κάποιου σε σένα άγνωστου που ωστόσο πιστεύεις πως γνωρίζεις τόσο καλά. Ο Όστερ, λίγα μόλις χρόνια μεγαλύτερος από τον Μπαουμγκάρτνερ, πιθανώς γνωρίζει πως αυτό ίσως να είναι το τελευταίο βιβλίο που θα στείλει στον εκδοτικό οίκο.

Ο Μπαουμγκάρτνερ ζει μόνος του, εδώ και δέκα χρόνια, όταν η Άννα τόλμησε μια ακόμα βουτιά παρά τα ορμητικά κύματα του ωκεανού· εκείνος της φώναξε, εκείνη δεν τον άκουσε. Ένα μεγάλο σπίτι, μακριά από την πολύβουη Νέα Υόρκη, μια καθημερινή ρουτίνα εργασίας, που περιλαμβάνει σχέδια για καινούργια βιβλία, είναι ο τρόπος του, φυσικός και αβίαστος, για να διαχειρίζεται μια καθημερινότητα με ελάχιστα περιστατικά κοινωνικότητας, κομμάτια και εκείνα της αρκετά αυστηρής ρουτίνας, που ένα αναπάντεχο κουδούνι ή κάποιο τηλέφωνο μπορούν να διαρρήξουν ανεπανόρθωτα.

Στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, λογικό και αναμενόμενο είναι να έρχεται ολοένα και συχνότερα αντιμέτωπος με το παρελθόν· ας συνυπολογίσει κάποιος και τη φύση ενός ανθρώπου για τον οποίο ο στοχασμός αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμα ταυτότητάς, του τρόπου να κοιτάζει και να επεξεργάζεται τα πράγματα τριγύρω. Το μυστήριο της μνήμης, ο άγνωστος μηχανισμός λειτουργίας που άλλα τα κρατά ακέραια και άλλα τα εξοβελίζει στο βασίλειο της λήθης. 

Ένας τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής, φιλικός αλλά και απόμακρος ταυτόχρονα, αναλαμβάνει να ξεναγήσει τον αναγνώστη, χωρίς να επιθυμεί μήτε τον οίκτο μήτε τον θαυμασμό του. Κανένας συναισθηματικός εκβιασμός δεν λαμβάνει χώρα εδώ. Η ζωή, αρκούντως ακατανόητη, άθροισμα αντιφατικών και αντιθετικών συστατικών, μοιάζει να είναι μια μοναχική διαδρομή ακόμα και στο κέντρο της πλέον θορυβώδους πολίχνης, πόσο μάλλον σε ένα αραιοκατοικημένο προάστιο, εκεί που βρίσκονται ένας ελληνικής καταγωγής μετρητής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, μια κοπέλα που εργάζεται σε μια εταιρεία παράδοσης αλληλογραφίας, μια γυναίκα που έχει αναλάβει να διατηρεί το σπίτι συγυρισμένο και καθαρό, πρόσωπα με τα οποία ο Μπαουμγκάρτνερ ανταλλάζει κάποιες απλές κουβέντες.

Το δωμάτιο που διατηρούσε εκείνη ως γραφείο εργασίας παραμένει όπως ήταν την τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί, ο Μπαουμγκάρτνερ αδυνατεί να τολμήσει την οποιαδήποτε αλλαγή, τα ρούχα της ναι, εκείνα άργησε αλλά μπόρεσε να τα απομακρύνει, τις στοίβες με τα τετράδια και τα σκόρπια χαρτιά γύρω από τη γραφομηχανή όχι. Η φοιτήτρια ενός παλιού του φίλου εκφράζει την επιθυμία να μελετήσει το ανέκδοτο υλικό της Άννα στο πλαίσιο εκπόνησης μιας διδακτορικής διατριβής. Ο Μπαουμγκάρτνερ, παρότι αρχικά παρέμεινε σκεπτικός στην προοπτική αυτή, στη διατάραξη της ρουτίνας του, σύντομα θα ενθουσιαστεί, να ένα συναίσθημα παλιό, σχεδόν λησμονημένο, χρώμα ξερό στην παλέτα.

Εδώ δεν είναι απούσα μόνο η συναισθηματική καθοδήγηση αλλά και η διδαχή, απουσία που επιτρέπει τη διαμόρφωση ενός κοινού τόπου μεταξύ του Μπαουμγκάρτνερ, του Όστερ και του αναγνώστη. Σ' αυτόν τον τόπο διέκρινα τη μη παραίτηση από τη ζωή, εδώ διαμόρφωσα την αυθαίρετη άποψη πως ο συγγραφέας, ο κάθε ένας συγγραφέας, μέσω του έργου του φαντάζεται και αξιολογεί ως σημαντική τη διατήρηση στη μνήμη των ανθρώπων, παρότι η άγνοια και η αβεβαιότητα συντροφεύουν διαρκώς αυτό το ιδιότυπο άλτερ έγκο· δεν γνωρίζω περισσότερα από όσα συνήθιζα κάποτε να γνωρίζω, μοιάζει να σκέφτεται ο Μπαουμγκάρτνερ, κάθε μία βεβαιότητα, μικρή ή μεγάλη, ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα πέσει από το ίδιο της το βάρος.

Η έτσι και αλλιώς συχνά άδικη συνήθεια της κριτικής και της ευρύτερης πρόσληψης ενός έργου στο πλαίσιο της ευρύτερης εργογραφίας εδώ μεγιστοποιείται, καθώς το παρόν βιβλίο αποτελεί το κλείσιμο μιας πλούσιας παραγωγής λόγου. Από κεκτημένη ταχύτητα, ο γνώστης του πρότερου έργου τού Όστερ θα επιχειρήσει να διακρίνει την πιθανότητα του κλεισίματος ενός κύκλου που άνοιξε με την καθοριστική για τη λογοτεχνία Τριλογία της Νέας Υόρκης. Πέρα από κάποια φιλολογικής αξίας σχετική μελέτη, που αργά ή γρήγορα θα παρουσιαστεί και αναπόφευκτα θα ξεχαστεί, το Μπαουμγκάρτνερ είναι ένα μυθιστόρημα αυτάρκες, χωρίς άναρθρες κραυγές, που δεν απαιτεί εξωλογοτεχνικά λύτρα και ίσως γι' αυτό ο συγγραφέας παίρνει φαινομενικές αποστάσεις από τον Μπαουμγκάρτνερ, να σβήσει κάθε ίχνος αυτοβιογραφικής χροιάς σε μια από τις τελευταίες ιστορίες που εκείνο το φοβερό μυαλό γέννησε και στο πέρασμά του στα ελληνικά το φρόντισε με ιδιαίτερη αγάπη η Ιωάννα Ηλιάδη.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για τα προηγούμενα βιβλία του Όστερ περισσότερα θα βρείτε: Φλεγόμενο αγόρι (εδώ), 4 3 2 1 (εδώ), Ημερολόγιο του χειμώνα (εδώ), Η μουσική του πεπρωμένου (εδώ), Η νύχτα των χρησμών (εδώ), Σάνσετ Παρκ (εδώ), Η τριλογία της Νέας Υόρκης (εδώ), Το παλάτι του φεγγαριού (εδώ)

Μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Η ανάμνηση της μνήμης - Μαρία Στεπάνοβα

Είχα για καιρό ένα θετικό προαίσθημα για το βιβλίο αυτό, αλλά, όπως συμβαίνει με τη ζωή γενικά, το ένα έφερε το άλλο και παραμέρισε το τρίτο την ώρα που ένα τέταρτο έβγαινε στην επιφάνεια σέρνοντας ξοπίσω του ένα πέμπτο, και ούτω καθεξής, διαρκώς και επαναλαμβανόμενα. Αποδείχτηκε όμως κατάλληλη η αναγνωστική συγκυρία, έστω και εκ των υστέρων και από καθαρή σύμπτωση μάλλον, αν και με το υποσυνείδητο έδαφος ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι απόλυτα σίγουρος, αφού λίγο καιρό πριν είχα διαβάσει το W ή Η παιδική ανάμνηση του Περέκ και το Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού της Ζαλκ.

«Δεν έχει καμία σημασία, μα μες στους κόλπους της οικογένειας, ανάμεσα στους συγγενείς μου, δεν υπήρχε κανείς διάσημος. Έμοιαζαν όλοι τους ικανοί να επιμείνουν σε ένα είδος ύποπτης απόστασης. Έγιναν ιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες (μα όχι για εμπνευσμένες αψίδες και προσόψεις, μα μόνο για βέβαιες, χρήσιμες κατασκευές, όπως δρόμους και γέφυρες). Εργάστηκαν ακόμη ως λογιστές και ως βιβλιοθηκονόμοι.

Ακολούθησαν ήσυχες ζωές, κρατώντας τον εαυτό τους μακριά από τις μυλόπετρες της εποχής που αλέθουν πρόσωπα και πράγματα. Σχεδόν κανείς τους δεν ανήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, μα την ίδια στιγμή αυτό δεν αποτελούσε σε καμιά περίπτωση πράξη αντίστασης. Οι βιογραφίες τους μοιάζουν να γράφονται βαθιά κάτι από το δέρμα, λες και τίποτα δεν καθρεφτιζόταν στις επιφάνειες, εκεί που και η παραμικρή κίνηση, ο ελάχιστος σπασμός γίνεται άξιος προσοχής και επιφέρει συνέπειες. Τώρα που όλοι τους έχουν περάσει σε νύχτες αιώνιες, τώρα που οι ιστορίες τους έχουν καταλήξει στα συμπεράσματά τους, μπορώ να εξετάσω αυτές τις ζωές, να μιλήσω γι' αυτές και να τις κρατήσω κάτω από το φως, επιθεωρώντας κάθε λεπτομέρεια. Στο τέλος της ημέρας όλες μου οι προσπάθειες αποκαλύπτονται και εγώ απομένω αβέβαιη για το αν οι πρακτικές μου, που τους φέρνουν και πάλι στο φως, θα μπορούσαν να τους ξαναπληγώσουν».

Η ανάμνηση της μνήμης δεν είναι μυθιστόρημα, παρότι το εξώφυλλο τέτοιο τη χαρακτηρίζει, όχι τουλάχιστον ένα τυπικό μυθιστόρημα, αλλά μια υβριδική κατασκευή. Και αυτό δεν συμβαίνει εξαιτίας της έντονης αυτοβιογραφικής συνισταμένης που το διέπει, αλλά λόγω της ιδιάζουσας κατασκευής του, εξ ου και η ευτυχής συγκυρία της πρόσφατης ανάγνωσης των βιβλίων του Περέκ και της Ζαλκ. Το κυρίως νήμα που διαπερνά την αφήγηση της Στεπάνοβα είναι η ανάγκη της να γράψει αυτό το βιβλίο, να αφηγηθεί την ιστορία των προγόνων της, να αναζητήσει τον εαυτό της μέσα σε αυτή την αναζήτηση, να αναφερθεί στις προηγηθείσες αποτυχημένες απόπειρες συγγραφής, και, κυρίως, να αναζητήσει τον τρόπο με τον οποίο κάτι τέτοιο θα καταστεί εφικτό, ενώ, δηλαδή, γράφει το βιβλίο, διαπραγματεύεται το πώς θα το γράψει.

Και αν η Ζαλκ είναι ιστορικός, οι περιπτώσεις του Περέκ και της Στεπάνοβα είναι διαφορετικές, αφού έρχονται από διαφορετικό δημιουργικό μετερίζι, αν και οι τρεις εκείνο που γυρεύουν είναι απαντήσεις μάλλον προσωπικού ενδιαφέροντος, του τρόπου δηλαδή που το υλικό του παρελθόντος μάς αποτελεί και ασχολούμενοι με κάτι εκ πρώτης προσωπικό/ατομικό αναπόφευκτα παρατάσσονται στα πλαϊνά του μεγάλου ποταμού με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πίσω. Μάλιστα, αυτό το διάχυτο προσωπικό στοιχείο, η ανάγκη της αναζήτησης και της κατανόησης, τοποθετεί σε (τουλάχιστον) δεύτερο επίπεδο τη φιλοδοξία για κάτι πέρα και έξω από τους ίδιους, για κάτι μεγαλειωδώς οικουμενικό, και όταν αυτό συμβαίνει, ενίοτε και σπάνια, το αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει εδώ, είναι εντυπωσιακό.

Αν έπρεπε σώνει και ντε να κατηγοριοποιήσω το βιβλίο αυτό, τότε θα το τοποθετούσα στην επικράτεια του αυτοδοκιμίου, αφού εδώ η μυθοπλασία, πέρα από τα απαραίτητα γεμίσματα και γεφυρώματα της μνήμης και της έρευνας, τις υποθέσεις απέναντι στην αιώνια σιωπή και τις υποδόριες προθέσεις των προσώπων, έρχεται σε δεύτερη μοίρα, απόρροια της κάθε μορφής αρχείου που η συγγραφέας επισκέπτεται και επί του οποίου σκύβει. Είπα: εκείνο που πρωτίστως απασχολεί την Στεπάνοβα, στην προκειμένη περίπτωση, και που ο τίτλος Η ανάμνηση της μνήμης τόσο εύστοχα αποτυπώνει, είναι το σουλάτσο σε όλους αυτούς τους μηχανισμούς, σε όλες αυτές τις ιδιωτικές και ελάχιστες ατομικές διαδρομές, παράλληλα και μέσα στο μεγάλο κάδρο, το οποίο ελάχιστα διαμόρφωσαν, αν και ξέρετε τι λένε για τη μια και μόνη σταγόνα που υπερχειλίζει ένα ποτήρι γεμάτο ως απάνω με νερό, αλλά που σίγουρα διαμορφώθηκαν από αυτό.

Η ιδιάζουσα αυτή κατασκευή επιβάλλει ένα τίμημα, αφού η έντονη και συνεχής παρουσία του αναγνώστη ανάμεσα στα γρανάζια και τους μηχανισμούς περιστροφής αποτρέπει την ολική παράδοση που ένα μυθιστόρημα με τους ίδιους πρωταγωνιστές, τις ίδιες αγωνίες, τα πάθη και τα βάσανα, με καμουφλαρισμένες ωστόσο τις σκαλωσιές θα πρόσφερε πιθανότατα απλόχερα. Η ανάμνηση της μνήμης επιζητά μια άλλη οπτική γωνία, μια εγρήγορση, αλλά και μια ιδιότυπη συμμετοχή από πλευράς αναγνώστη, εντάσσοντας και εκείνον με τη σειρά του στον δικό του λαβύρινθο προς το παρελθόν, από το οποίο, καθώς απομακρυνόμαστε κάθε στιγμή, ολοένα και οι λεπτομέρειες σβήνουν, μια γενική, ίσως θολή, εικόνα απομένει, ένα λιβάδι στο οποίο ο άνθρωπος επιμένει να γυρεύει απαντήσεις με την ελπίδα πως θα αποδειχτούν επεξηγηματικές για τα πεπραγμένα και χρηστικές για τα, άγνωστα και τρομακτικά, μελλούμενα.

Και έχει έντονο δοκιμιακό χαρακτήρα γιατί εκτός από το προσωπικό ένστικτο, όχι την έμπνευση εδώ, αλλά τον βηματισμό στον οποίο η διαμόρφωση του χαρακτήρα δίνει ρυθμό και ανάσα, είναι και η προσφυγή της Στεπάνοβα για απαντήσεις προς τη λογοτεχνία κυρίως, του σπουδαίου Ζέμπαλντ ή της καίριας Σόνταγκ για παράδειγμα, η απόπειρα κατανόησης του πώς η σκέψη των άλλων, φαινομενικά ανεξάρτητης και ξένης προς τα εμάς, μας αφορά και μας διαμορφώνει, εξηγεί και φανερώνει, προφητεύει και ενίοτε, παρά τη θέλησή της, δικαιώνεται. Ένα μονοπάτι απαντήσεων στο γιατί διαβάζουμε τις αλλότριες αφηγήσεις, στο γιατί νιώθουμε πως μας αφορούν, στο αποτύπωμα που μας αφήνουν, στο γιατί επιλέγουμε το ένα ή το άλλο βιβλίο, στο γιατί βρίσκουμε κάτι που ως δια μαγείας αποδεικνύεται δικό μας στο ένα ή το άλλο βιβλίο, και τελικά στον τρόπο με τον οποίο η κάθε αφήγηση οσμίζεται και αποτυπώνει τα πραχθέντα. Και κάπως έτσι το συγγραφικό ατομικό μετατρέπεται σε αναγνωστικό ατομικό και αυτό αθροιζόμενο τείνει στο οικουμενικό.

Το έγραφα και πρόσφατα, αναφερόμενος στους Πλάνητες της Τοκάρτσουκ, επίσης συγγενές ανάγνωσμα τώρα που το σκέφτομαι, πως το μέγεθος εδώ λειτουργεί ενισχυτικά του αρχικού ευρήματος, πως δηλαδή το μέγεθος, οι σχεδόν πεντακόσιες σελίδες στην περίπτωση του βιβλίου της Στεπάνοβα, αναδεικνύουν το εύρημα ως μια ικανή επιφάνεια επί της οποίας οικοδομείται η κατασκευή, μια βάση στέρεα και καλά προϋπολογισμένη ώστε να αντέξει και όχι ένα απλό καπρίτσιο, ένα υποβοήθημα στιγμιαίας, ανέμπνευστης τελικά, έμπνευσης. Και ίσως η κόπωση, ως διατυπωμένη ένσταση και ανάλογα σε ποιο σημείο εμφανίζεται, να μας δείχνει γεωμετρικά την προσωπική μας ανοχή στην αναζήτηση απαντήσεων, στην αμφιβολία που διαρκώς φέρνει νέα ερωτήματα στο προσκήνιο, στον τρόπο με τον οποίο ο ατομικός μας μηχανισμός λειτουργεί, ίσως αυτό κάτι να σημαίνει για τις θανατηφόρες, πλαστές και άχρηστες, αν και για κάποιους καθησυχαστικές, βεβαιότητες, τα απόλυτα ζεύγη αντιθέτων, τον θρίαμβο της αιτιοκρατίας, τη διαρκή αγωνία μήπως κάποια αγωνία ξεπηδήσει στην επόμενη στροφή του δρόμου, λίγο πριν ο ορίζοντας, πάντα απέραντος, εμφανιστεί ξανά.

Πολύ μου άρεσε το βιβλίο αυτό.

υγ. Για το W ή Η παιδική ανάμνηση του Περέκ περισσότερα εδώ, για το Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού της Ζαλκ εδώ, για τους Πλάνητες της Τοκάρτσουκ εδώ.

Μετάφραση Ελένη Κατσιώλη, Απόστολος Θηβαίος
Εκδόσεις Βακχικόν 

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Sha la la - Δήμητρα Παναγιωτοπούλου

«Ένα πέσιμο δεν είναι βέβαια κάτι τραγικό, αλλά να προσγειώνεται κανείς σ' αυτή την πόλη με το κεφάλι μισό μέτρο πάνω από το κράσπεδο και με τα χέρια ανοιγμένα σαν φτερά πουλιού δεν είναι και το πιο συνηθισμένο».

Έτσι ξεκινάει η νουβέλα της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου, Sha la la, με τον Χ.Π. να επιστρέφει στη γενέθλια πόλη, χρόνια μετά, με ένα ντοσιέ γεμάτο από έγγραφα σχετικά με την πώληση της πατρικής εστίας, η οποία μετά τον θάνατο των γονιών του απέμεινε έρημη και έρμαιο στον χρόνο και τη φθορά του, χρήσιμη μόνο ως ένα ανέλπιστο οικονομικό όφελος, τελευταίος πιθανά και ευκταία συσχετισμός με την πόλη εκείνη. Ο παντογνώστης αφηγητής εκκινά από το χρονικό σημείο μηδέν, από τη στιγμή που ο ήρωάς μας πάτησε με τον τρόπο του το έδαφος της ανώνυμης, μεθόριας πόλης κάπου στη Βόρεια Ελλάδα.

Θέμα ιδιαίτερα δημοφιλές λογοτεχνικά, η επιστροφή στον τόπο της νεαρής ηλικίας, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο εγκαταλείφθηκε, ίσως χωρίς πλήρη συνείδηση πως η φυγή αυτή θα αποδεικνυόταν απόφαση οριστική και τελεσίδικη, ωστόσο συνέβη. Η επιστροφή εν γένει στην επικράτεια της παιδική ηλικίας αποτελεί κοινό τόπο, εκτός της λογοτεχνίας, και της ψυχοθεραπείας, εκεί αναμένουν οι ειδικοί, περισσότερο από τον ίδιο τον θεραπευόμενο, να βρεθεί το πασπαρτού που θα μπορέσει να ξεκλειδώσει ή να διπλοκλειδώσει το κουτί της Πανδώρας, απαντώντας ή όχι, διασαφηνίζοντας ή όχι, απλοποιώντας ή όχι διάφορες εξισώσεις της ενήλικης ζωής.

Ταξίδι γνώριμο σε πολλούς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συντεταγμένα ή άναρχα, ανακτημένο λάφυρο της λήθης ή περιβόλι γεμάτο ρόδα και αγκάθια γύρω από την τρύπα που το πτηνό μας εγώ χώνει το κεφάλι του, η επιστροφή στην παιδική ηλικία, ενίοτε δεν είναι απλώς μια μεταφορά αλλά ένα πραγματικό ταξίδι, ένας τρομακτικός σταθμός λεωφορείων, η πρόσκαιρη στάση ενός τρένου, το αγκυροβόλι ενός πλοίου, ο διάδρομος προσγείωσης ενός αεροπλάνου, το πρώτο φανάρι μετά την έξοδο από την εθνική οδό. Αυτή η επιστροφή συνήθως δίνεται ως μια ιστορία ενηλικίωσης, μια βουτιά στο παρελθόν εκ του οποίου θα αντληθούν στοιχεία της ενήλικης εκδοχής, αιτιοκρατία και τυχαιότητα, τραύματα και βιώματα, πρώτοι έρωτες, φίλοι και γονεϊκή φροντίδα ή η απουσία τους, ή η τερατομορφία τους, σπανιότερα, ωστόσο, όπως στην περίπτωση του Χ.Π., η επιστροφή αυτή συντελείται και εκτείνεται σε πραγματικό χωροχρόνο στο εκεί και το τώρα.

Και ποια η πιο κατάλληλη διαδρομή επιστροφής στη γενέθλια πόλη παρά εκείνη του τρομακτικού λαβυρίνθου της γραφειοκρατίας, ο φάκελος υπό μάλης γεμάτος από έγγραφα, στην πλειοψηφία τους ακατανόητα μάλλον, η αναζήτηση του συμβολαιογράφου που θα ξέρει, ελπίζει ο Χ.Π. αφού τον βρει, τι να τα κάνει, να ολοκληρωθεί η διαδικασία πώλησης, στο επόμενο δρομολόγιο να επιβιβαστεί και να επιστρέψει. Αλήθεια, προς τα πού γίνεται η επιστροφή, προς τα παιδικά ή προς τα ενήλικα χρόνια, ποιο είναι το σημείο αναχώρησης και ποιο το αντίστοιχο άφιξης, πού πηγαίνει και από πού έρχεται ο Χ.Π.; Ανάμεσα σε τοπόσημα γνώριμα, σημεία παιχνιδιού και σχόλης, αλλά και σε άλλα που υπέκυψαν στον χρόνο, εγκαταλείφθηκαν για να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο, ο ήρωάς μας χωρίς ιδιαίτερη πυγμή και αποφασιστικότητα προσπαθεί να προσανατολιστεί, ως προς τι, βέβαια, είναι ένα ακόμα ερώτημα.

Η Παναγιωτοπούλου στο πρωτόλειο έργο της προσφεύγει στην πύκνωση, μια παράγραφος ενιαία όλη η νουβέλα είναι, χωρίς να απλώνει τα πλοκάμια της ιστορίας, χωρίς να καταφεύγει σε αναλήψεις από το παρελθόν μήτε να εγκιβωτίζει περαιτέρω υποϊστορίες, με κάτι που θυμίζει κάπως αόριστα Μπέρνχαρντ, ίσως εξαιτίας των επαναλήψεων και των διαφόρων μικροσημείων περιστροφής. Προσθέτει έναν μέλλοντα χρόνο, όταν ο ήρωάς μας αφηγήθηκε κάποια από αυτά τα περιστατικά σε κάποιον ή κάποιους ανώνυμους δέκτες και με τον τρόπο αυτό σπάει την αυστηρά τριτοπρόσωπη αφήγηση, μέσα από τον ευθύ λόγο όσων εκείνος αργότερα αφηγήθηκε. Αυτό, εν συνεχεία της πύκνωσης, είναι το κυρίως αφηγηματικό στυλ της συγγραφέα, που δείχνει μια φιλοδοξία να πει με τον τρόπο της μια εν πολλοίς γνώριμη ιστορία, φιλοδοξία που αποδεικνύεται λειτουργική και ικανή να επιτείνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον πέρα και έξω από το αποκλειστικό μονοπάτι της αφήγησης των γεγονότων, πέρα από το τι έγινε αλλά πώς έγινε ή, ίσως καλύτερα, πώς αυτό που έγινε έγινε αφήγηση.

Με τον τρόπο του πρωτότυπο είναι και το πώς ο αφηγητής συστήνει τα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής με τα οποία διασταυρώνεται η πορεία του ήρωα, δίνοντας μας εντός αγκυλών τα στοιχεία ταυτότητας, έτος γέννησης, σπουδές και επάγγελμα, ένα άκρως συνοπτικό βιογραφικό, όπως θα δινόταν σ' ένα θεατρικό κείμενο η διανομή των ρόλων. Η Παναγιωτοπούλου διαθέτει μια ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη αλλά ταυτόχρονα ατομική, αφηγηματική φωνή η οποία αποτελεί το νήμα που ακολουθεί ο Χ.Π. στην περιδιάβασή του στην ανώνυμη πόλη.

Ολιγοσέλιδη, η νουβέλα της πρωτοεμφανιζόμενης Παναγιωτοπούλου διαθέτει μια γοητεία, παρότι σε σημεία κάπως αμήχανη. Θα μπορούσε να έχει πει την ίδια ιστορία με διαφορετικό τρόπο; Ναι, θα μπορούσε, να κινηθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια και μικρότερο ρίσκο. Δεν μπορώ να ξέρω γιατί επέλεξε αυτό το μονοπάτι. Αν δηλαδή το σημείο εκκίνησης ήταν μια ήδη διαμορφωμένη αφηγηματική φωνή, ένας μονόδρομος αφήγησης, ή αν προϋπήρξε μια σκέψη περί επιθυμίας διαφοροποίησης. Δεν έχει και τόση σημασία ωστόσο, η φιλοδοξία είναι διακριτή και παρούσα, το Sha la la είναι μια νουβέλα που δοκιμάζει να υπαινιχθεί παρά να φανερώσει, που δεν στοχεύει και δεν χρησιμοποιεί το συναίσθημα ως σκευή για την κατασκευή και τη μετέπειτα αναγνωστική πρόσληψη, δεν ασχολείται με δίπολα, δεν γυρεύει απαντήσεις συγκεκριμένες αλλά μάλλον αχρείαστες. Ούτε ωστόσο παραδίδεται με τα χέρια ψηλά στην ατμοσφαιρικότητα που η αφηγηματική φωνή διαχέει στην περιδιάβαση του Χ.Π., ενώ χρησιμοποιεί το παίγνιο ως αντίβαρο μιας κάπως μίζερης επιστροφής, εξ αρχής εξοστρακισμένης από το συναίσθημα και παραδομένης στις δαγκάνες της γραφειοκρατίας και των απλών αποφάσεων κάποιου που νιώθει ξένος στον τόπο και στις πράξεις που απαιτούνται από μεριάς του.

Και κάπου εκεί, σε μια γραφειοκρατική και με υποσχέσεις οικονομικού ανταλλάγματος επιστροφή, κάποιες χαραμάδες είναι ικανές να επιτρέψουν στο συναίσθημα να εισέλθει, πλαγίως και χωρίς βιάση. Σε εκείνες τις χαραμάδες, ευρισκόμενες κατά τόπους στη συνδεσμολογία των δοκών, ως ένα βαθμό αδιόρατες και σίγουρα όχι σκόπιμα ακάλυπτες, ο αναγνώστης πιθανόν να βρει κάτι δικό του, κάτι ίσως απροσδιόριστο και συγκεχυμένο, μια υποψία συναισθήματος, μια ελάχιστη εγκοπή που, ποιος ξέρει, ίσως και να ξηλώσει μέρος ή ολόκληρο το περιτύλιγμα της δικής του μελλοντικής επιστροφής σ' εκείνα τα μέρη, τα κάποτε γνώριμα και οικεία.  

Ένα διακριτό πρώτο βήμα είναι το Sha la la, ο χρόνος θα δείξει περισσότερα, το όνομα της Παναγιωτοπούλου σημειώθηκε για μελλοντική παρακολούθηση.

Εκδόσεις Loggia

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού - Claire Zalc

Μόλις είχα γυρίσει την τελευταία σελίδα τού —μάλλον αταξινόμητου— W ή Η παιδική ανάμνηση του Ζορζ Περέκ, όταν έπιασα στα χέρια μου το —επίσης αταξινόμητο τελικά— Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού τής Κλερ Ζαλκ. Ήμουν υπό την επήρεια ακόμα της περιδιάβασης στο περεκικό σύμπαν και ήταν η εκ του τίτλου εμφανής συγγένεια που έτεινε ένα νήμα ομοιοπάθειας, ανάμεσα στη Ζαλκ και σε μένα, μια ταυτόχρονη παρουσία στο βασίλειο της αναγνωστικής επιρροής αυτού του τόσο σπουδαίου, η επιθυμία να παρατείνω την εμπειρία, ελπίζοντας —δικαιολογημένα τελικώς— πως θα «συνομιλούσα» με κάποια που θα καταλάβαινε την κατάστασή μου, κι ίσως εγώ τη δική της, αντίστοιχα.

Είχα όμως και μια επιφύλαξη. Είχε να κάνει με τους δεδομένους περιορισμούς του αντίδωρου, της κατά Περέκ —στην προκειμένη περίπτωση—συγγραφής, της απόδοσης ενός φόρου τιμής. Τη Ζαλκ δεν τη γνώριζα, ούτε το ακαδημαϊκό της έργο είχα υπόψη μου. Το νήμα, ωστόσο, έστεκε εκεί, κι εγώ το ακολούθησα.

Όπως και το βιβλίο του Περέκ, έτσι κι εδώ έχουμε μια διπλή, εναλλασσόμενη αφήγηση, η Ζαλκ προβαίνει, από τη μια, στην παρουσίαση του επιστημονικού της έργου, και, από την άλλη, στην αφήγηση της προσωπικής της ιστορίας, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με την ειδικότητά της ως ιστορικού.

Ο Περέκ αναφερόμενος στο βιβλίο του έγραψε: «Υπάρχουν δύο κείμενα σε αυτό το βιβλίο, που απλώς διαδέχονται το ένα το άλλο· θα νόμιζε κανείς ότι δεν έχουν τίποτα κοινό, ωστόσο είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους, λες και κανένα από τα δύο δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του, λες και μόνο από τη συνάντησή τους, από το φως που εκπέμπουν το ένα στο άλλο, μπορεί να φανερωθεί κάτι που ποτέ δεν λέγεται απόλυτα στο ένα, ποτέ δεν λέγεται απόλυτα στο άλλο, αλλά μονάχα στην εύθραυστη διασταύρωσή τους».

Η Ζαλκ, τοποθετώντας τα λόγια του ως μότο στο ανά χείρας βιβλίο, δηλώνει ταυτόχρονα την πρόθεσή της, το τι επιθυμεί να πετύχει, και την ελπίδα της, πώς εύχεται να λειτουργήσει αυτή η κατασκευή.

Δεν χρησιμοποιώ τυχαία τη λέξη κατασκευή εδώ, αλλά σαν συνέχεια των επιφυλάξεών μου σχετικά με τους περιορισμούς μιας τέτοιας απόπειρας. Η επιτυχής ή μη πραγμάτωση των συγγραφικών προθέσεων δεν έχει, για μένα, να κάνει με το πόσο πιστή ή εντός περεκικού κλίματος παρέμεινε η συγγραφέας στο Z, χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να είναι εν τέλει αδιάφορο, αλλά κυρίως έχει να κάνει με το πόσο αυτή η κατασκευή θα μπορούσε να λειτουργήσει πέρα της τεχνικής επικράτειας ή αν τελικά θα αποδεικνυόταν απλώς μια ευκολία γραφής ή ένα άψυχο κατασκεύασμα με κάποιες ομοιότητες με ένα σχεδιαστικό πρότυπο. Εκείνο που πιο γρήγορα διαφαίνεται στη διπλή αφήγηση είναι η επιρροή ή η μαγεία —ίσως καλύτερα— που το έργο του Περέκ —συνολικά ή ειδικά— της έχει ασκήσει. Αυτό αποτελεί το πρώτο, καθοριστικό, ρήγμα σε μια κατασκευή που μοιάζει εγκεφαλική. Εκείνο, ωστόσο, που τελικώς γεμίζει το καλούπι της κατασκευής και καθιστά σημαντικό το βιβλίο αυτό, προσδίδοντάς του μια ιδιότυπη λογοτεχνικότητα, είναι το πάθος της Ζαλκ για την επιστήμη και το επάγγελμά της.

Έχω επαναλάβει αρκετές φορές πως η αγάπη μου για την αφήγηση δεν περιορίζεται στη μυθοπλασία, αλλά εκτείνεται σε οτιδήποτε αφηγείται κανείς με πάθος και ευχέρεια λόγου. Και κάτι αντίστοιχο με το Z δεν είχα διαβάσει ως τώρα.

Το πάθος με το οποίο η Ζαλκ μιλάει για την έρευνά της, για την ιστορία εν γένει, για την ανάγκη και τις παγίδες της ποσοτικοποίησης, τη γειτνίαση της στατιστικής, για το θολό σύνορο ανάμεσα στις ανθρωπιστικές, κλασικές και κοινωνικές σπουδές, για τη σημασία, τέλος τέλος, όλων αυτών στην καταγραφή και απόπειρα κατανόησης του ανθρώπινου. Καταφέρνει, χωρίς να προδώσει το W να προχωρήσει παραπέρα, να ξεφύγει από την απλή αντιγραφή του αρχικού σκίτσου, να μην περιοριστεί σε αυτό, αλλά να το χρησιμοποιήσει ως μια βάση δημιουργίας για κάτι δικό της.

Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνισή του ένας πρωτοξάδερφος της αυτομυθοπλασίας, το αυτοδοκίμιο. Αν και μάλλον αταξινόμητο, το Z θα μπορούσε να ενταχθεί σ' αυτό. Το πάθος της Ζαλκ δεν θα αποτελούσε αρκετό καύσιμο για το βιβλίο αυτό, θα έδινε μια επιτάχυνση, κάποια πρώτα μέτρα πορείας, αλλά εν συνεχεία θα αδυνατούσε να το διατηρήσει σε κίνηση. Εδώ εντοπίζεται η κύρια αρετή της απόπειρας αυτής, που έχει να κάνει με την παρατήρηση του εαυτού ως βασικό συστατικό της συγγραφής αλλά και της άσκησης της επιστήμης της ιστορίας, μια καθοριστική ομοιότητα, ίσως μη εύκολα ανιχνεύσιμη, με τον Περέκ. Αντιλαμβάνομαι πως η αυτοπαρατήρηση ίσως εγείρει φοβία σολιψισμού και εγωπάθειας και εν συνέχεια ελαχιστοποίηση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος.

Ο αναγνωστικός αυτός κίνδυνος υπάρχει, σίγουρα υπάρχει. Αλλά, αν είμαστε ειλικρινείς, ο κίνδυνος αυτός πάντοτε υπάρχει, ιδιαίτερα σε μια ιστορική περίοδο θριάμβου της ατομικότητας. Εδώ θα καταχωρήσω το χαρακτηριστικό της παντελούς έλλειψης διδακτισμού, αντιλαμβανόμενος πως κάτι τέτοιο ίσως να ακουστεί οξύμωρο δεδομένης της ακαδημαϊκής ιδιότητας της Ζαλκ. Και όμως, ισχύει. Το πάθος με το οποίο αναφέρεται στην επιστήμη της απαλύνει το κείμενο από τον όποιο διδακτισμό, αλλά και την όποια εγωπάθεια. Το πάθος ενός ερευνητή επιστήμονα, το πραγματικό πάθος τέλος πάντων, δεν μπορεί παρά να μην διακρίνεται για την ανάγκη συνομιλίας και συνεργασίας, για την επίγνωση της σημασίας της ανταλλαγής, της διαρκής εποπτείας της επιστήμης, αλλά και του συνόλου της ανθρώπινης εμπειρίας. Και η Ζαλκ από τέτοιο πάθος διακρίνεται, τουλάχιστον εντός του βιβλίου, καταφέρνοντας έτσι ένα πολύ ειδικού ενδιαφέροντος θέμα να ξεφύγει από τα στενά όρια του και να μπορέσει να απευθυνθεί σε ένα μεγαλύτερο κοινό που δεν ειδικεύεται στην επιστήμη της ιστορίας.

Δεν μπορώ να ξέρω ποια θα είναι η υποδοχή του βιβλίου αυτού από το ελληνικό κοινό, ίσως και να είναι ένα τεράστιο εκδοτικό ρίσκο. Δεν μπορώ όμως να μην αναγνωρίσω την ποικιλότροπη σημασία μιας τέτοιας έκδοσης, οριακής ως προς το πού ακριβώς ανήκει, σημαντικής τελικά ακριβώς γι' αυτό τον ανένταχτο χαρακτήρα της, εκεί είναι που συναντά την αχανή επικράτεια της λογοτεχνίας, αυτό το χωνευτήρι της ανθρώπινης εμπειρίας, τον ευαίσθητο μετρητή που προοικονομεί παραξενεύοντας αρχικά για την ταυτότητά του.

Και αν η αρχική προσδοκία ήταν η παραμονή σε μια συνθήκη υπό περεκικό καθεστώς, αυτό συνέβη και με το παραπάνω, αλλά η ανάγνωση συνολικά διόλου δεν αναλώθηκε αποκλειστικά σε αυτό. Με τον ιδιαίτερο τρόπο του, ένα σημαντικό βιβλίο.

υγ. Για το W ή Η παιδική ανάμνηση περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ρίκα Μπενβενίστε
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

W ή Η παιδική ανάμνηση, Georges Perec, δύο κείμενα

Τρένο Αθήνα-Θεσσαλονίκη, αρχές του αιώνα, χωρίς εν κινήσει πρόσβαση στο διαδίκτυο, στάση στον Παλαιοφάρσαλο για αλλαγή μηχανής, ευκαιρία για τσιγάρο χωρίς το κυνηγητό εντός τρένου με τους ελεγκτές, διαβάζω την Ιδιωτική πινακοθήκη του άγνωστου τότε σε μένα Ζορζ Περέκ, μαγεμένος από το παιχνίδι που είχε στήσει μπροστά στα μάτια μου. Είκοσι και κάτι χρόνια μετά, με αδημονία τσεκάρω τις νέες εκδόσεις προσμένοντας την κυκλοφορία, επιτέλους και στα ελληνικά, του W ή Η παιδική ανάμνηση, πάντοτε σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, πρόωρο δώρο διακριτό σε μια πλημμύρα νέων εκδόσεων, το πιάνω στα χέρια μου, η απάντηση για το πρώτο βιβλίο της καινούργιας χρονιάς προφανής. Τι μεσολάβησε στο ενδιάμεσο;

Τα πράγματα, Ποιο παπάκι με νικέλινο τιμόνι στο προαύλιο;, Χορείες χώρων, Σκέψη/Ταξινόμηση, Έλις Άιλαντ, Ένας άνθρωπος που κοιμάται, Ζωή Οδηγίες Χρήσεως (κυρίως). Ο Ζορζ Περέκ έχει πάψει να μου είναι άγνωστος, έχει εισχωρήσει στην ελίτ των πλέον αγαπημένων, ένας συγγραφέας που γράφει με τον τρόπο που τα παιδιά παίζουν, μαζί με έναν άλλον πρόωρα χαμένο, τον Μπολάνιο, οι κύριες και καίριες λόγχες ενάντια στον λογοτεχνικό ελιτισμό· οι λίστες, το Ουλιπό, το τραύμα, το αρχείο, η λογοτεχνία ως μπούνκερ καταφυγής και παρατήρησης, όλα όσα αγαπώ και ελπίζω στη λογοτεχνία, δηλαδή.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος)

Κυκλοφόρησε επιτέλους στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Ύψιλον και σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, το W ή Η παιδική ανάμνηση του ποικιλοτρόπως σπουδαίου Ζορζ Περέκ. Ένα ακόμα κενό στη σπουδαία λογοτεχνία ήρθε να καλυφθεί.

Ο Περέκ, ένα από τα τρομερά παιδιά της γραφής, δοκίμασε αρκετά τα όρια της δημιουργίας, διαθέτοντας μια δυσανεξία στην όποια μανιέρα και ευκολία. Κάθε έργο του, παρότι εκ των υστέρων αναγνωρίσιμα περεκικό, παραμένει διακριτό μέρος ενός μόνο κατά επικράτειες χαρτογραφημένου σύμπαντος, η αναγνωστική περιπέτεια εντός του οποίου διαμορφώνεται εν πολλοίς από τα συντρίμμια του όποιου αυθαίρετου ορίζοντα προσδοκιών ο αναγνώστης είχε σχεδιάσει με βάση την πρότερη εμπειρία του. Αυτά τα αρχικά ερείπια όχι μόνο δεν απογοητεύουν, αλλά αντίθετα είναι αυτά που ενισχύουν τη γοητεία και το δέος, τη δίψα για ακόμα μια περιπέτεια, τη λαχτάρα για το τι άλλο έχει σκαρφιστεί το μυαλό αυτό. 

Το W, δύσκολο στην ακριβή ταξινόμηση, που τόσο αγαπούσε ο Περέκ, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω. Μια διπλή, εναλλασσόμενη, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που πηγάζει από την παιδική ηλικία του συγγραφέα με τρόπο διττό. Από τη μια, με πλάγια γράμματα, ένα κείμενο που ανήκει καθ' ολοκληρία στο φανταστικό, μια ιστορία που πρωτοσυστάθηκε στην παιδική, αχαλίνωτη και αμόλυντη φαντασία, μια περιπέτεια που στην πορεία ξαφνικά εγκατέλειψε το αφηγηματικό νήμα και ακολούθησε μια άλλη διαδρομή. Εκεί, στην παιδική φαντασία, από την οποία ο Περέκ ποτέ δεν μετανάστευσε οριστικά, όπου όλα είναι δυνατά, όλα βγάζουν νόημα και η φαντασία αποτελεί μια ήσυχη κρυψώνα παιχνιδιού εν μέσω ενός κόσμου που ολοένα και μεγαλώνει τριγύρω. Και από την άλλη, μια αυτοβιογραφική ανασύσταση της παιδικής ηλικίας, εκεί όπου τίποτα δεν είναι απαραίτητα ηρωικό ή φανταχτερά πρωτότυπο. Και αν η φαντασία αποτελεί τον σύμμαχο για τη μυθοπλασία, η λήθη προσδίδει τριβή και συχνά υψώνει εμπόδια στην ανασύσταση του εαυτού.

Έχουμε, λοιπόν, δύο σημεία εναλλαγής· τον κεντρικό διαχωρισμό των δύο κειμένων, το φανταστικό και το αυτοβιογραφικό, και τη διακοπή συνέχειας της φανταστικής ιστορίας που ξεκινά με την ανάμνηση της αφήγησης του ταξιδιού του ήρωα στο W για να ακολουθήσει ξάφνου μια εντελώς διαφορετική πλοκή. Στην περιγραφή ή στη θεωρία, αυτή η σύνθεση γεννά μάλλον προβληματισμό για έλλειψη συνοχής. Είναι, ωστόσο, ίδιον της σπουδαίας λογοτεχνίας η δυσκολία περιγραφής της, η εκ του μακρόθεν κατανόηση του γιατί θεωρείται τέτοια. Και εδώ, αυτή η θεωρητική δυσπιστία, ενδοκειμενικά μετατρέπεται σε αρετή και πηγή απόλαυσης.

Το W είναι αναπόσπαστο μέρος της λογοτεχνικής κορυφογραμμής. Αυτό μπορούμε να το θεωρήσουμε ως δεδομένο από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Εκείνο που μένει να εντοπιστεί είναι το ιδιαίτερο βάρος του, η ακριβής θέση του εντός του περεκικού σύμπαντος. Το W αποτελεί ίσως το πλέον πρόσφορο έδαφος για μια συμπυκνωμένη προσέγγιση του έργου του Περέκ. Παρότι εδώ απουσιάζει το υψηλής λειτουργίας χάος που χαρακτηρίζει εκείνο που από τους περισσότερους θεωρείται το κορυφαίο έργο του, το Ζωή: Οδηγίες χρήσεως, ή το υπέροχα συνεκτικό παρότι συνειρμικά γραμμένο, εξόχως απολαυστικό και στον πυρήνα του ιδιαιτέρως πολιτικό, Ένας άνθρωπος που κοιμάται, το W περιλαμβάνει όλα εκείνα τα θραύσματα που συνθέτουν το σύνολο του τρόπου με τον οποίο ο Περέκ προσλάμβανε, περιδιάβαινε και δημιουργούσε. Η αχαλίνωτη φαντασία, ένα μυαλό που διαρκώς γεννά ιστορίες, η απόπειρα η δημιουργία να υποταχθεί στη λογική (βλέπε την ένταξη στο OuLiPo), το φορτίο των παιδικών χρόνων, το γύρω περιβάλλον, το μεγάλο πλαίσιο της συλλογικής ιστορίας, η πολιτική θέση, η αναγκαιότητα για καταφυγή στο αρχείο, η τάση για ταξινόμηση, μεταξύ άλλων.

Το W είναι αντιπροσωπευτικό και για έναν ακόμα σημαντικό λόγο. Ο Περέκ είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς ο οποίος κατέστησε το βλέμμα προς τον εαυτό αναπόσπαστο κομμάτι του έργου του. Εκείνο που η κριτική και η λογοτεχνική θεωρία επιχειρούν να κάνουν στο έργο της μεγάλης πλειοψηφίας των σημαντικών δημιουργούν, να θεωρητικοποιήσουν και να εξηγήσουν, στον Περέκ συνέβαινε από τον ίδιο ταυτόχρονα με τη δημιουργία, τροφοδοτώντας και καθορίζοντας το έργο του. Η λογοτεχνική παραγωγή ως θέαση και απόπειρα γνωριμίας με τον εαυτό, που τα τελευταία χρόνια μέσα από την αυτομυθοπλασία και το αυτοδοκίμιο ευδοκιμεί και επικρατεί, εκείνος το έκανε από μια τάση φυσική, μ' έναν τρόπο μοναδικό.

Το W είναι ένας υπέρλαμπρος και μείζων πλανήτης του περεκικού σύμπαντος.

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

 
υγ. Για κάποιους από τους υπόλοιπους πλανήτες και αστερισμούς του περεκικού σύμπαντος, περισσότερα μπορείτε να βρείτε: για το Ζωή οδηγίες χρήσεως (εδώ), για το Χορείες χώρων (εδώ), για το Ένας άνθρωπος που κοιμάται (εδώ), για το Έλις Άιλαντ (εδώ).
 
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ύψιλον

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Ο χάρτης και η επικράτεια - Michel Houellebecq

Ο Μισέλ Ουελμπέκ, το 1985, εμφανίζεται στα γαλλικά γράμματα με τη μπέρτα του ποιητή, είναι κάτι που συχνά ξεχνιέται, ενώ το 1991 δημοσιεύει τη βιογραφία ενός συγγραφέα που αγαπά με πάθος, τον Λόβκραφτ, με τον οποίο, ίσως ασυνείδητα, μοιάζει να προοικονομεί μια παρεμφερή και πολεμική μοίρα ως προς την εξωκειμενική του πρόσληψη από την κοινή γνώμη αλλά και την κριτική. Το 1994, τριάντα χρόνια πριν, κάνει θριαμβευτική είσοδο στη λογοτεχνία με την Επέκταση του πεδίου της πάλης. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή.

Τον παρακολουθώ, προσμένοντας με λαχτάρα κάθε καινούργιο βιβλίο του, από τις αρχές της αναγνωστικής μου διαδρομής, παρά την αναπόφευκτη ενδοεργογραφική σύγκριση που αναδεικνύει και υποτάσσει τα έργα σε μείζονα και ελάσσονα, δεν έχω νιώσει ποτέ αναγνωστική απογοήτευση. Ούτε τα όσα του καταλογίζονται έχουν υπάρξει ικανά να μικρύνουν το εμβαδόν στην αναγνωστική μου επιφάνεια. Ίσως, σκέφτομαι καμιά φορά, όλο και πιο συχνά η αλήθεια, αν ήμουν Γάλλος ή αν παρακολουθούσα από ελάχιστη απόσταση τα εκεί πεπραγμένα ίσως και να είχα με τον καιρό αποκτήσει μια εν γένει αντιπάθεια προς το πρόσωπό του, ίσως να είχα αποκτήσει δυσανεξία απέναντί του, κάτι το οποίο σαφώς και συμβαίνει με διάφορους εγχώριους συγγραφείς.

Το 2020, μετά από προτροπή του Γιάννη Κτενά και του Στέφανου Μπατσή, συμμετείχα στον συλλογικό τόμο αφιερωμένο σε εκείνον, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντίποδες με τον ταιριαστό και έξυπνο τίτλο, Αρνητικό φορτίο. Τότε διάβασα ξανά, για δεύτερη φορά, μεγάλο μέρος της ως τότε βιβλιογραφίας του και επέλεξα ως άξονα περιστροφής για το κείμενο εκείνο την αναζήτηση μιας κοινής επιφάνειας με τον Σελίν. Ο διαχωρισμός ή μη δημιουργού και έργου είναι κάτι το οποίο, ίσως και λόγω της εποχής, με απασχολεί συχνά πυκνά και έχω μια διαρκή ανάγκη να επαναδιαπραγματεύομαι τη στάση μου που ως τώρα είναι ξεκάθαρα υπέρ του διαχωρισμού και εκείνος ο άξονας περιστροφής εν πολλοίς, συνειδητοποιώ εκ των υστέρων, με αυτή την ανάγκη για επιχειρηματολογία είχε να κάνει.

Το όνομα του Ουελμπέκ έρχεται συχνά στην επιφάνεια μεγάλου μέρους λογοτεχνικών συζητήσεων, ιδιαίτερα στον χώρο του Literature House όπου και εργάζομαι εδώ και κάποιο διάστημα. Και δεν είναι αδιάφορο κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς με πόσους σύγχρονους συγγραφείς εγείρεται τέτοιο πάθος υπεράσπισης, καταδίκης ή προβληματισμού. Μόλις πρόσφατα, η Δ. γύρεψε κάποιο βιβλίο του. Ήταν Σάββατο πρωί και το προηγούμενο βράδυ ένας φίλος της της μίλησε με πάθος για τον Ουελμπέκ ανοίγοντας εμπρός της έναν μονόδρομο υποχρεωτικής πορείας μέχρι το πλησιέστερο βιβλιοπωλείο. Επανήλθε αρκετές φορές για να προσθέσει περισσότερα βιβλία του στα διαβάσματά της, το πάθος είχε πια μετοικήσει και στο δικό της βλέμμα. Εκείνες οι συζητήσεις επικαιροποίησαν τη σκέψη μου να διαβάσω ξανά το Ο χάρτης και η επικράτεια. Όπερ και εγένετο.

Με όση γνώση διαθέτω θεωρώ πως ο Ουελμπέκ άγγιξε τις λογοτεχνικές του κορυφές με το Η δυνατότητα ενός νησιού και το Ο χάρτης και η επικράτεια. Με όσο θράσος η αναγνωστική επαφή μου μαζί του μου δίνει, θεωρώ πως με αυτά τα δύο έργα έδειξε ως πού μπορεί να ανέλθει και ύστερα, θεωρώντας πως η όποια αμφιβολία για τη συγγραφική του δεινότητα είχε πλέον λήξει, συνέχισε τη διαδρομή του σε ύψη αναγνωστικά πιο προσβάσιμα, το να πουλάει άλλωστε, είναι για εκείνον σημαντικό. Βέβαια, οφείλουμε να πούμε πως ακόμα και σε εκείνα τα χαμηλότερα εδάφη εξακολουθεί να είναι αρκετά πάνω από τον όποιο μέσο όρο.

Και αν στο Η δυνατότητα ενός νησιού έπαιξε με τα όρια της (επιστημονικής) φαντασίας, με τους κλώνους και τα παράλληλα σύμπαντα, δύσκολα ή αδύνατα στην περιγραφή, με το Ο χάρτης και η επικράτεια, χωρίς να διαφεύγει από το γνώριμο πεδίο ενδιαφέροντος του, τη μεσοαστική γαλλική τάξη για να το συνοψίσω, διεύρυνε τα όρια εκείνου που ο Μπαρτ εισήγαγε μιλώντας για τον θάνατο του συγγραφέα.

Ο Ζεντ, νεαρός μεσήλικας, μεγαλωμένος σε ένα περιβάλλον οικονομικής άνεσης απόρροια του αρχιτέκτονα πατέρα του που σύντομα εγκατέλειψε την όποιο καλλιτεχνική διάθεση για να υπηρετήσει το όραμα εργολάβων που περιελάμβανε πανομοιότυπες παραθαλάσσιες εξοχικές κατοικίες, ελάχιστα θυμάται τη μητέρα του που αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν μικρός, συμβάν που παραμένει ιδιαιτέρως ομιχλώδες ως προς τα αίτια και τις τότε επικρατούσες συνθήκες στη ζωή της, καθοριστικό ωστόσο για τη συναισθηματική του διαδρομή. Η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία, η έκθεση με αφορμή τη σειρά τουριστικών οδηγών της Μισελέν, του χάρισε μια κάποια φήμη, την οποία, χωρίζοντας στο μεταξύ με την όμορφη σύντροφό του, άφησε να σβήσει, αναζητώντας τα επόμενα βήματά του, εγκαταλείποντας τη φωτογραφία και επιστρέφοντας στη ζωγραφική, που ως αποτέλεσμα, κάποια χρόνια μετά, είχε μια άλλη έκθεση με στιγμιότυπα διαφόρων επαγγελματιών εν ώρα εργασίας και για την οποία, με την προτροπή του γκαλερίστα του, ζήτησε από τον συγγραφέα Ουελμπέκ να γράψει ένα κείμενο.

Έτσι ξεκίνησε αυτή η φιλική σχέση, αν κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να υπάρξει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους όπως αυτοί οι δύο, με την τόσο έντονη κοινωνική δυσκοιλιότητα, σχέση ωστόσο, που περιελάμβανε κάποιες επισκέψεις του Ζεντ, πρώτα στην Ιρλανδία και ύστερα στην γαλλική επαρχία όπου ο Ουελμπέκ μετακόμισε. Ανάμεσα στους πίνακες και το πορτραίτο του συγγραφέα, που έφτασε να αξίζει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στην αγορά τέχνης, και ο ζωγράφος επέμεινε στην υπόσχεσή του να του τον χαρίσει ως έκφραση ευχαριστίας για το κείμενο που ο Ουελμπέκ έγραψε, πορτραίτο που αποτέλεσε το κλειδί για τη διαλεύκανση της άγριας δολοφονίας του συγγραφέα και του σκύλου του.

Το μυθιστόρημα είναι απολαυστικό σε πλείστα επίπεδα. Η πρόζα του Ουελμπέκ, δεδομένης ικανότητας, ικανή να σε καθηλώσει αναγνωστικά ακόμα και στο τέλος μιας υπέρμετρα κουραστικής ημέρας, είναι μόνο ένα από αυτά. Η οξυδέρκειά του στην παρατήρηση του σύγχρονου χωροχρόνου, ο ρεαλισμός, η αιχμηρότητα της σκέψης του, η μη στρογγυλεμένες θέσεις του, η συμπερίληψη της μοντέρνας τέχνης και της λογοτεχνίας στον περιβάλλοντα χώρο, η ύπουλη ενσυναίσθηση απέναντι στους χαρακτήρες της πλοκής, είναι μερικά ακόμα. Αλλά εκείνο που καθιστά το μυθιστόρημα αυτό κορυφή της λογοτεχνίας είναι η παρουσία του ίδιου του Ουελμπέκ ως πρόσωπο του δράματος, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του.

Ήδη από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, ο Ουελμπέκ, χαρακτηριστικό για το οποίο συνολικά το έργο του φημίζεται, διαθέτει την απαραίτητη αντίληψη ώστε να διακρίνει τη γέννηση και την κατακόρυφη εκείνου του ρεύματος που αργότερα ονομάστηκε αυτομυθοπλασία, εκεί που ο συγγραφέας, σε τρίτο πρόσωπο αφήγησης, συμμετέχει ως χαρακτήρας στο βιβλίο που γράφει. Εντοπίζει αυτή τη ροπή προς την ιδιωτεία, την εγκατάλειψη της οικουμενικότητας, ή ίσως ακριβέστερα την από διαφορετική οδό φιλοδοξία για οικουμενικότητα, και την τραβάει στα άκρα, όπως συνηθίζει να κάνει άλλωστε. Τοποθετεί τον εαυτό του εντός πλοκής, τον παρατηρεί απέξω, του δίνει τον λόγο, αλλά κυρίως τον σχολιάζει μέσα από την πρόσληψη του έργου του και την παραφιλολογία γύρω από το πρόσωπό του, όπως συνήθως γίνεται με τους δημιουργούς, σε μια εποχή, ας μην ξεχνάμε, που η ιδιωτική παρουσία δεν ήταν τόσο έντονη όσο σήμερα με την επικράτηση των κοινωνικών μέσων δικτύωσης.

Και είναι απολαυστικό όλο αυτό γιατί προσφέρει στον Ουελμπέκ όλο το πρόσφορο έδαφος για να απαντήσει, να επιβεβαιώσει και να απορρίψει τα σχετικά με αυτόν και τον μύθο γύρω του, να σμιλέψει εκείνος ο ίδιος τη φήμη του, αλλά ταυτόχρονα και να αναφερθεί εν γένει στη δημιουργία και δη τη συγγραφή, αλλά και ακόμα παραπέρα να βρεθεί σ' έναν χωροχρόνο αδύνατο, εκεί όπου ο ίδιος είναι νεκρός και παρατηρεί τις έρευνες για τη δολοφονία του αλλά, κυρίως αυτό, την απήχηση που ο θάνατός του έχει στο λογοτεχνικό σινάφι αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία. Και όλα αυτά χωρίς στιγμή να χάνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πρόζας και της (έντονα σκεπτικιστικής και ελεύθερης φίλτρων) στάσης του απέναντι στα πρόσωπα και τις καταστάσεις.

Σκεφτόμουν κατά την ανάγνωση πως η πρόσληψη του Ουελμπέκ καθίσταται πιθανότατα προβληματική για μια μερίδα του κοινού, ακόμα και εκείνου που έχει και εκφράζει άποψη χωρίς ποτέ να έχει διαβάσει έστω και μια σελίδα του έργου του, για τρεις κύριους λόγους. Πρώτος και προφανής είναι η σκιαγράφηση του ανθρώπου Ουελμπέκ με έντονες μολυβιές και διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς σε -ισμός (ρατσισμός, μισανθρωπισμός, σεξισμός, φαλλοκρατισμός κτλ κτλ). Δεύτερος και ίσως ανεξερεύνητος, το γεγονός πως ασχολείται με μια φαινομενικά προνομιούχα κοινωνική ομάδα, εκείνη των μεσήλικων αντρών της μεσοαστικής βαθμίδας που πάσχουν από ματαίωση, μη νοηματοδότηση, αλλά κυρίως από μη ευτυχία, όπως ο ήρωας της Σεροτονίνης (πάσχετε από θλίψη, του ανακοινώνει ο γιατρός που επισκέπτεται κρατώντας ανά χείρας τις εξετάσεις αίματος). Οι άντρες αυτοί (και γιατί είναι άντρες) εξαιτίας του προνομίου τους δεν γίνονται αποδεκτοί με ενσυναίσθηση ή κατανόηση, για να το θέσω αλλιώς λίγοι είναι εκείνοι οι αναγνώστες που θα ήθελαν να τους προσφέρουν μια αγκαλιά.

Ο τρίτος λόγος, προέκταση του δεύτερου, είναι η απουσία εκείνου που γενικά και αόριστα περιγράφεται ως ανθρωπισμός, κάτι για το οποίο ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας είναι γνωστό, η πίστη στον άνθρωπο, στο καλό και σ' ένα υπό προϋποθέσεις καλύτερο αύριο. Ο Ουελμπέκ, τον φαντάζομαι να φορά μια μεσαιωνική στολή αρλεκίνου, να χοροπηδάει γύρω από τα συντρίμμια του δυτικού κόσμου, χορεύοντας σε έναν στακάτο ρυθμό και γελώντας δυνατά, φτύνοντας καθώς μιλά και δείχνοντας τον τριγύρω ζόφο, την παρακμή, χωρίς καμία πρόθεση να γλυκάνει τον πόνο, χωρίς καμία διάθεση να καλοπιάσει και να ψιθυρίσει λόγια αγάπης και φροντίδας. Και θυμίζω, ο Ουελμπέκ εμφανίστηκε πρώτα ως ποιητής. Ο ρεαλισμός του είναι ανυπόφορος σε όποια ακτή και αν κατοικεί ο εκάστοτε αναγνώστης, έχει κάτι το μπεκετικό ή το μακαρθικό, διόλου ανακουφιστικό, αλλά βαριά καταθλιπτικού. Και αυτό εξηγεί ίσως την εμμονική παρουσία προνομιούχων από κάθε πλευρά αντρών στους πρώτους ρόλους, αν ούτε εκείνοι μπορούν να ευτυχήσουν, να υπάρξουν χωρίς ένα ασήκωτο βάρος, τότε κανείς δεν μπορεί, τότε η παρακμή είναι πια σε προχωρημένη σήψη.

Ίσως θα διευκόλυνε αν εγκαταλείπαμε του ποιους μισεί ο Ουελμπέκ και αναζητούσαμε να βρούμε ποιους αγαπά. Το εαυτό του, θα έλεγαν πιθανότατα αρκετοί. Δεν θα είχαν εντελώς άδικο. Αλλά Ο χάρτης και η επικράτεια έρχεται να θέσει εν αμφιβόλω ακόμα και αυτό, άλλωστε ο Ουελμπέκ ποτέ δεν εξαίρεσαι εαυτόν από το πλήθος των προνομιούχων, ας μην το ξεχνάμε. Ακόμα, αν δεν μπορεί κάποιος να διακρίνει τη δυνατότητα ενός καλύτερου κόσμου, αν νιώθει πως πατά στον βούρκο και διαρκώς είναι λερωμένος και δύσοσμος, τότε είναι που το ένστικτο της αυτοσυντήρησης χτυπάει συναγερμό, παλεύοντας να διατηρήσει το όποιο προνόμιο του επιτρέπει να επιβιώνει με ευκολότερο τρόπο. Και αυτό δεν το λέω προς συγχώρεσή του, ούτε προς υπεράσπισή του, απλώς το σημειώνω ως παρατήρηση.

Αυτή η διττή παρούσα αναγνωστική αίσθηση, η αποστροφή του περιγραφόμενου και η γοητεία της περιγραφής, είναι που με καθηλώνουν στο έργο του Ουελμπέκ. Η πρόζα του από τη μια, τα πρόσωπα από την άλλη. Αυτό το ταυτόχρονα αντικρουόμενο συναίσθημα, η υπενθύμιση του κόσμου τριγύρω και η ανάγκη για μακιγιάζ, που εδώ όχι μόνο δεν υπάρχει για να κρύψει αλλά ένας τεράστιος προβολέας φωτίζει τη σκηνή. Και αν το γούστο είναι υποκειμενικό, ο κόσμος γύρω μας μέσα από τη ματιά του Ουελμπέκ έχει κάτι το αντικειμενικά απαισιόδοξο και ζοφερό. Ίσως αυτό το διαρκώς εντεινόμενο συναίσθημα παρακμής να είναι μέρος της ανά καιρού επιθυμίας μου να διαβάσω κάτι δικό του. Και για να κλείσω τον κύκλο που άνοιξα παραπάνω με την αναφορά στον Σελίν: όταν κυκλοφόρησε το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας από έναν ως τότε παντελώς άγνωστο τύπο που υπέγραφε με ψευδώνυμο, όλες οι ιδεολογικές σκοπιές έσπευσαν να το καλωσορίσουν ως δικό τους και να το οικειοποιηθούν. Μόνο αργότερα, όταν εμφανίστηκαν οι επιφυλλίδες του, ζέχνοντας μίσος και αντίδραση, η ιδεολογική αποφυγή αποτέλεσε παράγοντα λογοτεχνικής κρίσης.

Δεκατέσσερα χρόνια πριν συνόψιζα το βιβλίο ως εξής: «Αστυνομική βιογραφία με έντονα δοκιμιακά στοιχεία, έτσι θα περιέγραφα το είδος στο οποίο ανήκει Ο χάρτης και η επικράτεια. Η φωτογραφία, η ζωγραφική, η συγγραφή. Ο θάνατος, το έγκλημα, ο πλούτος. Η μοναξιά του καλλιτέχνη και τα φώτα της δημοσιότητας. Το σπίτι που ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια. Ο τόπος και η εμμονή. Ο χάρτης και η επικράτεια». Πιο λακωνικός υπήρξα τότε, αλλά αρκετά ακριβής κρίνοντας από τη νέα επιστροφή.

υγ. Για άλλα κείμενα στο μπλογκ σχετικά με τον Μισέλ Ουελμπέκ πατάτε εδώ.

Μετάφραση Λίνα Σιπητάνου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας