Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

Στάχτη στο στόμα - Brenda Navarro

Βάζω να παίζει στο βάθος μουσική. Vampire Weekend, που ο Ντιέγο, ο αδερφός της αφηγήτριας, άκουγε εμμονικά. Τραγούδι εκκίνησης το Sympathy, με τον στίχο: I think I take myself too serius, it's not that serius. Ύστερα αντιγράφω τις πρώτες τρεις γραμμές: «Δεν το είδα, αλλά είναι σαν να το είδα, επειδή το έχω να μου σφυροκοπάει το μυαλό, να μη μ' αφήνει να κοιμηθώ. Η ίδια πάντα εικόνα: ο Ντιέγο να πέφτει και ο ήχος του κορμιού του που τσακίζεται στο έδαφος».

Η Ναβάρο, μέσω της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριάς της, δεν χάνει χρόνο σε εισαγωγές, σε χωροχρονικές ξεναγήσεις, σε εισαγωγή των προσώπων του δράματος σταδιακά στη σκηνή, δεν καταφεύγει σε μια χρονικά γραμμική ανάληψη από το παρελθόν, πριν ο Ντιέγο αυτοκτονήσει τελικά, πριν βρεθούν με την αδερφή του στην Ισπανία, ακολουθώντας εννιά χρόνια μετά τη μητέρα τους, που πρώτη εγκατέλειψε το Μεξικό, γυρεύοντας κάτι καλύτερο, ούτε επιθυμεί να παίξει το χαρτί της ανατροπής που θα ξάφνιαζε τον αναγνώστη και θα επενεργούσε με τρόπο διαφορετικό στο θυμικό του, επιτρέποντας στην ιστορία συνολικά να λειτουργήσει με τρόπο διαφορετικό, όχι, τίποτα από αυτά, από την πρώτη κιόλας γραμμή η αυτοκτονία του Ντιέγο αποτελεί γεγονός, ένας εφιάλτης που στοιχειώνει την αδερφή του, δεν την αφήνει να κοιμηθεί, δεν την εγκαταλείπει, δεσμεύει τη σκέψη και τη μνήμη της γύρω από εκείνη τη βουτιά στο κενό, τι προηγήθηκε, πώς ο Ντιέγο βρέθηκε για λίγα δευτερόλεπτα να αιωρείται στο κενό πριν το σώμα του συντριβεί στο κράσπεδο στον περίβολο της πολυκατοικίας.

Τρία χρόνια πριν, διάβασα τα Άδεια σπίτια, το πρώτο μυθιστόρημα της Ναβάρο, μια παράλληλη διπλή αφήγηση δύο γυναικών, που η μία έχασε το παιδί της που έπεσε θύμα απαγωγής, και η άλλη βρέθηκε με ένα παιδί. Η φράση «μου άρεσε» για βιβλία όπως εκείνο αλλά και αυτό στέκει αμήχανη ως απάντηση στην ερώτηση «πώς σου φάνηκε το βιβλίο αυτό;», τι μπορεί να σου άρεσε πέρα από μια φιλολογική προσέγγιση γεμάτη από τεχνικές αρετές για τον τρόπο με τον οποίο οργάνωσε και υλοποίησε την κατασκευή η συγγραφέας και ακολούθως διαχειρίστηκε τα πρόσωπα και την ιστορία, το συναίσθημα στην αφηγηματική φωνή, το νεύρο και την ανάγκη να ειπωθεί η ιστορία, και τέλος, πάντα σημαντικό για μένα, το αν διέκρινα μια βεβιασμένη απόπειρα εκβιασμού του συναισθήματος, αυτά ναι, μπορεί να μου άρεσαν ή να τα βρήκα του γούστου μου ή να κούμπωσαν με την αναγνωστική μου ανάγκη, αλλά διαφορετικά, πέρα από αυτά τα κάπως τεχνικά και θεωρητικά, το «μου άρεσε» δεν μπορεί να σταθεί, σαν τι να μου άρεσε από αυτόν τον διάχυτο ζόφο.

Ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία συνήθως εμπεριέχει πόνο και δυστυχία, εκτός και αν πρόκειται για τον ρεαλισμό των προνομιούχων, που και εκεί εντοπίζεται πόνος και δυστυχία, το προνόμιο, ωστόσο, λειτουργεί καταλυτικά ως μια τάφρος. Πάρτε για παράδειγμα τον ρεαλισμό στα έργα του Ουελμπέκ, οι ήρωες τους πάσχουν από δυστυχία και συναφή δυσβάσταχτα συναισθήματα, διαθέτουν όμως προνόμια που δημιουργούν μια διχοτόμηση εντός της ενσυναίσθησης, κατανόηση της δυστυχίας από τη μια, απουσία διάθεσης να τους συντρέξεις από την άλλη, αφού έχουν τη δυνατότητα να βρουν ή έστω να αναζητήσουν με βοήθεια την έξοδο από τον σκοτεινό λαβύρινθο.

Οι περισσότερες γυναίκες στο Στάχτη στο στόμα, όλες φτωχές, κάποιες μετανάστριες, αναγκάζονται να ζουν εσωτερικές σε σπίτια φροντίζοντας γέρους ανθρώπους, εγκαταλελειμμένους από τις οικογένειές τους, επάγγελμα των ύστερων χρόνων, απ' όταν η οικογένεια έπαψε να ζει με όλες τις γενιές κάτω από την ίδια στέγη, επάγγελμα ιδιαιτέρως χαμηλά στην πυραμίδα της μισθωτής εργασίας, χωρίς διάκριση χρόνου μεταξύ της εργασίας και της προσωπικής ζωής, ίσως με ένα ρεπό την εβδομάδα, κάποιων ωρών, μια γυναίκα που θυσιάζεται για να μπορεί να στέλνει χρήματα στην οικογένειά της, αυτό και μια τηλεφωνική επικοινωνία είναι οι μόνοι ορατοί δεσμοί εκείνης και της οικογένειάς της, συχνά εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, σε μια άλλη ζωή. Δεν είναι, σίγουρα δεν είναι, οι μόνες κοινωνικά αόρατες, μια ακόμα δουλειά που η πλειοψηφία αποστρέφει το βλέμμα, κάνοντας πως δεν βλέπει, συζητώντας μόνο για το δυσβάσταχτο ύψος του μηνιαίου αντιτίμου, που ωστόσο αν διαιρεθεί με βάση τις ώρες απασχόλησης το πηλίκο θα είναι σιχαμερά χαμηλό, σχεδόν ανύπαρκτο, ισχυρίζονται πως τα έχουν όλα, ένα σπίτι να κοιμούνται, λογαριασμούς πληρωμένους, φαγητό επίσης, λες και μιλάνε για κάποιον σε διακοπές, εκνευρίζονται όταν εκείνες φεύγουν μην αντέχοντας πια ή έχοντας βρει κάτι άλλο που μοιάζει πιο θελκτικό, χρησιμοποιούν, μάλιστα, έναν χαρακτηρισμό που ευδοκιμεί στους κύκλους του προνομίου, αχάριστη, την αποκαλούν, που εκείνοι τόσα της έδωσαν και εκείνη δεν τα εκτίμησε. Νομίζω καταλαβαινόμαστε, σωστά;

Ας είμαι ειλικρινής. Δεν μπορώ να φανταστώ ούτε πώς είναι μια τέτοια ζωή, όπως αυτή των γυναικών του Στάχτη στο στόμα, η διαρκής αγωνία για επιβίωση, ούτε πώς είναι να αυτοκτονεί ο αδερφός σου, πώς μοιάζει αυτή η διαρκής κραυγή υπενθύμισης πως κάτι θα μπορούσες να έχεις κάνει γι' αυτό. Δεν μπορώ οπότε να είμαι «αντικειμενικός» κριτής της πιστότητας του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας στους χαρακτήρες και στο συναίσθημά τους, διαβάζω (και) το βιβλίο αυτό υπό το πρίσμα του προνομίου μου και των όσων αυτό σέρνει ξοπίσω του. Εν γνώση μου ξέρω πως αυτή η απόσταση της ενοχής ίσως διαβάλλει τα όποια αμιγώς λογοτεχνικά κριτήρια διαθέτω, πως ίσως η λύπηση, και όχι η ενσυναίσθηση, να παραμορφώνει την εικόνα. Και αυτό το συναίσθημα, η λύπηση, είναι εδώ ένα διακύβευμα, ίσως το κυρίαρχο, μια παντελώς παθητική διεργασία, ένα αχ τις καημένες, τι κρίμα, πόσο άδικο, το οποίο συμπληρώνεται από ένα δυστυχώς έτσι είναι η ζωή και τι να κάνεις, σαν η φτώχεια και η αδικία να αποτελούν ένα φυσικό νόμο.

Και η δικαιολογία, απαραίτητη για την επιβίωση με ήσυχη τη συνείδησή μας, παίρνει διάφορες μορφές. Πιο συνήθης είναι εκείνη που αφήνει απέξω το δικό μας προνόμιο και βάλλει κατά εκείνου της δημιουργού, σκεφτόμαστε πως «εκμεταλλεύεται» μια αλλότρια δυστυχία, εκείνη των προσώπων του δράματος, την κατηγορούμε για όσα σκεφτόμαστε και μας χαλάνε τη σούπα της δικής μας γαματοσύνης, εκμεταλλεύεται, βγάζουμε και τα εισαγωγικά, την ανθρώπινη δυστυχία, καταφεύγει στο misery porn. Επικαλούμαστε, ακόμα ακόμα, την κυρίαρχη αφήγηση, εκείνη που για αιώνες όρισε το καλό και το κακό στη λογοτεχνία αλλά και στην αποτύπωση της ανθρώπινης φύσης μέσω αυτής, λέμε, και δεν ντρεπόμαστε, πως είναι υπερβολική, πως επιχειρεί να μας εκβιάσει και τα λοιπά και τα λοιπά, γενικά λέμε, λέμε πολλά. Γινόμαστε και κριτές ερευνητές, αμφισβητούμε το μέγεθος της επικρατούσας αδικίας, αλλοιώνουμε την κλίση της ανηφόρας που κάποιοι πρέπει να ανεβούν για να επιβιώσουν. Ακόμα πιο συχνά, αποστρέφουμε απλώς το βλέμμα, λέμε πως μια τέτοια λογοτεχνία (συχνά βάζουμε εισαγωγικά για έμφαση) δεν μας αφορά.

Η λογοτεχνία, επιμένω, ως αναγνωστική εμπειρία δεν είναι μονοδιάστατη, δεν διέπεται από μια αντικειμενικά ορισμένη ικανοποίηση φιλολογικών απαιτήσεων, η λογοτεχνία, ως αναγνωστική εμπειρία, αφορά άμεσα την εικόνα και τη θέση μας στον κόσμο, με κυρίαρχη εκείνη που διαφοροποιεί τους ανθρώπους γενικά, και όχι μόνο λογοτεχνικά, και έχει να κάνει με το αν γυρεύουμε (επιζητούμε, αγωνιούμε για) μια διαρκή επιβεβαίωση των βεβαιοτήτων με τις οποίες έχουμε οπλιστεί ή αν είμαστε διατεθειμένοι να αναμετρηθούμε με διαφορετικές εκφάνσεις, σκέψεις και ιδέες, που πιθανόν να μας ξεβολέψουν, ίσως και ανεπανόρθωτα, ίσως και οριστικά. Όλα τα παραπάνω μου μοιάζουν, ώρες-ώρες, κλισέ, η εμπειρία στον έξω κόσμο, ωστόσο, μάλλον επιβάλλει τη συχνή και πυκνή επανάληψή τους.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω ένα τεχνικής φύσεως χαρακτηριστικό στο βιβλίο της Ναβάρο, εκείνο σίγουρα θα ήταν η ικανότητά της να διατηρεί τον ρυθμό και την ένταση σε σταθερά υψηλά επίπεδα, χωρίς να χαλαρώνει και να κάνει κοιλιά. Ένα ακόμα θα ήταν η ικανότητά της να κειμενοποιήσει το αποπνικτικό αίσθημα του εγκλωβισμού στη συνθήκη της αφηγήτριας, εκεί που ο χρόνος κάθε άλλο παρά γραμμικά κυλά και οι σκέψεις αναδύονται άναρχα, κάτι που αποδεικνύεται καθοριστικό ως προς το αληθοφανές και επιτακτικό της αφηγηματικής φωνής. Το Στάχτη στο στόμα ξεχωρίζει ανάμεσα στους υπόλοιπους τίτλους των πολύ καλών εκδόσεων Carnívora και η μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη συμβάλλει ιδιαιτέρως σ' αυτό.

υγ. Για τα Άδεια σπίτια περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου