Η είδηση της εξαφάνισης ενός νέου μηχανολόγου ονόματι Τουργκούτ Οζμπέν δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες ημερήσιας κυκλοφορίας κάπου στην τέταρτη ή πέμπτη σελίδα τους. Βρισκόμουν τότε στο εξωτερικό. [...] Ο λόγος για τον οποίο γράφω αυτές τις αράδες που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση με τούτο το βιβλίο, είναι γιατί θέλω να πω λίγα επεξηγηματικά για την περιπέτειά του, η οποία θα μπορούσε και να ταιριάζει, από πολλές απόψεις, με εκείνη των άτυχων πρωταγωνιστών του.
Το χειρόγραφο, συνοδευόμενο από μια επιστολή, έφτασε με τη μορφή δέματος στο γραφείο του ανώνυμου συγγραφέα στην εφημερίδα που τότε εργαζόταν. Είχαν ήδη περάσει τρία χρόνια από την εξαφάνιση του νεαρού μηχανολόγου Τουργκούτ Οζμπέν που υπέγραφε την επιστολή. Οι δυο τους είχαν γνωριστεί ταξιδεύοντας με το τρένο και ο Τουργκούτ ζήτησε τη διεύθυνση του συνταξιδιώτη του καθώς ο ίδιος, τότε, δεν είχε πια μια σταθερή κατοικία, βρισκόταν ήδη σε πορεία εξαφάνισης. Το εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα ακολουθεί το αντίστοιχο από μεριάς του εκδοτικού οίκου, με το οποίο επισημαίνεται η απουσία οποιασδήποτε βεβαιότητος που θα καθιστούσε το περιεχόμενο του παρόντος βιβλίου πραγματικό και καλεί τον αναγνώστη να το εκλάβει ως ένα ντοκουμέντο ερμηνευτικό της προσωπικότητας του ανθρώπου ή των ανθρώπων που βρίσκονται πίσω από τις σελίδες του. Έτσι, η ιστορία έκδοσης του βιβλίου, ο τρόπος με τον οποίο έφτασε στα χέρια του συγγραφέα, εγκιβωτίζεται στο ίδιο το μυθιστόρημα, καθιστώντας το πρωτεύον πρόσωπο της πλοκής του. Το εύρημα αυτό, γνώριμο στην ιστορία της λογοτεχνίας, αποσυνδέει τον συγγραφέα από το βιβλίο, καθιστώντας τον έναν μεσολαβητή, ένα απλό γρανάζι για την έκδοση του βιβλίου, σπρώχνοντας τον ίδιο τον Ατάι ακόμα πιο μακριά από τους Αποσυνάγωγους, ή ακόμα πιο βαθιά μέσα τους· όπως προτιμά κανείς.
Στο χειρόγραφο, πρωταγωνιστής είναι ένας απών, ο Σελίμ. Όταν ο Τουργκούτ μαθαίνει για την αυτοκτονία του, κάτι μέσα του σπάει οριστικά. Δεν είναι απλώς η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά η συνειδητοποίηση του πόσο άγνωστοι παραμένουμε σε αυτή τη ζωή, του πόσο μόνοι διάγουμε τον βίο, αντιμέτωποι με τις αγωνίες, τους φόβους, τα όνειρα και τις ελπίδες μας, παρά τις αγκαλιές, το κρασί και τις υποσχέσεις, γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι. Ποιος ήσουν Σελίμ; Σε ανύποπτη στιγμή, πριν την αυτοκτονία, ο Τουργκούτ θα παρουσιαζόταν βέβαιος για το βάθος της φιλίας αυτής, παρότι κάποια στιγμή η ζωή τους τράβηξε διαφορετικές τροχιές, έτσι όπως ο Τουργκούτ επέλεξε έναν δρόμο γνώριμο και χιλιοπατημένο, εκείνο που πολλοί αποκαλούν φυσική εξέλιξη μιας ζωής, τον γάμο και τα παιδιά, τη σταθερή δουλειά και όλα όσα εκείνα μαζί τους φέρνουν, όπως για παράδειγμα τα τραπεζομάντηλα μιας προίκας και την ακόλουθη επιλογή του κατάλληλου για την εκάστοτε περίσταση. Θα έλεγε, σίγουρα θα έλεγε ο Τουργκούτ πως είναι φίλοι με τον Σελίμ, και θα το πίστευε. Όμως, η αυτοκτονία του Σελίμ έρχεται να καταρρίψει τη βεβαιότητα τούτη, την ασυλλόγιστη βεβαιότητα, την από κεκτημένη ταχύτητας βεβαιότητα, ναι, θα έλεγε, είμαστε φίλοι με τον Σελίμ, καρδιακοί φίλοι. Ο Τουργκούτ επιχειρεί να συνθέσει το πορτραίτο του Σελίμ, να απαντήσει στο ερώτημα ποιος πραγματικά ήταν. Αυτό δεν είναι απλώς ένας φόρος τιμής προς τον εκλιπόντα, αλλά μια αναγκαιότητα που με την είδηση της αυτοχειρίας βαραίνει τον Τουργκούτ, καθώς εμφανίζει ένα ερώτημα, καλά καταχωνιασμένο για χρόνια σε μια εσοχή ολότελα δική του, ποιος είμαι; Σε αυτή τη διαδρομή έρευνας και ανασύνθεσης, ο Τουργκούτ θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα με τα οποίο ο Σελίμ συνδέθηκε και θα ανατρέξει σ' όσα γραπτά άφησε πίσω του. Αυτή είναι η υπόθεση των Αποσυνάγωγων, απλή και ανθρώπινη.
Εκείνο που διατρέχει και συνέχει από άκρη σε άκρη τους Αποσυνάγωγους είναι το αίσθημα της αγωνίας, της βαθιάς υπαρξιακής και ανθρώπινης αγωνίας, η πυρετώδης αναζήτηση του Τουργκούτ που φέρνει στην επιφάνεια την πυρετώδη αναζήτηση του Σελίμ, η κοινή, καίτοι ετεροχρονισμένη, καταβύθιση ως την εξαφάνιση των δύο αυτών νεαρών, που υπήρξαν ή ένιωσαν αποσυνάγωγοι της πραγματικότητας, που υποχώρησαν κάτω από το βάρος της επιθυμίας για έναν κόσμο διαφορετικό. Ο Ατάι, για να εκπληρώσει τη φιλοδοξία του, συμμαχεί με τη γλώσσα. Σε εκείνη καταφεύγει για να αποτυπώσει την αγωνία. Οι Αποσυνάγωγοι είναι η γλώσσα, τα όρια της είναι εκείνα που επιτρέπουν στο μυθιστόρημα αυτό να υπάρξει και να επιτελέσει την αποστολή που του ανατέθηκε, να περιγράψει, δηλαδή, την ατομική, ανθρώπινη αγωνία ενάντια στη δεδομένη πραγματικότητα, στην κυρίαρχη πραγματικότητα, τη σύνθλιψη, πρώτα του εμείς, ύστερα του εγώ, αλλά και την αλλοτρίωση και την ποδοπάτηση ονείρων και αξιών.
Οι Αποσυνάγωγοι είναι ένα μυθιστόρημα συναισθηματικά δυσβάσταχτο. Ο Ατάι, παρότι αναφέρεται στην τουρκική πραγματικότητα, έχει την καθοριστική οξυδέρκεια να καταστήσει το μυθιστόρημά του οικουμενικό, προβάλλοντας την κοινή ανθρώπινη αγωνία, αποτυπώνοντάς την στο πλήρες της εύρος. Συναισθηματικά δυσβάσταχτο τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, η πανωλεθρία παραμονεύει σε κάθε γωνία, η αυτοχειρία του Σελίμ και η εξαφάνιση του Τουργκούτ προκαταβάλλονται άλλωστε. Δεν υφίσταται, ή δεν θα έπρεπε να υφίσταται, το αισιόδοξο-απαισιόδοξο ως ζεύγος προσέγγισης, όχι για το μυθιστόρημα αυτό τουλάχιστον. Οι Αποσυνάγωγοι διακρίνονται για τον ιδιότυπο ρεαλισμό τους, αυτό είναι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι, η ίδια η ζωή. Και καθώς όλα υπάρχουν μέσα σε όλα, ο αναγνώστης θα διαβεί και σελίδες που γεννούν ένα γέλιο ασυγκράτητο, ιδιαίτερα εκείνες που έχουν να κάνουν με τον αγώνα ενός απλού πολίτη σε μια δημόσια υπηρεσία, η μάχη για μια απλή υπογραφή, το κυνήγι του προϊστάμενου και η απόπειρα σαγήνης του κλητήρα που θα οδηγήσει ως το γραφείο του διευθυντή.
Ανάμεσα σε άλλα, ο τρόπος με τον οποίο ενοικεί η ίδια η λογοτεχνία εντός της ιστορίας εντείνει τον προαναφερθέντα ρεαλισμό. Η σχέση των πρωταγωνιστών μαζί της, η απόσταση που ενίοτε εκείνη δημιουργεί από την πραγματική ζωή, η καταφυγή στη γραφή και η υποταγή στη ματαιότητα αυτής, οι αναγνωρίσιμες διακειμενικές αναφορές, η συχνά δυσδιάκριτη αποκοπή του αφηγηματικού προσώπου από το ίδιο το πρόσωπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η λογοτεχνία λειτουργεί ενδοκειμενικά αποτελεί το ποίημα του Σελίμ, Χθες, σήμερα, αύριο, έκτασης εξακοσίων στίχων, χωρισμένο σε ωδές, το οποίο συνοδεύεται από πολυσέλιδο ερμηνευτικό σχολιασμό. Ποίημα το οποίο έρχεται να σταθεί δίπλα στις σελίδες ημερολογίου και τις προφορικές αφηγήσεις του Σελίμ, αποτελώντας καθοριστικά στοιχεία στην απόπειρα ανασύνθεσης που επιχειρεί ο Τουργκούτ.
Η ευφυής σύνθεση και διαχείριση του υλικού, οι εναλλαγές της αφηγηματικής φωνής αλλά και της απεύθυνσης, ο κυρίαρχος μοντερνισμός και ο υποδόριος μεταμοντερνισμός είναι τα κυρίαρχα τεχνικά χαρακτηριστικά της κατασκευής. Ωστόσο, η τεχνική αρτιότητα της κατασκευής, ας σημειωθεί εδώ πως ο Ατάι είχε σπουδάσει πολιτικός μηχανικός, δεν θα ήταν αρκετή από μόνη της, αρκετή δεν θα ήταν ούτε η αγάπη και η γνώση της παγκόσμιας γραμματείας, είναι, λέω ξανά, η ανθρώπινη αγωνία εκείνη που συνέχει το περίτεχνο αυτό κατασκεύασμα, είναι η οικεία οσμή της που λειτουργεί για τον αναγνώστη ως μίτος στον λαβύρινθο των φωνών που η κατάρρευση των συμβάσεων αφήνει πίσω της, καίτοι γνωρίζει την κατάληξη ήδη από την αρχή, ο Σελίμ είναι νεκρός, ο Τουργκούτ εξαφανισμένος.
Οι Αποσυνάγωγοι, παρά το λογοτεχνικό τους εκτόπισμα και τον αναγνωστικό ίλιγγο που προκαλούν, δεν είναι ένα μυθιστόρημα που απευθύνεται σε κάποια ελίτ. Λίγες μόνο σελίδες αρκούν για να γεννήσουν το δέος απέναντι σε αυτό που ο Ατάι οραματίστηκε και υλοποίησε στο πρώτο(!) του μυθιστόρημα. Λίγες σελίδες είναι αρκετές για να νιώσει ο αναγνώστης πως εδώ έχει να αναμετρηθεί μ' ένα μυθιστόρημα που ανήκει στον κανόνα της λογοτεχνίας, για να πειστεί πως η ίδια η διαδρομή, κατά τόπους δύσκολη στην αναπνοή, θα τον αποζημιώσει. Τέτοιο βιβλίο είναι οι Αποσυνάγωγοι, τέτοιου μεγέθους λογοτεχνία.
Η μετάφραση από τα τουρκικά, πραγματικός άθλος, ανήκει στη Νίκη Σταυρίδη· το κατατοπιστικό επίμετρο στον Βασίλη Δρόλια, που αγάπησε και πρότεινε το μυθιστόρημα αυτό ώστε να πάρει τη θέση του στη σειρά Orbis Literæ, εκεί που ορθά ανήκει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου