«Φίλε μου, πώς να πολεμήσω τη χίμαιρά μου;» αναρωτιέται ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής στην εναρκτήρια πρόταση, απευθυνόμενος στον ίδιο του τον εαυτό, επιχειρώντας ξανά να αναμετρηθεί με ένα γεγονός που συνέβη δεκαεπτά χρόνια πριν, όταν εκείνος ήταν δεκαεπτά χρονών και είχε μόλις τελειώσει την προτελευταία τάξη του λυκείου. Και πώς αλλιώς να αναμετρηθεί παρά μέσα από τη γραφή, αυτό είναι άλλωστε εκείνο που πάντοτε ήθελε να κάνει, εκείνο που ένιωθε πως ήταν προορισμένος να κάνει, αυτός ήταν ο ρόλος, του συγγραφέα, με τον οποίο φαντασιωνόταν πάντα, όταν η μοναξιά ήταν η δουλειά του, κάνοντας μακριούς περιπάτους και απαγγέλοντας στίχους, σ' εκείνη την κρίσιμη ηλικία, όταν το σώμα βροντοχτυπά την πόρτα της ύπαρξης γυρεύοντας την ικανοποίησή του, το μερτικό από το πνευματικό και το άυλο, το χειροπιαστό.
Πριν από τρία χρόνια μεταφράστηκε από τον Βίκτωρα Ιβάνοβιτς και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, στη σειρά Συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο, η Νοσταλγία, το σημαντικότερο ίσως έργο του Μιρτσέα Καρταρέσκου, γεννημένου το 1956 στο Βουκουρέστι. Ήταν η ευκαιρία για το εγχώριο λογοτεχνικό κοινό να έρθει σε επαφή με το έργο ενός ιδιαίτερου σύγχρονου δημιουργού σε μια εποχή που η ιδιαιτερότητα και το προσωπικό ύφος σπανίζουν, που τα περισσότερα βιβλία μοιάζουν να ακολουθούν κάποιους συγκεκριμένους κανόνες και παρόμοιες αφηγηματικές φωνές.
Σ' ένα από τα μέρη εκείνου του ιδιότυπα σπονδυλωτού μυθιστορήματος, τον Ρουλετίστα, ο αφηγητής συνοψίζει σε μια φράση τον τρόπο με τον οποίο ο Καρταρέσκου μοιάζει να αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία: «Σ' αυτόν εδώ τον κόσμο υφίσταται λοιπόν μια περιοχή όπου το αδύνατον
γίνεται δυνατό, συγκεκριμένα στον χώρο της μυθοπλασίας, δηλαδή της
λογοτεχνίας». Και αν υποψιαζόμαστε πως ο τρόπος με τον οποίο ένας γραφιάς υποδέχεται και ερμηνεύει τον τριγύρω κόσμο είναι λοξός και ιδιόχειρος, τότε με βεβαιότητα θα συμφωνούσαμε πως το ίδιο, ίσως και σε πιο ανόθευτο βαθμό, συμβαίνει σ' ένα παιδί. Αυτή η παραδοχή είναι που καθιστά ρεαλιστική την αφήγηση αυτή, απορροφώντας την όποια υπόνοια αντίστιξης.
Με το παραπάνω θέλω να πω πως ο υπερρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο οικοδομείται η μια όχθη της πραγματικότητας του αφηγητή, εκεί που τα υλικά μέρη ζωντανεύουν, το ζωικό βασίλειο γίνεται τρομακτικό, ο χρόνος συμπυκνώνεται για να πάρει φόρα και να εκτοξευθεί με υψηλή ταχύτητα προς το μέλλον, ο τρόπος με τον οποίο η μνήμη κατά ελεύθερη και δικής της βούληση συγκρατεί, παραποιεί και ξεχνά. Στην άλλη όχθη, βρίσκεται το σώμα και οι ορμές που εκπορεύονται από εκείνο, η σεξουαλική δίψα που ικανοποιεί προσωρινά το σώμα, αλλά δεν αρκεί, ίσως μόνο αν μετατραπεί σε αφηρημένο έρωτα, τότε ίσως μόνο να καταλαγιάσει έστω για μια στιγμή το πνεύμα.
Το Τραβεστί αποτελείται από δύο κύρια δίπολα. Από τη μια το προφανές, που η λέξη φέρει, ο άντρας που μεταμορφώνεται σε γυναίκα, ο Λούλου που στη σχολική εκδρομή θα ξεγελάσει τον Βίκτωρα, και εξ αυτού θα προκύψει η χίμαιρα που ακόμα, δεκαεπτά χρόνια μετά, θα συνεχίσει να βασανίζει τον αφηγητή. Από την άλλη, η αέναη πάλη, που ορισμένοι δοκιμάζουν χωρίς ποτέ να ησυχάσουν, πάλη ανάμεσα στις υψηλές κορυφές που το πνεύμα γυρεύει και την ικανοποίηση που το σώμα απαιτεί, το πεπερασμένο του χρόνου που ποτέ δεν είναι αρκετός, η απλοϊκότητα της πραγματικότητας που ποτέ δεν υψώνεται ισάξια της φαντασίας. Το δίπολο αυτό, λογοτεχνικά τουλάχιστον, ήταν ο Τόμας Μαν που το ενέταξε ως βασικό άξονα του έργου του, κυρίως στο Τόνιο Κρέγκερ.
Αναφέρθηκα παραπάνω στην ιδιαιτερότητα της γραφής του Ρουμάνου συγγραφέα. Αυτό, ωστόσο, σε καμία των περιπτώσεων δεν σημαίνει μια παρθενογένεση, στην τέχνη, κυρίως σ' αυτήν, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, όσο πίσω και αν πάει κανείς. Η παράδοση της κεντροευρωπαϊκής λογοτεχνίας, οι ιστορίες ενηλικίωσης, η πνευματική αναζήτηση, το βάρος της ύπαρξης και τα αναπόφευκτα, αμείλικτα και απαιτητικά στην απάντηση ερωτήματα που τη συνοδεύουν, οι θρύλοι και η παράδοση, η τοπική εκδοχή του μαγικού ρεαλισμού, η ανάγκη για ένα μπούνκερ καταφυγής από την έξω πραγματικότητα, ο υπερρεαλισμός, το παιγνιώδες και το σατιρικό. Είπαμε, στη λογοτεχνία το αδύνατον γίνεται δυνατό.
Το Τραβεστί, μια ιδιότυπη και αναστοχαστική ματιά σε μια ενηλικίωση, σ' εκείνη του ίδιου του αφηγητή της ιστορίας, μια απόπειρα κατανόησης και επούλωσης, με την ελπίδα πως ο παρελθών χρόνος θα έχει εξοπλίσει με τις κατάλληλες πολεμίστρες τη λογική, ένα καρναβαλικού, διονυσιακού αν προτιμάτε, ρυθμού μυθιστόρημα που διαπραγματεύεται υψηλές πνευματικές ιδέες, με έναν τρόπο μοναδικό, ενάντια στην όποια σοβαροφάνεια, αλλά με στέρεες βάσεις και λαδωμένους μηχανισμούς, που φέρνει στον νου του αναγνώστη έναν άλλο σημαντικό δημιουργό, τον Βίτολντ Γκομπρόβιτς, μια συγγένεια εκλεκτή.
(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 7.12.24 στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου