Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

Βιβλία από τον τόπο σου


 (πρωτοδημοσιεύτηκε στο 9ο τεύχος του περιοδικού Yusra)

Μία απόπειρα να απαντηθεί το ερώτημα γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη να είναι ατελής. Όπως ατελής είναι καταδικασμένη να είναι και η απόπειρα να εξηγηθεί αυτή η αδυναμία συμπερίληψης όλων των πιθανών απαντήσεων, εκτός και αν καταφύγει κανείς σε κάποιο ψευδοφιλοσοφικό τσιτάτο του στυλ υπάρχουν τόσοι λόγοι όσοι και αναγνώστες. Λόγω ιδιοσυγκρασίας, μάλλον, η πρώτη απάντηση που μου έρχεται στο μυαλό στο άκουσμα της ερώτησης εσύ γιατί διαβάζεις είναι γιατί έτσι. Σπάνια φτάνει στα χείλη ωστόσο, πιθανότητα λόγω έλλειψης του απαραίτητου θάρρους. Εκείνο που συνήθως απαντώ, συνοδευόμενο από μια εσάνς μυστηρίου, επίσης λόγω ιδιοσυγκρασίας, είναι πως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Είναι μια ερώτηση που ακούς συχνά και είναι ίσως η μόνη ερώτηση σχετικά με το διάβασμα που έχει κάποιο ενδιαφέρον, αντίθετα με άλλες συνηθισμένες ερωτήσεις όπως: έχεις διαβάσει όλα τα βιβλία, πόσα βιβλία διαβάζεις σε χ χρονικό διάστημα, πότε προλαβαίνεις, πού βρίσκεις τα λεφτά, πού τα βάζεις, ποιος τα ξεσκονίζει κ.α. Η ανάγνωση λογοτεχνίας είναι από τις συνήθειες εκείνες που προκαλούν μια ιδιότυπη ανασφάλεια αλλά και ενοχή στον εκάστοτε συνομιλητή, που συνήθως σπεύδει να απολογηθεί πως δεν διαβάζει προσθέτοντας μια δικαιολογία για να διώξει από πάνω του την όποια ευθύνη νιώθει, θαρρείς, να τον βαραίνει. Στην, κατά τα άλλα πλούσια, ελληνική γλώσσα γίνεται κατάχρηση του ρήματος διαβάζω. Διαβάζω μαθηματικά, διαβάζω για εξετάσεις, διαβάζω τη μοίρα/το χέρι/τον καφέ/τα ζώδια, διαβάζω εφημερίδες/περιοδικά, διαβάζω λογοτεχνία. Η γκάμα των χρήσεων του ρήματος διαβάζω εκτείνεται έτσι από το άγχος της εξέτασης μέχρι τη χειρομαντία αφήνοντας κάπως μετέωρη την ανάγνωση λογοτεχνίας ανάμεσα στην υποχρέωση και την ανυποληψία. Η γλώσσα έχει συχνά τις απαντήσεις σε διάφορα στοιχεία κουλτούρας και ταυτότητας, συχνότερα σίγουρα από την καταφυγή στο δύσμοιρο dna.

Μία ακόμα παρανόηση σε σχέση με την ανάγνωση αποτελεί η πολυθρύλητη μοναξιά του αναγνώστη, η απομόνωση την οποία αναζητά. Η απομόνωση αυτή είναι τεχνικής φύσεως μάλλον παρά στοιχείο του χαρακτήρα. Με αυτό θέλω να πω πως ο αναγνώστης έχει την ανάγκη να απομονωθεί από το περιβάλλον ώστε να μπορέσει να διαβάσει, αποτελεί δηλαδή κάτι τέτοιο μια βασική προϋπόθεση, όμως η ανάγκη για ανάγνωση κάθε άλλο παρά σε μοναχικότητα προσιδιάζει. Ο αναγνώστης, και μπορεί εδώ να μιλάω με βάση τη δική μου ανάγκη αλλά και πώς αλλιώς μπορεί αλήθεια κανείς να μιλήσει, έχει την ανάγκη να νιώσει πως δεν είναι μόνος σε όλο αυτό, πως κάποιος άλλος, ένας άγνωστος, μοιράζεται τις ίδιες αγωνίες και σκέψεις, και μάλιστα καταφέρνει να τις αποτυπώσει στο χαρτί με τις κατάλληλες λέξεις, πως ανήκει σε μια κοινότητα που δημιουργείται γύρω από το κάθε βιβλίο.

Ανάμεσα στους ανθρώπους που μοιράζονται την ίδια, αν και για διαφορετικούς λόγους και εντός πολλών εισαγωγικών, αγάπη για το διάβασμα, συναντάται συχνά μια απαξίωση για την εγχώρια λογοτεχνία: δεν διαβάζω Έλληνες/μα καλά διαβάζεις Έλληνες; Η λογοτεχνία δεν μονοπωλεί σε καμία περίπτωση αυτή την ενδοοικογενειακή αντιπαράθεση, που στη μέταλ κοινότητα φτάνει στα άκρα, αρκεί κανείς να θυμηθεί το Κάνω μια ευχή. Το πλέον παράδοξο της απαξίωσης αυτής έχει να κάνει με το γεγονός πως αρκετά συχνά βγαίνει από τα χείλη ανθρώπων που γράφουν ή φιλοδοξούν να το κάνουν. Και δεν είναι λίγοι αυτοί, κάποιοι, κάπως κακοπροαίρετα η αλήθεια είναι, εξισώνουν τον αριθμό των αναγνωστών με εκείνον των συγγραφέων. Κάποιοι άλλοι δείχνουν πιο διαλλακτικοί τραβώντας μια γραμμή ανάμεσα στη σύγχρονη και την παλαιότερη ελληνική γραμματεία. Η μανία με το ξένο αποτελεί ανέκαθεν γνώρισμα της καθ' ημάς πραγματικότητας, η προσήλωση στο παρελθόν επίσης, για να μην αναφερθούμε στην αυτοαναίρεση και την αυτοϋπονόμευση. Κανείς δεν θα μπορούσε να αντικρούσει το κάπως αφελές, η αλήθεια είναι, επιχείρημα σχετικά με την ποσοτική υπεροχή της ποιοτικής μεταφρασμένης λογοτεχνίας έναντι της τοπικής. Δεν είναι μόνο τα αριθμητικά μεγέθη που καθιστούν μια τέτοιου είδους επιχειρηματολογία σαθρή, αλλά και τα φίλτρα μέσω των οποίων περνάει ένα βιβλίο μέχρι να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία, φίλτρα που εν πολλοίς, και έτσι όπως είναι διαμορφωμένο το εκδοτικό σκηνικό, δεν υπάρχουν για την ελληνόφωνη λογοτεχνία, αφού, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο καθένας, θαρρείς, μπορεί να δει το πόνημά του τυπωμένο και με λίγη τύχη στην προθήκη κάποιου εκδοτικού οίκου. 

Κατευθύνοντας όμως τη συζήτηση προς την αναλογία καλής και κακής λογοτεχνίας, και παρότι θέτει όμορφα και ύπουλα ως δεδομένη την ύπαρξη καλής εγχώριας λογοτεχνίας, νιώθω πως χάνουμε το βασικό διακύβευμα μιας τέτοιας κουβέντας, το οποίο αργά ή γρήγορα έχει την τάση να επιστρέφει στο αρχικό ερώτημα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους διαβάζει κανείς λογοτεχνία, υποερώτημα του οποίου είναι και το πιο εξειδικευμένο: γιατί έχουμε ανάγκη να διαβάζουμε σύγχρονη λογοτεχνία του τόπου μας; Και μπορεί οι άμεσες απαντήσεις Γιατί έτσι/γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς να κλείνουν απότομα ή ευγενικά την πόρτα, όμως δεν είναι οι μόνες. Και οι πιθανές αυτές απαντήσεις δεν χρησιμεύουν μόνο στην κάλυψη ενός εξωτερικού ερωτήματος. Η περιήγηση εντός ενός χόμπι, όπως η ανάγνωση λογοτεχνίας στην προκειμένη περίπτωση, αργά ή γρήγορα δημιουργεί ένα εγχειρίδιο πλοήγησης με αύξοντα βαθμό συνειδητότητας ως απόρροια του χρόνου και της τριβής, μαθαίνει έτσι κανείς να εντοπίζει ευκολότερα εκείνο που πραγματικά τον ενδιαφέρει, να αποφεύγει κακοτοπιές, να εμπιστεύεται το ένστικτό του, να χαράσσει ένα μονοπάτι. Κάπως έτσι προέκυψε για μένα η έννοια της συγχρονίας ως αναγνωστικό ζητούμενο, ως μια ανάγκη που η συγκαιρινή εγχώρια πεζογραφία δύναται να καλύψει σε μεγαλύτερο, τουλάχιστον, βαθμό από ό,τι η παλαιότερη ή εισαγώμενη.

Όλα, θεωρώ, πως ξεκινούν από την ανάγκη μας να διαβάζουμε κάτι που έχει πρωτότυπα γραφτεί στη γλώσσα με την οποία νιώθουμε και σκεφτόμαστε, με τις ίδιες λέξεις με τις οποίες δοκιμάζουμε να εκφραστούμε και να γίνουμε κατανοητοί στους άλλους, χωρίς τη διαμεσολάβηση της μετάφρασης. Ανάγκη που φτάνει ως την πεζογραφία έχοντας τις ρίζες της στην ποίηση, εκεί που το νόημα στέκει κάπως απόμερα και που η επιλογή της κάθε λέξης αποτελεί πράξη ζωτικής σημασίας. Η γλώσσα όμως διαθέτει έναν χαρακτήρα δυναμικό και διαρκώς μεταβαλλόμενο, έτσι στην εξίσωση μπαίνει κάποια στιγμή αναπόφευκτα και ο χρόνος. Ως συγχρονία, λοιπόν, θα μπορούσε να περιγραφεί η αίσθηση πως στέκεσαι και παρατηρείς από την ίδια πλευρά με τον συγγραφέα, πως ο κόσμος που περιγράφεται είναι και δικός σου κόσμος, πως οι ήρωες είναι γνώριμοι και οικείοι, πως έχουν κάτι από σένα τον ίδιο, οι συνθήκες και οι αναπολήσεις επίσης, ένας ιδιότυπος ρεαλισμός που υπάγεται σε γεωγραφικό περιορισμό παρά τις ολοένα αυξανόμενες συνθήκες παγκοσμιοποίησης που κάνουν τον κόσμο να φαντάζει ένα ομογενοποιημένο μείγμα. Δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί. Η συγχρονία, ανάμεσα στη γραφή και την εποχή της απαιτεί ένα ξεχωριστό ταλέντο, μια ικανότητα διάκρισης και ξεκαθαρίσματος τη στιγμή που ο συγγραφέας, όπως και ο αναγνώστης άλλωστε, αποτελεί μέρος αυτής, έτσι ώστε το αποτέλεσμα πραγματικά να αποτυπώνει και να αντανακλά την εποχή και να μην ξενίζει. Σημαντικός παράγοντας για την επιτυχία της συγχρονίας είναι επίσης ο συγγραφέας, αλλά και ο αναγνώστης ταυτόχρονα, να κινείται εντός του κόσμου που περιγράφει και όχι να υποθέτει περί αυτού εκ του μακρόθεν, φροντίζοντας ωστόσο να αφήσει απέξω την περιττή αυτοαναφορικότητα.

Δεν υπάρχει πολλή τέτοια συγκαιρινή και ντόπια λογοτεχνία. Αλήθεια είναι αυτό. Υπάρχει όμως περισσότερη απ' όση πιστεύεται, και αυτό είναι μια πρόκληση. Ξεκινώντας να γράψω το κείμενο αυτό, μία από τις προθέσεις μου ήταν να αναφέρω κάποια παραδείγματα, δεν θα το κάνω όμως, όχι γιατί φοβάμαι μήπως αμελήσω να αναφερθώ στον έναν ή τον άλλο συγγραφέα, αλλά γιατί η αναζήτηση του επόμενου βιβλίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος όχι μόνο τής αναγνωστικής εμπειρίας αλλά και της ζητούμενης συγχρονίας, όσο και αν μια τέτοια δήλωση υπονομεύει εμάς που έχουμε το συνήθειο να μιλάμε και να γράφουμε με περίσσιο πάθος για τα βιβλία που διαβάζουμε.        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου