«Ένα πέσιμο δεν είναι βέβαια κάτι τραγικό, αλλά να προσγειώνεται κανείς σ' αυτή την πόλη με το κεφάλι μισό μέτρο πάνω από το κράσπεδο και με τα χέρια ανοιγμένα σαν φτερά πουλιού δεν είναι και το πιο συνηθισμένο».
Έτσι ξεκινάει η νουβέλα της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου, Sha la la, με τον Χ.Π. να επιστρέφει στη γενέθλια πόλη, χρόνια μετά, με ένα ντοσιέ γεμάτο από έγγραφα σχετικά με την πώληση της πατρικής εστίας, η οποία μετά τον θάνατο των γονιών του απέμεινε έρημη και έρμαιο στον χρόνο και τη φθορά του, χρήσιμη μόνο ως ένα ανέλπιστο οικονομικό όφελος, τελευταίος πιθανά και ευκταία συσχετισμός με την πόλη εκείνη. Ο παντογνώστης αφηγητής εκκινά από το χρονικό σημείο μηδέν, από τη στιγμή που ο ήρωάς μας πάτησε με τον τρόπο του το έδαφος της ανώνυμης, μεθόριας πόλης κάπου στη Βόρεια Ελλάδα.
Θέμα ιδιαίτερα δημοφιλές λογοτεχνικά, η επιστροφή στον τόπο της νεαρής ηλικίας, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο εγκαταλείφθηκε, ίσως χωρίς πλήρη συνείδηση πως η φυγή αυτή θα αποδεικνυόταν απόφαση οριστική και τελεσίδικη, ωστόσο συνέβη. Η επιστροφή εν γένει στην επικράτεια της παιδική ηλικίας αποτελεί κοινό τόπο, εκτός της λογοτεχνίας, και της ψυχοθεραπείας, εκεί αναμένουν οι ειδικοί, περισσότερο από τον ίδιο τον θεραπευόμενο, να βρεθεί το πασπαρτού που θα μπορέσει να ξεκλειδώσει ή να διπλοκλειδώσει το κουτί της Πανδώρας, απαντώντας ή όχι, διασαφηνίζοντας ή όχι, απλοποιώντας ή όχι διάφορες εξισώσεις της ενήλικης ζωής.
Ταξίδι γνώριμο σε πολλούς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συντεταγμένα ή άναρχα, ανακτημένο λάφυρο της λήθης ή περιβόλι γεμάτο ρόδα και αγκάθια γύρω από την τρύπα που το πτηνό μας εγώ χώνει το κεφάλι του, η επιστροφή στην παιδική ηλικία, ενίοτε δεν είναι απλώς μια μεταφορά αλλά ένα πραγματικό ταξίδι, ένας τρομακτικός σταθμός λεωφορείων, η πρόσκαιρη στάση ενός τρένου, το αγκυροβόλι ενός πλοίου, ο διάδρομος προσγείωσης ενός αεροπλάνου, το πρώτο φανάρι μετά την έξοδο από την εθνική οδό. Αυτή η επιστροφή συνήθως δίνεται ως μια ιστορία ενηλικίωσης, μια βουτιά στο παρελθόν εκ του οποίου θα αντληθούν στοιχεία της ενήλικης εκδοχής, αιτιοκρατία και τυχαιότητα, τραύματα και βιώματα, πρώτοι έρωτες, φίλοι και γονεϊκή φροντίδα ή η απουσία τους, ή η τερατομορφία τους, σπανιότερα, ωστόσο, όπως στην περίπτωση του Χ.Π., η επιστροφή αυτή συντελείται και εκτείνεται σε πραγματικό χωροχρόνο στο εκεί και το τώρα.
Και ποια η πιο κατάλληλη διαδρομή επιστροφής στη γενέθλια πόλη παρά εκείνη του τρομακτικού λαβυρίνθου της γραφειοκρατίας, ο φάκελος υπό μάλης γεμάτος από έγγραφα, στην πλειοψηφία τους ακατανόητα μάλλον, η αναζήτηση του συμβολαιογράφου που θα ξέρει, ελπίζει ο Χ.Π. αφού τον βρει, τι να τα κάνει, να ολοκληρωθεί η διαδικασία πώλησης, στο επόμενο δρομολόγιο να επιβιβαστεί και να επιστρέψει. Αλήθεια, προς τα πού γίνεται η επιστροφή, προς τα παιδικά ή προς τα ενήλικα χρόνια, ποιο είναι το σημείο αναχώρησης και ποιο το αντίστοιχο άφιξης, πού πηγαίνει και από πού έρχεται ο Χ.Π.; Ανάμεσα σε τοπόσημα γνώριμα, σημεία παιχνιδιού και σχόλης, αλλά και σε άλλα που υπέκυψαν στον χρόνο, εγκαταλείφθηκαν για να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο, ο ήρωάς μας χωρίς ιδιαίτερη πυγμή και αποφασιστικότητα προσπαθεί να προσανατολιστεί, ως προς τι, βέβαια, είναι ένα ακόμα ερώτημα.
Η Παναγιωτοπούλου στο πρωτόλειο έργο της προσφεύγει στην πύκνωση, μια παράγραφος ενιαία όλη η νουβέλα είναι, χωρίς να απλώνει τα πλοκάμια της ιστορίας, χωρίς να καταφεύγει σε αναλήψεις από το παρελθόν μήτε να εγκιβωτίζει περαιτέρω υποϊστορίες, με κάτι που θυμίζει κάπως αόριστα Μπέρνχαρντ, ίσως εξαιτίας των επαναλήψεων και των διαφόρων μικροσημείων περιστροφής. Προσθέτει έναν μέλλοντα χρόνο, όταν ο ήρωάς μας αφηγήθηκε κάποια από αυτά τα περιστατικά σε κάποιον ή κάποιους ανώνυμους δέκτες και με τον τρόπο αυτό σπάει την αυστηρά τριτοπρόσωπη αφήγηση, μέσα από τον ευθύ λόγο όσων εκείνος αργότερα αφηγήθηκε. Αυτό, εν συνεχεία της πύκνωσης, είναι το κυρίως αφηγηματικό στυλ της συγγραφέα, που δείχνει μια φιλοδοξία να πει με τον τρόπο της μια εν πολλοίς γνώριμη ιστορία, φιλοδοξία που αποδεικνύεται λειτουργική και ικανή να επιτείνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον πέρα και έξω από το αποκλειστικό μονοπάτι της αφήγησης των γεγονότων, πέρα από το τι έγινε αλλά πώς έγινε ή, ίσως καλύτερα, πώς αυτό που έγινε έγινε αφήγηση.
Με τον τρόπο του πρωτότυπο είναι και το πώς ο αφηγητής συστήνει τα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής με τα οποία διασταυρώνεται η πορεία του ήρωα, δίνοντας μας εντός αγκυλών τα στοιχεία ταυτότητας, έτος γέννησης, σπουδές και επάγγελμα, ένα άκρως συνοπτικό βιογραφικό, όπως θα δινόταν σ' ένα θεατρικό κείμενο η διανομή των ρόλων. Η Παναγιωτοπούλου διαθέτει μια ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη αλλά ταυτόχρονα ατομική, αφηγηματική φωνή η οποία αποτελεί το νήμα που ακολουθεί ο Χ.Π. στην περιδιάβασή του στην ανώνυμη πόλη.
Ολιγοσέλιδη, η νουβέλα της πρωτοεμφανιζόμενης Παναγιωτοπούλου διαθέτει μια γοητεία, παρότι σε σημεία κάπως αμήχανη. Θα μπορούσε να έχει πει την ίδια ιστορία με διαφορετικό τρόπο; Ναι, θα μπορούσε, να κινηθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια και μικρότερο ρίσκο. Δεν μπορώ να ξέρω γιατί επέλεξε αυτό το μονοπάτι. Αν δηλαδή το σημείο εκκίνησης ήταν μια ήδη διαμορφωμένη αφηγηματική φωνή, ένας μονόδρομος αφήγησης, ή αν προϋπήρξε μια σκέψη περί επιθυμίας διαφοροποίησης. Δεν έχει και τόση σημασία ωστόσο, η φιλοδοξία είναι διακριτή και παρούσα, το Sha la la είναι μια νουβέλα που δοκιμάζει να υπαινιχθεί παρά να φανερώσει, που δεν στοχεύει και δεν χρησιμοποιεί το συναίσθημα ως σκευή για την κατασκευή και τη μετέπειτα αναγνωστική πρόσληψη, δεν ασχολείται με δίπολα, δεν γυρεύει απαντήσεις συγκεκριμένες αλλά μάλλον αχρείαστες. Ούτε ωστόσο παραδίδεται με τα χέρια ψηλά στην ατμοσφαιρικότητα που η αφηγηματική φωνή διαχέει στην περιδιάβαση του Χ.Π., ενώ χρησιμοποιεί το παίγνιο ως αντίβαρο μιας κάπως μίζερης επιστροφής, εξ αρχής εξοστρακισμένης από το συναίσθημα και παραδομένης στις δαγκάνες της γραφειοκρατίας και των απλών αποφάσεων κάποιου που νιώθει ξένος στον τόπο και στις πράξεις που απαιτούνται από μεριάς του.
Και κάπου εκεί, σε μια γραφειοκρατική και με υποσχέσεις οικονομικού ανταλλάγματος επιστροφή, κάποιες χαραμάδες είναι ικανές να επιτρέψουν στο συναίσθημα να εισέλθει, πλαγίως και χωρίς βιάση. Σε εκείνες τις χαραμάδες, ευρισκόμενες κατά τόπους στη συνδεσμολογία των δοκών, ως ένα βαθμό αδιόρατες και σίγουρα όχι σκόπιμα ακάλυπτες, ο αναγνώστης πιθανόν να βρει κάτι δικό του, κάτι ίσως απροσδιόριστο και συγκεχυμένο, μια υποψία συναισθήματος, μια ελάχιστη εγκοπή που, ποιος ξέρει, ίσως και να ξηλώσει μέρος ή ολόκληρο το περιτύλιγμα της δικής του μελλοντικής επιστροφής σ' εκείνα τα μέρη, τα κάποτε γνώριμα και οικεία.
Ένα διακριτό πρώτο βήμα είναι το Sha la la, ο χρόνος θα δείξει περισσότερα, το όνομα της Παναγιωτοπούλου σημειώθηκε για μελλοντική παρακολούθηση.
Εκδόσεις Loggia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου