Κάποτε, τέτοια μπιζουδάκια, ήταν πολύ του γούστου μου, η δική μου ζώνη ασφάλειας όταν τα πράγματα ζόριζαν, η βιβλιοφιλική λογοτεχνία μου παρείχε το απαραίτητο καύσιμο για να συνεχίσω το ταξίδι, το απαραίτητο καρύκευμα ώστε να ανανεωθεί η αναγνωστική μου σχέση. Στην κορυφή αυτής της λογοτεχνίας θα τοποθετούσα τον απερίγραπτα βαρεμένο αναγνώστη Ενρίκε Βίλα-Μάτας με το πάθος για τη λογοτεχνία να ξεχειλίζει από παντού. Ακόμα, από καιρό σε καιρό, στο ιερό του καταφεύγω για προσκύνημα, μετάληψη και εξομολόγηση της αδυναμίας. Τι άλλο, σκέφτομαι, παρά μια μεταφυσική εμπειρία είναι η ανάγνωση, εκεί όπου άνθρωποι που δεν σε γνωρίζουν σου χαρίζουν τα απαραίτητα μπούνκερ ενάντια στον ζόφο; Ευαγγελιστές της είναι τύποι όπως ο Βίλα-Μάτας, το έργο τους είναι ένα απάγκιο από τη φορτούνα της ζωής, όταν η πίστη κλονίζεται.
Γιατί, όμως, κάποτε;
Η βιβλιοφιλική λογοτεχνία έχει πια γίνει ένα ευπώλητο είδος, μια συνισταμένη της λαίλαπας της αυτοβοήθειας που κατακλύζει τα ράφια. Υποείδος στο οποίο καταφεύγουν ευκαιριακοί γραφιάδες, επιχειρώντας να εκμεταλλευτούν την προαιώνια ανάγκη του ανθρώπου για αφηγήσεις και να τη συνδυάσουν με τον καταναλωτισμό, ενσωματώνοντάς την στο ευρύτερο πλαίσιο της ατομικής ευθύνης, δίπλα από συνταγές μαγειρικής, ασκήσεις γυμναστικής και παραψυχολογικές συμβουλές του τύπου πίστεψε σε σένα. Μου χάλασαν το απάγκιό μου και τους μισώ.
Και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό τον ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, εκεί που η συζήτηση για τη λογοτεχνία λειτουργεί ως γέφυρα όταν το μονοπάτι πλημμυρίζει. Σ' ένα ράφι έχω τα βιβλία αυτά, τις πρώτες βοήθειες για την ανασύσταση του πάθους, για τη σωτηρία της ευάλωτης μνήμης, κάποτε τα κατάφερα, τώρα γιατί φοβάμαι;
Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γεωργιανού Γκούραμ Ντοτσανασβίλι στην, ανανεωμένη αλλά όχι προδοτική της αρχικής αισθητικής, κίτρινη σειρά των εκδόσεων Loggia δύο φωνές ακούστηκαν ταυτόχρονα από το βάθος. Ένα λες και ένα όχι. Ένα λες να είναι αυτό ένα συμπλήρωμα για το ράφι των πρώτων βοηθειών και ένα όχι, δεν θα τσιμπήσω, δεν θα επιτρέψω σε έναν ακόμα δούρειο ίππο να διασχίσει τα τείχη. Ένα πρώτο θετικό σημάδι, μόλις έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου, ήταν το έτος έκδοσής του, 1973, μακριά από την πρόσφατη μόδα, η εμπιστοσύνη στον εκδοτικό οίκο, ακόμα ένα. Ήταν αρκετά. Είχα ανάγκη ένα βιβλίο για έναν άνθρωπο που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία. Σπάνια, ας είμαι ειλικρινής, δεν έχω μια τέτοια ανάγκη.
Το πάθος, σίγα την πρωτοτυπία, είναι απαραίτητο σε κάθε τι. Το πάθος είναι το πρώτο θύμα της απομάγευσης του κόσμου. Η διεκπεραίωση των πραγμάτων είναι η μάστιγα. Αυτό το πολύ στον τίτλο υποσχόταν πολλά, κυρίως πάθος.
Υποψιάζομαι μια παρανόηση. Η λογοτεχνία, η συζήτηση για τη λογοτεχνία, το πάθος για τη λογοτεχνία δεν είναι μια συνθήκη αναχώρησης από τον κόσμο αλλά ένας τρόπος διάσχισης του κόσμου αυτού. Δεν είναι ένα μπούνκερ απομόνωσης, προστασίας ναι, αλλά απομόνωσης όχι, η λογοτεχνία είναι όλα εκείνα τα συστήματα παρακολούθησης του έξω κόσμου, τα ραντάρ και οι κάμερες υψηλής ευκρίνειας με την οποία το μπούνκερ μέσα στα χρόνια εξοπλίζεται, ο κώδικας συνδιαλλαγής και επιβίωσης μέσα στον κόσμο αυτό. Δεν είναι ένα μπούνκερ μισανθρωπίας, αλλά το αντίθετό του, ένα καταφύγιο αγάπης και ελπίδας για τον κόσμο, μια αναγκαία περιχάραξη επιβίωσης και μάχης για κάτι καλύτερο. Ας γυρίσουμε το ρολόι κάποιους αιώνες πίσω όταν ο Πλάτωνας, μεταφέροντας τα λόγια του δασκάλου του, εξέφραζε τη βαθιά του εκτίμηση για τους ποιητές, αλλά, ταυτόχρονα, δήλωνε πως δεν θα γινόντουσαν δεκτοί στην πολιτεία, εκεί όπου η αρχή θα είχε, για το καλό και την ευδαιμονία του συνόλου, την αποκλειστική αφηγηματική εξουσία. Η λογοτεχνία, η καλή λογοτεχνία, και η συζήτηση γύρω από τη λογοτεχνία, η παθιασμένη συζήτηση γύρω από τη λογοτεχνία, αποτελούν σαφέστατα επαναστατικές πράξεις, απαραίτητες στον αγώνα ενάντια στη μονοσημία.
Η καλή λογοτεχνία, ισχυρίζομαι, ακολουθώντας ένα κιόλας χαραγμένο μονοπάτι, είναι πάντοτε, ακόμα και όταν φαινομενικά δεν είναι, βαθιά πολιτική, σε καμία των περιπτώσεων αναχωρητική.
Όλα τα παραπάνω μοιάζουν κάπως άσχετα με την ανάγνωση της νουβέλας Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία και όμως δεν είναι, είναι παρελκόμενά της.
Όλα ξεκίνησαν τη μέρα που με φώναξε ο προϊστάμενος και μου είπε: «Η επικείμενη εκ μέρους σας έρευνα θα πρέπει να φωτίσει όλες τις πτυχές της καθημερινής συμπεριφοράς των εργαζομένων, των κατοίκων του οικισμού μας, ενός οικισμού τύπου πόλης, και θα πρέπει επίσης να αναδείξει όλες εκείνες τις σταθερές που καθορίζουν τελικά τελικά τη συμπεριφορά και τη στάση των εργαζομένων σε σχέση με τις συνθήκες διαβίωσής τους».
Μια έρευνα, μια καταγραφή των ενδιαφερόντων των εργαζομένων/κατοίκων, κυρίως σε ό,τι είχε να κάνει με τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου τους, αλλά και του χαμένου, ανάμεσα σε αναμονές και μετακινήσεις. Μια έρευνα που θα επέτρεπε στη γραφειοκρατική αλυσίδα να ανιχνεύσει πιθανές ανωμαλίες, μια πλάγια δίοδος πρόσβασης σε πιθανή όχληση των υποκειμένων ενάντια στην ορισμένη ρουτίνα, μια αναζήτηση αντιφρονούντων στο καθεστώς, μαύρων προβάτων, εχθρών του συστήματος, μια φιλική και φαινομενικά αφελής προσέγγιση κατ' ιδίαν. Σήμερα μια αντίστοιχη έρευνα θα είχε στόχους οικονομικούς, διεύρυνση της αγοράς, εκμετάλλευση των αναγκών, μεγιστοποίηση του κέρδους. Τότε, εκεί, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, παρότι η μέθοδος κοινή.
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ένας απλός υπάλληλος, θα ακολουθήσει την εντολή του ανωτέρου του. Και όλα μοιάζουν απλά και αναμενόμενα μέχρι που θα συναντήσει τον άνθρωπο που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία. Εκεί θα τα βρει σκούρα. Καμία όχληση, κανένα παράπονο για τον χαμένο χρόνο, καμία κατήφεια, αλλά, αντίθετα, πάθος και αίσθηση πλήρους ελευθερίας, μια παλέτα φωτός σε ένα γκρίζο περιβάλλον.
Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία δεν αναλώνεται στη δήλωση του τίτλου, δεν είναι απλώς μια σειρά από μεζεδάκια λογοτεχνικής αγάπης, λίγο, ελάχιστα, αν σκάψει κανείς το έδαφος θα διακρίνει ρίζες που εκτείνονται βαθιά στο υπέδαφος. Ακολουθώντας μια παράδοση πολιτικής λογοτεχνίας που έπρεπε να μακιγιαριστεί συχνά με το παράλογο ώστε να διαφύγει του κινδύνου της λογοκρισίας, ο Ντοτσανσβίλι κατεβαίνει να παίξει στο γήπεδο του αντίπαλου, της εξουσίας και της γραφειοκρατίας, εκεί στήνει το σκηνικό του γλεντιού, στη γκρίζα ζώνη που η λογοκρισία αδυνατεί να κατανοήσει, στο λιβάδι ελευθερίας που η λογοτεχνία, μεταξύ άλλων, εφοδιάζει με το απαραίτητο νερό, εκεί που το μακρύ χέρι της εξουσίας αδυνατεί να φτάσει, ναι, στη φαντασία αναφέρομαι, και σε εκείνη την ακατανόητη για τον υπάλληλο, αλλά και τον προϊστάμενο, επικράτεια στην οποία ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία περνούσε τις μέρες του, ακριβώς κάτω από τη μύτη του συστήματος, σε έναν μη τόπο, τουλάχιστον σύμφωνα με τους κρατικούς γεωγράφους και τοπολόγους.
Πάντοτε στις ράγες της λογοτεχνικής παράδοσης στην οποία ανήκει η νουβέλα αυτή, το κωμικοτραγικό δεν απουσιάζει, ούτε το παιγνιώδες, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύεται γκροτέσκο ή αφελές, αλλά με επίγνωση της σημασίας του, για την επιβίωση και την ελπίδα. Αλλά, και επειδή η καλή λογοτεχνία είναι ατρόμητη, δεν μπορεί να μου φύγει από τον νου μια προκλητική αυτοϋπονόμευση του συγγραφέα προς τον ίδιο του τον εαυτό, τη νουβέλα του, αλλά και εν γένει προς τη λογοτεχνία στο σύνολό της, γιατί οι άνθρωποι που αγαπάμε τη λογοτεχνία πολύ, και παρ' όλες τις μαγικές ιδιότητες που της αποδίδουμε, απαραίτητες και σωτήριες για τη ζωή μας ολάκερη, δεν μας διαφεύγει πως η πολυσημία, που γυρεύουμε και η λογοτεχνία μας προσφέρει απλόχερα, δεν την καθιστά κολυμβήθρα του Σιλωάμ, που εξαγνίζει ή θεραπεύει το κακό σε όποιον βουτά σε αυτή. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουμε έναν Γεωργιανό που πολύ αγαπούσε τη λογοτεχνία, όχι;
Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία θα πάρει επάξια θέση στο ράφι με τις πρώτες βοήθειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου