Αρχές 19ου αιώνα. Ένας μάγειρας (John Magaro) με δημιουργικές ικανότητες, απόρροια και της θητείας του στο πλευρό ενός έμπειρου αρτοποιού κάποτε στη Βοστόνη, γεννημένος στο Μέριλαντ και ορφανός από μικρός, περιπλανήθηκε αρκετά σε αναζήτηση δουλειάς και βρέθηκε, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι την εποχή εκείνη, κάπου στα δυτικά, μάγειρας σε μια ομάδα κυνηγών καστόρων. Μια μέρα, καθώς περιπλανιέται στο πυκνό δάσος αναζητώντας πρώτη ύλη για κάποιο επόμενο γεύμα, πέφτει πάνω σ' έναν Κινέζο μετανάστη (Orion Lee) που κρύβεται από μια συμμορία Ρώσων τυχοδιωκτών που τον κυνηγά για να τον σκοτώσει. Ο King-Lu, όπως είναι το παρατσούκλι του, μπάρκαρε εννιά χρονών από την Καντόνα, βρέθηκε στο Λονδίνο, περιπλανήθηκε στην Αφρική και κατέληξε στην αμερικανική δύση, στη γη των άπειρων δυνατοτήτων για πλουτισμό, γυρεύοντας τη δική του ευκαιρία για να ξεφύγει μια και καλή από τη μίζερη κατάστασή του. Η φιλία των δύο γεννάται με την πρώτη ματιά. Θα χαθούν προσωρινά για να συναντηθούν ξανά σε μια αυτοσχέδια παραγκούπολη που έχει αναπτυχθεί δίπλα σε μια εμπορική βάση υπό τις οδηγίες ενός Βρετανού, που μην αντέχοντας να πίνει το τσάι του χωρίς γάλα, θα μεταφέρει την πρώτη αγελάδα στα μέρη αυτά. Σ' αυτήν, οι δύο φίλοι θα διακρίνουν μια επιχειρηματική ευκαιρία.
Η πρώτη αγελάδα, κινούμενη ανάμεσα στο μετά-γουέστερν και το κοινωνικό δράμα, αναπαριστά ικανοποιητικά την εποχή, αποτυπώνοντας την ατμόσφαιρα και τις ιδιαιτερότητές της, εποχή που μόνο ως προς τα πραγματολογικά της στοιχεία μοιάζει να διαφέρει από τη σημερινή. Η φιλοδοξία για πλουτισμό, η κοινωνική ανισότητα και η λεηλασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι κάποια από τα κοινά αυτά χαρακτηριστικά. Οι κάστορες θα υπάρχουν για πάντα, αποφαίνεται μετά βεβαιότητας κάποια στιγμή ο Βρετανός αξιωματούχος, ατάκα που συνοψίζει τη διαχρονικότητα της υπερφίαλης και καταστροφικής αντιμετώπισης της φύσης από τον άνθρωπο, αρκεί στη θέση του κάστορα να βάλει κανείς οποιοδήποτε ζώο ή ορυκτό. Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκεται η φιλία των δύο πρωταγωνιστών, φιλία στην οποία βρίσκουν καταφύγιο όχι μόνο για την επιβίωση αλλά και για την κάλυψη του κενού της μοναξιάς. Οι δυο τους, παρότι προέρχονται από φαινομενικά ανόμοια περιβάλλοντα, αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλον κάτι από τον εαυτό τους, ένα κοινό έδαφος στο οποίο ανθίζει μια συντροφικότητα χωρίς υστεροβουλία. Η Reichardt δεν στοχεύει να αναδείξει τη δεδομένη κακομοιριά τους, δεν εμμένει στην προφανή ανάγκη τους για επιβίωση, δεν δείχνει διάθεση να τους δικαιολογήσει και να τους απενοχοποιήσει, αντίθετα, εντοπίζει σ' αυτούς την αλλοτρίωση της ‒κάθε‒ εποχής, και αυτό είναι κάτι που προκαλεί αμηχανία στον θεατή εκείνον που αναζητά την ταύτιση και το ηρωικό στοιχείο, μια συνειδητή έκκληση για εθελοτυφλία. Ο μάγειρας και ο King-Lu συμπεριφέρονται ως τυχοδιώκτες, όσο και αν κάτι τέτοιο δεν είναι εγγενές στοιχείο του χαρακτήρα τους, σε μια εποχή τυχοδιωκτισμού, και δεν θα μπορούσαν να συμπεριφέρονται διαφορετικά, θα ήταν αφελές να αναμέναμε κάτι διαφορετικό από αυτούς, καθώς η στάση τους αυτή αποτελεί μονόδρομο για την επιβίωση και τη μοναδική ρεαλιστική διέξοδο από τη δυσχερή κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Ο χαρακτήρας και η σχέση των δύο πρωταγωνιστών αποτελούν το πλέον ρεαλιστικό κομμάτι του σεναρίου, το φίλτρο μέσα από το οποίο η ταινία αποκτά περαιτέρω αναγνώσεις.
Βασισμένη στο μυθιστόρημα του John Raymond, The Half-Life, Η πρώτη αγελάδα κυκλοφόρησε το 2019. Επαινέθηκε από το σύνολο σχεδόν της κριτικής, συλλέγοντας διάφορα βραβεία, όμως μάλλον δυσκόλεψε, παρά απογοήτευσε, αρκετούς θεατές, κυρίως εξαιτίας της αργής κινηματογράφισης και της απλής, δίχως ιδιαίτερες εξάρσεις, πλοκής. Η ράθυμη, ας την ονομάσουμε έτσι, σκηνοθεσία αποτελεί ίδιον χαρακτηριστικό της Kelly Reichardt (Wendy and Lucy, Night Moves, Certain Women), που μοιάζει να έλκεται από τις ‒φαινομενικά και μόνο‒ απλές ιστορίες και να επενδύει στην εσωτερική τους δυναμική, προσδοκώντας σ' ένα βραδυφλεγές και υποβλητικό αποτέλεσμα, στην αίσθηση μιας υποδόριας έντασης που δεν εκτονώνεται, χωρίς να αποπειράται να εντυπωσιάσει και να εκβιάσει το συναίσθημα. Ένα κινηματογραφικό στυλ όχι και τόσο αμερικάνικο η αλήθεια είναι. Η σκηνοθεσία της Reichardt διακρίνεται για την προσήλωση στα σφικτά, κοντινά κάδρα και στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στις ερμηνείες των ηθοποιών, οι οποίοι υπακούουν και ακολουθούν υποδειγματικά τα σκηνοθετικά θέλω, τη στιγμή που η κάμερα εστιάζει περισσότερο στις εκφράσεις του προσώπου και τη στάση του σώματος, παρά στους διαλόγους οι οποίοι διαθέτουν μια προσχηματική απλότητα.
Μην έχοντας διαβάσει το βιβλίο δεν μπορώ να γνωρίζω την πιστότητα της κινηματογραφικής μεταφοράς, πιστότητα που συχνά εγκλωβίζει σκηνοθέτες και σεναριογράφους, αν και εδώ κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει, καθώς Η πρώτη αγελάδα μοιάζει ταιριαστή στιγμή στην εργογραφία της δημιουργού. Ο προσωπικός χαρακτήρας των ταινιών της Reichardt, παρά τις όποιες επιρροές και συγγένειες μπορεί κάποιος να εντοπίσει, είναι εμφανής και αναγνωρίσιμος, σε βαθμό ικανό να διχάσει το κοινό, όχι με όρους ελιτισμού αλλά αισθητικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου