Το Σαν αέρας ήξερα πως θα ήταν ιδιαίτερα σκληρό συναισθηματικά, φοβόμουν τον εκβιασμό, ας μην κρύβομαι, ήταν ο κύριος λόγος που δεν το τραβούσα από τη στοίβα με τα προς ανάγνωση. Πια, έχει λήξει μέσα μου η διαμάχη υπέρ ή κατά της αυτομυθοπλασίας. Σ' ένα άλλο μυθιστόρημα, που πολύ μου άρεσε, βρισκόταν η απάντηση στον τίτλο του, αναφέρομαι στο Ας πούμε πως είμαι εγώ της Βερόνικα Ράιμο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Δώμα). Δεν είναι καμία πρωτοποριακή και πρωτότυπη σκέψη πως όταν εκκινούμε να αφηγηθούμε κάτι, ακόμα και αν αυτό όντως συνέβη, η αφήγηση περνά στην επικράτεια της μυθοπλασίας· μυθοπλαστικός είναι ο τρόπος της μνήμης. Άλλωστε, εμένα τουλάχιστον, ποτέ δεν με απασχόλησε αν μια ιστορία όντως συνέβη ή αν αποτέλεσε προϊόν φαντασίας, δεν έχω στο γραφείο μου μεγεθυντικό φακό ώστε να ελέγξω την ειλικρίνεια σε κάθε λεπτομέρεια, δεν το θέλω κιόλας, δεν με νοιάζει.
Συνοπτικά η πλοκή στο Σαν αέρας: Η Άντα Ντ'Άνταμο αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία της· η Ντάρια, η κόρη της, γεννήθηκε με αναπηρία, παρά το πλήθος των προγεννητικών εξετάσεων. Η ίδια διαγνώστηκε με καρκίνο κάποια χρόνια αργότερα. Λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση πως το βιβλίο της ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Στρέγκα, πέθανε, η βράβευση έγινε εκ των υστέρων.
Αυτά τα γνώριζα, γι' αυτό ήμουν βέβαιος για τη συναισθηματική σκληρότητα, γι' αυτό είχα λόγους να φοβάμαι τον εκβιασμό, τι να σου αρέσει σε μια τέτοια ιστορία, πώς, ταυτόχρονα, να μπορέσεις να την κρίνεις με κριτήρια αμιγώς λογοτεχνικά και όχι ανθρώπινα, της ενσυναίσθησης ή των καλών τρόπων, του φαίνεσθαι όπως και να 'χει.
Από τις πρώτες σελίδες, εξαιτίας της απεύθυνσης της Άντα στη Ντάρια, η σκέψη μου τριγυρνούσε στο Γράμμα σ' ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ της Φαλάτσι, βιβλίο που διάβασα αρκετά νωρίς στην αναγνωστική μου ζωή, βιβλίο που βρισκόταν στη μητρική βιβλιοθήκη και ο τίτλος του πυροδοτούσε υποσυνείδητα υπαρξιακά ερωτήματα, που εκ των υστέρων μόνο και από απόσταση αναδύονται στην επιφάνεια.
Η ολοένα και αυξανόμενη ιδιωτεία αναπόφευκτα επηρεάζει και τη λογοτεχνία. Διακρίνω και ακούω τη μομφή, τέτοια είναι η λογοτεχνία που έχουμε ανάγκη; Η ιδιωτεία του πομπού, ωστόσο, ενίοτε βρίσκει πατήματα στην ιδιωτεία του δέκτη, το κοινό έδαφος εκτείνεται, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης. Εδώ, στο κοινό αυτό έδαφος, γυρεύω, εκ των υστέρων συνήθως, την έλξη που μια προσωπική ιστορία μου γέννησε, προφανώς από τη στιγμή που υπήρξε λογοτεχνική ικανοποίηση, αλλιώς τίποτα από αυτά δεν θα έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία.
Ας πούμε εδώ, νιώθω το ερώτημα: γιατί σε μένα· να διατρέχει από άκρη σε άκρη την αφήγηση. Όσο ο κόσμος εξορθολογίζεται και η επιστήμη διαθέτει περισσότερες απαντήσεις, τόσο αυτό το ερώτημα με τον μεταφυσικό μανδύα ριγμένο στους ώμους εντείνεται, γιατί σ' εμένα; Οι στατιστικές πιθανότητες ένα παιδί να γεννηθεί με αναπηρία ολοένα και μειώνονται, κάθε μέρα η έρευνα και η πρόοδος ευθύνονται γι' αυτό, κι όμως ακόμα γεννιούνται παιδιά με κάποια αναπηρία, τόσες ελάχιστες, σχεδόν μηδενικές πιθανότητες στο εκατομμύριο, τόσα ελάχιστα, σχεδόν μηδενικά περιστατικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Όταν κάτι συμβαίνει σε εμάς, το ελάχιστο, σχεδόν μηδενικό ποσοστό της στατιστικής γίνεται αυτόματα εκατό τοις εκατό, τα νούμερα στέκουν παραπέρα, όχι μόνο άχρηστα, αλλά επιπλέον επιβαρυντικά στο ερώτημα: γιατί σ' εμένα;
Και δεν είναι εύκολο ή απλό να διαχειριστεί κανείς αυτό το γιατί σ' εμένα, ίσως μόνο αν η πίστη του σε μια ανώτερη δύναμη του επιβάλλει να το βουλώσει και να το αποδεχτεί ως σχέδιο του θεού που η ανθρώπινη νόηση αδυνατεί να το κατανοήσει και που ακόμα και η απόπειρα για κατανόηση φλερτάρει έντονα με την ύβρη.
Εκτός από το γιατί σ' εμένα, παρόν είναι και το γιατί σ' εσένα. Η Ντάρια γεννήθηκε έτσι, καταδικασμένη να υποφέρει, καταδικασμένη να μην μπορεί να επιβιώσει αυτόνομα. Τι θα γίνει αυτό το παιδί όταν οι γονείς του πεθάνουν; Επιπρόσθετο βάρος στους ώμους. Η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση έχει ένα διπλό σκοπό, να γυρέψει απαντήσεις στο γιατί σ' εμένα, να απολογηθεί στο γιατί σ' εσένα. Υποκειμενική υπόθεση συγγραφικών προθέσεων, προφανώς.
Αν επιχειρήσουμε να διακρίνουμε το γιατί έγινε αυτή η αφήγηση, νομίζω πως με βεβαιότητα θα βρεθούμε να συζητούμε εκτός πλαισίου, δικαιώματα και δικαιωματισμοί θα ακουστούν, ελευθερία της έκφρασης και δικτατορία της ελευθερίας της έκφρασης, επίσης. Ίσως, και εδώ, το πώς να είναι μια διαδρομή με πιο ενδιαφέρουσα θέα. Σκέφτομαι εμένα. Είμαστε, είπαμε, στην επικράτεια της ιδιωτείας. Όση ενσυναίσθηση και αν γεννηθεί από την αφήγηση της Άντα, άχρηστη θα είναι για εκείνη, και γιατί είναι πια νεκρή, εκτός όλων των άλλων.
Διαβάζοντας την ιστορία αυτή, με συναισθηματική δυσκολία στην αναπνοή, δεν ένιωσα πως επιχειρείται εκβιασμός, ούτε σύγκριση: κοίτα πόσο χάλια υπήρξε η δική μου ζωή, τι να μου πεις κι εσύ. Αυτό το τελευταίο ίσως να είναι η παγίδα, το καίριο ζητούμενο, ίσως η αναγνωστική ανωριμότητα που θεωρεί εαυτόν τον υπ' αριθμόν ένα δέκτη της κάθε αφήγησης. Η Άντα προφανέστατα δεν έγραψε το Σαν αέρας έχοντας εμένα κατά νου. Μη γελάτε, σας παρακαλώ.
Η ανάγνωση λογοτεχνίας, σε συνάθροιση με την ίδια τη ζωή, μας φέρνει αντιμέτωπους με τη δυστυχία, με σκληρές ιστορίες. Καθώς τα χιλιόμετρα κυλούν ολοένα και πιο δύσκολα εντυπωσιαζόμαστε, γινόμαστε σκληρόπετσοι. Το ξέρω, αυτή η σκέψη απέχει πολύ από τη σωτηρία μέσω της ανάγνωσης, υπονομεύει με βόμβες διασποράς το εσωτερικό του μπούνκερ που θα έπρεπε να μας προστατεύει από τον έξω κόσμο, τον σκληρό και ζοφερό κόσμο. Όμως αυτό συμβαίνει.
Θέλω να πω πως το περιεχόμενο της ιστορίας, τα δεινά της Άντα και της Ντάρια δηλαδή, με αφήνουν, όσο και αν με κάνει να νιώθω άσχημα που το παραδέχομαι, αδιάφορο. Θα προτιμούσα ίσως να μην ξέρω. Ταυτόχρονα ξέρω τόσα πολλά που αυτά τα δεινά είναι απλώς ακόμα μερικά στον σωρό. Και όμως (και) αυτό το βιβλίο υπήρξε σημαντικό. Ακόμα και για την επιβεβαίωση της σκληροπετσιάς μου, για την αδιαφορία μου, γιατί μόνο όταν σκεφτόμουν κάτι αντίστοιχα δικό μου γούρλωνα τα μάτια να το ρουφήξω. Η λογοτεχνία δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, μακάρι να ήταν τόσο απλό. Καθένας διαβάζει για τους δικούς του λόγους. Έτσι κι εγώ. Ένας από αυτούς είναι γιατί νιώθω πως με γνωρίζω καλύτερα. Κλισέ και αυτό, το ξέρω. Προτιμώ την έμμεση οδό της λογοτεχνίας από εκείνη την πιο άμεση του δοκιμίου. Η στιγμή που από το τίποτα, θαρρείς, θα ξεπηδήσει κάτι, είναι μοναδική.
Ο τρόπος της Άντα να δοκιμάσει να απαντήσει στο γιατί σ' εμένα, ερμητικά προσωπικός και επικεντρωμένος στην ιδιωτικότητα, δημιούργησε ένα εμβαδό που ένιωσα να το μοιράζομαι, καίτοι τίποτα αντίστοιχης σκληρότητας δεν μου έχει συμβεί, η σύγκριση, είπαμε παραπάνω, δεν ανήκει εδώ. Και ο τρόπος της, εκτός όλων των άλλων, περιέχει και διακειμενικές αναφορές, η Ερνό και η Ντιντιόν μεταξύ άλλων. Και αυτά τα διακειμενικά νήματα έρχονται να επιβεβαιώσουν τις παραπάνω σκέψεις μου, τον τρόπο που η ιδιωτεία του πομπού έρχεται και συναντά εκείνη του δέκτη, και όταν αυτό συμβαίνει με αρκετούς δέκτες τότε η ιδιωτεία του πομπού αποκτά έναν χαρακτήρα οικουμενικό, χωροχρονικά σύγχρονο. Και, παράδοξα ίσως, αυτό έχει περισσότερες πιθανότητες να συμβεί όσο μεγαλύτερη ιδιωτεία διαθέτει η αφήγηση. Γιατί είναι άλλο πράγμα ο ευαγγελισμός, η ντουντούκα της γνώσης μιας μεγάλης αλήθειας, αυτό ναι, καταλήγει να είναι ασύνδετη ιδιωτεία και απόπειρα επιβολής, όπως αυτή συναντάται στην πλειοψηφία των βιβλίων αυτοβοήθειας.
υγ. Για το Ας πούμε πως είμαι εγώ, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για το Μια γυναίκα, εδώ. Για το Η χρονιά της μαγικής σκέψης, εδώ.