Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Μόντοκ - Max Frisch

Υπάρχει μια λίστα, μια από τις πολλές λίστες μου, που περιλαμβάνει βιβλία στα οποία σκοπεύω να επιστρέψω, σαν να μην έφταναν, θαρρείς, εκείνα που θέλω να διαβάσω και κατά πάσα πιθανότητα (θαυμάστε το θράσος μου) δεν θα προλάβω. Μοιάζει λίγο με τα μέρη εκείνα που λαχταρά κανείς να επισκεφτεί ξανά, τι και αν ξέρει πως ποτέ δεν θα μπορέσει να βρεθεί εκεί για πρώτη φορά. Από εκεί πηγάζει η ζήλια προς εκείνους που θα διαβάσουν ένα σπουδαίο βιβλίο χωρίς να μπορούν καν να φανταστούν τι τους περιμένει ανάμεσα στις σελίδες. Τι τύχη, σκέφτομαι και συχνά λέω. Εν πολλοίς, η παραπάνω λίστα ταυτίζεται με εκείνη τη συνεχώς μεταβλητή των αγαπημένων μου βιβλίων. Σταθερή θέση εκεί κατέχει το Homo Faber του Μαξ Φρις, που διάβασα πρώτη φορά ύστερα από ένθερμη υπόδειξη της Α. στο υπόγειο βιβλιοπωλείο αργά ένα καλοκαιρινό μεσημέρι, παρότι, χωρίς να γνωρίζω τίποτα για τον συγγραφέα και το βιβλίο, εξέφρασα πλείστες επιφυλάξεις, ενδεικτικές του (τότε) χαρακτήρα μου και της άγουρης σχέσης μου με την ανάγνωση. Ευτυχώς εκείνη επέμεινε, τρεις μέρες μετά πήρε το αεροπλάνο της επιστροφής. Σύντομα, όπως εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί, διάβασα όλα τα βιβλία τού Φρις που κυκλοφορούσαν στα ελληνικά, ύστερα ακολούθησαν ο Χάντκε και η Μπάχμαν.

Αυτή ήταν μια επιστροφή αναπάντεχη, μια επιστροφή για την οποία ευθύνεται η γεννημένη το 1985 στην Ελβετία Ντοροτέε Έλμιγκερ και το βιβλίο της Από το εργοστάσιο της ζάχαρης (μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδόσεις Loggia). Το Μόντοκ ήταν διαρκώς παρόν στο κατακερματισμένο αυτό αφηγηματικό σύμπαν. Το νήμα έστεκε εκεί με έναν τρόπο προκλητικό ζητώντας μια αναμέτρηση με το παρελθόν. Η αναγνωστική επιστροφή είναι ένα ταξίδι τριπλό, όπως κάθε ταξίδι (προσδοκίες και σχέδια, εμπειρία, ανάμνηση), όμως, αντί για προσδοκίες προκαταβάλει τις αναμνήσεις, αρώματα του παρελθόντος, σου θυμίζει ποιος ήσουν τότε, ποιος ήθελες να γίνεις, τι μεσολάβησε εν τω μεταξύ. Ύστερα φέρνει στην επιφάνεια εκείνα που η μνήμη αδυνάτισε να συγκρατήσει, ποδοπατά όσα εκείνη αυθαίρετα έχτισε, επαναπροσδιορίζει τη σχέση σου με τον τότε εαυτό, αλλά και με το ίδιο το βιβλίο, σου προσφέρει ένα μέρος της (αναγνωστικής) εξέλιξης. Αργότερα θα ακολουθήσει η εκ νέου ενσωμάτωση στο παρελθόν, μέχρι την επόμενη επιστροφή.

(Για την ελληνική έκδοση προτιμήθηκε η παρουσία του πρωτότυπου τίτλου εντός παρενθέσεως, με την επεξήγηση να προηγείται: Μακρύ Σαββατοκύριακο στο Λονγκ Άιλαντ· απόφαση που στηρίχτηκε στην υποψία περί άγνοιας του ελληνικού κοινού για το αμερικανικό αυτό τοπωνύμιο. Το αφήνω εδώ χωρίς περαιτέρω σχολιασμό).

ΜΟΝΤΟΚ

Ινδιάνικο όνομα· προσδιορίζει το βορειοανατολικό άκρο του Λονγκ Άιλαντ, σε απόσταση εκατόν δέκα μιλίων από το Μανχάταν. Να και η ημερομηνία:

11.5.1974

Η αναγνωστική ανάμνηση περιελάμβανε μια έντονα συναισθηματική πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός σαββατοκύριακου δύο εραστών στο Λονγκ Άιλαντ, δύο εραστών που γνωρίστηκαν κατά την παρουσία του Φρις στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, ένα επεισόδιο αυτοβιογραφικό, μια ημερολογιακής υφής καταγραφή εκ των υστέρων. Εκείνο το σαββατοκύριακο θα αποτελούσε το κύκνειο άσμα της σχέσης τους και η γνώση αυτή έριχνε διαρκώς τη σκιά της στην έρημη παραλία. Χρόνια μετά, όταν είδα ξανά την Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού, αναγνώρισα την παραλία αυτή στην καρδιά του χειμώνα κρυμμένη καλά στον λαβύρινθο του μυαλού δύο άλλων εραστών.

Η ανάμνηση ήταν εν μέρει ακριβής. Η έντονα συναισθηματική πρωτοπρόσωπη αφήγηση ήταν εκεί, εναλλασσόταν όμως με μια πιο αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη. Σε μια εποχή, όπως η σημερινή, που ακόμα μια λογοτεχνική υποκατηγορία, εκείνη της αυτομυθοπλασίας, έχει προστεθεί, το αφήγημα αυτό ευωδιάζει φρεσκάδα, τι και αν γράφτηκε μισό αιώνα πριν. Ακόμα μια απόδειξη πως οι ετικέτες φτάνουν με καθυστέρηση και συχνά χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Σύντομα αποδείχτηκε πως η τριτοπρόσωπη αφήγηση, με την αντίστιξη μιας γραφής εγκεφαλικής μα ταυτοχρόνως ένθερμης, περνούσε σχεδόν απαρατήρητη, εκμεταλλευόμενη ακόμα και την πιο ισχνή χαραμάδα ώστε να ενσταλάξει το συναίσθημα μιας ερωτικής ιστορίας που ανήκει αμετάκλητα στο παρελθόν, ιστορία που εξ ανάγκης συμπυκνώθηκε για να χωρέσει σε μια ελάχιστη στιγμή. Καθόλου εντύπωση δεν μου προκάλεσε πως η ανάμνηση είχε να κάνει με μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δεν ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο μου συνέβη, που ένα εγώ προηγείτο μιας (ερωτικής) ιστορίας.

Αδυνατώ να θυμηθώ αν τότε μου είχε κάνει εντύπωση πως από τις γραμμές αυτές έλειπε παντελώς η ευθεία απεύθυνση σε εκείνη, πως οι σελίδες αυτές έμοιαζαν με εργόχειρο φτιαγμένο για να φυλαχτεί στο μπαούλο της μνήμης, με κάθε δυνατή προστασία από την αναπόφευκτη λήθη, που κατά βούληση αφαιρεί και προσθέτει, φέρνοντας τα πάντα στα μέτρα της αντοχής μας. Θυμάμαι, ωστόσο, να εντυπωσιάζομαι από το φειδωλό συναίσθημα, από την απόσταση που ο αφηγητής, ακόμα και σε πρώτο πρόσωπο, έπαιρνε, σε μια απόπειρα να αφαιρέσει το υποκειμενικό, να μην υποταχθεί στην ωραιοποίηση, στη συναισθηματικοποίηση που θα έκανε την ιστορία αυτή να γλιστρήσει σαν άμμος μέσα από την, καίτοι σφιχτά κλεισμένη, παλάμη, ένας γραφιάς, όπως αυτός, έχει επίγνωση των κινδύνων. Με ενόχλησαν ωστόσο οι παρεμβάσεις στο μεταφρασμένο κείμενο, οι επεξηγηματικές αγκύλες που διευκρίνιζαν και κατατόπιζαν, που αφαιρούσαν από το κείμενο προσθέτοντας, αλλοιώνοντας. Ας κατέβαζαν υποσημειώσεις, τοποθετημένες ιδανικά στο τέλος του βιβλίου, ας έβαζαν και τον τίτλο που διάλεξαν σε παρένθεση.

Ένιωσα ξανά το συναίσθημα της ανάγνωσης ενός βιβλίου του Φρις, το παγωμένο ηφαίστειο που, ανά πάσα στιγμή και χωρίς προειδοποίηση, είναι έτοιμο να εκραγεί, ο τρόπος με τον οποίο ένα ορθολογικό μυαλό αντιμετωπίζει την ύπαρξη, που αποφεύγει να αναζητήσει αιτιοκρατικές σχέσεις, υποταγμένο και κρυφά ευγνώμων στην τυχαιότητα και την αδυναμία εξήγησης.

Παρελκόμενο της ανάγνωσης του Homo Faber: ποτέ ξανά η διαδρομή Κόρινθος Αθήνα δεν είναι όπως συνήθιζε να είναι πριν.

Και αν το νήμα για τη Μπάχμαν ήταν μέρος της βιογραφίας του Φρις, εκείνο για τον Χάντκε ήταν ενδοκειμενικό. Με τα χρόνια είχα ξεχάσει διαβάζοντας ποιο βιβλίο του εντόπισα την αναφορά στην Αμέριμνη δυστυχία, ήταν εδώ, στη σελίδα 156, «Δεν λέω τίποτα· καμιά επίπληξη όταν παίρνει λάθος δρόμο: ORLY αντί για ORLEANS, δεν έγινε και καμιά καταστροφή, παράκαμψη μιας ώρας, μόνο που δεν φταίω εγώ γι' αυτό· αυτό την κάνει νευρική. Είμαι αποκαρδιωτικός, το ξέρω· κοιτάζω το τοπίο και δεν χρειάζεται να κατηγορήσω κανέναν· μιλάω (παραδείγματος χάριν) για τον Πέτερ Χάντκε, για το βιβλίο του ΑΜΕΡΙΜΝΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ, που μου έχει κάνει εντύπωση». Κάπως έτσι εγκατέλειψα πρόωρα εκείνο το καφέ που πια δεν υπάρχει για να κατεβώ τα σκαλιά του βιβλιοπωλείου, εξαντλημένο από τον εκδότη, απογοήτευση, διάλεξα ένα άλλο δικό του, Σύντομο γράμμα για ένα μεγάλο αποχαιρετισμό, το οποίο τελικά, παιχνίδια της τύχης, συνομιλούσε με το Μόντοκ, εγκαταλείποντας την ανατολική ακτή για την αμερικανική ενδοχώρα, η αφήγηση μιας αναζήτησης, το κυνήγι μιας τελευταίας ίσως ευκαιρίας για να μην καταρρεύσουν όλα.

Ο δρόμος της επιστροφής στο παρελθόν άνοιξε για τα καλά.

υγ. Για το Homo Faber περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Από το εργοστάσιο της ζάχαρης εδώ.

Μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου
Εκδόσεις Μελάνι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου