Ο Μητροφάγος, το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Ρόκε Λαρράκι, βιβλίο με το οποίο ο Αργεντινός συγγραφέας συστήνεται στο ελληνικό κοινό από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου, αποτελείται από δύο νουβέλες, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει μια χαλαρή σύνδεση, ικανή ωστόσο να προσδώσει την απαραίτητη συνοχή. Μια κατασκευή, εγκεφαλική και ψυχρή, στα πρότυπα του σπουδαίου Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, υψηλής λογοτεχνικής ποιότητας, ταυτόχρονα σαγηνευτική και αποκρουστική· ένα κομμάτι πάγου σε γυμνή παλάμη.
Η πρώτη νουβέλα διαδραματίζεται στις αρχές του εικοστού αιώνα σ' ένα ψυχιατρικό σανατόριο στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες. Ο Κιντάνα, πρωταγωνιστής και αφηγητής της ιστορίας, εργάζεται εκεί ως γιατρός. Είναι ερωτευμένος, όπως και η πλειονότητα των συναδέλφων του, με τη δεσποινίδα Μενέντες, την προϊσταμένη των νοσηλευτριών, για την οποία το μόνο που γνωρίζει είναι πως στο πεντάλεπτο διάλειμμα συνηθίζει να καπνίζει κατά μόνας. Η παλιομοδίτικη αφήγηση του ανομολόγητου αυτού έρωτα λειτουργεί άψογα ως εισαγωγή στον μικρόκοσμο του σανατορίου, στα πάθη και στις ίντριγκες πίσω από το πέπλο της επαγγελματικής ρουτίνας, η οποία θα διαρραγεί οριστικά μετά την απόφαση του αμφιλεγόμενου ιδιοκτήτη να υλοποιήσει ένα φιλόδοξο αλλά ηθικά διάτρητο πείραμα, με σκοπό να διερευνήσει το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου, τι συμβαίνει μέχρι η ψυχή να εγκαταλείψει το νεκρό σώμα. Ο Λαρράκι με τρόπο πραγματικά ευφυή, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Κιντάνα, προωθεί παράλληλα την εξέλιξη του πειράματος και της ερωτικής ιστορίας, ενισχύοντας τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις· άλλωστε, ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις.
Έναν αιώνα αργότερα, ένας καλλιτέχνης στέλνει μια επιστολή στη δεσποινίδα Λίντα Κάρτερ, υποψήφια διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Η διατριβή της πραγματεύεται τη ζωή και το έργο του. Στην επιστολή, θα αναφερθεί αρχικά σε κάποια σημεία του προσχέδιου που χρήζουν διόρθωσης, ωστόσο σύντομα θα περάσει στην ιστορία του. Ξεκινά από τα ιδιαίτερα και τραυματικά παιδικά του χρόνια, όταν του δόθηκε η ταμπέλα παιδί-θαύμα, και φτάνει μέχρι το σήμερα της μεγάλης φήμης και της φιλοδοξίας να καταστήσει εαυτόν ένα υπό διαρκή διαμόρφωση έργο τέχνης, ένα ζωντανό καμβά δοκιμών και πειραμάτων, που σκοπό έχουν να διερευνήσουν τα όρια της σωματικής εμπειρίας, να δώσουν απαντήσεις γύρω από ζητήματα ταυτότητας και κατασκευής του Εγώ. Η δευτεροπρόσωπη απεύθυνση προσδίδει έναν εξομολογητικό και άρα συναισθηματικό απόηχο στη στεγνή εξωτερική παρατήρηση του εαυτού. Ο Λαρράκι στρέφει τον αφηγητή του απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό για τα πειράματά του, αφαιρώντας τους έτσι μεγάλο βάρος της ηθικής τους διάστασης, ενώ φέρνει τα αποτελέσματα στο φως των Μπιενάλε ανά τον κόσμο. Μετατοπίζει, έτσι, το διακύβευμα, επαναπροσδιορίζει το σημείο όχλησης και στοχασμού.
Ούτε εδώ λείπει ο έρωτας ως σταθερά σε μια συνθήκη ιδιαίτερα μεταβλητή και υπό διαρκή αίρεση, που μοιάζει, όπως και στην πρώτη ιστορία, να λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο, ανθρώπινο αντίβαρο. Και αυτό το ανθρώπινο αντίβαρο, οι επιθυμίες που ο αναγνώστης αναγνωρίζει στους δύο πρωταγωνιστές, αλλά και στο σύνολο των χαρακτήρων, δεν τους αφήνει να εξοβελιστούν στον χώρο του μη πραγματικού, κάτι που θα καθησύχαζε τον αναγνώστη πως είναι τέκνα-τέρατα που κατοικούν αποκλειστικά και μόνο στο νατουραλιστικό εργαστήριο του συγγραφέα, τα αντιπαθή πειραματόζωα ενός διεστραμμένου μυαλού σε μια δυστοπία ολότελα ξένη.
Στον Μητροφάγο, ο Λαρράκι καταφέρνει να εμφυσήσει τον τρόμο ανάμεσα στις γραμμές μ' έναν διακριτό ρεαλισμό πίσω από τον λεπτό μανδύα του συμβολικού ή αλληγορικού. Τριβελίζει συνεχώς το μυαλό του αναγνώστη καθώς του προσφέρει μια θέα στον κόσμο χωρίς φίλτρα ωραιοποίησης και περιττής πίστης στον άνθρωπο. Χρησιμοποιεί ισχυρές δόσεις κυνισμού και έχει διαρκώς παρά πόδα το χιούμορ. Ο κυνισμός τον απαλλάσσει από το ταμπού, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση από την υποχρέωση να επέμβει, το χιούμορ από την πλήρη απελπισία. Ο συγγραφέας δημιουργεί ζεύγη τόσο εντός της κάθε νουβέλας όσο και μεταξύ τους· το τότε και το τώρα, η επιστήμη και η τέχνη, η περιφέρεια και το κέντρο. Δεν εκβιάζει ωστόσο τη σύνδεση και την αναλογία, γι' αυτό και το ιδιότυπα σπονδυλωτό μυθιστόρημα λειτουργεί περίφημα ως τέτοιο.
Ο Λαρράκι δεν καταφεύγει στην τυχαιότητα, κάθε τι είναι υπολογισμένο με ακρίβεια και συγκεκριμένη λειτουργία, μεταξύ αυτών και η πρόκληση. Ο Μητροφάγος είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο, που, στο παρασκήνιο της κριτικής στην επιστήμη και την τέχνη, πραγματεύεται την κοινή μας ανάγκη για αποδοχή σ' έναν κόσμο αλλόκοτο.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 1 Οκτωβρίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
υγ.2 Μιας και έγινε αναφορά στον σπουδαίο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, μια παλιότερη ανάρτηση σχετικά με το έργο του μπορείτε να βρείτε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου