Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Ο χάρτης και η επικράτεια - Michel Houellebecq

Ο Μισέλ Ουελμπέκ, το 1985, εμφανίζεται στα γαλλικά γράμματα με τη μπέρτα του ποιητή, είναι κάτι που συχνά ξεχνιέται, ενώ το 1991 δημοσιεύει τη βιογραφία ενός συγγραφέα που αγαπά με πάθος, τον Λόβκραφτ, με τον οποίο, ίσως ασυνείδητα, μοιάζει να προοικονομεί μια παρεμφερή και πολεμική μοίρα ως προς την εξωκειμενική του πρόσληψη από την κοινή γνώμη αλλά και την κριτική. Το 1994, τριάντα χρόνια πριν, κάνει θριαμβευτική είσοδο στη λογοτεχνία με την Επέκταση του πεδίου της πάλης. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή.

Τον παρακολουθώ, προσμένοντας με λαχτάρα κάθε καινούργιο βιβλίο του, από τις αρχές της αναγνωστικής μου διαδρομής, παρά την αναπόφευκτη ενδοεργογραφική σύγκριση που αναδεικνύει και υποτάσσει τα έργα σε μείζονα και ελάσσονα, δεν έχω νιώσει ποτέ αναγνωστική απογοήτευση. Ούτε τα όσα του καταλογίζονται έχουν υπάρξει ικανά να μικρύνουν το εμβαδόν στην αναγνωστική μου επιφάνεια. Ίσως, σκέφτομαι καμιά φορά, όλο και πιο συχνά η αλήθεια, αν ήμουν Γάλλος ή αν παρακολουθούσα από ελάχιστη απόσταση τα εκεί πεπραγμένα ίσως και να είχα με τον καιρό αποκτήσει μια εν γένει αντιπάθεια προς το πρόσωπό του, ίσως να είχα αποκτήσει δυσανεξία απέναντί του, κάτι το οποίο σαφώς και συμβαίνει με διάφορους εγχώριους συγγραφείς.

Το 2020, μετά από προτροπή του Γιάννη Κτενά και του Στέφανου Μπατσή, συμμετείχα στον συλλογικό τόμο αφιερωμένο σε εκείνον, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντίποδες με τον ταιριαστό και έξυπνο τίτλο, Αρνητικό φορτίο. Τότε διάβασα ξανά, για δεύτερη φορά, μεγάλο μέρος της ως τότε βιβλιογραφίας του και επέλεξα ως άξονα περιστροφής για το κείμενο εκείνο την αναζήτηση μιας κοινής επιφάνειας με τον Σελίν. Ο διαχωρισμός ή μη δημιουργού και έργου είναι κάτι το οποίο, ίσως και λόγω της εποχής, με απασχολεί συχνά πυκνά και έχω μια διαρκή ανάγκη να επαναδιαπραγματεύομαι τη στάση μου που ως τώρα είναι ξεκάθαρα υπέρ του διαχωρισμού και εκείνος ο άξονας περιστροφής εν πολλοίς, συνειδητοποιώ εκ των υστέρων, με αυτή την ανάγκη για επιχειρηματολογία είχε να κάνει.

Το όνομα του Ουελμπέκ έρχεται συχνά στην επιφάνεια μεγάλου μέρους λογοτεχνικών συζητήσεων, ιδιαίτερα στον χώρο του Literature House όπου και εργάζομαι εδώ και κάποιο διάστημα. Και δεν είναι αδιάφορο κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς με πόσους σύγχρονους συγγραφείς εγείρεται τέτοιο πάθος υπεράσπισης, καταδίκης ή προβληματισμού. Μόλις πρόσφατα, η Δ. γύρεψε κάποιο βιβλίο του. Ήταν Σάββατο πρωί και το προηγούμενο βράδυ ένας φίλος της της μίλησε με πάθος για τον Ουελμπέκ ανοίγοντας εμπρός της έναν μονόδρομο υποχρεωτικής πορείας μέχρι το πλησιέστερο βιβλιοπωλείο. Επανήλθε αρκετές φορές για να προσθέσει περισσότερα βιβλία του στα διαβάσματά της, το πάθος είχε πια μετοικήσει και στο δικό της βλέμμα. Εκείνες οι συζητήσεις επικαιροποίησαν τη σκέψη μου να διαβάσω ξανά το Ο χάρτης και η επικράτεια. Όπερ και εγένετο.

Με όση γνώση διαθέτω θεωρώ πως ο Ουελμπέκ άγγιξε τις λογοτεχνικές του κορυφές με το Η δυνατότητα ενός νησιού και το Ο χάρτης και η επικράτεια. Με όσο θράσος η αναγνωστική επαφή μου μαζί του μου δίνει, θεωρώ πως με αυτά τα δύο έργα έδειξε ως πού μπορεί να ανέλθει και ύστερα, θεωρώντας πως η όποια αμφιβολία για τη συγγραφική του δεινότητα είχε πλέον λήξει, συνέχισε τη διαδρομή του σε ύψη αναγνωστικά πιο προσβάσιμα, το να πουλάει άλλωστε, είναι για εκείνον σημαντικό. Βέβαια, οφείλουμε να πούμε πως ακόμα και σε εκείνα τα χαμηλότερα εδάφη εξακολουθεί να είναι αρκετά πάνω από τον όποιο μέσο όρο.

Και αν στο Η δυνατότητα ενός νησιού έπαιξε με τα όρια της (επιστημονικής) φαντασίας, με τους κλώνους και τα παράλληλα σύμπαντα, δύσκολα ή αδύνατα στην περιγραφή, με το Ο χάρτης και η επικράτεια, χωρίς να διαφεύγει από το γνώριμο πεδίο ενδιαφέροντος του, τη μεσοαστική γαλλική τάξη για να το συνοψίσω, διεύρυνε τα όρια εκείνου που ο Μπαρτ εισήγαγε μιλώντας για τον θάνατο του συγγραφέα.

Ο Ζεντ, νεαρός μεσήλικας, μεγαλωμένος σε ένα περιβάλλον οικονομικής άνεσης απόρροια του αρχιτέκτονα πατέρα του που σύντομα εγκατέλειψε την όποιο καλλιτεχνική διάθεση για να υπηρετήσει το όραμα εργολάβων που περιελάμβανε πανομοιότυπες παραθαλάσσιες εξοχικές κατοικίες, ελάχιστα θυμάται τη μητέρα του που αυτοκτόνησε όταν εκείνος ήταν μικρός, συμβάν που παραμένει ιδιαιτέρως ομιχλώδες ως προς τα αίτια και τις τότε επικρατούσες συνθήκες στη ζωή της, καθοριστικό ωστόσο για τη συναισθηματική του διαδρομή. Η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία, η έκθεση με αφορμή τη σειρά τουριστικών οδηγών της Μισελέν, του χάρισε μια κάποια φήμη, την οποία, χωρίζοντας στο μεταξύ με την όμορφη σύντροφό του, άφησε να σβήσει, αναζητώντας τα επόμενα βήματά του, εγκαταλείποντας τη φωτογραφία και επιστρέφοντας στη ζωγραφική, που ως αποτέλεσμα, κάποια χρόνια μετά, είχε μια άλλη έκθεση με στιγμιότυπα διαφόρων επαγγελματιών εν ώρα εργασίας και για την οποία, με την προτροπή του γκαλερίστα του, ζήτησε από τον συγγραφέα Ουελμπέκ να γράψει ένα κείμενο.

Έτσι ξεκίνησε αυτή η φιλική σχέση, αν κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να υπάρξει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους όπως αυτοί οι δύο, με την τόσο έντονη κοινωνική δυσκοιλιότητα, σχέση ωστόσο, που περιελάμβανε κάποιες επισκέψεις του Ζεντ, πρώτα στην Ιρλανδία και ύστερα στην γαλλική επαρχία όπου ο Ουελμπέκ μετακόμισε. Ανάμεσα στους πίνακες και το πορτραίτο του συγγραφέα, που έφτασε να αξίζει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στην αγορά τέχνης, και ο ζωγράφος επέμεινε στην υπόσχεσή του να του τον χαρίσει ως έκφραση ευχαριστίας για το κείμενο που ο Ουελμπέκ έγραψε, πορτραίτο που αποτέλεσε το κλειδί για τη διαλεύκανση της άγριας δολοφονίας του συγγραφέα και του σκύλου του.

Το μυθιστόρημα είναι απολαυστικό σε πλείστα επίπεδα. Η πρόζα του Ουελμπέκ, δεδομένης ικανότητας, ικανή να σε καθηλώσει αναγνωστικά ακόμα και στο τέλος μιας υπέρμετρα κουραστικής ημέρας, είναι μόνο ένα από αυτά. Η οξυδέρκειά του στην παρατήρηση του σύγχρονου χωροχρόνου, ο ρεαλισμός, η αιχμηρότητα της σκέψης του, η μη στρογγυλεμένες θέσεις του, η συμπερίληψη της μοντέρνας τέχνης και της λογοτεχνίας στον περιβάλλοντα χώρο, η ύπουλη ενσυναίσθηση απέναντι στους χαρακτήρες της πλοκής, είναι μερικά ακόμα. Αλλά εκείνο που καθιστά το μυθιστόρημα αυτό κορυφή της λογοτεχνίας είναι η παρουσία του ίδιου του Ουελμπέκ ως πρόσωπο του δράματος, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του.

Ήδη από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, ο Ουελμπέκ, χαρακτηριστικό για το οποίο συνολικά το έργο του φημίζεται, διαθέτει την απαραίτητη αντίληψη ώστε να διακρίνει τη γέννηση και την κατακόρυφη εκείνου του ρεύματος που αργότερα ονομάστηκε αυτομυθοπλασία, εκεί που ο συγγραφέας, σε τρίτο πρόσωπο αφήγησης, συμμετέχει ως χαρακτήρας στο βιβλίο που γράφει. Εντοπίζει αυτή τη ροπή προς την ιδιωτεία, την εγκατάλειψη της οικουμενικότητας, ή ίσως ακριβέστερα την από διαφορετική οδό φιλοδοξία για οικουμενικότητα, και την τραβάει στα άκρα, όπως συνηθίζει να κάνει άλλωστε. Τοποθετεί τον εαυτό του εντός πλοκής, τον παρατηρεί απέξω, του δίνει τον λόγο, αλλά κυρίως τον σχολιάζει μέσα από την πρόσληψη του έργου του και την παραφιλολογία γύρω από το πρόσωπό του, όπως συνήθως γίνεται με τους δημιουργούς, σε μια εποχή, ας μην ξεχνάμε, που η ιδιωτική παρουσία δεν ήταν τόσο έντονη όσο σήμερα με την επικράτηση των κοινωνικών μέσων δικτύωσης.

Και είναι απολαυστικό όλο αυτό γιατί προσφέρει στον Ουελμπέκ όλο το πρόσφορο έδαφος για να απαντήσει, να επιβεβαιώσει και να απορρίψει τα σχετικά με αυτόν και τον μύθο γύρω του, να σμιλέψει εκείνος ο ίδιος τη φήμη του, αλλά ταυτόχρονα και να αναφερθεί εν γένει στη δημιουργία και δη τη συγγραφή, αλλά και ακόμα παραπέρα να βρεθεί σ' έναν χωροχρόνο αδύνατο, εκεί όπου ο ίδιος είναι νεκρός και παρατηρεί τις έρευνες για τη δολοφονία του αλλά, κυρίως αυτό, την απήχηση που ο θάνατός του έχει στο λογοτεχνικό σινάφι αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία. Και όλα αυτά χωρίς στιγμή να χάνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πρόζας και της (έντονα σκεπτικιστικής και ελεύθερης φίλτρων) στάσης του απέναντι στα πρόσωπα και τις καταστάσεις.

Σκεφτόμουν κατά την ανάγνωση πως η πρόσληψη του Ουελμπέκ καθίσταται πιθανότατα προβληματική για μια μερίδα του κοινού, ακόμα και εκείνου που έχει και εκφράζει άποψη χωρίς ποτέ να έχει διαβάσει έστω και μια σελίδα του έργου του, για τρεις κύριους λόγους. Πρώτος και προφανής είναι η σκιαγράφηση του ανθρώπου Ουελμπέκ με έντονες μολυβιές και διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς σε -ισμός (ρατσισμός, μισανθρωπισμός, σεξισμός, φαλλοκρατισμός κτλ κτλ). Δεύτερος και ίσως ανεξερεύνητος, το γεγονός πως ασχολείται με μια φαινομενικά προνομιούχα κοινωνική ομάδα, εκείνη των μεσήλικων αντρών της μεσοαστικής βαθμίδας που πάσχουν από ματαίωση, μη νοηματοδότηση, αλλά κυρίως από μη ευτυχία, όπως ο ήρωας της Σεροτονίνης (πάσχετε από θλίψη, του ανακοινώνει ο γιατρός που επισκέπτεται κρατώντας ανά χείρας τις εξετάσεις αίματος). Οι άντρες αυτοί (και γιατί είναι άντρες) εξαιτίας του προνομίου τους δεν γίνονται αποδεκτοί με ενσυναίσθηση ή κατανόηση, για να το θέσω αλλιώς λίγοι είναι εκείνοι οι αναγνώστες που θα ήθελαν να τους προσφέρουν μια αγκαλιά.

Ο τρίτος λόγος, προέκταση του δεύτερου, είναι η απουσία εκείνου που γενικά και αόριστα περιγράφεται ως ανθρωπισμός, κάτι για το οποίο ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας είναι γνωστό, η πίστη στον άνθρωπο, στο καλό και σ' ένα υπό προϋποθέσεις καλύτερο αύριο. Ο Ουελμπέκ, τον φαντάζομαι να φορά μια μεσαιωνική στολή αρλεκίνου, να χοροπηδάει γύρω από τα συντρίμμια του δυτικού κόσμου, χορεύοντας σε έναν στακάτο ρυθμό και γελώντας δυνατά, φτύνοντας καθώς μιλά και δείχνοντας τον τριγύρω ζόφο, την παρακμή, χωρίς καμία πρόθεση να γλυκάνει τον πόνο, χωρίς καμία διάθεση να καλοπιάσει και να ψιθυρίσει λόγια αγάπης και φροντίδας. Και θυμίζω, ο Ουελμπέκ εμφανίστηκε πρώτα ως ποιητής. Ο ρεαλισμός του είναι ανυπόφορος σε όποια ακτή και αν κατοικεί ο εκάστοτε αναγνώστης, έχει κάτι το μπεκετικό ή το μακαρθικό, διόλου ανακουφιστικό, αλλά βαριά καταθλιπτικού. Και αυτό εξηγεί ίσως την εμμονική παρουσία προνομιούχων από κάθε πλευρά αντρών στους πρώτους ρόλους, αν ούτε εκείνοι μπορούν να ευτυχήσουν, να υπάρξουν χωρίς ένα ασήκωτο βάρος, τότε κανείς δεν μπορεί, τότε η παρακμή είναι πια σε προχωρημένη σήψη.

Ίσως θα διευκόλυνε αν εγκαταλείπαμε του ποιους μισεί ο Ουελμπέκ και αναζητούσαμε να βρούμε ποιους αγαπά. Το εαυτό του, θα έλεγαν πιθανότατα αρκετοί. Δεν θα είχαν εντελώς άδικο. Αλλά Ο χάρτης και η επικράτεια έρχεται να θέσει εν αμφιβόλω ακόμα και αυτό, άλλωστε ο Ουελμπέκ ποτέ δεν εξαίρεσαι εαυτόν από το πλήθος των προνομιούχων, ας μην το ξεχνάμε. Ακόμα, αν δεν μπορεί κάποιος να διακρίνει τη δυνατότητα ενός καλύτερου κόσμου, αν νιώθει πως πατά στον βούρκο και διαρκώς είναι λερωμένος και δύσοσμος, τότε είναι που το ένστικτο της αυτοσυντήρησης χτυπάει συναγερμό, παλεύοντας να διατηρήσει το όποιο προνόμιο του επιτρέπει να επιβιώνει με ευκολότερο τρόπο. Και αυτό δεν το λέω προς συγχώρεσή του, ούτε προς υπεράσπισή του, απλώς το σημειώνω ως παρατήρηση.

Αυτή η διττή παρούσα αναγνωστική αίσθηση, η αποστροφή του περιγραφόμενου και η γοητεία της περιγραφής, είναι που με καθηλώνουν στο έργο του Ουελμπέκ. Η πρόζα του από τη μια, τα πρόσωπα από την άλλη. Αυτό το ταυτόχρονα αντικρουόμενο συναίσθημα, η υπενθύμιση του κόσμου τριγύρω και η ανάγκη για μακιγιάζ, που εδώ όχι μόνο δεν υπάρχει για να κρύψει αλλά ένας τεράστιος προβολέας φωτίζει τη σκηνή. Και αν το γούστο είναι υποκειμενικό, ο κόσμος γύρω μας μέσα από τη ματιά του Ουελμπέκ έχει κάτι το αντικειμενικά απαισιόδοξο και ζοφερό. Ίσως αυτό το διαρκώς εντεινόμενο συναίσθημα παρακμής να είναι μέρος της ανά καιρού επιθυμίας μου να διαβάσω κάτι δικό του. Και για να κλείσω τον κύκλο που άνοιξα παραπάνω με την αναφορά στον Σελίν: όταν κυκλοφόρησε το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας από έναν ως τότε παντελώς άγνωστο τύπο που υπέγραφε με ψευδώνυμο, όλες οι ιδεολογικές σκοπιές έσπευσαν να το καλωσορίσουν ως δικό τους και να το οικειοποιηθούν. Μόνο αργότερα, όταν εμφανίστηκαν οι επιφυλλίδες του, ζέχνοντας μίσος και αντίδραση, η ιδεολογική αποφυγή αποτέλεσε παράγοντα λογοτεχνικής κρίσης.

Δεκατέσσερα χρόνια πριν συνόψιζα το βιβλίο ως εξής: «Αστυνομική βιογραφία με έντονα δοκιμιακά στοιχεία, έτσι θα περιέγραφα το είδος στο οποίο ανήκει Ο χάρτης και η επικράτεια. Η φωτογραφία, η ζωγραφική, η συγγραφή. Ο θάνατος, το έγκλημα, ο πλούτος. Η μοναξιά του καλλιτέχνη και τα φώτα της δημοσιότητας. Το σπίτι που ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια. Ο τόπος και η εμμονή. Ο χάρτης και η επικράτεια». Πιο λακωνικός υπήρξα τότε, αλλά αρκετά ακριβής κρίνοντας από τη νέα επιστροφή.

υγ. Για άλλα κείμενα στο μπλογκ σχετικά με τον Μισέλ Ουελμπέκ πατάτε εδώ.

Μετάφραση Λίνα Σιπητάνου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2025

Olga Tokarczuk, Μέρος τρίτο, Εμπούσιον

Μετά από την όμορφη παράκαμψη που περιελάμβανε την ανάγνωση δύο ακόμα μυθιστορημάτων της νομπελίστριας συγγραφέα Όλγκα Τοκάρτσουκ (Πλάνητες, Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών) το Εμπούσιον εμφανίστηκε στον αναγνωστικό ορίζοντα.

Πρώτα ένα ντισκλέιμερ για το όνομα. Μόλις έπιασα το μυθιστόρημα στα χέρια μου, γεμάτος χαρά και προσδοκίες, τόνισα τον τίτλο στη λήγουσα, Εμπουσιόν, προοικονομώντας μια γαλλική εσάνς, όμως έκανα λάθος. Ο τίτλος προκύπτει από τη σύντμηση δύο λέξεων αρχαιοελληνικής προέλευσης, Έμπουσα και Συμπόσιο. Και αν το Συμπόσιο παραπέμπει με σαφήνεια στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, η Έμπουσα, δαίμονας θηλυκού γένους που σχετιζόταν με τη χθόνια θεότητα Εκάτη και άλλαζε διαρκώς μορφές και έτρωγε ανθρώπινες σάρκες, μάλλον είναι σχετικά άγνωστη.

Παρότι αποφεύγω όσο μπορώ την όποια πληροφορία σχετικά με ένα βιβλίο που πρόκειται να διαβάσω, αποφεύγοντας ακόμα και το οπισθόφυλλο, η συσχέτιση του Εμπούσιον με Το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν περιήλθε στη γνώση μου. Πέρα από τις όποιες πινελιές στον ορίζοντα προσδοκιών μου, η σχέση αυτή επανέφερε στη μνήμη εκείνη την πασχαλινή ανάγνωση πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, τον εγκλωβισμό του νεαρού μηχανικού Χανς Κάστορπ στο σανατόριο, τη μετατροπή μιας επίσκεψης στον άρρωστο ξάδερφό του σε νοσηλεία του ίδιου, αυτό το αργό πέρασμα από τη συνθήκη του υγιούς σε εκείνη του πάσχοντος. Όπως είθισται να συμβαίνει με τα σπουδαία έργα της παγκόσμιας γραμματείας, Το μαγικό βουνό είναι ένα πολυεπίπεδο έργο, προσβάσιμο μέχρι ενός σημείου, απαιτητικό για την πλήρη κατάκτησή του. Η ανάμνηση της εμπειρίας εκείνης και η επίγνωση του πατήματος σε ορισμένες μόνο κορυφές, πιθανότατα χαμηλών και προφανών, είναι ο συνδυασμός που διατηρεί διαρκώς επίκαιρο το διακύβευμα μιας μελλοντικής επανανάβασης.

Πίσω στο Εμπούσιον. Σεπτέμβριος του 1913, σανατόριο Γκέρμπερσντορφ, Κάτω Σιλεσία. Στους πρόποδες των βουνών λειτουργεί ένα σανατόριο στο οποίο καταφεύγουν φυματικοί ελπίζοντας στην ίαση που το υψόμετρο και η ιατρική φροντίδα υπόσχονται. Ο Βόινιτς, φοιτητής ακόμα, με διάγνωση φυματίωσης είναι ένας από αυτούς. Από το ελάχιστο αυτό κομμάτι περίληψης, οι αναλογίες με το έργο του Τόμας Μαν είναι διακριτές.

Ένα ερώτημα προκύπτει αναπόφευκτα. Γιατί η Τοκάρτσουκ επιλέγει να πει αυτή την ιστορία, ενώ η σκιά του Μαγικού βουνού πέφτει βαριά στο ποτάμι της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Δεν είναι εύκολο, απλό ή ασφαλές να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα, όχι χωρίς να καταφύγει κανείς στα λόγια της ίδιας της συγγραφέα. Ας αφήσω για αργότερα την απόπειρα απάντησης.

Ας ειπωθεί πρώτα κάτι κλισέ μα απαραίτητο: το να γράψει κανείς ένα μυθιστόρημα πατώντας σε ένα γνώριμο πατρόν δεν είναι κάτι απλό, σίγουρα όχι ακίνδυνο, η σύγκριση, διαρκώς παρούσα, στέκει αυστηρός κριτής. Ας ειπωθεί κάτι ακόμα: η Τοκάρτσουκ δεν έχει ανάγκη να αναζητήσει ευθεία έμπνευση στο αρχετυπικό μυθιστόρημα του Μαν. Οπότε επανερχόμαστε στο παραπάνω ερώτημα.

Η μετάβαση στην καθημερινότητα του σανατορίου, ιδιαίτερα σήμερα που κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ιατρική συνήθεια, δεν είναι απλή. Η πορεία οφείλει, και η Τοκάρτσουκ το ξέρει, να είναι αργή. Η ρουτίνα στα μέρη εκείνα ήταν βασικός πυλώνας λειτουργίας, η ανία ήταν ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό, το πνιγηρό περιβάλλον από τη διάχυτη αρρωστίλα επίσης. Με αργά και σταθερά βήματα, μια κλασικότροπη αφηγηματική φωνή ακολουθεί τον Βόινιτς στο ταξίδι και στην ανάβασή του μέχρι τους πρόποδες του βουνού, εν συνεχεία τον αφήνει να περιπλανηθεί, να γνωρίσει το μέρος και τα πρόσωπα, τις συνήθειες και τις δραστηριότητες των τροφίμων. Αυτό το αργό μονοπλάνο, απαραίτητο για την εισαγωγή του αναγνώστη, μπορεί να ενοχλήσει έτσι όπως είναι αντιστικτικό στον υψηλής ταχύτητας κόσμο τριγύρω μας, είναι όμως η μόνη οδός ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα ενός αιώνα και να στηθεί με πειστικό τρόπο το σκηνικό και η εντός αυτού δράση. Μια σειρά από γεγονότα, που στον κάτω κόσμο των υγιών θα περνούσαν μάλλον απαρατήρητα, εδώ λαμβάνουν μεγαλύτερες διαστάσεις, η βαρύτητα δεν υπακούει στους ίδιους νόμους.

Και αυτό το γιατί της επιλογής της Τοκάρτσουκ όλο και επιστρέφει.

Ας ειπωθεί κάτι απλοϊκό ακόμα: η δεινότητα της γραφής της Τοκάρτσουκ είναι δεδομένη. Επίσης: κάθε τι είναι τοποθετημένο με τρόπο τέτοιο, συχνότατα όχι προφανή, ώστε να εξυπηρετεί τον συνολικό μηχανισμό. Η τυχαιότητα δεν είναι παράγοντας εδώ, η έμπνευση έρχεται να συμπληρώσει και να απογειώσει τη μηχανική της κατασκευής.

Ο αναγνώστης, έναν αιώνα μετά, δεν θεωρεί δεδομένη την αποκλειστική και κυρίαρχη αντρική παρουσία στη διανομή των ρόλων. Σήμερα, ελπίζω πως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Άσχετα αν συμφωνεί κανείς με την αναθεωρητική αναγνωστική ματιά στη λογοτεχνία (στην προκειμένη περίπτωση) του παρελθόντος, δεν είναι κάτι που κάνει εντύπωση, είναι ένα δείγμα, θετικό ή αρνητικό είναι μια άλλη συζήτηση, της κοινωνικής συγχρονίας, του πλουραλισμού εκείνου που πια έχει στερήσει του λευκούς δυτικούς άντρες την αποκλειστικότητα παραγωγής αφήγησης και άρα ερμηνείας του κόσμου μέσα από το δικό τους πρίσμα.

Αναφέρομαι σε αυτό γιατί παρέα με τον αργό εγκλιματισμό του αναγνώστη στις συνθήκες της ζωής στο σανατόριο, η αντρική παρουσία μονοπωλεί τα υψηλά στρώματα, οι γυναίκες, αν δεν ανήκουν στο βοηθητικό προσωπικό, τότε βρίσκονται σε ένα περιθώριο, αποκομμένες από την αντρική πλειοψηφία και που η μόνη σχέση μαζί τους είναι το ερωτικό παιχνίδι,  και αυτό μόνο σε ένα θεωρητικό επίπεδο, ούτε καν σωματικό. Ανάμεσα στις σπουδαίες συζητήσεις των αντρών, για την πολιτική ή τη θρησκεία για παράδειγμα, συχνά πυκνά γίνεται αναφορά στις διαφορές των δύο φύλων, στους λόγους που οι γυναίκες είναι κατώτερες δημιουργίες, θεϊκές ή βιολογικές, μικρή σημασία έχει.

Και ίσως αυτό το νήμα, ολοένα και πιο διακριτό στην πορεία της ανάγνωσης να μπορεί να αποδειχτεί καθοριστικό για τη συνολική πρόσληψη αλλά και για την απάντηση στο γιατί της επιλογής της Τοκάρτσουκ. Ας δώσω μια ερμηνεία υποκειμενική.

Έχοντας συμπληρώσει το πρώτο τέταρτο του εικοστού πρώτου αιώνα, είναι κάπως λυπηρό, ας το θέσω ήπια και κομψά, να υπάρχει ακόμα η επίκληση της αυθεντίας σε όλα τα επίπεδα. Και στη λογοτεχνία δεν συμβαίνει λιγότερο, κάθε άλλο. Η επίκληση αυτή συνήθως γίνεται από εκείνους (λευκοί στρέιτ χριστιανοί άντρες, ω τι έκπληξη μαμά!) οι οποίοι νιώθουν πως αποτελούν τη συνέχεια της (όποιας) κυρίαρχης αφήγησης. Και αυτό είναι κάτι το λογικό. Βέβαια, το γεγονός πως το γιατί είναι εξηγήσιμο διόλου δεν το καθιστά δικαιολογήσιμο. Δυσκολότερα εξηγήσιμο είναι το γιατί κουρνιάζουν στην επίκληση της αυθεντίας άνθρωποι που δεν ανήκουν σε αυτή την ιδιότυπη κοινωνική ομάδα. Αλλά αυτό είναι μια ακόμα μεγαλύτερη συζήτηση.

Η Τοκάρτσουκ, ιδιαιτέρως πολιτική συγγραφέας, με έντονο το στοιχείο αυτό στη γραφή της, στα μάτια μου, όπως αυτά διάβασαν το Εμπούσιον τουλάχιστον, με έναν τρόπο έξυπνο θέτει αυτό το ζήτημα, της αντρικής λευκής κυριαρχίας, ως βασικό πυλώνα του μυθιστορήματος αλλά ταυτόχρονα και υπονομευτικό. Υποθέτω πως ανάλογα από το σημείο εκκίνησης του κάθε αναγνώστη, το σημείο στο οποίο αρχίζει να εμφανίζεται και ολοένα να εντείνεται η όχληση διαφέρει. Σε κάποιους ίσως δεν σχηματιστεί ποτέ, ίσως εκείνοι να είναι οι πρώτοι που θα βγουν να φωνάξουν πως σε τίποτα δεν χρειάζεται μια σύγχρονη διασκευή του Μαγικού βουνού, μένοντας στο προφανές και επιφανειακό. Και αυτή η απόσταση από την αφετηρία μέχρι την έλευση της όχλησης ίσως αποτυπώνει γεωμετρικά τη διήθηση της κυρίαρχης αφήγησης, την εσωτερίκευσή της. Όσο δεν μας προκαλεί κάποια εντύπωση, ακόμα και αν θέσουμε το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής εκείνης εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα οι συζητήσεις αυτές, τόσο αυτό δείχνει την κυριαρχία.

Χωρίς να κάνω σπόιλερ, θα πω πως ένας ακόμα βασικός άξονας του βιβλίου και με τον τρόπο του ανθρωπιστικός (μη μισανθρωπικός), είναι η απουσία δυαδικών ζευγών στην πρόσληψη και ερμηνεία του κόσμου, ούτε άσπρο μαύρο, ούτε καλό κακό, ούτε κανένα άλλο απόλυτο ζεύγος δεν είναι αρκετό, οι μεταξύ τους αποχρώσεις μόνο μπορούν να αποτυπώσουν με σχετική ευκρίνεια τον κόσμο. Ορμώμενος εξ αυτού, έχοντας θέσει ως βάση πως το ζεύγος απόλυτη λατρεία και  απόλυτη κατακρήμνιση δεν υφίσταται, θεωρώ πως για την αναζήτηση του γιατί η Τοκάρτσουκ επέλεξε να πατήσει πάνω στο πατρόν ενός εμβληματικού λογοτεχνικού έργου πρέπει να κινηθούμε στις αποχρώσεις.

Δεν είναι παράδοξη η ταυτόχρονη αναγνώριση του μεγαλείου ενός έργου και η ανάδειξη διαφόρων προβληματικών, ειδικά αν κάποιος διαφύγει των φιλολογικών παρωπίδων και αντιμετωπίσει τη λογοτεχνία ως ένα κοινωνικό αλλά και πολιτικό συμβάν. Σε αυτές τις αποχρώσεις, σε αυτή τη συνύπαρξη θαυμασμού και αηδίας εντοπίζω την επιλογή της Τοκάρτσουκ. Η αμφισβήτηση της αυθεντίας χωρίς άναρθρες κραυγές, αλλά με έναν τρόπο έξυπνο, που έρχεται να αναδείξει το πόσο βαθιές είναι οι ρίζες της κυρίαρχης πρόσληψης και αποτύπωσης του κόσμου (και) στη λογοτεχνία, το πόσο κανονικές θεωρούνται διάφορες θέσεις και απόψεις, κρυμμένες, λιγότερο ή περισσότερο, πίσω από την αδιαμφισβήτητη φιλολογική τελειότητα.

Ο τρόπος με τον οποίο η Τοκάρτσουκ κινείται είναι έξυπνος για έναν ακόμα λόγο. Δεν μεταφέρει μόνο τον σημερινό αναγνώστη στην τότε εποχή, αλλά και την τότε εποχή στο σήμερα. Μια απόχρωση νατουραλιστικής παράδοσης μετατρέπει το σανατόριο σε μια μικρογραφία του μεγάλου κόσμου. Και αν δεν υπάρχουν σανατόρια σήμερα, αυτό δεν έχει και τόση σημασία, τη στιγμή που ο κυρίαρχος λόγος συνεχίζει να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας συζήτησης. Δεν νομίζω πως χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση της λυπηρής αυτής αναλογίας. Η Έμπουσα θα είχε αρκετή δουλειά.

Η Τοκάρτσουκ παίζει το παιχνίδι αυτό με όρους υψηλής λογοτεχνίας. Το παρελθόν δεν στερεί, αλλά αντίθετα αναδεικνύει, τις αναλογίες. Άλλωστε το παρόν στα χτίσματα του παρελθόντος εν πολλοίς εδρεύει.

Η πρώτη μου σκέψη κλείνοντας το βιβλίο ήταν πως μου έλειπε ο ενθουσιασμός, αυτόν ανέμενα και αυτόν θρηνούσα. Όσο οι μέρες κυλούσαν και το σκαρίφημα της αποτύπωσης της ανάγνωσης αναπτυσσόταν, τόσο τα κομμάτια έμπαιναν στη θέση τους. Ο ενθουσιασμός, ο όποιος ενθουσιασμός, θα ερχόταν, αν ερχόταν, ως αποτέλεσμα βραδείας καύσης, μια διαμάχη της λογικής και του συναισθήματος, του κρυμμένου και του φανερού, του επιφανειακού και του βαθέος. Η αρτιότητα στη λογοτεχνία συχνά υψώνει τείχη, διαφόρων ειδών, το αναγνωστικό δέος υποτάσσει τον ενθουσιασμό, η απόσταση ανάμεσα στον αναγνώστη και το κείμενο είναι παρούσα και δύσκολα γεφυρώνεται. Ας μη γελιέμαι, η απόσταση και το δέος αναδεικνύουν την (αναγνωστική) ανημπόρια, τα στρώματα στο υπέδαφος επίσης, η διαίσθηση επικρατεί της όποιας επιχειρηματολογίας με βάση την όποια σκευή. Το Εμπούσιον δεν είναι ένα δύσκολο βιβλίο, σίγουρα δεν είναι στρυφνό και αποστειρωμένο, είναι όμως ένα σπουδαίο βιβλίο, με όσα κάτι τέτοιο κομίζει και αναδεικνύει.

υγ. Κείμενα για τα υπόλοιπα μυθιστορήματα της Τοκάρτσουκ: για το Αρχέγονο και άλλοι καιροί περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για την εμπειρία της ανάγνωσης των Βιβλίων του Ιακώβ εδώ. Για τους Πλάνητες εδώ, για το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών εδώ.

Μετάφραση Αναστασία Χατζηγιαννίδη
Εκδόσεις Καστανιώτη

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

Olga Tokarczuk, μέρος δεύτερο, Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών

Πριν από το Εμπούσιον, τελικό σταθμό της διαδρομής στο έργο της Τοκάρτσουκ, αποφάσισα να κάνω μια ακόμα παράκαμψη μετά τους Πλάνητες και να διαβάσω το —θεωρούμενο από πολλούς αδύναμο, τουλάχιστον στην εργογραφία της νομπελίστριας συγγραφέως— Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών.

Πριν από έναν χρόνο περίπου, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, η ίδια η Τοκάρτσουκ, ακομπλεξάριστη και διόλου στημένη ή δήθεν, αναφερόμενη στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα είπε πως το έγραψε όταν συνειδητοποίησε πως Τα βιβλία του Ιακώβ θα τραβούσαν και πως εκείνη, ούσα συγγραφέας, έπρεπε κάπως να κερδίσει τα προς το ζην. Είπε και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα εκείνη τη βραδιά, παρά τις τεχνικές αστοχίες της οργάνωσης.

Όταν απονέμεται ένα σπουδαίο βραβείο, όπως το Νόμπελ Λογοτεχνίας, μια συζήτηση όχι και τόσο λογοτεχνική εγείρεται, με όρους οπαδικούς και προσωπικής επιβεβαίωσης. Οι πωλήσεις των βιβλίων του εκάστοτε συγγραφέα ανακάμπτουν προσωρινά και αρκετοί είναι εκείνοι που διαβάζουν κάποιο βιβλίο του με σκοπό να απαντήσουν —χαζά κατά τη γνώμη μου— στο ερώτημα: άξιζε το βραβείο; Ερώτηση μάλλον άστοχη, πόσο μάλλον όταν δεν επιλέγεται ένα από τα κορυφαία έργα του δημιουργού, αλλά το πιο προσιτό. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο όταν το βιβλίο δεν αποδεικνύεται αντάξιο ενός Νόμπελ, αλλά και όταν αποτελεί τη μοναδική επαφή με το έργο ενός καλού και σημαντικού συγγραφέα. Τούτων δοθέντων, δεν είναι λίγοι εκείνοι που διαβάζοντας το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών κατέληξαν σε τελεσίδικο πόρισμα σχετικά με την εν γένει αξία του έργου της Τορκάτσουκ, τασσόμενοι είτε υπέρ είτε κατά, σε έναν κόσμο ασπρόμαυρο χωρίς αποχρώσεις ενδιάμεσες, σ' έναν κόσμο που το να εκφράζουμε τη γνώμη μας επί παντός επιστητού θεωρείται το υπέρτατο και αναφαίρετο δικαίωμά μας.

Πριν δύο χρόνια, ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι για μένα. Ανάμεσα σε αρκετά άλλα βιβλία, ξεκίνησα να διαβάζω το Αλέτρι για να το παρατήσω και αυτό λίγο αργότερα. Εγώ μου έφταιγα και όχι τα βιβλία, η ζωή που είχε άλλα σχέδια, ανησυχαστικά. Τώρα ένιωσα την επιθυμία να επισκεφτώ και αυτόν τον κατά τα φαινόμενα μικρότερο πλανήτη του τοκαρτσικού σύμπαντος, να κλείσω έναν ανοιχτό λογαριασμό με μια συγγραφέα πριν προχωρήσω στο Εμπούσιον και ολοκληρώσω έτσι τα μεταφρασμένα στα ελληνικά έργα της.

Μια απόπειρα ειδολογικής κατάταξης του έργου θα μας οδηγούσε στις επικράτειες της αστυνομικής λογοτεχνίας. Σε ένα απομονωμένο χωριό, που η πλειοψηφία των κατοίκων του το εγκαταλείπουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ζει η αφηγήτρια της ιστορίας αυτής, Γιανίνα Ντουσέικο, μόνη της, με συντροφιά το Σαμουράι, το αυτοκίνητό της, θρηνώντας ακόμα για τα δύο χαμένα σκυλιά της. Τον χειμώνα το μέρος γίνεται έρμαιο των ορέξεων του καιρού, η ξυλόσομπα επιβάλλεται να μένει διαρκώς αναμμένη. Η Γιανίνα λειτουργεί ως μια άτυπη φύλακας του μέρους, ελέγχοντας τα άδεια σπίτια, ενώ συχνά πυκνά υψώνει ανάστημα απέναντι στους κυνηγούς τους οποίους σε κάθε ευκαιρία αναφέρει στις αρχές, που την αντιμετωπίζουν μάλλον ως μια γραφική γιαγιούλα. Όλα θα αρχίσουν να περιπλέκονται όταν μια σειρά από βίαιες δολοφονίες θα αρχίσουν να λαμβάνουν χώρα στη απομονωμένη Κοιλάδα του Κλότζκο.

Η Γιανίνα είναι ένας απολαυστικός χαρακτήρας, από εκείνους που η ροπή προς την πλήρη ιδιωτεία ωθεί στον αφανισμό, κάνοντας τη ζωή στον πλανήτη ακόμα πιο ανυπόφορη, καθώς ο άνθρωπος θεωρεί εαυτόν κυρίαρχη ύπαρξη. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ένας άλλος απολαυστικός γυναικείος χαρακτήρας μου ήρθε κατά νου, εκείνος της Μάριαν Λέδερμπι, ετών ενενήντα δύο, αφηγήτρια της ιστορίας στο Ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον. Η στερεοτυπία μόνο επιφανειακή είναι, η αγάπη της Τοκάρτσουκ για τη Γιανίνα είναι βαθιά, παρά τα φαινόμενα, συγγραφική στάση κομβική για τη συνολική λειτουργία της κατασκευής, ένα πλεούμενο που αντέχει στον τυφώνα της μισανθρωπίας και της απογοήτευσης.

Το Αλέτρι δεν είναι τυπικό δείγμα της αστυνομικής λογοτεχνίας, η Τοκάρτσουκ, με μια παιγνιώδη διάθεση, όχι και τόσο πρόδηλη στο υπόλοιπο έργο της, επιχειρεί ένα διάλειμμα από την έρευνα και τη συγγραφή των απαιτητικών Βιβλίων του Ιακώβ, μοιάζει να είναι ο τρόπος της να ξεκουραστεί και να χαρεί τις ελευθερίες της φαντασίας της. Είναι μιας μορφής κατάρα οι ενδοεργογραφικές συγκρίσεις για έναν συγγραφέα. Μάλιστα, όσο πιο ικανός είναι ένας συγγραφέας τόσο μεγαλύτερη κατάρα είναι η σύγκριση με τον εαυτό. Ωστόσο, αναπόφευκτα, αυτή η σύγκριση δεν μπορεί να μη γίνει, ένα μεγάλο μέρος των αναγνωστικών προσδοκιών προσκρούει στα αναχώματα, εκείνο που ο αναγνώστης νιώθει ως δικαίωμά του να αναμένει και εκείνο που ο συγγραφέας έχει κατά νου να γράψει συγκρούονται μετωπικά.

Προφανές αλλά ας ειπωθεί: Το Αλέτρι δεν στέκεται στο ύψος των υπόλοιπων έργων της Τοκάρτσουκ. Βέβαια, από αυτό μέχρι να θεωρηθεί ένα κακό βιβλίο η απόσταση είναι αχανής. Όλα τα προαναγνωστικά παραφερνάλια μου είχαν δημιουργήσει την αίσθηση πως θα διάβαζα ένα αδύναμο βιβλίο, μόνο η επιθυμία μου να ολοκληρώσω αναγνωστικά το μεταφρασμένο έργο της ήταν εκείνη που μου έδινε ώθηση για την ανάγνωση αυτή.

Έτσι, όχι μόνο δεν είχα προσδοκίες —υποκειμενικά και αυθαίρετα σκιαγραφημένες— από το βιβλίο αυτό, αλλά είχα και ενστάσεις —ακόμα πιο υποκειμενικά και αυθαίρετα σκιαγραφημένες— που τις λάμβανα υπόψη μου ως βεβαιότητες. Ας προστεθεί επίσης πως η αστυνομική λογοτεχνία κυρίως κατά εξαίρεση είναι του γούστου μου. Στο σύνολο, λοιπόν, αυτή η ανάγνωση δεν προσέβλεπε σε τίποτα άλλο πέρα από την περιέργεια και την ανάδυση μιας ψυχαναγκαστικής επιθυμίας για πλήρη θεώρηση του μεταφρασμένου έργου της Τοκάρτσουκ.

Πολλές φορές ισχυριζόμαστε ή ισχυρίζονται στο όνομά μας πως μας άρεσε το τάδε βιβλίο απλώς και μόνο επειδή ήταν του δείνα περιώνυμου συγγραφέα. Εδώ ωστόσο ισχύει το ανάποδο: το Αλέτρι μου άρεσε πολύ παρότι ήταν ένα βιβλίο της Τοκάρτσουκ, παρότι το βάραιναν και το χαρακτήριζαν αναπόφευκτα οι ενδοεργογραφικοί συσχετισμοί.

Έχει ενδιαφέρον, όχι μόνο από τεχνική άποψη, αλλά γενικότερα, ο τρόπος με τον οποίο η Τοκάρτσουκ στήνει και αφηγείται μια ιστορία οικολογικού «τρόμου» στον οποίο άντρες χειροδύναμοι κρατούν την πλειοψηφία των ρόλων και μια γυναίκα, προς τα τέλη της μεσήλικης φάσης της ζωής της, υψώνει ανάστημα, χωρίς φόβο, ωθούμενη από το αίσθημα της δικαιοσύνης. Η επιρροή του Καρλ Γιουνγκ —ας μην ξεχνάμε πως η Τοκάρτσουκ αρχικά σπούδασε ψυχολογία— διαφαίνεται και μέσα από την ενασχόληση της Γιανίνα με τα ζώδια εκεί που γυρεύει να δώσει απαντήσεις και επιχειρεί να χαρτογραφήσει συμπεριφορές και στάσεις, να ερμηνεύσει αλλά όχι και να δικαιολογήσει πρόσωπα και καταστάσεις. Και δύο δεύτεροι ρόλοι, ο επίδοξος μεταφραστής του Μπλέικ, απ' όπου και ο τίτλος του βιβλίου, και η συγγραφέας που διατηρεί ένα σπίτι στον οικισμό αυτό και προς το τέλος της ιστορίας θα ανακοινώσει την απόφασή της να το εγκαταλείψει οριστικά.

Απολαυστικό, έξυπνα πολιτικό, διόλου αναχωρητικό, μόνο επιφανειακά αστείο και γραφικό, αδιάφορο για το πώς θα εξαπατήσει τον αναγνώστη μέσα από ανατροπές και ευρήματα, γλυκόπικρο, όπως ο κόσμος τριγύρω. Το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών είναι —και— ένα οικολογικό μανιφέστο με επίκεντρο τον διάχυτο σπισισμό, ένα ανάχωμα στην ανθρώπινη ασυδοσία, μυθιστόρημα που έρχεται να φωτίσει από διαφορετική γωνία το έργο και τον χαρακτήρα της Τοκάρτσουκ, εξ ου και σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, για μια επαρκή γνώση αυτού του ξωτικού που τα πόδια του πατάνε γερά στη γη.

Τελειώνοντας την ανάγνωση συνειδητοποίησα πως σε εκείνη την υπέροχη κινηματογραφική λέσχη στο Καρλόβασι Σάμου είχα δει την ταινία που βασίστηκε εμπνευσμένα στο βιβλίο αυτό. Ο λόγος για το Pokot, εδώ.

Τώρα, σειρά έχει το Εμπούσιον, οι προσδοκίες είναι στο φουλ.

Μετάφραση Αναστασία Χατζηγιαννίδη
Εκδόσεις Καστανιώτη

υγ. Για το Ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για το Αρχέγονο και άλλοι καιροί περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για την εμπειρία της ανάγνωσης των Βιβλίων του Ιακώβ εδώ. Για τους Πλάνητες εδώ.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Olga Tokarczuk, μέρος πρώτο, Πλάνητες

Η συγκυρία: Το 2017, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, στη σειρά Συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο, που ο Ανταίος Χρυσοστομίδης οραματίστηκε, το μυθιστόρημα μιας άγνωστης ως τότε σε μένα Πολωνής συγγραφέως, της Όλγκα Τοκάρτσουκ, Το αρχέγονο και άλλοι καιροί, σε μετάφραση από τα πολωνικά της καλής μεταφράστριας Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Η —ευτυχής—συγκυρία έγκειται στο γεγονός πως ήρθα σε επαφή με το σύμπαν αυτής της —όπως αποδείχτηκε— σπουδαίας συγγραφέως χωρίς προσδοκίες και προαναγνωστικά παραφερνάλια, τα οποία εντάθηκαν αναπόφευκτα λίγο αργότερα με την απονομή του Διεθνούς Βραβείου Μπούκερ και —κυρίως—με την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2018.

Προς τα τέλη της περασμένης χρονιάς κυκλοφόρησε το Εμπούσιον, το πρώτο μυθιστόρημα που η Τοκάρτσουκ έγραψε μετά την απονομή του σημαντικότερου λογοτεχνικού βραβείου. Χωρίς πολλά πολλά εντάχθηκε στην —τεράστια και δυναμική— λίστα με τις προσεχείς αναγνώσεις. Είχε προηγηθεί η ανάγνωση του αριστουργήματος των αριστουργημάτων Τα βιβλία του Ιακώβ, βιβλίο απαιτητικό αλλά άκρως ανταποδοτικό και γενναιόδωρο. Όταν έφτασε η στιγμή για την ανάγνωση του Εμπούσιον, μια επιθυμία αναδύθηκε, να διαβάσω πρώτα του Πλάνητες, που για καιρό έστεκαν έρμαιο της σκόνης στη βιβλιοθήκη, ένας ακόμα ανοιχτός λογαριασμός να κλείσει.

«Το πρώτο μου ταξίδι το έκανα με τα πόδια, διασχίζοντας τα χωράφια. Για ώρα κανείς δεν είχε προσέξει την εξαφάνισή μου, γι' αυτό και κατάφερα να προχωρήσω αρκετά μακριά. Περπάτησα όλο το πάρκο και μετά, μέσα από αγροτικούς δρόμους, μέσα από τα καλαμπόκια και τους αγρούς τους γεμάτους με πικραλίδες και ένα δίχτυ από αμπολές, μέχρι τις όχθες του ποταμού. Σε αυτή την πεδιάδα ο ποταμός ήταν ούτως ή άλλως πανταχού παρών, μούσκευε τη στρώση του χορταριού και έγλειφε τα ποτάμια».

Οι Πλάνητες είναι μια μεταμοντέρνα σύνθεση, εκεί όπου μια πρωτοπρόσωπη κεντρική αφήγηση, θραυσματική και αποσπασματική, ανακόπτεται από ιστορίες αυτοτελείς ή σε συνέχειες. Ο πυρήνας είναι σαφέστατα εκείνος του ταξιδιού και του ταξιδευτή, του πλάνητα όπως εύστοχα αποδόθηκε ο τίτλος στα ελληνικά. Ο φιλοσοφικός στοχασμός είναι διάχυτος, σε αυτόν υπάγονται ανησυχίες και αναζητήσεις βιολογικές, γεωλογικές, ανθρωπολογικές, θεολογικές, κοινωνικές, πολιτικές, ιστορικές. Η διερεύνηση του κόσμου εντός και εκτός του ανθρώπινου σώματος, η χαρτογράφηση αυτού του κόσμου, μια απόπειρα κατανόησης του μηχανισμού της ζωής σε μια κουκκίδα εν μέσω ενός απέραντου και ανεξήγητου σύμπαντος.

Το τέλος της έκδοσης συνοδεύεται από τον λόγο που η Τοκάρτσουκ εκφώνησε κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ. Εκεί, ένας από τους κύριους αρμούς σκέψης σχετίζεται με την ολοένα και αυξανόμενη —σαφέστατα απόρροια της κοινωνικοπολιτικής πορείας— ιδιωτεία στην αφήγηση, την ολοένα και μειούμενη οικουμενική λογοτεχνία, το εγώ που επικρατεί έναντι του όποιου εμείς, η φαντασία που υπάγεται στην ανάγκη διαμοιρασμού της προσωπικής εμπειρίας.

Αναφέρομαι σε αυτό το κομμάτι σκέψης της συγγραφέως, ένα ιδιότυπο μανιφέστο, το οποίο στα παρασκήνια και χωρίς να αναφέρεται κουβαλάει ένα «όμως εγώ», για να δοκιμάσω να ξεκλειδώσω και να ερμηνεύσω —υποκειμενικά— τους Πλάνητες. Με μια πρώτη, επιφανειακή ματιά, το εγώ υπάρχει εδώ σε μεγάλη έκταση, όχι απαραίτητα επειδή η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, αλλά γιατί το αυτοβιογραφικό ή ακόμα και —φαινομενικά—αυτομυθοπλαστικό στοιχείο καταλαμβάνει το κυρίως εμβαδόν της συνολικής κατασκευής, αφού ακόμα και οι παρεμβαλλόμενες αφηγήσεις με τον τρόπο τους εκκινούν από το εγώ της αφηγήτριας, είναι κομμάτια του κόσμου της, ιστορίες που άκουσε στα ταξίδια της.

Διόλου απλό και ασφαλές δεν είναι να επιχειρήσει κανείς να διακρίνει ως ντετέκτιβ το αληθές από το μυθοπλαστικό. Καμία αξία κάτι τέτοιο δεν θα είχε ούτως ή άλλως.

Έχει όμως ενδιαφέρον το πώς στέκονται σε ομαδική παράταξη οι Πλάνητες και η θεωρία της Τοκάρτσουκ όπως αυτή διατυπώθηκε στον λόγο της προς τη Σουηδική Ακαδημία. Ίσως η απάντηση να είναι απλή και να έχει να κάνει με το γεγονός πως εδώ το εγώ διερευνά και ταξιδεύει στον μεγάλο κόσμο, πως το υποκείμενο της αφήγησης άλλον τρόπο πέρα από τον εμπειρικό δεν έχει για να αφηγηθεί αυτό το ταξίδι, άλλη λίμνη δεν έχει για να βουτήξει παρά σε εκείνη της προσωπικής εμπειρίας, όχι για να τη διαχωρίσει ωστόσο και να την αναδείξει ως ξεχωριστή, αλλά για να επιχειρήσει μια μεγαλύτερη αφήγηση, προσθέτοντας στην ατομική εμπειρία ιστορίες που άκουσε, διερευνώντας τα όρια της εξερεύνησης, αναζητώντας στο παρελθόν και το παρόν ένα κοινό τάγμα αναζήτησης.

Ίσως, για τους συγγραφείς, στην παρατήρηση του γύρω κόσμου να εγκολπώνεται και η παρατήρηση για το πώς γίνεται η αφήγησή του, τι συμβαίνει και πώς αυτό δίνεται αφηγηματικά. Ίσως, λοιπόν, σε μια εποχή έντονης ιδιωτείας, απόρροια του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου, η Τοκάρτσουκ, παρά την —σαφέστατα και κυρίαρχα πολιτική— εναντίωσή της, ή τον προβληματισμό της, αν προτιμάτε, να πεθύμησε να δοκιμάσει τα ειδολογικά αυτά χαρακτηριστικά, ίσως η φιλοδοξία της να είχε να κάνει με το αν μπορεί το ατομικό να καταστεί εν τέλει συλλογικό, έστω και με τον τρόπο του. Έτσι, σε μια εποχή εγωπαθούς αφήγησης, που ανάμεσα σε τόσα άλλα χαρακτηρίζεται από την έντονη, ολοένα και αυξανόμενη, κινητικότητα, η συγγραφέας διέκρινε κάτι που άξιζε τη λογοτεχνική της επιμονή, που τη νοηματοδοτούσε. Στους Πλάνητες, αντίθετα με το ανοίκειο στο Αρχέγονο και το χωμένο στο παρελθόν σύμπαν των Βιβλίων του Ιακώβ, ο ρεαλισμός είναι ιδιαίτερα έντονος, το στοιχείο του παραμυθιού είναι σχεδόν ανύπαρκτο ή καλύτερα κουκουλωμένο κάτω από πλήθος σκεπασμάτων.

Οι Πλάνητες δεν είναι ένα έργο μεταμοντέρνο μόνο εξαιτίας της κατασκευής του, αλλά και λόγω της υβριδικότητάς του, καθώς εδώ τα όρια μεταξύ αφήγησης και δοκιμιακής γραφής είναι στιγμές στιγμές δυσδιάκριτα, γεγονός που με τη σειρά του συνεισφέρει στην μη ατομικότητα και την ακόλουθη απόπειρα σύνθεσης μιας μεγαλύτερης εικόνας, με κύριο συστατικό την έρευνα και την παράθεση πηγών και ιστορικών ντοκουμέντων. Και αν εδώ δεν έχουμε το στοιχείο του φανταστικού, τη δημιουργία τόπων, ο ρεαλισμός συνυφαίνεται με την παρουσία μη τόπων, όπως, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι τα αεροδρόμια.

Το σπουδαίο που κατορθώνει η Τοκάρτσουκ εδώ, αν θεωρήσουμε δεδομένη την ικανότητά της στην αφήγηση και τη λογοτεχνική κατασκευή, είναι η απόλαυση που οι Πλάνητες προσφέρουν, η συνοχή που παράδοξα αισθάνεται ο αναγνώστης-ταξιδιώτης ανάμεσα στις σελίδες τους, παρότι οι ραφές σύνθεσης είναι κάτι παραπάνω από ορατές. Αλλά και η συνεισφορά στην απόπειρα κατανόησης του γύρω κόσμου, η υπενθύμιση πως το παρόν δεν είναι αποκομμένο από το παρελθόν αλλά προέκτασή του. Το μυθιστόρημα αυτό, επίσης, είναι ένα καλό δείγμα απόδειξης του τρόπου με τον οποίο το μέγεθος ενός μυθιστορήματος υπηρετεί το συγγραφικό όραμα. Θέλω να πω πως αν το βιβλίο αυτό ήταν μικρότερης έκτασης τίποτα άλλο δε θα προσέφερε πέρα από μια ευδιάκριτη πλην όμως διαψευσμένη φιλοδοξία, ίσως, μάλιστα, η υποδοχή του να μην ήταν έμπλεη ενθουσιασμού αλλά γεμάτη από υποψίες ευκολίας στη γραφή, υποψίες που συχνά πυκνά η επαφή με τη μεταμοντέρνα γραφή γεννά. Η Τοκάρτσουκ, χωρίς να παραμερίζει το προσωπικό της στίγμα, αναμετράται, θαρρείς, με σύγχρονα λογοτεχνικά εργαλεία, τα οικειοποιείται και παρότι δεν μοιάζει να τα συμπαθεί ιδιαιτέρως κάνει μια εντυπωσιακή επίδειξη για το πώς μπορεί να γραφτεί σπουδαία λογοτεχνία σε μια εποχή, για την ίδια τη συγγραφέα, πενίας.

Επιστρέφω στον λόγο προς τη Σουηδική Ακαδημία για να πω κάτι που σχετίζεται με τους Πλάνητες και όσα εξ αφορμής της ανάγνωσής τους επεσήμανα, πως η Τοκάρτσουκ παρότι σαφέστατα στέκεται απέναντι σε αυτή τη σύγχρονη εγωπαθή εκδοχή της λογοτεχνίας, δεν ντύνει τη στάση της με ρουχισμό διδακτισμού και επιθετικότητας, άλλωστε το μη γούστο μόνο περιορισμένη επικράτεια καταλαμβάνει, ή θα έπρεπε να καταλαμβάνει, η ανάλωση στη διαρκή επίθεση ελάχιστα παραγωγικά οφέλη μπορεί να έχει, η διαρκής αντιπαράθεση και ο συνεχής προσδιορισμός μέσω του δεν μου αρέσει, μόνο αποπροσανατολιστικός μπορεί να καταλήξει. Και αυτό είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση.

Διαβάζοντας τους Πλάνητες και ενώ το Εμπούσιον περίμενε τη σειρά του, αποφάσισα να κάνω μια ακόμα παράκαμψη και να διαβάσω το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών. Περισσότερα σχετικά σε επόμενο κείμενο.

υγ. Για το Αρχέγονο και άλλοι καιροί περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για την εμπειρία της ανάγνωσης των Βιβλίων του Ιακώβ εδώ.

Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Καστανιώτη

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Oh, Canada - Russell Banks

Την περίοδο πριν από τα Χριστούγεννα, οι εκδοτικοί οίκοι είθισται να βγάζουν στην αγορά τα δυνατά τους χαρτιά. Είναι η περίοδος, μαζί με εκείνη του καλοκαιριού, που οι αναγνώστες με ανυπομονησία περιμένουν κάποιες εκδόσεις. Ένα από τα βιβλία που λαχταρούσα ήταν το Oh, Canada του Ράσελ Μπανκς (μτφρ. Άννα Μαραγκάκη, εκδόσεις Πόλις). Η ανάγνωση έδειξε πως ορθώς είχα προσδοκίες.

Ο Λέοναρντ Φάιφ, διάσημος ντοκιμαντερίστας, που εγκατέλειψε την Αμερική για τον Καναδά, ενώ ο πόλεμος στο Βιετνάμ μαινόταν και η επιστράτευση κρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη για χιλιάδες νεαρούς συμπατριώτες του, διάγει τις τελευταίες μέρες της ζωής του σε μια μάχη με τον καρκίνο κιόλας χαμένη. Ο άλλοτε μαθητής του, ο Μάλκολμ Μακλίοντ, μαζί με το συνεργείο του θα βρεθούν στο σπίτι του Φάιφ για να καταγράψουν υλικό για ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη ζωή του δημιουργού. Έχουν ετοιμάσει τις ερωτήσεις εκείνες που θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά του ντοκιμαντέρ, που θα κατευθύνουν τον Φάιφ στα μέρη εκείνα του παρελθόντος που επιθυμούν. Ωστόσο τα πράγματα δεν θα λειτουργήσουν σύμφωνα με το σχέδιο και την επιθυμία του σκηνοθέτη.

Ο Φάιφ, που απαιτεί από τη σύζυγό του να είναι διαρκώς παρούσα, μόλις απομείνει μόνο το φως του προβολέα να τον φωτίζει, θα πιάσει το νήμα της ανάμνησης αποφεύγοντας την όποια κατευθυντήρια οδηγία, τονίζοντας ξανά και ξανά πως αυτή η κινηματογράφηση είναι η τελευταία του ευκαιρία να πει στην Έμμα, όσα ποτέ δεν της είπε, όσα κατά μόνας ένα ζευγάρι πάντοτε αποφεύγει να αποκαλύψει, ωθούμενο από ένα άθροισμα επιθυμιών, να μην πληγώσει, να μην απογοητεύσει ή να μην σκαλίσει πράγματα που συνέβησαν κάποτε και παρέμειναν ερμητικά κλειστά στο χρονοντούλαπο. Αλλά, η απόκρυψη, πρώτα και κύρια, γίνεται από τον ίδιο μας τον εαυτό, έχοντας με το πέρας του χρόνου προσαρμόσει τις αναμνήσεις και τα γεγονότα σχηματίζοντας ένα αναπαυτικό μαξιλάρι πάνω στο οποίο καθόμαστε, αρνούμενοι να ξεβολευτούμε, επιμένοντας πως κανένα νόημα κάτι τέτοιο δεν έχει.

Ο Μπανκς, στο προτελευταίο του βιβλίο, με μαεστρία υλοποιεί τη σχετικά πρωτότυπη ιδέα του, πρωτότυπη ως ιστορία που περνάει στο χαρτί και στα εδάφη της μυθοπλασίας, και όχι ως πρακτική, την (αυτο)βιογραφία, δηλαδή, με την υπογραφή ενός τρίτου. Εδώ, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας λέει την ιστορία του Φάιφ, μέσω ενός τριτοπρόσωπου παντογνώστη αφηγητή, κατέχει οργανική θέση, πάνω του είναι χτισμένο όλο το οικοδόμημα, τα περιεχόμενα της αφήγησης θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, ο μηχανισμός όχι. Το καταρρακωμένο σώμα, το ασταθές πνεύμα, τα παραμορφωτικά φάρμακα και η επίπλαστη μνήμη, αποτέλεσμα μάχης χρόνων με τη λήθη, κατευθύνουν αλλά και συσκοτίζουν την αφήγηση του Φάιφ. Ο προβολέας, η κάμερα και το μικρόφωνο του προσφέρουν έναν τελευταίο δεσμό με την ύπαρξη, μια ευκαιρία να κλείσει κάποιους από τους ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν.

Το εύρημα της αντιστροφής, ο άνθρωπος πίσω από την κάμερα που πριν το τέλος κάθεται μπροστά της, ο ντοκιμαντερίστας που πρόκειται να γίνει ο ίδιος ντοκιμαντέρ, προσφέρει αρκετές δυνατότητες που ο Μπανκς τις εκμεταλλεύεται. Μεταξύ αυτών και η γνώση του μέσου, οι δυνατότητες παρέμβασης και χειραγώγησης, οι τεχνικές να φέρει ο δημιουργός στα μέτρα και στις επιδιώξεις του ένα αρχικά και φαινομενικά απροσδόκητο πρωτογενές υλικό. Ξέρει τι παιχνίδι παίζει ο άλλοτε μαθητής του, έστω και υποσυνείδητα, έστω και κάτω από τα πέπλα της πνευματικής σύγχυσης.

Μια ρέουσα αφήγηση, παρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα των επεισοδίων, που καθηλώνει τον αναγνώστη έτσι όπως πραγματεύεται την τελική ανασκόπηση μιας ζωής, ανάμεσα σε εκείνα που οι άλλοι προσμένουν και σε εκείνα που ο Φάιφ επιθυμεί να πει. Ο Μπανκς με οξυδέρκεια, χωρίς διάθεση για εντυπωσιασμό, διδακτισμό ή συναισθηματική καθοδήγηση, με την εμπειρία χρόνων και την ησυχία που εκείνη προσφέρει υπογράφει ένα περίφημο βιβλίο, βαθιά ανθρώπινο, που κινείται στο όριο της διάβασης της μοναδικής φιλοσοφικής βεβαιότητας, εκείνης του θανάτου, έχοντας επίγνωση πως η ζωή άλλο δεν είναι παρά ένα άθροισμα από τι θα συνέβαινε αν.

Στη φροντισμένη έκδοση πληροφορούμαστε πως επίκειται η έκδοση του στερνού μυθιστορήματος του σπουδαίου αυτού γραφιά, το The Magic Kingdom. Το Oh, Canada, που συνομιλεί με το κύκνειο άσμα του Πολ Όστερ, Μπαουμγκάρτνερ, είναι ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της χρονιάς.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για Το γλυκό πεπρωμένο, που αν ο Κ. δεν μου το έβαζε με το ζόρι και με βλέμμα αυστηρό στα χέρια δεν θα το είχα διαβάσει, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Άννα Μαραγκάκη
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Ο Λαγός έχει λεφτά - John Updike

Ο Λαγός έχει λεφτά είναι το τρίτο μέρος της διάσημης τετραλογίας του Τζον Άπνταϊκ με πρωταγωνιστή τον Χάρι Άνγκστρομ, η οποία μεταφέρεται τα τελευταία χρόνια στα ελληνικά σε φροντίδα του έμπειρου μεταφραστή Πάνου Τομαρά για τις εκδόσεις Οξύ.

Νεαρός μεσήλικας πια, στο κατώφλι της δεκαετίας του ογδόντα, ο Λαγός έχει επιτέλους μια στρωμένη ζωή γεμάτη από προνόμια. Παρότι η πετρελαϊκή κρίση ρίχνει βαριά τη σκιά της στην αμερικανική οικονομία, με τον πληθωρισμό να ροκανίζει το πραγματικό εισόδημα και να δημιουργεί στρεβλώσεις στην αγορά, εκείνος, έχοντας κληρονομήσει την αντιπροσωπεία ιαπωνικών αυτοκινήτων που ο πεθερός του έστησε, απολαμβάνει την παρουσία του στην ανώτερη μεσαία τάξη, που γεννήθηκε και εγκαθιδρύθηκε σταδιακά μετά το τέλος του πολέμου, τη στιγμή που το τέλος της ιστορίας προφητευόταν με σιγουριά και η ανάπτυξη φάνταζε μια λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας χωρίς φραγμούς και όρια και οι κοινωνικοπολιτικές αναταραχές αποτελούσαν πια παρελθόν.

Με μια βιαστική ματιά, ο Λαγός δεν μοιάζει να διαθέτει τη στόφα του πρωταγωνιστή ενός από τα σημαντικότερα αμερικανικά λογοτεχνικά επιτεύγματα του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα. Πιο προσεκτικά ωστόσο, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί πως είναι ο ιδανικός, καθώς στο πρόσωπό του συναντώνται τα χαρακτηριστικά εκείνα τα οποία η οξυδερκής παρατήρηση του Άπνταϊκ εντοπίζει και αναδεικνύει, μέσω των οποίων αποτυπώνεται μια μάλλον ουδέτερη περίοδος της σύγχρονης ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών, πρόδρομος των μετέπειτα χρόνων. Η οξυδέρκεια επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως το τρίτο αυτό μέρος δημοσιεύτηκε το 1981, η συγγραφή, δηλαδή, υπήρξε σύγχρονη και όχι μια εκ του ασφαλούς ύστερη απολογιστική ματιά.

Ο Άπνταϊκ ευφυώς ρίχνει τον προβολέα προς το μέρος του Λαγού, ωστόσο στέκεται ελάχιστα στη λάμψη των προνομίων που απολαμβάνει, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η διερεύνηση της σκιάς. Η αυτοπεποίθηση του μέσου Αμερικανού εντός του ονείρου είναι ισχυρή παρά τους όποιους τριγμούς, η υπαρξιακή αγωνία ωστόσο θεριεύει όταν το ένστικτο της επιβίωσης αποκοιμιέται. Σε αυτό το σημείο ο Άπνταϊκ εντοπίζει τον χώρο στον οποίο διαδραματίζεται η, παράλληλη της πρόδηλης, ζωή ενός ανθρώπου, όπως του Λαγού, χωρίς συνειδητές αγωνίες, με τη λογική να κυριαρχεί, γεγονός που τον αφήνει ανυπεράσπιστο σε ξαφνικές και σκόρπιες σκέψεις και γεγονότα, όπως για παράδειγμα η διερώτηση αν η νεαρή κοπέλα που επισκέπτεται τη μάντρα μπορεί να είναι κόρη του ή η άρνηση να δεχτεί στη δουλειά τον γιο του που επιθυμεί να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο.

Είναι προφανές, ωστόσο αξίζει να ειπωθεί, πως ο Λαγός δεν φέρει τίποτα το ηρωικό, είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που η συγκυρία τον έφερε στη καλή πλευρά της ζωής. Δυσκολεύεται και αδυνατεί να αποδεχτεί πόσο τυχαία είναι όλα όσα χαρακτηρίζουν τη ζωή του, αυτά ως πρωταγωνιστής, γιατί ως παρατηρητής της ζωής των άλλων είναι πανέτοιμος να τα διακρίνει και να τα επισημάνει σχεδόν στο όριο της καταγγελίας. Είναι ένα τυπικό δείγμα της ατομικότητας που αργά και σταθερά συνεχίζει να κυριαρχεί στον σύγχρονο κόσμο. Ο Άπνταϊκ ξέρει πού σκάβει, σίγουρος για τα ευρήματά του. Η επιλογή ενός ουδέτερου κεντρικού προσώπου όχι μόνο δεν στέκεται εμπόδιο στη συγγραφή του δικού του μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος, αλλά αντίθετα τη διευκολύνει. Βέβαια, το να κάνει κανείς σπουδαία λογοτεχνία μετερχόμενος τόσο απλά και βασικά συστατικά, μόνο απλό δεν είναι. Γι' αυτό ο Άπνταϊκ θεωρείται και είναι ένας από τους σπουδαίους.

Η ανάγνωση καταδεικνύει τη σημαντικότητα του έργου αυτού, που στο άκουσμα της περιγραφής και στη θέα του όγκου του ίσως προκαλέσει αμφιβολίες. Χωρίς φωνές, τρικ και εξάρσεις, παρακολουθώντας μια περίοδο της ζωής του Λαγού, ο Άπνταϊκ ανατέμνει κάθετα την αμερικανική κοινωνία, αναδεικνύοντας την απανθρωποίηση που η επικράτηση των οικονομικών δεικτών φέρει, όταν όλα αποτιμώνται με όρους ανάπτυξης και κερδοφορίας, ακόμα και το ίδιο το συναίσθημα, απομακρύνοντας ολοένα το άτομο, και την κοινωνία εν γένει, από τον πυρήνα της ύπαρξης, της ηδονής και του φόβου, μια κοινωνία αποτελούμενη σε μεγάλο μέρος από υπνοβάτες που ασχολούνται με τις ισοτιμίες συναλλάγματος, την αξία του χρυσού, τα αποθέματα πετρελαίου και τα βράδια χρειάζονται ακόμα ένα ποτό, μην μπορώντας να εξηγήσουν το γιατί.

Ο Άπνταϊκ διέκρινε όσα η μέθη της ανάπτυξης δεν άφησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να διακρίνει, δεν θέλησε να είναι προφήτης δεινών και όμως, δυστυχώς για όλους μας, υπήρξε.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)
 
Μετάφραση Πάνος Τομαράς
Εκδόσεις Οξύ

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Αδύνατες πόλεις - Νίκος Μάντης

Ο Νίκος Μάντης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα εγχώρια λογοτεχνικά πράγματα το 2006 με τη συλλογή διηγημάτων, Ψευδώνυμο. Έκτοτε, πάντοτε στις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί μια υπολογίσιμη συγγραφική σταθερά, που τη διακρίνει η υψηλή φιλοδοξία και η εναλλαγή «ρουχισμού». Το 2013 κυκλοφόρησε η Άγρια Ακρόπολη, μυθιστόρημα που ανήκει στη λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας, έργο για το οποίο του απονεμήθηκε το βραβείο του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. Ήταν η πρώτη φορά που το βραβείο καλύτερου μυθιστορήματος προερχόταν απ' αυτό το για χρόνια παρεξηγημένο και παραμελημένο είδος.

Δέκα χρόνια μετά, και ενώ μεσολάβησαν έργα, όπως Οι τυφλοί, που συζητήθηκαν και διαβάστηκαν ευρέως, ο Μάντης επιστρέφει στις επικράτειες της επιστημονικής φαντασίας με το πολυσέλιδο, σχεδόν χιλίων σελίδων, μυθιστόρημα Αδύνατες πόλεις. Ο τίτλος μοιάζει δάνειο ή διακειμενική αναφορά στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο και το περιεχόμενο επιβεβαιώνει την αρχική αυτή σκέψη. Ο κόσμος, πια, χαρτογραφημένος πλήρως, πάσχει από απομάγευση, καθώς από κάθε άκρη του, πατώντας λίγα πλήκτρα, οι εικόνες της πιο δυσπρόσιτης γωνιάς εμφανίζονται στην οθόνη. Οι Αδύνατες πόλεις αποτελούν δυνατότητες της μάχης της ανθρώπινης νόησης, της τεχνολογικής προόδου με υπεραιχμή την τεχνητή νοημοσύνη, και της φύσης που στενάζει κάτω από τον ανθρώπινο ζυγό. Αποκύημα της συγγραφικής φαντασίας εντός ενός περιβάλλοντος ολοένα και πιο ψηφιακού και εικονικού, οριακού, όπως και να 'χει, απέναντι στη σκέψη και την κατανόησή μας για τα πράγματα.

Ο Μάντης χρησιμοποιεί ένα εύρημα αρκετά παλιό στη λογοτεχνία, το ανά χείρας βιβλίο βρέθηκε τυχαία από έναν ανώνυμο άντρα σε μια απροσδιόριστη μελλοντική εποχή και διαβάστηκε σε κάτι παραπάνω από μια εβδομάδα, ενδιαμέσως, οι σελίδες του, καρπός ενός(;) επίσης ανώνυμου και άγνωστου συγγραφέα, δεν είναι εύκολο να καταταχθούν με ακρίβεια στην επικράτεια της μυθοπλασίας ή του ντοκουμέντου. Σύμφωνα με όσα ο Μάντης δηλώνει στις ευχαριστίες, στο τέλος του βιβλίου, πρόθεσή του ήταν να διαπιστώσει κατά πόσο θα μπορούσε να γίνει κάτι σαν μια «Σεχραζάτ», αφηγούμενος μια ιστορία σε συνεχή ροή. Μια ιστορία με συνεχή μπρος πίσω στον χρόνο και πέρα δώθε στον τόπο.

Η φιλοδοξία του Μάντη, με τη δεδομένη αφηγηματική ικανότητα, δεν θα μπορούσε να εξαντλείται στο πολυσέλιδο του μεγέθους, αλλά κυρίως έχει να κάνει με το ειδολογικό ανήκειν του μυθιστορήματος, είδος για το οποίο η εγχώρια λογοτεχνία δεν φημίζεται, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, ανάμεσα στις οποίες η Ιωάννα Μπουραζοπούλου. Και παρότι ακόμα υπάρχουν αρκετοί εκεί έξω που θεωρούν την επιστημονική φαντασία ένα λογοτεχνικό παραπαίδι, οι δυσκολίες του να αναφερθείς σε μια μελλοντική εκδοχή του σημερινού κόσμου ή να δημιουργήσεις εξαρχής έναν κόσμο είναι κάτι παραπάνω από απαιτητικές. Απαιτητικές γιατί αυτή η απόπειρα οφείλει, έτσι ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει και να σταθεί (όχι μόνο) λογοτεχνικά, να είναι ταυτόχρονα ευφάνταστη και κατανοητή στον αναγνώστη, μια σύνθετη απλότητα απαιτείται. Η οξυδέρκεια αποτελεί σημαντικό σύμμαχο στο πλευρό της καταφανώς πλούσιας συγγραφικής φαντασίας, καθώς η κάθε μελλοντική εκδοχή είναι απαραίτητο να πηγάζει από το παρόν, έστω και με ένα νήμα ίσα διακριτό. Ο συγγραφέας, πριν και κατά τη διάρκεια της γραφής, επιχειρεί να διακρίνει προς τα πού κινείται αυτός ο κόσμος σήμερα, ποιες ζυμώσεις κοινωνικοπολιτικές μπορεί να οδηγήσουν τον κόσμο προς εκείνο το ζοφερό συχνά μέλλον στο οποίο η πλοκή εντός της φαντασίας του λαμβάνει χώρα. Μια δυστοπία δεν αποτελεί προϊόν παρθενογένεσης, ούτε εμφανίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά είναι μια χρόνια διαδικασία, ας μην το ξεχνάμε.

Ο Μάντης, παρότι ελάχιστα αναφέρεται στο παρόν, διαθέτει την πειστική οξυδέρκεια, σ' αυτήν κρίνεται επιτυχώς η αληθοφάνεια των μελλοντικών εκδοχών και όχι στην (αν και απαραίτητη) ποιητική ικανότητά του. Αυτή η οξυδέρκεια, σε συνδυασμό με τις λοιπές αρετές της γραφής, καθιστούν τις Αδύνατες πόλεις ένα σπουδαίο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, με μια υπόθεση δύσκολο να δοθεί με λίγες λέξεις. Ο αναγνώστης, άπαξ και εισέλθει στους διάφορους κόσμους, σταδιακά παραιτείται από τη μάταιη επιθυμία να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει και αφήνεται σ' αυτό το απολαυστικό, στιγμές μεθυστικό, εγκεφαλικό παιχνίδι στα προκεχωρημένα φυλάκια της αντίληψής του, μοιραζόμενος την αγωνία των προσώπων της πλοκής που διαρκώς παλεύουν να απαντήσουν σε ερωτήματα υπαρξιακής αγωνίας.

Στις Αδύνατες πόλεις, ο Μάντης έθεσε (ξανά) τον πήχη ψηλά και με άνεση τον υπερκέρασε.

υγ. Για τα προηγούμενα βιβλία του Νίκου Μάντη: Άγρια Ακρόπολη (εδώ), Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί (εδώ), Οι τυφλοί (εδώ), Σφάλμα συστήματος (εδώ), Κιθαιρώνας (εδώ).

Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Η καταποντισμένη των καταποντισμένων - Réjean Ducharme

Πάμε πάλι· για τα νήματα, για το αδύνατο της εποπτείας, για τις αναπάντεχες εκπλήξεις, για το (αναγνωστικό) μονοπάτι που σχηματίζεται (και) εν αγνοία μας, για την τυχαιότητα. Πέρυσι το καλοκαίρι, ίσως άνοιξη, είχε καλό καιρό τέλος πάντων, σε κάποια έκθεση μικρών εκδοτικών οίκων στη δημοτική αγορά της Κυψέλης, παρακολούθησα μια συζήτηση από τις πολλές που έλαβαν χώρα· στο πάνελ ήταν μια γυναίκα που θαυμάζω, τόσο για τη γραφή της, έτσι την γνώρισα, όσο και για την επιμονή της, ο λόγος για την Άντζελα Δημητρακάκη. Έχει περάσει καιρός και πια δεν θυμάμαι καν το θέμα της συζήτησης, ούτε και τι ακριβώς είπε εκείνη, όσο και αν πίστευα πως προσέχω την τοποθέτησή της, θυμάμαι όμως καθαρά την αναφορά σε ένα βιβλίο που χαμπάρι δεν είχα πάρει πως κυκλοφορεί, πόσο μάλλον πως πιθανόν να με ενδιέφερε, ο λόγος για το Η καταποντισμένη των καταποντισμένων του Ρεζάν Ντισάρμ σε μετάφραση Μαρίας Σπανού από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Το πάθος το οποίο εξέπεμπε το βλέμμα της και υποστήριζε ο λόγος της οδήγησε στο τέλος της παρουσίασης ένα σημαντικό μέρος του κοινού να στριμωχτεί πέριξ του χώρου των εκδόσεων, να δουν ποιο ήταν το επίμαχο βιβλίο. Έτσι έγινε η ανάγνωση αυτή.

Με λίγα, ελάχιστα λόγια η υπόθεση έχει ως εξής: η θυμωμένη έφηβος Μπερενίς Έινμπεργκ, πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια της ενηλικίωσής της, είναι το δεύτερο παιδί μιας οικογένειας που δεν πάει καλά, δεν τσουλάει, δεν είναι μια οικογένεια που ρολάρει, παρότι πλούσια και κοινωνικά ευπόληπτη, τα προνόμια δεν αρκούν. Ο πατέρας της Εβραίος, η μητέρα της καθολική. Το προγαμιαίο συμβόλαιο ορίζει πως το πρώτο παιδί θα λάβει καθολική αγωγή, το δεύτερο εβραϊκή και ούτω καθεξής· μιλημένα συμφωνημένα.

«Όλα με καταπίνουν. Όταν κλείνω τα μάτια, καταποντίζομαι στα σπλάχνα μου, μέσα στα σπλάχνα μου είναι που νιώθω ασφυξία. Όταν έχω τα μάτια μου ανοιχτά, με καταπίνει αυτό που βλέπω, ασφυκτιώ μέσα στα σωθικά αυτού που βλέπω. Με καταπίνει το υπερβολικά μεγάλο ποτάμι, ο υπερβολικά ψηλός ουρανός, τα υπερβολικά ντελικάτα λουλούδια, οι υπερβολικά φοβισμένες πεταλούδες, το υπερβολικά όμορφο πρόσωπο της μητέρας μου. Το πρόσωπο της μητέρας μου είναι όμορφο χωρίς κανένα λόγο. Αν ήταν άσχημο, θα ήταν άσχημο χωρίς κανένα λόγο. Τα πρόσωπα, όμορφα ή άσχημα, δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Κοιτάζουμε ένα πρόσωπο, μια πεταλούδα, ένα λουλούδι, κι αυτό είναι βασανιστικό, έπειτα εκνευριστικό. Αν αφεθούμε, απελπιζόμαστε. Δεν θα 'πρεπε να υπάρχουν πρόσωπα, πεταλούδες, λουλούδια. Είτε έχω τα μάτια μου ανοιχτά είτε κλειστά, είμαι περικυκλωμένη: άξαφνα μου λείπει ο αέρας, η καρδιά μου σφίγγεται, ο φόβος με κυριεύει».

Και μια τέτοια πρώτη παράγραφος έμοιαζε, και εν τέλει αποδείχτηκε, πως ήταν πολλά υποσχόμενη. Διάβασα την πρώτη αυτή παράγραφο, ίσως χωρίς να πάρω ανάσα, όρθιος μπροστά από τα ράφια της μεταφρασμένης λογοτεχνίας. Σήκωσα το βλέμμα ψηλά, ύστερα. Μου έλειπε κι εμένα μια μικρή ποσότητα αέρα που θα χαλάρωνε το διάφραγμά μου. Ξεφύλλισα προς αναζήτηση της ταυτότητας του βιβλίου, όνομα συγγραφέα και έτος κυκλοφορίας, δύο εκπλήξεις μαζεμένες, άντρας και 1966· γαλλόφωνος Καναδάς.

Μιλώ για εκπλήξεις γιατί η αφηγηματική φωνή είναι πυρετικά πειστική, νιώθεις πως έχεις την Μπερενίς μπροστά σου, ο θυμός και ο φόβος της ηλικίας και του φύλου περιέχονται οργανικά στην αφήγηση, ο βιωματικός χαρακτήρας μοιάζει να είναι αδιαπραγμάτευτη πηγή του θυμού και του φόβου. Ταυτόχρονα, το Η καταποντισμένη των καταποντισμένων, γραμμένη, επαναλαμβάνω, το 1966, έχει τη φρεσκάδα της συγχρονίας, της ασφυξίας του να είσαι γυναίκα ακόμα και εντός ενός προνομιούχου περιβάλλοντος, σωρηδόν κυκλοφορούν αντίστοιχης συγγένειας βιβλία, τα περισσότερα εκ των οποίων εμπεριέχονται στην υποκατηγορία της αυτομυθοπλασίας, γραμμένα από γυναίκες ή θηλυκότητες εν γένει. Ξάφνου, η ανάγνωση φορτώνεται με επιπλέον ενδιαφέρον, ανάμεσα στις γραμμές της αφήγησης, προπομπός ενός ισχυρού ρεύματος μισό αιώνα μετά, σίγουρα όχι ο μόνος, όχι ο αποκλειστικός, σίγουρα όχι, αλλά και πάλι, το ενδιαφέρον είναι έντονο.

Και έτσι πυρετικά όπως ξεκινά η αφήγηση έτσι και συνεχίζει για πάνω από τριακόσιες σελίδες, καθώς πρόσωπα εμφανίζονται και εξαφανίζονται, ο θυμός και η οργή παραμένουν, καθώς τα χρόνια περνούν και η Μπερενίς καταδύεται σε ολοένα και μεγαλύτερα βάθη, τραβώντας το πέπλο, γυρεύοντας απαντήσεις που θα τη βοηθήσουν να κατανοήσει ποια είναι και πώς έφτασε εδώ που έφτασε, όπως έφτασε, καταποντισμένη αλλά ζωντανή ακόμα, όπως ο κύκλος σιγά σιγά θα μεγαλώνει, το οικογενειακό περιβάλλον θα περιοριστεί καθώς το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον θα δείχνει όλο και πιο έντονα τα δόντια του, οι ρίζες όμως θα είναι για πάντα εκεί, στα πρώτα χρόνια, σ' ένα περιβάλλον που θα έπρεπε ή καλό θα ήταν να αποπνέει κάποια ασφάλεια και συναισθηματική θέρμη, μια φωλιά πριν το πέταγμα μακριά. Το πρόβλημα με αρκετές αφηγήσεις όπως αυτή, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι για τη σημασία ή τη λογοτεχνική τους αξία, είναι πως εγκλωβίζονται στην ιδιωτεία, δεν καταφέρνουν να εντάξουν τον ευρύτερο χωροχρόνο, δεν καθίστανται οικουμενικής αξίας αφηγήσεις. Αυτό στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει.

Αυτό ίσως συμβαίνει ακριβώς επειδή ο συγγραφέας είναι άντρας, θέλω να πω, χωρίς παρεξήγηση, πως το φύλο του καθιστά ευδιάκριτη την απόσταση, την απουσία προσωπικού βιώματος, ακόμα και αν η Μπερενίς υπήρξε στον περίγυρό του, η επιλογή της ως πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας αποτελεί εκ των προτέρων ένα όχημα, το μέσο για να αφηγηθεί μέσω εκείνης ο Ντισάρμ αυτή την ιστορία, καταφέρνοντας κάτι μεγάλο, όπως το να σχηματοποιήσει την αφήγηση αυτή χωρίς να της στερήσει τον προσωπικό χαρακτήρα, να αναφερθεί στη μικρή και τη μεγάλη ιστορία, στη ζωή της Μπερενίς αλλά και της εποχής συνολικά ως ένα καθοριστικό σκηνικό. Και είναι αυτή η πυρετώδης προσωπική έντονη και στακάτη πρωτοπρόσωπη αφήγηση που τον διευκολύνει να αποφύγει τον όποιο διδακτισμό ή την όποια στράτευση, τον όποιο διαχωρισμό του κόσμου στα δύο, χωρίς ενδιάμεσες αποχρώσεις, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στο μυθιστόρημα να σταθεί αλώβητο στον χρόνο, δυστυχώς θα πρόσθετα, όχι ως μομφή σε εκείνον αλλά στο μονοπάτι που διασχίζει η ανθρωπότητα, που το καθιστά σύγχρονο. Συγγραφική επιτυχία, κοινωνική αποτυχία.

Με το βάρος του συγγενούς προνομίου μου —βλέπε άντρας του δυτικού κόσμου— αναρωτιέμαι, μόλις τώρα και ενώ γράφω αυτές τις γραμμές, αν είναι προβληματικό πως ένας άντρας συγγραφέας επιλέγει να υποδυθεί αφηγηματικά μια γυναικεία φωνή, να μιλήσει εκείνος εξ ονόματος αυτής, αν έχει, με λίγα λόγια, το δικαίωμα για κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν ξέρω. Εκείνο, ίσως το μόνο, που ξέρω είναι πως αυτό το βιβλίο παρότι με ζόρισε μου άρεσε πολύ, πάρα πολύ. Και ίσως, δεδομένου πάντοτε του προνομίου μου, αυτό να είναι από μόνο του σημαντικό τελικά.

υγ. Για τα βιβλία της Δημητρακάκη περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε πατώντας εδώ.

Μετάφραση Μαρία Σπανού
Εκδόσεις των Συναδέλφων