Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Άγνωστες λέξεις - Σοφία Αυγερινού

Στις αρχές της χρονιάς κυκλοφόρησε η νουβέλα της Σοφίας Αυγερινού, Άγνωστες λέξεις, από τις εκδόσεις Πόλις. Η αλήθεια είναι πως δεν γνώριζα τη συγγραφική πλευρά της Αυγερινού παρά μόνο τη μεταφραστική· Μπροχ, Ντοστογιέφσκι και Μπέρνχαρντ, μεταξύ άλλων. Σκέφτομαι πως μετά το πέρας των Χριστουγέννων, της κορύφωσης μιας περιόδου έντονης κινητικότητας στον χώρο του βιβλίου, εκεί, κάπου τον Φλεβάρη, ίσως μια έκδοση να καταφέρει να τραβήξει το βλέμμα, να μην χαθεί στις ντάνες με τις νέες εκδόσεις, να διαβαστεί και να σχολιαστεί, και ίσως, αν το βιβλίο είναι καλό, σύντομα να ξεφύγει από το πρώτο δίχτυ υποδοχής και να ανοιχτεί σε πιο μεγάλες θάλασσες. Βέβαια, ταυτόχρονα, μετά από τόσα χρόνια πέριξ των εκδοτικών και αναγνωστικών πραγμάτων, δυσκολεύομαι να αποτινάξω ορθολογικά από πάνω μου τον μεταφυσικό νόμο στον οποίο η μοίρα κάθε βιβλίου μοιάζει να υπόκειται, καλά βιβλία που δεν γνωρίζουν τους αναγνώστες που τους αξίζουν, μέτρια βιβλία που θριαμβεύουν, κακά βιβλία με τα οποία αρκετοί ασχολούνται, έστω και για να πουν ακριβώς αυτό, πως πρόκειται για κακά βιβλία.

«Εκείνο τον καιρό άρχισε να κολλάει χαρτάκια στο ψυγείο, χαρτάκια μικρά, κίτρινα, με λέξεις λανθασμένες, όπως φώσπορος ή ανασκαλοπίζω. Έλεγε όμως διαρκώς, μου είπαν, καθώς έγραφε τα χαρτάκια του, ότι δεν ήταν αυτή η σωστή λέξη, ούτε η άλλη, δηλαδή υπονοούσε πως υπήρχε κάποια άλλη λέξη που έπρεπε να σημειώσει, αλλά κανείς δεν ήξερε γιατί δεν τη σημείωνε ή, τέλος πάντων, αν υποθέσουμε ότι θα την έβρισκε, τι σκόπευε να την κάνει. Γιατί, βέβαια, λέξεις κολλημένες στην πόρτα του ψυγείου, σ' ένα σπίτι όπου οι δύο υπόλοιποι ένοικοι είναι εκ γενετής τυφλοί, δεν έχουν καμία προφανή σκοπιμότητα. Εγώ τα είδα τα χαρτάκια μια Πέμπτη που πήγα να καθαρίσω, όπως κάθε βδομάδα —τις Πέμπτες είμαι πάντα απογευματινή. Είχα υποσχεθεί στον θείο και τη θεία ότι θα πήγαινα απαρέγκλιτα και όχι, ας πούμε, μια Πέμπτη και μια Τετάρτη ή Παρασκευή, ή και καθόλου, επειδή κάτι απρόοπτο έτυχε ή επειδή ήμουν πολύ κουρασμένη. Πολύ κουρασμένη ήμουν, δεν το συζητώ, αλλά πήγαινα όπως τους είχα πει, κάθε Πέμπτη χωρίς εξαίρεση».

Η Αυγερινού από τις πρώτες γραμμές της αφήγησης ανοίγει τα περισσότερα από τα χαρτιά της, δίνει μέσες άκρες μια ευσύνοπτη περίληψη της ιστορίας που αναθέτει στην πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια να καταθέσει. Ο ξάδερφός της, με τον οποίον πέρασαν αρκετά καλοκαίρια παίζοντας δίπλα στη θάλασσα, πριν τα πράγματα αλλάξουν και ο πατέρας της εγκαταλείψει τη λογιστική για να γίνει ποιητής, ζει με τους τυφλούς γονείς του. Μια μέρα αρχίζει να κολλάει, στην αρχή κίτρινα, μετά και άλλων χρωμάτων, χαρτάκια, πρώτα στο ψυγείο, ύστερα παντού, με λέξεις λανθασμένες, επαναλαμβάνοντας με εμμονή πως αυτή ή η άλλη δεν ήταν η σωστή λέξη, εκείνη που μετά μανίας έψαχνε, άγνωστο γιατί.

Εκτός από τη ραχοκοκκαλιά της υπόθεσης, εξ αρχής θέτεται και η ατμόσφαιρα, σκοτεινή και ασφυκτική, καφκική και υπερρεαλιστική, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η αφηγήτρια που κάθε Πέμπτη, απαρέγκλιτα, επισκέπτεται, όπως είχε υποσχεθεί, το σπίτι των θείων της ώστε να καθαρίσει. Μια στενοχωρία προσμένει τον αναγνώστη, ένα πυκνό υφαντό που τον εγκλωβίζει άμεσα. Το αφηγηματικό ύφος, το νεύρο με το οποίο η αφηγήτρια εξιστορεί τα πράγματα, εκκινώντας από εκείνον τον καιρό που τα χαρτάκια άρχισαν να εμφανίζονται στην πόρτα του ψυγείου, εκεί που συνήθως βρίσκονται μαγνητάκια ενθύμια από ταξίδια, φωτογραφίες, προγράμματα δίαιτας, απλήρωτοι λογαριασμοί και σημειώσεις, στην περίπτωση αυτή χαρτάκια με λέξεις, απόπειρες για την εύρεση εκείνης της μίας, της σωστής.

Το παράλογο σχηματίζεται επί ενός ρεαλιστικού πατρόν, τα υφάδια τοποθετούνται εδώ και εκεί, συστηματικά και με τη μέγιστη συγγραφική προσοχή, αναδεικνύοντας σελίδα τη σελίδα νέες προοπτικές, όχι απαραίτητα στην κατεύθυνση της διαλεύκανσης του «μυστηρίου» με τα κίτρινα χαρτάκια, αυτό ποσώς μοιάζει να είναι εντός των συγγραφικών προθέσεων, όχι τουλάχιστον σ' ένα απλοϊκό και επιφανειακό επίπεδο του τι έγινε μετά, του γιατί και του πώς. Η Αυγερινού, μοιάζει να το κάνει συνειδητά και προγραμματισμένα, απλώνει δύο παράλληλες και διακριτές υποδόριες στρώσεις, εκείνη της γραφής, είτε ευθέως είτε μέσω της παραβολής, και εκείνη του παρελθόντος που βαραίνει και καθορίζει τα ερχόμενα. Και το κάνει αυτό όχι για να συσκοτίσει τα πράγματα αλλά, αντίθετα, για να διανοίξει τις αναγνωστικές διεξόδους, αρνούμενη να πει απλώς μια λοξή ιστορία, αρνούμενη να υποταχθεί πλήρως στο εύρημα με τα χαρτάκια, που λίγα μόνο βήματα, και αυτά άχαρα, θα της επέτρεπε να κάνει.

Όσο μικρότερη η φόρμα, τόσο σημαντικότερη καθίσταται η πύκνωση, κάθε μία λέξη να μετράει και τίποτα να μην περισσεύει, δεν υπάρχει εδώ χώρος για το περιττό, το όμορφο πλην όμως αχρείαστο. Και η Αυγερινού καταφέρνει την πύκνωση αυτή, παρότι επιτρέπει στην αφηγήτριά της να προβεί σε παρεκβάσεις στο παρελθόν, αλλά και να προσθέσει σκέψεις και συναισθήματα επί της εν εξελίξει ιστορίας, παρεκκλίσεις που ενισχύουν και δεν βαρυφορτώνουν την ιστορία, ακόμα και να χάσει κάποιες στιγμές τον έλεγχο και έτσι να αποκτήσει καίρια και καθοριστική συμμετοχή στα πεπραγμένα πέραν της απλής παρατήρησης, υλοποιώντας τις παραπάνω παρατηρήσεις περί διεύρυνσης ενός κατά φύση ερμητικού σκηνικού, διερευνώντας, μεταξύ άλλων, τα όρια της λογικής και της ψυχικής υγείας, θέτοντας εν αμφιβόλω την ίδια την αφηγηματική αξιοπιστία και αφήνοντας ανοιχτό σε υποκειμενική αναγνωστική ερμηνεία και εν πολλοίς αναπάντητο το ερώτημα για την κινητήριο δύναμη που, ας βάλω εισαγωγικά, την «αναγκάζει» ή την «ωθεί» εξ αρχής στην αφήγηση, απάντηση που θα μας επέτρεπε να διακρίνουμε καθαρά και με σαφήνεια τις αφηγηματικές και εν συνεχεία τις συγγραφικές προθέσεις, οδηγώντας σε μία αναπόφευκτη απομάγευση, εκεί όπου όλα είναι φανερά και εξηγήσιμα, διόλου λογοτεχνικά, δηλαδή.

Η Αυγερινού πετυχαίνει να χαρίσει στη νουβέλα της μια αυτονομία, χωρίς να της στερεί μέσω μιας βιασμένης συσκότισης την απόλαυση καθιστώντας την προβληματική. Συνδυάζει δύο αρετές, σχετικά σπάνιες στην εγχώρια λογοτεχνία: το πρωτότυπο θέμα, τουλάχιστον ως σημείο εκκίνησης, απομακρυσμένο από τις γνώριμες πηγές άντλησης, και τη χρήση της γλώσσας. Και αν η πρωτοτυπία του θέματος μπορεί να αναζητηθεί χωρίς ιδιαίτερες θυσίες και στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, η χρήση της γλώσσας καθιστά τις Άγνωστες λέξεις ένα σημαντικό ανάγνωσμα, ένα επίτευγμα για τους έχοντες μητρική γλώσσα την ελληνική.

Διέκρινα μια εκλεκτική συγγένεια με το Λίγα λόγια για μένα της Καλλιρρόης Παρούση, για το οποίο περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ. Επίσης, κοιτάζοντας τη μεταφραστική εργογραφία της Αυγερινού, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς ποια είναι η λογοτεχνία που της αρέσει, ποιες είναι οι αναφορές και οι πηγές της ως συγγραφέα.

Εκδόσεις Πόλις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου