Περίμενε μοιρολατρικά στην ουρά. Οι μπροστινοί αργούσαν. Οι πίσω τον άγχωναν. Όλοι όμως ήξεραν ότι δεν εξαρτιόταν απ' αυτόν, ή από οποιονδήποτε άλλον, η ταχύτητα με την οποία θα σημείωνε πρόοδο η ουρά. Οριακά έπιανε στο οπτικό του πεδίο, εκεί που κατάφερνε να ξεθολώνει από τη νύστα, κάποια σώματα ομοιόμορφα ντυμένα να πατάνε κουμπιά, να κατεβάζουν μοχλούς και να γυρνάνε στρόφιγγες που πέταγαν ατμούς και ξεφυσούσαν σκουρόχρωμα υγρά.
Ο Μάνος Κεντάκης είναι ένα ιδιωτικός ερευνητής με αλλεργία στους μπάτσους. Είναι κάτι που σπεύδει να επισημάνει σε όποιον κάνει το λάθος να τον αποκαλέσει ιδιωτικό αστυνομικό, ακόμα και αν πρόκειται για κάποιον ανυπεράσπιστο πρόσφυγα που εκδιώχθηκε από την πατρίδα του λόγω της σεξουαλικότητάς του και στον δρόμο προς την πολιτισμένη δύση έπεσε θύμα μιας εγκληματικής σπείρας προεξάρχοντος ενός υψηλόβαθμου ιερέα. Όταν ο Μάνος ήταν νεαρός, ο πατέρας του πίστευε πως είναι ένα ρεμάλι, κάτι που δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα, και πως τέτοιο θα παρέμενε, σενάριο που παραδόξως ανατράπηκε εξαιτίας ενός φίλου του πατέρα του που τον πήρε για βοηθό στο γραφείο ερευνών που διατηρούσε κάπου στην Ομόνοια. Παιδί της σκοτεινής πλευράς του κέντρου, την οποία οι ένοικοί της πρώτα εγκατέλειψαν, αγοράζοντας σπίτια στα προάστια και ανοίγοντας γραφεία σε πιο γκλάμορους περιοχές, και ύστερα κατηγόρησαν για κατάληψη όσους ήρθαν. Νεαρός μεσήλικας πια, ποτέ δεν εγκατέλειψε τη γειτονιά, θεωρώντας τη Γ' Σεπτεμβρίου ό,τι πιο ευρωπαϊκό μπορεί να περπατήσει ένας κάτοικος μιας πόλης λαμπερά άσχημης όπως η Αθήνα.
Ο ενθουσιασμός δεν είναι από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του Κεντάκη, ακόμα και το πάθος που είχε κάποτε για τις μηχανές τελεί υπό εξαφάνιση. Η σχέση του με το άλλο φύλο είναι προβληματική, όχι ανύπαρκτη, όχι και ιδιαίτερη. Στο πρόσωπό του, θα λέγαμε με διάθεση ποιητική, αντιφέγγει η όψη της μητρόπολης που αντιστοιχεί στους διαμένοντες στα συγκεκριμένα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Τα πρωινά, κάπως δύσκολα, φτάνει μέχρι το γραφείο του, ένας κακός καφές και μια λιγδερή κασερόπιτα βοηθούν. Μεγάλο μέρος της εργασιακής του ημέρας καταλαμβάνει η ενατένιση της λίστας με όσους του χρωστάνε λεφτά. Όταν εμφανίστηκε ο Σκώκος, μεγαλοεπιχειρηματίας κατά δήλωσή του, ζητώντας του να παρακολουθήσει τη γυναίκα και συνέταιρό του, τίποτα δεν προμήνυε όσα θα ακολουθούσαν. Όμως, αυτό αποτελεί ίσως τον νούμερο ένα κανόνα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που χαρακτηρίζει τη δουλειά ενός ιδιωτικού ερευνητή, τίποτα δεν είναι αυτό που μοιάζει να είναι, γιατί, άλλωστε, αν ήταν, δεν θα υπήρχε και πολλή δουλειά στην πιάτσα.
Ο βα. αλ., έξι χρόνια μετά Το ένα δέκατο του 8, επιστρέφει με τον Δεύτερο κύκλο του 8, που κινείται στο ίδιο λογοτεχνικό μήκος κύματος, σε αυτό που ειδολογικά είναι ένα σκληρό αστυνομικό μυθιστόρημα, με πρωταγωνίστρια την Αθήνα και το κακόφημο κέντρο της. Ο Κεντάκης είναι αρκούντως αντιηρωικός, με αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία στον χαρακτήρα, κυρίως στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνει συναισθηματικά και αξιακά τον κόσμο γύρω του. Σε βιβλία όπως αυτό δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο που η πλοκή οδηγείται στη λύση της, παρά μόνο όταν φτάσει η στιγμή εκείνη. Δεν θα δίσταζα, θέλω να πω, να παρατήσω ένα κακό βιβλίο χωρίς να υποκύψω στον εκβιασμό του τι θα γίνει στο τέλος. Ο Δεύτερος κύκλος του 8 είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, πιστό στις αρχές του είδους που ανήκει, με μια πλοκή λειτουργική και χωρίς κατάχρηση εξυπνακίστικων ευρημάτων από πλευράς συγγραφέα, αρκετά σκληρό, με έντονη δράση και ευδιάκριτο κοινωνικοπολιτικό πυρήνα, χωρίς ωστόσο να πουλάει ιδεολογία.
Το μυθιστόρημα πετυχαίνει να αποτυπώσει ικανοποιητικά την κακόφημη πλευρά του αθηναϊκού κέντρου και αυτό είναι σημαντικό ως προς την ατμόσφαιρα που περιβάλλει και συνέχει την ιστορία. Πάντοτε είναι σημαντικό να νιώθεις πως ο συγγραφέας έχει περπατήσει τους δρόμους για τους οποίους γράφει και ο βα. αλ. έχει λιώσει πολλές σόλες, είναι εμφανές αυτό. Ο ρυθμός, χωρίς ο συγγραφέας να αφήνει το γκάζι, δεν είναι χαοτικός και αυτό δείχνει αρκετή δουλειά. Είναι επίσης ένα μυθιστόρημα για τους αόρατους αυτής της πόλης, αλλά και για εκείνους που θέλουν να παραμείνουν αόρατοι, για τους κατοίκους του κέντρου και για τους μετανάστες αλλά και για διάφορους επιχειρηματίες που και τα εισαγωγικά τους αποφεύγουν. Ο βα. αλ. γράφει ένα σκληρό αστυνομικό που διαδραματίζεται σε γειτονιές που ο ήλιος δεν φτάνει, με αποτέλεσμα σκοτεινές γωνιές και υγρασία. Γράφει επίσης για έναν τόπο στον οποίο η εκκλησία διαθέτει μια δύναμη ιλιγγιώδη και ένα ισχυρό αποτύπωμα στην παρανομία. Έτσι, στα αναμενόμενα και πάντοτε καλοδεχούμενα κλισέ, όμορφες γυναίκες, σκληροί μπράβοι, σκιώδεις επιχειρηματίες και λοιπά γνωστά πρόσωπα από το βεστιάριο του είδους, προσθέτει και έναν παπά στην πλευρά των κακών, προσδίδοντας μια επιπλέον χρήσιμη αληθοφάνεια στην ιστορία του.
Η εξέλιξη από το προηγούμενο βιβλίο είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Ο βα. αλ. εδώ δεν βιάζεται, δεν αφήνει την ιστορία να τον παρασύρει, φροντίζει να εντάξει και διάφορες υποϊστορίες, σχεδόν αδιόρατες, όπως της υπαλλήλου στο καφέ που αφιερώνει στον κάθε πελάτη τον χρόνο που του αναλογεί, σημαντικές ωστόσο στην οικονομία της κεντρικής ιστορίας. Δεν αφήνει ούτε τη γλώσσα να τον παρασύρει, αλλά κάνει ορθή χρήση αυτής, γιατί το αβίαστο δεν συνεπάγεται πρόχειρο, ενώ και οι διάλογοι είναι αρκετά δουλεμένοι και κυρίως πειστικοί. Η γραφή είναι έντονα εικονοποιητική και όχι μη λογοτεχνικά κινηματογραφική. Μου έλειψε, επειδή την περίμενα, η μουσική, όχι πως δεν υπήρχε αλλά δεν κυριαρχούσε, όπως στο προηγούμενο βιβλίο, αν και πιστεύω πως μπορώ να φανταστώ τη δισκοθήκη του Κεντάκη. Η ιστορία είναι αρκετά σύνθετη, ικανή για ένα μυθιστόρημα ακόμα και διπλάσιο σε μέγεθος. Ο βα. αλ. επιλέγει μια πιο δωρική εκδοχή, όχι πολλές κουβέντες, μόνο εκείνες που κρίνει απαραίτητες και το αποτέλεσμα τάσσεται με το μέρος του. Ο Κεντάκης λειτουργεί θαυμάσια και ως παρατηρητής του γύρω κόσμου, βοηθώντας το μυθιστόρημα ως προς τη συγχρονία, με τις παρατηρήσεις του πάνω σε λεπτομέρειες, σχεδόν ελάχιστες, της πόλης και των κατοίκων της, και αυτό είναι που κάνει το Δεύτερο κύκλο του 8 να μην παραμένει εγκλωβισμένο στα ειδολογικά του όρια.
Ιδανικό εξώφυλλο, ολοένα και πιο τρομακτικό όσο προχωρούσε η ανάγνωση.
υγ. Για Το ένα δέκατο του 8 είχα γράψει αυτό εδώ.
Εκδόσεις Red n' Noir
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου