Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Σαν αέρας - Ada D'Adamo

Το Σαν αέρας ήξερα πως θα ήταν ιδιαίτερα σκληρό συναισθηματικά, φοβόμουν τον εκβιασμό, ας μην κρύβομαι, ήταν ο κύριος λόγος που δεν το τραβούσα από τη στοίβα με τα προς ανάγνωση. Πια, έχει λήξει μέσα μου η διαμάχη υπέρ ή κατά της αυτομυθοπλασίας. Σ' ένα άλλο μυθιστόρημα, που πολύ μου άρεσε, βρισκόταν η απάντηση στον τίτλο του, αναφέρομαι στο Ας πούμε πως είμαι εγώ της Βερόνικα Ράιμο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Δώμα). Δεν είναι καμία πρωτοποριακή και πρωτότυπη σκέψη πως όταν εκκινούμε να αφηγηθούμε κάτι, ακόμα και αν αυτό όντως συνέβη, η αφήγηση περνά στην επικράτεια της μυθοπλασίας· μυθοπλαστικός είναι ο τρόπος της μνήμης. Άλλωστε, εμένα τουλάχιστον, ποτέ δεν με απασχόλησε αν μια ιστορία όντως συνέβη ή αν αποτέλεσε προϊόν φαντασίας, δεν έχω στο γραφείο μου μεγεθυντικό φακό ώστε να ελέγξω την ειλικρίνεια σε κάθε λεπτομέρεια, δεν το θέλω κιόλας, δεν με νοιάζει.

Συνοπτικά η πλοκή στο Σαν αέρας: Η Άντα Ντ'Άνταμο αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία της· η Ντάρια, η κόρη της, γεννήθηκε με αναπηρία, παρά το πλήθος των προγεννητικών εξετάσεων. Η ίδια διαγνώστηκε με καρκίνο κάποια χρόνια αργότερα. Λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση πως το βιβλίο της ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Στρέγκα, πέθανε, η βράβευση έγινε εκ των υστέρων.

Αυτά τα γνώριζα, γι' αυτό ήμουν βέβαιος για τη συναισθηματική σκληρότητα, γι' αυτό είχα λόγους να φοβάμαι τον εκβιασμό, τι να σου αρέσει σε μια τέτοια ιστορία, πώς, ταυτόχρονα, να μπορέσεις να την κρίνεις με κριτήρια αμιγώς λογοτεχνικά και όχι ανθρώπινα, της ενσυναίσθησης ή των καλών τρόπων, του φαίνεσθαι όπως και να 'χει.

Από τις πρώτες σελίδες, εξαιτίας της απεύθυνσης της Άντα στη Ντάρια, η σκέψη μου τριγυρνούσε στο Γράμμα σ' ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ της Φαλάτσι, βιβλίο που διάβασα αρκετά νωρίς στην αναγνωστική μου ζωή, βιβλίο που βρισκόταν στη μητρική βιβλιοθήκη και ο τίτλος του πυροδοτούσε υποσυνείδητα υπαρξιακά ερωτήματα, που εκ των υστέρων μόνο και από απόσταση αναδύονται στην επιφάνεια.

Η ολοένα και αυξανόμενη ιδιωτεία αναπόφευκτα επηρεάζει και τη λογοτεχνία. Διακρίνω και ακούω τη μομφή, τέτοια είναι η λογοτεχνία που έχουμε ανάγκη; Η ιδιωτεία του πομπού, ωστόσο, ενίοτε βρίσκει πατήματα στην ιδιωτεία του δέκτη, το κοινό έδαφος εκτείνεται, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης. Εδώ, στο κοινό αυτό έδαφος, γυρεύω, εκ των υστέρων συνήθως, την έλξη που μια προσωπική ιστορία μου γέννησε, προφανώς από τη στιγμή που υπήρξε λογοτεχνική ικανοποίηση, αλλιώς τίποτα από αυτά δεν θα έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία.

Ας πούμε εδώ, νιώθω το ερώτημα: γιατί σε μένα· να διατρέχει από άκρη σε άκρη την αφήγηση. Όσο ο κόσμος εξορθολογίζεται και η επιστήμη διαθέτει περισσότερες απαντήσεις, τόσο αυτό το ερώτημα με τον μεταφυσικό μανδύα ριγμένο στους ώμους εντείνεται, γιατί σ' εμένα; Οι στατιστικές πιθανότητες ένα παιδί να γεννηθεί με αναπηρία ολοένα και μειώνονται, κάθε μέρα η έρευνα και η πρόοδος ευθύνονται γι' αυτό, κι όμως ακόμα γεννιούνται παιδιά με κάποια αναπηρία, τόσες ελάχιστες, σχεδόν μηδενικές πιθανότητες στο εκατομμύριο, τόσα ελάχιστα, σχεδόν μηδενικά περιστατικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Όταν κάτι συμβαίνει σε εμάς, το ελάχιστο, σχεδόν μηδενικό ποσοστό της στατιστικής γίνεται αυτόματα εκατό τοις εκατό, τα νούμερα στέκουν παραπέρα, όχι μόνο άχρηστα, αλλά επιπλέον επιβαρυντικά στο ερώτημα: γιατί σ' εμένα;

Και δεν είναι εύκολο ή απλό να διαχειριστεί κανείς αυτό το γιατί σ' εμένα, ίσως μόνο αν η πίστη του σε μια ανώτερη δύναμη του επιβάλλει να το βουλώσει και να το αποδεχτεί ως σχέδιο του θεού που η ανθρώπινη νόηση αδυνατεί να το κατανοήσει και που ακόμα και η απόπειρα για κατανόηση φλερτάρει έντονα με την ύβρη.

Εκτός από το γιατί σ' εμένα, παρόν είναι και το γιατί σ' εσένα. Η Ντάρια γεννήθηκε έτσι, καταδικασμένη να υποφέρει, καταδικασμένη να μην μπορεί να επιβιώσει αυτόνομα. Τι θα γίνει αυτό το παιδί όταν οι γονείς του πεθάνουν; Επιπρόσθετο βάρος στους ώμους. Η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση έχει ένα διπλό σκοπό, να γυρέψει απαντήσεις στο γιατί σ' εμένα, να απολογηθεί στο γιατί σ' εσένα. Υποκειμενική υπόθεση συγγραφικών προθέσεων, προφανώς.

Αν επιχειρήσουμε να διακρίνουμε το γιατί έγινε αυτή η αφήγηση, νομίζω πως με βεβαιότητα θα βρεθούμε να συζητούμε εκτός πλαισίου, δικαιώματα και δικαιωματισμοί θα ακουστούν, ελευθερία της έκφρασης και δικτατορία της ελευθερίας της έκφρασης, επίσης. Ίσως, και εδώ, το πώς να είναι μια διαδρομή με πιο ενδιαφέρουσα θέα. Σκέφτομαι εμένα. Είμαστε, είπαμε, στην επικράτεια της ιδιωτείας. Όση ενσυναίσθηση και αν γεννηθεί από την αφήγηση της Άντα, άχρηστη θα είναι για εκείνη, και γιατί είναι πια νεκρή, εκτός όλων των άλλων.

Διαβάζοντας την ιστορία αυτή, με συναισθηματική δυσκολία στην αναπνοή, δεν ένιωσα πως επιχειρείται εκβιασμός, ούτε σύγκριση: κοίτα πόσο χάλια υπήρξε η δική μου ζωή, τι να μου πεις κι εσύ. Αυτό το τελευταίο ίσως να είναι η παγίδα, το καίριο ζητούμενο, ίσως η αναγνωστική ανωριμότητα που θεωρεί εαυτόν τον υπ' αριθμόν ένα δέκτη της κάθε αφήγησης. Η Άντα προφανέστατα δεν έγραψε το Σαν αέρας έχοντας εμένα κατά νου. Μη γελάτε, σας παρακαλώ.

Η ανάγνωση λογοτεχνίας, σε συνάθροιση με την ίδια τη ζωή, μας φέρνει αντιμέτωπους με τη δυστυχία, με σκληρές ιστορίες. Καθώς τα χιλιόμετρα κυλούν ολοένα και πιο δύσκολα εντυπωσιαζόμαστε, γινόμαστε σκληρόπετσοι. Το ξέρω, αυτή η σκέψη απέχει πολύ από τη σωτηρία μέσω της ανάγνωσης, υπονομεύει με βόμβες διασποράς το εσωτερικό του μπούνκερ που θα έπρεπε να μας προστατεύει από τον έξω κόσμο, τον σκληρό και ζοφερό κόσμο. Όμως αυτό συμβαίνει.

Θέλω να πω πως το περιεχόμενο της ιστορίας, τα δεινά της Άντα και της Ντάρια δηλαδή, με αφήνουν, όσο και αν με κάνει να νιώθω άσχημα που το παραδέχομαι, αδιάφορο. Θα προτιμούσα ίσως να μην ξέρω. Ταυτόχρονα ξέρω τόσα πολλά που αυτά τα δεινά είναι απλώς ακόμα μερικά στον σωρό. Και όμως (και) αυτό το βιβλίο υπήρξε σημαντικό. Ακόμα και για την επιβεβαίωση της σκληροπετσιάς μου, για την αδιαφορία μου, γιατί μόνο όταν σκεφτόμουν κάτι αντίστοιχα δικό μου γούρλωνα τα μάτια να το ρουφήξω. Η λογοτεχνία δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, μακάρι να ήταν τόσο απλό. Καθένας διαβάζει για τους δικούς του λόγους. Έτσι κι εγώ. Ένας από αυτούς είναι γιατί νιώθω πως με γνωρίζω καλύτερα. Κλισέ και αυτό, το ξέρω. Προτιμώ την έμμεση οδό της λογοτεχνίας από εκείνη την πιο άμεση του δοκιμίου. Η στιγμή που από το τίποτα, θαρρείς, θα ξεπηδήσει κάτι, είναι μοναδική.

Ο τρόπος της Άντα να δοκιμάσει να απαντήσει στο γιατί σ' εμένα, ερμητικά προσωπικός και επικεντρωμένος στην ιδιωτικότητα, δημιούργησε ένα εμβαδό που ένιωσα να το μοιράζομαι, καίτοι τίποτα αντίστοιχης σκληρότητας δεν μου έχει συμβεί, η σύγκριση, είπαμε παραπάνω, δεν ανήκει εδώ. Και ο τρόπος της, εκτός όλων των άλλων, περιέχει και διακειμενικές αναφορές, η Ερνό και η Ντιντιόν μεταξύ άλλων. Και αυτά τα διακειμενικά νήματα έρχονται να επιβεβαιώσουν τις παραπάνω σκέψεις μου, τον τρόπο που η ιδιωτεία του πομπού έρχεται και συναντά εκείνη του δέκτη, και όταν αυτό συμβαίνει με αρκετούς δέκτες τότε η ιδιωτεία του πομπού αποκτά έναν χαρακτήρα οικουμενικό, χωροχρονικά σύγχρονο. Και, παράδοξα ίσως, αυτό έχει περισσότερες πιθανότητες να συμβεί όσο μεγαλύτερη ιδιωτεία διαθέτει η αφήγηση. Γιατί είναι άλλο πράγμα ο ευαγγελισμός, η ντουντούκα της γνώσης μιας μεγάλης αλήθειας, αυτό ναι, καταλήγει να είναι ασύνδετη ιδιωτεία και απόπειρα επιβολής, όπως αυτή συναντάται στην πλειοψηφία των βιβλίων αυτοβοήθειας.

υγ. Για το Ας πούμε πως είμαι εγώ, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για το Μια γυναίκα, εδώ. Για το Η χρονιά της μαγικής σκέψης, εδώ.

Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις Ψυχογιός

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Τέσσερα ερωτικά γράμματα - Niall Williams

Πριν από τρία χρόνια, πάντα από τις εκδόσεις Δώμα, που φροντίζουν να «ακολουθούν» τους συγγραφείς που εντάσσουν στον κατάλογό τους, κυκλοφόρησε το Αυτό είναι ευτυχία του Νάιαλ Ουίλλιαμς, ένα βιβλίο που διαβάστηκε αρκετά και αγαπήθηκε ιδιαιτέρως. Προς τα τέλη της περασμένης χρονιάς, ένα ακόμα βιβλίο του γεννημένου το 1958 στο Δουβλίνο συγγραφέα κυκλοφόρησε και πάλι στα ελληνικά είκοσι πέντε χρόνια μετά και αφού έμεινε για καιρό εκτός κυκλοφορίας. Ο λόγος για τα Τέσσερα ερωτικά γράμματα, το λογοτεχνικό ντεμπούτο τού Ουίλλιαμς, η αρχή μιας μακράς λίστας βιβλίων που έμελλε να γράψει και να τον καταξιώσουν σε μια δυσπρόσιτων κορυφών λογοτεχνία όπως είναι η ιρλανδική. Και τι ντεμπούτο!

Δύο παράλληλες ατομικές ιστορίες, εκείνη του Νίκολας, σε πρώτο πρόσωπο, που όταν ήταν δώδεκα χρονών είδε τον πατέρα του να εγκαταλείπει την ασφαλή θέση του δημοσίου υπαλλήλου ισχυριζόμενος πως ο Θεός του μίλησε και του ζήτησε να αφιερωθεί στη ζωγραφική, με τη ζωή της οικογένειας του να ανατρέπεται ολοσχερώς· ό,τι υπήρχε ως δεδομένο ξάφνου έγινε φτερό στον άνεμο. Και η ιστορία της Ίζαμπελ, ειπωμένη σε τρίτο πρόσωπο, που μια μέρα είδε τον αδερφό της να χάνει τη μιλιά του και να καθηλώνεται σ' ένα καροτσάκι, από το οποίο μάταια περίμεναν οι γονείς της να σηκωθεί, προσμένοντας ένα θαύμα, φορτώνοντας όλες τους τις προσδοκίες σ' εκείνην.

Σ' ένα ανάπτυγμα σχεδόν τετρακοσίων σελίδων, για τη μεταφορά του οποίου στα ελληνικά «υπεύθυνη» υπήρξε η Δέσποινα Κανελλοπούλου, ο Ουίλλιαμς μαεστρικά καταφέρνει να διανύσει τον χρόνο και να συμπληρώσει τα κομμάτια της μεγάλης εικόνας όπως αυτή θα εμφανιστεί στο τέλος του μυθιστορήματος. Με μια αφήγηση κλασικότροπη, συνέχεια της σπουδαίας ιρλανδικής λογοτεχνικής παράδοσης, εστιασμένη στον άνθρωπο μέσα από τους άρτια δοσμένους χαρακτήρες, όχι μόνο των δύο κεντρικών αλλά και των συμπληρωματικών προσώπων, ο συγγραφέας χαρίζει μια χορταστική αναγνωστική εμπειρία και όλα αυτά στο πρωτόλειο έργο του.

Ισορροπώντας περίτεχνα στην κόψη του συναισθηματισμού, χωρίς να πέφτει και να βυθίζεται στην άβυσσο του μελοδραματισμού, ο Ουϊλλιαμς αφηγείται μια δυνατή ιστορία στην οποία τα πρόσωπα παλεύουν να διαβάσουν και να ερμηνεύσουν τα σημάδια, τις μεγαλύτερες ή μικρότερες ανατροπές, τα σταυροδρόμια που η ζωή τους επιφυλάσσει και εκείνος, ο συγγραφέας, δείχνει όλη την υπομονή και τη φροντίδα που απαιτείται. Άλλωστε, κάθε ζωή, ιδωμένη εκ των υστέρων, άλλο δεν είναι παρά ένα κουβάρι από γεγονότα και συγκυρίες, που η λογική μάταια και άστοχα επιχειρεί να διακρίνει.

Σε μια απόφαση κάπως έξω από την επικράτεια του κλασικού, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του ενός μέρους θα ενωθεί στις τελευταίες σελίδες με τον παντογνώστη αφηγητή, απόφαση τόσο καλά εκτελεσμένη και ομαλή που όχι απλώς δεν ξενίζει τον αναγνώστη, αλλά δεν γίνεται και αντιληπτή παρά μόνο κάποια στιγμή, αρκετές σελίδες αργότερα. Απόφαση καθοριστική για την κατασκευή αλλά και τη συνολική λειτουργία του Τέσσερα ερωτικά γράμματα

Η ιρλανδική ύπαιθρος, τα απομονωμένα και αραιοκατοικημένα νησιά που τη συνθέτουν, ο ωκεανός που βρέχει τις ακτές και εν πολλοίς καθορίζει το κλίμα της αλλά και τη ροπή προς το μεταφυσικό, τους θρύλους και τις δοξασίες που συνοδεύουν εδώ και χρόνια τη ζωή στα μέρη εκείνα, όλα αυτά συντελούν και επιτείνουν την ατμοσφαιρικότητα της ιστορίας αυτής, δικαιολογώντας, γιατί και αυτό στοιχείο ταυτότητας ενός βιβλίου είναι, την επιλογή του σκοτεινού και ανησυχαστικού εξωφύλλου. Και σε μια ευτυχή συγκυρία, λίγο μόλις καιρό πριν, διάβασα ένα από καιρό εξαντλημένο βιβλίο, ένα μικρό αριστούργημα, την Υδάτινη χώρα του Γκράχαμ Σουίφτ. Αυτά τα δύο βιβλία κάνουν έναν όμορφο αναγνωστικό συνδυασμό μεταξύ τους.

Λογοτεχνία ίσως να είναι η τέχνη με την οποία μια ιστορία, που μπορεί να συνοψίσει κανείς σε μερικές μόλις γραμμές, να απλώνεται σε δεκάδες σελίδες. Και ίσως αναγνωστική απόλαυση να είναι όταν η ανυπομονησία για το τι συνέβη τελικά να παραμερίζεται για να δώσει τη θέση της στο πώς συνέβησαν τα πράγματα, στην απόλαυση της διαδρομής, στην ανάγκη για λεπτομέρειες, αναλήψεις, παρεκβάσεις και εσωτερικούς μονολόγους, λεπτομέρειες για ανθρώπους και τοπία. Και ακόμα παραπέρα, όταν το τέλος του βιβλίου αφήνει τον αναγνώστη με την επιθυμία για έστω λίγο ακόμη, για μια αναγνωστική παράταση. Αν τα παραπάνω όντως ισχύουν, τότε η λογοτεχνία του Ουίλλιαμς είναι σπουδαία.

υγ. Για την Υδάτινη χώρα περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου
Εκδόσεις Δώμα

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Τα πρόσωπα - Tove Ditlevsen

(Θα σου αρέσει. Το είπε με αυτοπεποίθηση η Σ. Δεν είχα διαβάσει το Η τριλογία της Κοπεγχάγης που κυκλοφόρησε το περασμένο καλοκαίρι και είχε συζητηθεί αρκετά. Εμένα μου άρεσε πολύ, θα διαβάσω και αυτό σύντομα. Συνέχισε. Υπάκουσα. Το ξεκίνησα την ίδια μέρα. Ήταν Παρασκευή. Σ' ευχαριστώ Σ.)

«Κοιμούνταν όλοι, εκτός από τον Γκερτ που δεν είχε γυρίσει ακόμα σπίτι, παρόλο που ήταν σχεδόν μεσάνυχτα. Κοιμούνταν, και τα πρόσωπά τους ήταν κενά και γαλήνια, αφού δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιηθούν ξανά ως το πρωί. Ίσως μάλιστα να είχαν βγάλει τα πρόσωπά τους και να τα είχαν τοποθετήσει με επιμέλεια πάνω από τα ρούχα τους για να τα ξεκουράσουν· δεν τους ήταν απολύτως απαραίτητα όσο κοιμούνταν. Τη μέρα, τα πρόσωπα άλλαζαν συνεχώς, λες και δεν έβλεπε παρά την αντανάκλασή τους στο νερό. Μάτια, μύτη, στόμα, ένα τόσο απλό τρίγωνο — πώς όμως μπορούσε να εμφανίζεται σε τόσες, άπειρες, παραλλαγές; Για πολύ καιρό απέφευγε να βγει στον δρόμο γιατί το πλήθος των προσώπων την τρόμαζε. Δεν τολμούσε να συναναστραφεί τα καινούρια και φοβόταν μήπως ξανασυναντήσει τα παλιά».

Η Τόβε Ντιτλέουσεν γεννήθηκε το 1917 στα περίχωρα της Κοπεγχάγης, υπέφερε από διαζύγια, ψυχολογικά προβλήματα και κλινικές αποτοξίνωσης, αυτοκτόνησε το 1976, έχοντας αφήσει πίσω της ένα πολυποίκιλο έργο. Τα πρόσωπα κυκλοφόρησαν το 1968. Η μυθοπλασία δύσκολα μπορεί να απελευθερωθεί παντελώς από το βίωμα, ο τρόπος να κοιτάμε και να προσλαμβάνουμε τα πράγματα, έχει εν πολλοίς να κάνει με το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, καθώς και με την επεξεργασία του στην τριβή με τον τριγύρω κόσμο. Το βιογραφικό, σύντομο ή εκτενές, δημιουργεί ένα ακόμα αναγνωστικό πλαίσιο, αναπόφευκτα.

Στην περίοδο της αυτομυθοπλασίας, η οποία δεν γεννήθηκε εκ του μηδενός, απλώς πρόσφατα κατονομάστηκε, ξεχνάμε συχνά τον τρόπο, μεροληπτώντας υπέρ του περιεχομένου, κάποιοι από εμάς γινόμαστε ντετέκτιβ αναζητώντας την απόλυτη αλήθεια πίσω από την αληθοφάνεια, περιφέρουμε ανά χείρας ζυγαριές μέτρησης προνομίου και πόνου. Τα λέω αυτά γιατί τα θεωρώ σημαντικά, είναι θέματα που συχνά προκύπτουν σε διάφορες συζητήσεις, είτε αμφισβητώντας την αλήθεια —σιγά μην έγιναν έτσι τα πράγματα— είτε διατυμπανίζοντας την αδιαφορία μας —και τι με νοιάζει εμένα; Η αλήθεια είναι πως η ολοένα και πιο ατομική πρόσληψη και επικοινωνία της λογοτεχνίας γεννά αντιδράσεις, αμφιβολίες, τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια της ενσυναίσθησης που το οικουμενικό συνήθως τραβάει στην επιφάνεια, οδηγώντας μετωπικά σ' ένα: έχω και εγώ τα προβλήματά μου· ένας προβληματικός αγώνας που κανένας αφέτης δεν έδωσε το σύνθημα, κανείς θεατής δεν βρίσκεται στις εξέδρες, κανένας αντίπαλος δεν παίρνει θέση στα κουλουάρ δίπλα μας, εμείς όμως επιμένουμε, ναι αλλά εγώ, βάζουμε και τρεις τελείες μετά. Εδώ, λέμβος φανταχτερά κόκκινη στη μέση του πελάγους και του σκότους, εμφανίζεται ο τρόπος. Ένα κλισέ με παρομοίωση υπερβολική. Αλήθεια είναι.

Η Λίζε, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών δυσκολεύεται στην καθημερινότητά της. Πιστεύει πως τα παιδιά της την απεχθάνονται, πως ο σύζυγός της θα την εγκαταλείψει, πως δεν θα καταφέρει να γράψει ξανά. Κατατρύχεται από οικείες μορφές και φωνές. Νοσηλευτικά ιδρύματα και φαρμακευτικές αγωγές. Στιγμές ανέφελες, νησιά σ' έναν απέραντο αφρισμένο ωκεανό.

Συχνά γίνεται αναφορά σε εγκεφαλική κατασκευή όταν μιλάμε για συγκεκριμένα έργα. Λες και υπάρχουν βιβλία που δεν αποτελούν εγκεφαλική κατασκευή, λες και υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα, από την πλέον ελάχιστη ως την πλέον θαυμαστή, που δεν υπάγεται στη λειτουργία του εγκεφάλου. Όπως όταν ένας υγιής δικαιολογεί μια ξαφνική λιγούρα λέγοντας πως του έπεσε το ζάχαρο. Ίσως η διάκριση μεταξύ εγκεφαλικής και συναισθηματικής κατασκευής να έχει να κάνει με την αγωνία κάποιων για ψυχή. Στα Πρόσωπα το επίθετο εγκεφαλική έχει μεγαλύτερη δόση ακρίβειας, καθώς εδώ τα πάντα διαδραματίζονται στο εσωτερικό, ακόμα και η παντογνώστρια αφηγήτρια εκεί, στο εσωτερικό της Λίζε, έχει στήσει το παρατηρητήριό της. Δεν υπάρχει τελειότητα. Ακόμα ένα κλισέ που εδώ βρίσκει ορθότερη εφαρμογή. Τελειότητα, ωστόσο, ως προς τι; Ως προς έναν μέσο όρο φυσιολογικού, εκείνου που η επιστήμη μπορεί να αντιληφθεί και να περιγράψει. Ως προς αυτή την κανονικότητα, η Λίζε νοσεί.

Η αφηγήτρια, παρότι παντογνώστρια, απλώς καταγράφει τις φωνές, σκιαγραφεί τις μορφές, περιορίζεται στο φίλτρο μέσω του οποίου ο έξω κόσμος διαστρεβλώνεται, δεν αναλώνεται σε αχρείαστα και περιττά δίπολα σωστού λάθους, υγειούς και νοσούντος. Δεν το δηλώνει αλλά στέκεται φύλακας στα σημεία εισόδου, αποτρέπει τον αναγνώστη να περιδιαβεί εντός, να παρηγορηθεί με εξηγήσεις. Αν κάθε βιβλίο, όπως κάθε μορφής επικοινωνία, προϋποθέτει έναν δέκτη, εδώ τα πράγματα είναι θολά. Θέλω να πω πως η ίδια η Λίζε δεν επιθυμεί να επικοινωνήσει, ίσως και να αδυνατεί ή να το κάνει με ένα ιδιαιτέρως προσωπικό τρόπο. Την επικοινωνία την αναλαμβάνει η αφηγήτρια, εκείνη είναι που καταγράφει και αποτυπώνει, εκείνη παρουσιάζει το αποτέλεσμα στον αναγνώστη. Ο αναγνώστης ίσως και να ενοχληθεί μη βρίσκοντας ένα κοινό εμβαδόν, ίσως και να θυμώσει με την αφηγήτρια για τον τρόπο της, για την άρνησή της. Και όμως.

Κανένα ρεύμα της τέχνης δεν γεννήθηκε απαλλαγμένο από τους ευρύτερους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς. Κάποιες φορές προηγήθηκε πριν οι συσχετισμοί αυτοί γίνουν ορατοί, κατονομαστούν και περάσουν στη θεωρία της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της λογοτεχνίας, της ανθρωπολογίας, της κάθε λογής λογίας, πριν επιχειρήσει η επιστημονική κοινότητα να τους επισημάνει και να τους αντιμετωπίσει στρέφοντας το βλέμμα στο κάθε πρόσφατο παρελθόν, γυρεύοντας τις πηγές. Το λέω αυτό εξαιτίας των παραπάνω. Ακόμα και αν αφήσει κανείς έξω από Τα πρόσωπα το βίωμα της Ντιτλέουσεν, την πιθανή ανάγκη της να το διαπραγματευτεί ή και να το επικοινωνήσει με τον τρόπο που οι συγγραφείς επικοινωνούν ή δοκιμάζουν να το κάνουν, Τα πρόσωπα μόνο επιφανειακά αποτελούν μια ιδιωτική μυθιστορία, μόνο με παρωπίδες ανάγνωσης θα διέφευγαν της προσοχής τα υποστρώματα. Και είναι αυτά τα υποστρώματα που δίνουν βάθος, όχι απλά ως διακριτό, αλλά ως συναισθηματικό, το εμβαδόν που απουσιάζει από την επιφάνεια της εσωτερικής και ιδιωτικής αυτής αφήγησης, απλώνεται από κάτω. Οι φωνές που φτάνουν από τα αμπάρια.

Η επίδραση της Γουλφ είναι εμφανής. Όμως μια στιγμή. Ίσως δεν το έθεσα σωστά. Η επίδραση του κόσμου πάνω της όπως το απέδωσε η Γουλφ είναι εμφανής. Καλύτερα έτσι. Δεν αποφασίζει κανείς —εντάξει το αποφασίζει καμιά φορά, αλλά έχει κοντά πόδια— να βιώσει τον κόσμο με τον τρόπο κάποιου άλλου, αυτό το χαζό να μπει στα παπούτσια του άλλου. Η Λίζε μοιάζει με αρκετά από τα γυναικεία πρόσωπα του γουλφικού έργου, η Ντιτλέουσεν μοιάζει με την ίδια τη Γουλφ, όχι από επιλογή ωστόσο. Γυναίκες, ενός κάποιου προνομίου, ασφυκτικά τοποθετημένες στον ρόλο της συζύγου της μητέρας της κόρης της αδερφής της γυναίκας της εποχής τους, η γραφή ήταν μια διέξοδος, σίγουρα ήταν, ήταν όμως και μια χύτρα με το καπάκι σφιγμένο καλά και τον εξαερισμό πότε να λειτουργεί και πότε όχι, υπακούοντας κάποιο δικό του μάνιουαλ λειτουργίας, μέχρι που έσκασε. Η γυναικεία γραφή του εικοστού αιώνα έχει πολλά κοινά, διόλου τυχαία. Μήπως κατάφερα να υπονομεύσω την εγκεφαλικότητα, αν τουλάχιστον με αυτό εννοεί κανείς τη συνειδητή απόπειρα κατασκευής και/ή υπονοεί μια χάλκευση από πλευράς υποκειμένου. Ίσως και να το έκανα.

Λογοτεχνία από το πάνω ράφι.

Με την πρώτη ευκαιρία θα αναζητήσω την Τριλογία της Κοπεγχάγης.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
 
Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Στο σπίτι της - Yael van der Wouden

Είχα ένα θετικό προαίσθημα για το βιβλίο αυτό και περίμενα την κυκλοφορία του. Ίσως γιατί γνώριζα πως η απόφαση για την αγορά των δικαιωμάτων του έγινε πολύ πριν το βιβλίο αυτό εκδοθεί, όταν ακόμα ήταν ένα κείμενο word· η θερμή υποδοχή, οι πωλήσεις, η ένταξη στη βραχεία λίστα του βραβείου Booker 2024, ακολούθησαν. Στο Μεταίχμιο, θεωρώ από πρόταση της Μαρίας Ξυλούρη, πίστεψαν στο πρωτόλειο βιβλίο της Γιάελ φαν ντερ Βάντεν, πριν πασπαλιστεί με τη χρυσόσκονη των κριτικών και των βραβείων. Και κάτι τέτοια ντεσού πρέπει να αναδύονται και να εκτιμώνται· στους αναγνώστες των εκδοτικών οίκων χρωστάμε πολλά ωραία βιβλία.

Ολλανδική ύπαιθρος, 1961. Η Ίζαμπελ μένει μόνη στο τεράστιο σπίτι στο οποίο μετακόμισαν με τη μητέρα και τα δύο αδέρφια της όταν εκείνη ήταν μικρή, όταν ο ζόφος του πολέμου έμοιαζε να ανήκει πια αμετάκλητα στο παρελθόν, όταν ένα μέλλον υποσχόμενο απλωνόταν μπροστά τους. Εκτός από μια κοπέλα που έρχεται και κάνει τις δουλειές του σπιτιού, η Ίζαμπελ μένει μόνη της, παρέα με τις αναμνήσεις της μητέρας της, παρέα με όλα εκείνα τα ενθύμια, οικιακά σκεύη και λοιπά διακοσμητικά ως επί το πλείστον, τα οποία και προσπαθεί με μανία να προστατέψει από τη φθορά του χρόνου και την ανθρώπινη απερισκεψία και ατσουμπαλιά, αλλά και τον δόλο της υφαρπαγής, της κλοπής.

Όταν θα γνωρίσει την Εύα, θα σκεφτεί πως είναι ακόμα μια ερωμένη του Λούις, του μεγάλου αδερφού της, ακόμα μια επιπόλαια δήλωση με μεγαλόστομες φράσεις όπως ο έρωτας της ζωής μου και η γυναίκα που θα παντρευτώ και αυτή είναι η μία και μόνη, η μοναδική, μεταξύ άλλων. Λίγο καιρό αργότερα, εκείνος θα αναγκαστεί να λείψει για επαγγελματικούς λόγους, επιβάλλοντας με τον τρόπο του τη συγκατοίκηση των δύο γυναικών κάτω από την ίδια σκέπη, κατά το διάστημα της απουσίας του. Εκεί, σ' αυτό το χρονικό σημείο, εκκινά η κεντρική πλοκή της ιστορίας αυτής, τίποτα όμως δεν γεννιέται ξαφνικά, χωρίς ρίζες στο παρελθόν.

Περισσότερα για την πλοκή δεν θα πω γιατί θεωρώ πως θα λειτουργήσουν εις βάρος της αναγνωστικής απόλαυσης. Η Ολλανδή-Ισραηλινή συγγραφέας επενδύει πολλά στο χτίσιμο της ιστορίας και την εξέλιξη της πλοκής· με αυτό το αργό και σταδιακό αφηγηματικό βάδισμα ελπίζει να βυθίσει τον αναγνώστη στην ιστορία, προβαίνοντας σε απαραίτητες αναλήψεις από το παρελθόν, προωθώντας, επίσης, παράλληλες μικροϊστορίες ενισχυτικές και διαφωτιστικές επί της κεντρικής και κύριας, ώστε όταν αρχίσουν να εμφανίζονται οι ανατροπές, ο αναγνώστης να είναι «εγκλωβισμένος» για τα καλά στον ιστό, ο φωτισμός να έχει εγκατασταθεί και ελεγχθεί.

Οι ανατροπές λειτουργούν ως τέτοιες και για την Ίζαμπελ, όχι μόνο για τον αναγνώστη, και εδώ έγκειται η λειτουργικότητά τους εντός της εξέλιξης της ιστορίας. Δεν έχουν στόχο να εντυπωσιάσουν ή να πιάσουν κορόιδο τον αναγνώστη, αλλά αποτελούν οργανικά συστατικά της μυθοπλασίας, που, ταυτόχρονα, με τον τρόπο τους επιτείνουν τον ρεαλιστικό χαρακτήρα της, φέρνοντας στην επιφάνεια θέματα για τα οποία δεν γίνεται συχνά λόγος, αλλά αφήνονται στο παρελθόν, ό,τι έγινε έγινε και τώρα δεν έχει νόημα να κοιτάμε στο παρελθόν, πώς έγινε ό,τι έγινε, η ανθρώπινη ιστορία, ιδιαίτερα μετά από ζοφερά ιστορικά συμβάντα, αναζητά καταφύγιο στη λήθη, ό,τι έγινε έγινε, εμείς δεν ξέραμε, εμείς δεν φταίμε, μην τα σκαλίζεις αυτά, πάνε τώρα, πέρασαν, σαν μια ανείπωτη συμφωνία τοποθέτησης ενός ορόσημου, ενός συμφώνου κοινωνικής ειρήνης, μιας ημερομηνίας που ως επέτειος εορτάζεται σημαίνοντας το τέλος του κακού, όμως το παρελθόν, αχ το παρελθόν, ακολουθεί κατά πόδας το παρόν, δεν το αφήνει αμόλυντο, λίγο αν σκάψει κανείς θα βρει ρίζες του κακού ανέγγιχτες, σκεπασμένες πρόχειρα με χώμα. Και για το τέλος το κλισέ: όποιος δεν μαθαίνει από το παρελθόν, σύντομα θα το δει να επιστρέφει, μια διόλου ευχάριστη φάρσα.

Σκεφτόμουνα πρόσφατα πως, σε μια εποχή ακραίας διάσπασης της προσοχής, θα είχε κάποιο νόημα να σημειώνεται με κάποιο τρόπο η κάθε μία εγκατάλειψη της ανάγνωσης, ακόμα και η πιο σύντομη για το τσεκάρισμα του κινητού τηλεφώνου, μιας ειδοποίησης από κάποιο κοινωνικό δίκτυο, και στο τέλος, αφού η ανάγνωση ολοκληρωθεί να ελέγχονται αυτές οι παύσεις και όσο πιο αραιές είναι τόσο μεγαλύτερη να είναι η αναγνωστική εμπλοκή, και αυτό, αναπόφευκτα, κάτι θα σημαίνει και για το ίδιο το βιβλίο, αλλά και για τον ίδιο τον αναγνώστη. Το λέω αυτό ως προέκταση της άμυνας που πάντα υψώνω ως τείχος απέναντι στην παρεξήγηση εκείνη που σημειώνει ως αρνητικό στοιχείο ενός βιβλίου το γρήγορο γύρισμα των σελίδων, λες και είναι εύκολο, ειδικά σήμερα, να βυθιστεί κάποιος σε μια ανάγνωση απερίσπαστος και διαρκώς παρών. Το Στο σπίτι της το διάβασα σε φρενήρη ρυθμό.

Η Γιάελ φαν ντερ Βάντεν κατέχει τη λογοτεχνική θεωρεία, φαίνεται πως είναι μια καλή αναγνώστρια, έχει στη σκευή της αρκετά μαθήματα δημιουργικής γραφής, ως μαθήτρια και ως διδάσκουσα. Στο πρωτόλειο βιβλίο της έχει μια δυνατή ιστορία να πει, δεν παίρνει ιδιαίτερα ρίσκα γραφής, συντεταγμένα προωθεί την πλοκή, οικοδομεί ικανοποιητικά τους χαρακτήρες της, εκχερσώνει και προετοιμάζει το έδαφος, κάνει ορθή χρήση των ανατροπών και των ευρημάτων, παραδίδει ένα βιβλίο το οποίο θα μπορούσε να έχει γραφτεί παλιότερα και από έναν πιο πεπειραμένο συγγραφέα, μια λογοτεχνία χορταστική για τους αναγνώστες που γυρεύουν καλές ιστορίες ωραία ειπωμένες, ίσως βαρετό και ως ένα βαθμό ανούσιο για εκείνους που επιθυμούν να εντυπωσιαστούν από κάτι πιο παράτολμο. Είναι σημείο των ύστερων χρόνων, αυτή η διττή φύση των βιβλίων που προκύπτουν μέσα από σεμινάρια δημιουργικής γραφής, στρογγυλεμένα καθώς είναι, χωρίς ακίδες.

Οφείλει, ωστόσο, να αναγνωρίσει κανείς πως η συγγραφέας εδώ, τονίζω πως πρόκειται για το πρωτόλειο έργο της, διακρίνεται για την ωριμότητά της, δεν καιροσκοπεί στην διαλογή των συστατικών μερών, ως μια σύγχρονη συνταγή επιτυχίας, σκέφτεται και ασχολείται πρώτιστα με το πώς θα γράψει το βιβλίο που θέλει, ένα καλό βιβλίο με μια δυνατή ιστορία, που το καθιστά οικουμενικό και επίκαιρο, και ακολούθως με την εμπορική προοπτική του. Άλλωστε, θα ήταν υποκριτικό και ύπουλο κάποιος να ψέξει τη συγγραφέα για τη φιλοδοξία της να εκδοθεί και εν συνεχεία να διαβαστεί το βιβλίο που γράφει.

Το Στο σπίτι της είναι ένα βιβλίο τίμιο. Είναι ένα επίθετο που χρησιμοποιώ συχνά, και ας μοιάζει αμφίσημο στη χρήση του, εγώ επιμένω να το θεωρώ κομπλιμέντο, αφού προκύπτει από την –σίγουρα υποκειμενική– διάκριση της συγγραφικής φιλοδοξίας. Η Γιάελ φαν ντερ Βάντεν δεν στοχεύει στην εκτροπή του ρου της λογοτεχνικής ιστορίας, αυτό δεν σημαίνει πως κάνει εκπτώσεις στη γραφή, το αντίθετο, παραδίδει ένα καλογραμμένο και απολαυστικό βιβλίο, που ανταμείβει τον αναγνώστη για τον χρόνο του.

Κλείνοντας θέλω κάτι ακόμα να πω: Το μυστικό ή η ανατροπή αν προτιμάτε, δεν είναι κάτι πρωτότυπο που κάποιος ως τώρα δεν το έχει σκεφτεί ή ίσως συναντήσει και αλλού, σε κάποιο βιβλίο ή σε κάποιο οικογενειακό τραπέζι. Προγραμματικά άλλωστε η συγγραφέας δεν επιθυμεί μια τέτοιου είδους ανατροπή. Ο αγώνας για τη μη λήθη, από το μετερίζι και με τον τρόπο τού καθενός, στο οπλοστάσιο του διαθέτει προφανή και ήδη γνωστά πυρομαχικά, θυμίζει κάτι που έγινε, δεν κάνει κάποιου είδους τρανταχτές αποκαλύψεις, απλώς υπενθυμίζει πώς έγιναν τα πράγματα. Και όμως, η απόπειρα για λήθη, για το κόψιμο και ράψιμο της ιστορίας στα μέτρα μας, μαίνεται με τέτοια ένταση που ακόμα και το πλέον προφανές βελάκι είναι χρήσιμο και απαραίτητο να εκτοξευθεί ως μια επιθετική άμυνα, την ώρα που το κακό επιστρέφει όλο και πιο δυνατό, με ολοένα και πιο ευδιάκριτο ποδοβολητό κατά πάνω μας. Είμαστε σε αρκετά δεινή θέση για να υποτιμούμε το προφανές, πόσο μάλλον το κοίταγμα στον καθρέφτη.

Το Στο σπίτι της μου έφερε στον νου τη γραφή της Σάρα Ουότερς. Προσδοκίες, με τον τρόπο της Γιάελ φαν ντερ Βάντεν, εκπληρωμένες.

υγ. Το σπίτι, ως κυρίαρχο συστατικό στην ιστορία, μου έφερε στο μυαλό ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, αυτό. Για τους Ενοικιαστές της Σάρα Ουότερς περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Μετάφραση Ιλάειρα Διονυσοπούλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

Απάρνηση - Άρης Μαραγκόπουλος

Το καρτερούσα το βιβλίο αυτό και έσπευσα να το πιάσω στα χέρια μου με την κυκλοφορία του σχεδόν. Σε μια εκδοτική πραγματικότητα που δεκάδες νέοι δημιουργοί, λιγότερο ή περισσότερο άγνωστοι από τα πριν, συστήνονται στο αναγνωστικό κοινό σε εβδομαδιαία βάση, υπάρχουν και οι σταθερές, συγγραφείς που τα έργα τους προσμένει ο αναγνώστης με έναν ευδιάκριτο ορίζοντα προσδοκιών. Τέτοια είναι για μένα η περίπτωση του Άρη Μαραγκόπουλου, αν και στην προκειμένη περίπτωση, δεν περίμενα απλώς και μόνο ένα ακόμα βιβλίο δια χειρός του δημιουργού, με το τόσο ευρύ και πολυσχιδές έργο στις αποσκευές του, αλλά και την ολοκλήρωση της τριλογίας «Οι κολυμπητές». Της Απάρνησης προηγήθηκαν το φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ και το Ω! Τι υπέροχη εκδρομή. Ήθελα να συναντήσω ξανά τα πρόσωπα, να αντικρίσω την καθημερινότητά τους, ήθελα όμως και να βρεθώ ξανά στη λογοτεχνική επικράτεια του Μαραγκόπουλου.

Η ζωή τα έχει φέρει έτσι που οι κολυμπητές μαζί με όσους για ένα χρονικό διάστημα συναντήθηκαν, συζήτησαν, γλέντησαν, ρίσκαραν, έζησαν παρέα ενάντια στη διάχυτη ιδιωτεία και την πολιτική απελπισία, δεν βρίσκονται πια τόσο συχνά όπως παλιά. Η τριλογία αυτή, έτσι όπως ολοκληρώνεται με την Απάρνηση, στέκεται κάπου στο διάκενο των λογοτεχνικών τριλογιών, από τη μια εκείνες που μόνο στο μυαλό του δημιουργού είναι τέτοιες, αποτελώντας ένα ευρύτερο, συχνά δυσδιάκριτο ως προς τη συγγένεια, σχήμα, και σε εκείνες τις άλλες που η ιστορία, μαζί με τη ζωή των πρωταγωνιστών, προωθείται από βιβλίο σε βιβλίο. Στην Απάρνηση συναντάμε από τη μια γνώριμα πρόσωπα από τα προηγούμενα δύο βιβλία, αλλά ταυτόχρονα οι αρμοί σύνδεσης, χωρίς να χάνονται, χαλαρώνουν αρκετά.

Στο Ω! Τι ωραία εκδρομή ο Μαραγκόπουλος κατέφυγε αρκετά στις αναλήψεις από το παρελθόν, τόσο για τη σύνδεση με τα προηγούμενα, όσο και για να επιτύχει μια πυκνή σύσταση εδάφους επί του οποίου να μπορέσει να σταθεί η συνέχεια της ιστορίας του. Στην Απάρνηση κάτι τέτοιο δεν είναι πρώτο ζητούμενο και παρότι η αναγνωστική απόλαυση είναι δεδομένη και δυνατή, η μη γνώση των προηγούμενων ίσως να δυσκολέψει τον νεοεισελθόντα αναγνώστη. Είναι μια μεγάλη συζήτηση, κρατάει χρόνια και ελάχιστα βέβαια αποτελέσματα έχουν προκύψει, σχετικά με το πόσο ο συγγραφέας οφείλει να έχει τον αναγνώστη κατά νου, τη διευκόλυνσή του. Εικασίες αναγνωστικές και πλήρως υποκειμενικές είναι αυτές· εκείνο που ως αίσθηση μου άφησε το βιβλίο αυτό είναι πως εδώ ο δημιουργός κάτι τέτοιο δεν το έχει προτεραιότητα. Κάτι τέτοιο, έστω πως ισχύει, δεν σημαίνει και πολλά, όχι τουλάχιστον αξιολογικά ή και ηθικά ακόμα αν προτιμάτε, και, για να καταφύγω σε ένα κλισέ, πάντοτε χρήσιμο σε δύσκολες στιγμές, ο Μαραγκόπουλος γράφει το βιβλίο που ήθελε να γράψει. Και αυτό το βιβλίο, η Απάρνηση, είναι ένα διαφορετικό βιβλίο από τα προηγούμενα της τριλογίας, παρότι αναπόσπαστο εν τέλει κόμματί της.

Ας ξεκινήσω απαριθμώντας ομοιότητες/συνδετικούς ιστούς: Ακλόνητα πολιτικό, μια διαρκής υπενθύμιση από μεριάς τού Μαραγκόπουλου πως η δημιουργία είναι πράξη πολιτική, αναπόφευκτα τέκνο της εποχής της, του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δένει ο καρπός. Πολιτικό όχι με ένα τρόπο αφελή, όμως. Η δομή και η πλοκή δεν κατασκευάζονται επί της συγχρονίας, δεν βιάζεται το πολιτικό συμπέρασμα, η συσχέτιση με τα κοινωνικοπολιτικά σημαντικά· vice versa: η ιστορία, τα πρόσωπα, η ζωή τους, το κοινό εμβαδό που μοιράζονται είναι στέρεα, και, αναπόφευκτα, περιλαμβάνονται στο ευρύτερο πλαίσιο, καθορίζονται και διαμορφώνονται ως ένα βαθμό από αυτό σε αντιστοιχία με τη ζωή του δημιουργού εκτός γραφής. Το βεβιασμένα πολιτικό δίνει καρικατούρες ως αποτέλεσμα, με το δίκιο του ο αναγνώστης θα αναφωνήσει: καιροσκοπισμός, καπηλεία νεκρών και πόνου. Από την άλλη, ο αποστειρωμένος από το ευρύτερο πλαίσιο μύθος, ο εκτός πραγματικότητας, εκτός της μεγάλης πραγματικότητας, παράγει αναχωρητισμό και επίδειξη του προνομίου να μπορεί κάποιος να ζει και να δημιουργεί πέρα από τις στενωπούς. Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί το αποτέλεσμα να είναι απολαυστικό, ακόμα και καλή λογοτεχνία, αν και με πόδια μάλλον κοντά. Ωστόσο, αυτό που κάνει ο Μαραγκόπουλος είναι πρωτίστως σημαντικό και ακολούθως απολαυστικό.

Συνεχίζοντας την απαρίθμηση των κοινών της τριλογίας, σίγουρα θα πρέπει να αναφερθώ στα πρόσωπα, ακόμα και σε εκείνα που πια δεν είναι εν ζωή, τα στιγμιότυπα από το παρελθόν, τα απόνερα παλιότερων συμβάντων, τις συνέχειες από τα νήματα που απλώθηκαν στα προηγούμενα δύο βιβλία. Ωστόσο, στην Απάρνηση ο Μαραγκόπουλος δοκιμάζει να αφεθεί σε μια απολαυστική, εκ του αποτελέσματος, λογοτεχνική δίνη. Δεν αρνείται στον νεόκοπο αναγνώστη στα χωράφια του εξηγήσεις και διευκολύνσεις πορείας χωρίς ταυτόχρονα να τον ανταμείβει. Μπερδευτήκατε; Ας δοκιμάσω να το διευκρινίσω, αν μπορώ.

Ίσως, σκέφτομαι, να βοηθούσε τον συλλογισμό μου η απόπειρα να απαντηθεί το ερώτημα πώς ορίζεται η ζωή εν γένει. Θα δοκιμαστούν πλείστες λέξεις, αναπόφευκτη καταφυγή σε διάφορες επιστήμες, και άκρη και πάλι δεν θα βγει. Νιώθω πως παίρνω τα φώτα από το μυθιστόρημα και τα στρέφω πάνω μου με κάτι τέτοιες μεγαλοστομίες. Όμως, θέλω να πιστεύω πως απλώς προσπαθώ και εγώ να καταλάβω ή/και να αναλύσω την αναγνωστική εμπειρία εδώ. Η ζωή, λοιπόν, ζεύγη αντιθέτων, πολλαπλές γωνίες θέασης και δράσης, το ανεξήγητο και το μάταιο. Πίσω στο μυθιστόρημα, τώρα, σκέφτομαι με ειδολογικούς και λοιπούς φιλολογικούς όρους, για παράδειγμα: Είναι ρεαλισμός; Και βέβαια είναι. Και η ποίηση, η μαγεία, το πανηγύρι, οι ιδέες, η ηθική, αυτό το Κι ας μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα, τι είναι; Μα ακριβώς αυτά κάνουν το μυθιστόρημα ακραία ρεαλιστικό, αυτή η συμπεριληπτική ικανότητα του Μαραγκόπουλου, το άθροισμα των αποχρώσεων, το όλα είναι μέσα σε όλα. Και υπάρχει μία τέτοια ρεαλιστική απεικόνιση του κόσμου; Όχι, σίγουρα όχι.

Σας μυρίζει διδακτισμός και στράτευση; Θεωρώ πως κάνετε λάθος. Αν κάτι αρνείται καταστατικά ο συγγραφέας, τουλάχιστον όπως εγώ τον διαβάζω, είναι η μονοσημία, η μη ύπαρξη εναλλακτικής, αυτό που επιχειρείται να καθιερωθεί ως πραγματικότητα, το άσπρο-μαύρο χωρίς άλλο, να εξέλθει από το δίπολο που από τη μια πλευρά επιβάλλει μια θετική ενέργεια, αντιμάχεται την τοξικότητα (sic!) που εκείνο γεννά· από την άλλη, η θλίψη της στρατευμένης ύπαρξης, το κατάσαρκα φορεμένο μαύρο ρούχο. Απάρνηση. Επί εδάφους ακραίου ρεαλισμού το λογοτεχνικό δέντρο δίνει καρπούς ποιητικούς. Η ποιητικότητα και αν θεωρείται δεδομένα ίδιον του αναχωρητισμού και του μη πολιτικού, παρότι εδώ και χιλιάδες χρόνια συμβαίνει το πάντρεμα αυτό.

Διαβάζω ξανά όσα ως τώρα έχω γράψει. Αμφιβολία γεννάται εντός μου. Μήπως έπρεπε να σταθώ περισσότερο και αποκλειστικά ίσως στο ίδιο το μυθιστόρημα, στα συστατικά και τα πρόσωπα, να αναφερθώ στην αναγνωστική απόλαυση με πιο απλά και συνάμα θορυβώδη λόγια, να προσθέσω ίσως και κάποια θαυμαστικά; Η εκτίμηση στο έργο του Μαραγκόπουλου και κατά επέκταση και στον ίδιο αναπόφευκτα γεννά την επιθυμία το παρόν κείμενο να εκληφθεί από εκείνον ως ένα αντίδωρο. Πώς άραγε εκφράζουμε τον θαυμασμό μας χωρίς να είναι λόγια κούφια και κενά νοήματος; Δεν ξέρω τι κατάφερα. Εξ αρχής η πρόκληση ήταν δεδομένη, ένα κείμενο που θα σταθεί αντάξιος συνομιλητής ενός τέτοιου βιβλίου.

υγ. Για τα προηγούμενα μέρη της τριλογίας, για το φλλσστ,φλλσστ,φλλλσσστ (εδώ) και για το Ω! Τι υπέροχη εκδρομή (εδώ). Για το παλιότερο Πόλ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού (εδώ).

Εκδόσεις Τόπος

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

Πέντε και πέντε και πέντε

Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, η ίδια αρχή: σήμερα το μπλογκ γίνεται τόσων ετών, πότε πέρασαν τα χρόνια, μοιάζει σαν από πάντα να διατηρώ αυτή την ψηφιακή γωνιά. Και φέτος, δεν αλλάζουν πολύ τα εισαγωγικά: σήμερα (που γράφω το κείμενο αυτό, χτες, προχτές, παραπροχτές για εσάς που τώρα το διαβάζετε) το μπλογκ γίνεται δεκαπέντε ετών, πότε (διάολε) πέρασαν τα χρόνια, μοιάζει σαν από πάντα να διατηρώ αυτή την ψηφιακή γωνιά, μοιάζει ταυτόχρονα και με ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων, ποιητικά μιλώντας.

Ήμουν είκοσι επτά, είμαι σαράντα δύο, ήμουν σχεδόν δέκα χρόνια αναγνώστης, είμαι πια είκοσι πέντε. Ξεκίνησα γιατί ήταν κάτι που το σκεφτόμουν, να μοιράζομαι τις σκέψεις μου για ό,τι διάβασα, είδα και άκουσα, μια ανάγκη να συναντήσω και άλλους ανθρώπους εκεί έξω στο (ψηφιακό) πέλαγος. Ύστερα διάβασα το ποίημα του Λειβαδίτη, Βιογραφία, η στιγμή είχε φτάσει, στο Μπρανκαλεόνε ο Παυλίδης το συνοψίζει με ακρίβεια, «Ποτέ δεν ήμουν έτοιμος για τίποτα/απόφαση δεν έπαιρνα καμία/και όσα ίσως κάποτε κατάφερα/τα 'χω κάνει από απερισκεψία», οι άλλοι, οι δημιουργοί, και ας μην μας ξέρουν, συχνά αποτυπώνουν αυτό που νιώθουμε ή σκεφτόμαστε, ακόμα και αυτό που δεν ξέρουμε ή δεν σκεφτόμαστε ή δεν τολμούμε να αρθρώσουμε, σαν από πάντα η κάθε αλήθεια να ήταν εκεί, προφανής και ωστόσο αιωρούμενη μονάχα ως υποψία, είναι μια από τις βασικές ιδιότητες της τέχνης, η εξάλειψη του συναισθήματος της μοναξιάς, η νοηματοδότηση, η άρση, έστω και στιγμιαία, της ματαιότητας, η αποκάλυψη μέρους του κόσμου.

Δεν είχα φανταστεί ποτέ πού θα οδηγούσε όλο αυτό, πώς θα μπορούσα, άραγε, να έχω τολμήσει να φανταστώ πού θα οδηγούσε όλο αυτό. Ούτε σήμερα, ούτε τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά ξέρω να πω με ακρίβεια πού ακριβώς οδήγησε όλο αυτό. Θα βοηθούσε ίσως στη διερεύνηση να χωριστεί το μονοπάτι σε δύο παράλληλες, κάποτε τεμνόμενες ή και επικαλυπτόμενες, διαδρομές, την πορεία μου ως Γιάννη και εκείνη ως αναγνώστη, ποιος ήμουν (άραγε) και ποιος έγινα (άραγε), χίλια εξακόσια δέκα κείμενα μετά. Η πρώτη και καθοριστική λειτουργία του ιστολογίου αυτού είναι η ημερολογιακή του διάσταση· ενίοτε επιστρέφω σε παλιότερα κείμενα, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, η ημερομηνία στην κορυφή σηματοδοτεί τον χρόνο γραφής, ανασύρει αναμνήσεις και λοιπά συστατικά των χωροχρονικών συντεταγμένων, η εξέλιξη αναδύεται στην επιφάνεια, αυτή την ανάδυση (εξακολουθώ να) την έχω ανάγκη. Η κατανόηση (ακόμα και ως ψευδαίσθηση) του τριγύρω κόσμου, συμπαρασύρει την κατανόηση (ακόμα και ως ψευδαίσθηση) του εαυτού, εκκινώντας από το απλό γιατί μου άρεσε ή όχι ένα βιβλίο ή γιατί μου άρεσε ή δεν μου άρεσε ένα βιβλίο παρόλο που..., στα αποσιωπητικά, που τόσο σιχαίνομαι στη γραφή, κρύβονται πολλά.

Επιστρέφω στην πρώτη ανάγκη, εκείνη που μπορούσα να αρθρώσω, να γνωρίσω, δηλαδή, να συναντήσω και άλλους ανθρώπους εκεί έξω στο (ψηφιακό) πέλαγος, αν ήταν στόχος, τότε θα μιλούσαμε για εκπλήρωση, ήταν όμως μάλλον μια ευχή, οπότε μιλάω για ευγνωμοσύνη, μια ικανή ραγισματιά στο σώμα του ορθολογισμού, να κάτι που ίσως να μη συνέβαινε αν δεν είχα αναρτήσει εκείνο το ποίημα του Λειβαδίτη.

Δοκιμάζω να χωρίσω σε πεντάδες τα παρελθόντα χρόνια, η πρώτη διερευνητική, η δεύτερη, επίσης διερευνητική, πιο στέρεα, τα νήματα πιο ορατά, η τρίτη, επίσης διερευνητική, πιο εξωστρεφής, πιο αβίαστη, η τέταρτη, που τώρα ξεκινά, σίγουρα διερευνητική, ποιος ξέρει τι άλλο. Τα νούμερα λένε ενίοτε την αλήθεια, έστω και αν το κάνουν με τον τρόπο τους, τα ποσοτικά χαρακτηριστικά είναι εκεί, ο αριθμός των λέξεων και η αύξησή τους σε πρώτη γραμμή, τα ποιοτικά κρύβονται, η δυσκοιλιότητα και η καταπολέμησή της στην κορυφή του αγήματος. Αντιπαθώ σφόδρα τους συγκριτικούς βαθμούς του επιθέτου καλός, δεν γράφω καλύτερα, δεν υπάρχουν καλύτερα βιβλία, πόσο μάλλον κάλλιστα, γράφω ευκολότερα, απολαμβάνω κάποια βιβλία περισσότερο, αυτό ναι, καλύτερα ωστόσο όχι. 

Σε ένα τέτοιο κείμενο δεν θα μπορούσε να λείπει η λέξη/έννοια/τόπος μπούνκερ. Αυτό είναι η λογοτεχνία για μένα και όχι κάποιος αγώνας επικράτησης. Τέτοιες είναι για μένα και οι λογοτεχνικές συζητήσεις, τα κείμενα των άλλων για την ανάγνωση, το πάθος στο βλέμμα του αναγνώστη που διάβασε ένα ωραίο βιβλίο και θέλει να σου πει: διάβασέ το και εσύ· να σου πει ακόμα: τυχερέ, θα το διαβάσεις για πρώτη φορά, σε ζηλεύω. Μπούνκερ καταφυγής στη διάρκεια της μέρας και της νύχτας, όταν ο κόσμος στενεύει πολύ την χειρολαβή του, όταν η ανάσα δυσκολεύει. Ένα μπούνκερ μέσα στον κόσμο, όχι σε μακρινή τροχιά γύρω του, μια παρουσία και όχι μια αναχώρηση.

Μισώ τις βαθμολογίες, είναι ο λόγος που δεν έκανα goodreads, παρότι ήξερα πως θα βοηθούσε στην περαιτέρω εξωστρέφεια, ίσως και στην αύξηση της όποιας δημοτικότητας, αν ήθελα να ασχοληθώ με νούμερα θα συνέχιζα στο μονοπάτι των οικονομικών μου σπουδών, εκεί όπου ένα και ένα κάνει δύο, άσχετα που τα νούμερα είναι πάντοτε υποθέσεις και προβλέψεις, με αποτέλεσμα μέρος όσων βλέπουμε γύρω μας να μη λειτουργούν, εκεί που όλοι μας είμαστε νούμερα, εκεί που τα πάντα είναι (θέλουν να μας πείσουν) μετρήσιμα και άρα εξηγήσιμα, η επικράτηση του βασιλείου της απόλυτης λογικής και αιτιολογίας, όλα αυτά είναι σαφέστατα ένας μη (λογοτεχνικός) τόπος.

Δεν ξέρω πώς θα τα είχα καταφέρει ως εδώ χωρίς αυτή την ενασχόληση, πιθανόν να διάβαζα στον ίδιο ρυθμό, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώνω γραπτώς την εμπειρία, χωρίς τα κείμενα να ολοκληρώνονται με κείμενα. Και αν το ιδιότυπο αυτό ημερολόγιο παρέμενε κρυφό, αμιγώς προσωπικό; Δεν ξέρω. Πιθανολογώ: η μη εξωστρέφεια, η μη είσοδος σε μια αρένα σκληρή, γεμάτη ρόδα και αγκάθια, ίσως να μην με εξέθετε σε ομορφιές και ασχήμιες, μια γυάλα αυτοϊκανοποίησης ίσως να ήταν. Πολλές φορές έχω σκεφτεί να εγκαταλείψω τα κοινωνικά δίκτυα, το μπλογκ ποτέ.

Σε ένα τέτοιο κείμενο δεν θα έπρεπε να λείπει η λέξη/έννοια/τόπος ματαιοδοξία. Πάσχω από αυτή. Τέτοιος άνθρωπος είμαι. Χαίρομαι όταν ένα κείμενο βρίσκει αναγνώστες, χαίρομαι ακόμα περισσότερο όταν κάποιο άτομο μου λέει πως διάβασε και γούσταρε ένα βιβλίο που εμμέσως πρότεινα, στεναχωριέμαι στις επιθέσεις, πια τσαντίζομαι κιόλας, και ας μην αντιλαμβάνομαι γιατί το νιώθω αυτό, και ας έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, ίσως ένας προορισμός νέος να αναγράφεται στον πίνακα αναχωρήσεων στον σταθμό Θέλω να με αγαπούν: Δεν με νοιάζει. Ίσως αυτό να είναι το περαιτέρω οπλισμένο σκυρόδεμα που θα καταστήσει ακόμα πιο γερό και ανθεκτικό το υπάρχον μπούνκερ, τα χρόνια που έπονται, άλλωστε, μοιάζει να το απαιτούν, έτσι και αλλιώς.

Είναι αρκετά παράξενο το συναίσθημα τη στιγμή αυτή, νιώθω σαν να μιλάω για τον εαυτό μου στο κείμενο αυτό, σαν να ξεγυμνώνομαι, παρότι τι άλλο κάνω στο μπλογκ αυτό, ακόμα και κάτω από το πέπλο της ανάγνωσης ενός βιβλίου ως προπετάσματος καπνού, ως αφορμής, όπως μου αρέσει να χαρακτηρίζω τα κείμενα μου εδώ; Πριν τα Χριστούγεννα έγραφα: Εγώ δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης. Έμοιαζε με μια όψιμη προκήρυξη προθέσεων και ιδεών, ήταν η ανάγκη να αυτοπροσδιοριστώ, να πω ποιος νιώθω πως είμαι, να διαχωρίσω τη θέση μου από τον ετεροκαθορισμό, ποιος νομίζουν πως είμαι. Γιατί θυμήθηκα τώρα το κείμενο αυτό; Ίσως γιατί προλογίζει και σηματοδοτεί την έναρξη της τέταρτης πενταετίας. Αναγνώστης.

 Και του χρόνου, καλά να είμαστε.

υγ. Το ποίημα του Λειβαδίτη, Βιογραφία, το βρίσκετε εδώ. Το Εγώ δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης εδώ.

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Άγνωστες λέξεις - Σοφία Αυγερινού

Στις αρχές της χρονιάς κυκλοφόρησε η νουβέλα της Σοφίας Αυγερινού, Άγνωστες λέξεις, από τις εκδόσεις Πόλις. Η αλήθεια είναι πως δεν γνώριζα τη συγγραφική πλευρά της Αυγερινού παρά μόνο τη μεταφραστική· Μπροχ, Ντοστογιέφσκι και Μπέρνχαρντ, μεταξύ άλλων. Σκέφτομαι πως μετά το πέρας των Χριστουγέννων, της κορύφωσης μιας περιόδου έντονης κινητικότητας στον χώρο του βιβλίου, εκεί, κάπου τον Φλεβάρη, ίσως μια έκδοση να καταφέρει να τραβήξει το βλέμμα, να μην χαθεί στις ντάνες με τις νέες εκδόσεις, να διαβαστεί και να σχολιαστεί, και ίσως, αν το βιβλίο είναι καλό, σύντομα να ξεφύγει από το πρώτο δίχτυ υποδοχής και να ανοιχτεί σε πιο μεγάλες θάλασσες. Βέβαια, ταυτόχρονα, μετά από τόσα χρόνια πέριξ των εκδοτικών και αναγνωστικών πραγμάτων, δυσκολεύομαι να αποτινάξω ορθολογικά από πάνω μου τον μεταφυσικό νόμο στον οποίο η μοίρα κάθε βιβλίου μοιάζει να υπόκειται, καλά βιβλία που δεν γνωρίζουν τους αναγνώστες που τους αξίζουν, μέτρια βιβλία που θριαμβεύουν, κακά βιβλία με τα οποία αρκετοί ασχολούνται, έστω και για να πουν ακριβώς αυτό, πως πρόκειται για κακά βιβλία.

«Εκείνο τον καιρό άρχισε να κολλάει χαρτάκια στο ψυγείο, χαρτάκια μικρά, κίτρινα, με λέξεις λανθασμένες, όπως φώσπορος ή ανασκαλοπίζω. Έλεγε όμως διαρκώς, μου είπαν, καθώς έγραφε τα χαρτάκια του, ότι δεν ήταν αυτή η σωστή λέξη, ούτε η άλλη, δηλαδή υπονοούσε πως υπήρχε κάποια άλλη λέξη που έπρεπε να σημειώσει, αλλά κανείς δεν ήξερε γιατί δεν τη σημείωνε ή, τέλος πάντων, αν υποθέσουμε ότι θα την έβρισκε, τι σκόπευε να την κάνει. Γιατί, βέβαια, λέξεις κολλημένες στην πόρτα του ψυγείου, σ' ένα σπίτι όπου οι δύο υπόλοιποι ένοικοι είναι εκ γενετής τυφλοί, δεν έχουν καμία προφανή σκοπιμότητα. Εγώ τα είδα τα χαρτάκια μια Πέμπτη που πήγα να καθαρίσω, όπως κάθε βδομάδα —τις Πέμπτες είμαι πάντα απογευματινή. Είχα υποσχεθεί στον θείο και τη θεία ότι θα πήγαινα απαρέγκλιτα και όχι, ας πούμε, μια Πέμπτη και μια Τετάρτη ή Παρασκευή, ή και καθόλου, επειδή κάτι απρόοπτο έτυχε ή επειδή ήμουν πολύ κουρασμένη. Πολύ κουρασμένη ήμουν, δεν το συζητώ, αλλά πήγαινα όπως τους είχα πει, κάθε Πέμπτη χωρίς εξαίρεση».

Η Αυγερινού από τις πρώτες γραμμές της αφήγησης ανοίγει τα περισσότερα από τα χαρτιά της, δίνει μέσες άκρες μια ευσύνοπτη περίληψη της ιστορίας που αναθέτει στην πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια να καταθέσει. Ο ξάδερφός της, με τον οποίον πέρασαν αρκετά καλοκαίρια παίζοντας δίπλα στη θάλασσα, πριν τα πράγματα αλλάξουν και ο πατέρας της εγκαταλείψει τη λογιστική για να γίνει ποιητής, ζει με τους τυφλούς γονείς του. Μια μέρα αρχίζει να κολλάει, στην αρχή κίτρινα, μετά και άλλων χρωμάτων, χαρτάκια, πρώτα στο ψυγείο, ύστερα παντού, με λέξεις λανθασμένες, επαναλαμβάνοντας με εμμονή πως αυτή ή η άλλη δεν ήταν η σωστή λέξη, εκείνη που μετά μανίας έψαχνε, άγνωστο γιατί.

Εκτός από τη ραχοκοκκαλιά της υπόθεσης, εξ αρχής θέτεται και η ατμόσφαιρα, σκοτεινή και ασφυκτική, καφκική και υπερρεαλιστική, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η αφηγήτρια που κάθε Πέμπτη, απαρέγκλιτα, επισκέπτεται, όπως είχε υποσχεθεί, το σπίτι των θείων της ώστε να καθαρίσει. Μια στενοχωρία προσμένει τον αναγνώστη, ένα πυκνό υφαντό που τον εγκλωβίζει άμεσα. Το αφηγηματικό ύφος, το νεύρο με το οποίο η αφηγήτρια εξιστορεί τα πράγματα, εκκινώντας από εκείνον τον καιρό που τα χαρτάκια άρχισαν να εμφανίζονται στην πόρτα του ψυγείου, εκεί που συνήθως βρίσκονται μαγνητάκια ενθύμια από ταξίδια, φωτογραφίες, προγράμματα δίαιτας, απλήρωτοι λογαριασμοί και σημειώσεις, στην περίπτωση αυτή χαρτάκια με λέξεις, απόπειρες για την εύρεση εκείνης της μίας, της σωστής.

Το παράλογο σχηματίζεται επί ενός ρεαλιστικού πατρόν, τα υφάδια τοποθετούνται εδώ και εκεί, συστηματικά και με τη μέγιστη συγγραφική προσοχή, αναδεικνύοντας σελίδα τη σελίδα νέες προοπτικές, όχι απαραίτητα στην κατεύθυνση της διαλεύκανσης του «μυστηρίου» με τα κίτρινα χαρτάκια, αυτό ποσώς μοιάζει να είναι εντός των συγγραφικών προθέσεων, όχι τουλάχιστον σ' ένα απλοϊκό και επιφανειακό επίπεδο του τι έγινε μετά, του γιατί και του πώς. Η Αυγερινού, μοιάζει να το κάνει συνειδητά και προγραμματισμένα, απλώνει δύο παράλληλες και διακριτές υποδόριες στρώσεις, εκείνη της γραφής, είτε ευθέως είτε μέσω της παραβολής, και εκείνη του παρελθόντος που βαραίνει και καθορίζει τα ερχόμενα. Και το κάνει αυτό όχι για να συσκοτίσει τα πράγματα αλλά, αντίθετα, για να διανοίξει τις αναγνωστικές διεξόδους, αρνούμενη να πει απλώς μια λοξή ιστορία, αρνούμενη να υποταχθεί πλήρως στο εύρημα με τα χαρτάκια, που λίγα μόνο βήματα, και αυτά άχαρα, θα της επέτρεπε να κάνει.

Όσο μικρότερη η φόρμα, τόσο σημαντικότερη καθίσταται η πύκνωση, κάθε μία λέξη να μετράει και τίποτα να μην περισσεύει, δεν υπάρχει εδώ χώρος για το περιττό, το όμορφο πλην όμως αχρείαστο. Και η Αυγερινού καταφέρνει την πύκνωση αυτή, παρότι επιτρέπει στην αφηγήτριά της να προβεί σε παρεκβάσεις στο παρελθόν, αλλά και να προσθέσει σκέψεις και συναισθήματα επί της εν εξελίξει ιστορίας, παρεκκλίσεις που ενισχύουν και δεν βαρυφορτώνουν την ιστορία, ακόμα και να χάσει κάποιες στιγμές τον έλεγχο και έτσι να αποκτήσει καίρια και καθοριστική συμμετοχή στα πεπραγμένα πέραν της απλής παρατήρησης, υλοποιώντας τις παραπάνω παρατηρήσεις περί διεύρυνσης ενός κατά φύση ερμητικού σκηνικού, διερευνώντας, μεταξύ άλλων, τα όρια της λογικής και της ψυχικής υγείας, θέτοντας εν αμφιβόλω την ίδια την αφηγηματική αξιοπιστία και αφήνοντας ανοιχτό σε υποκειμενική αναγνωστική ερμηνεία και εν πολλοίς αναπάντητο το ερώτημα για την κινητήριο δύναμη που, ας βάλω εισαγωγικά, την «αναγκάζει» ή την «ωθεί» εξ αρχής στην αφήγηση, απάντηση που θα μας επέτρεπε να διακρίνουμε καθαρά και με σαφήνεια τις αφηγηματικές και εν συνεχεία τις συγγραφικές προθέσεις, οδηγώντας σε μία αναπόφευκτη απομάγευση, εκεί όπου όλα είναι φανερά και εξηγήσιμα, διόλου λογοτεχνικά, δηλαδή.

Η Αυγερινού πετυχαίνει να χαρίσει στη νουβέλα της μια αυτονομία, χωρίς να της στερεί μέσω μιας βιασμένης συσκότισης την απόλαυση καθιστώντας την προβληματική. Συνδυάζει δύο αρετές, σχετικά σπάνιες στην εγχώρια λογοτεχνία: το πρωτότυπο θέμα, τουλάχιστον ως σημείο εκκίνησης, απομακρυσμένο από τις γνώριμες πηγές άντλησης, και τη χρήση της γλώσσας. Και αν η πρωτοτυπία του θέματος μπορεί να αναζητηθεί χωρίς ιδιαίτερες θυσίες και στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, η χρήση της γλώσσας καθιστά τις Άγνωστες λέξεις ένα σημαντικό ανάγνωσμα, ένα επίτευγμα για τους έχοντες μητρική γλώσσα την ελληνική.

Διέκρινα μια εκλεκτική συγγένεια με το Λίγα λόγια για μένα της Καλλιρρόης Παρούση, για το οποίο περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ. Επίσης, κοιτάζοντας τη μεταφραστική εργογραφία της Αυγερινού, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς ποια είναι η λογοτεχνία που της αρέσει, ποιες είναι οι αναφορές και οι πηγές της ως συγγραφέα.

Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

Μπαουμγκάρτνερ - Paul Auster

Ο Πολ Όστερ πέθανε στις 30 Απριλίου του 2024 σε ηλικία 77 ετών. Ο Μπαουμγκάρτνερ είναι ο τελευταίος χαρακτήρας στο ύστατο μυθιστόρημα που αυτός ο σπουδαίος γραφιάς άφησε πίσω του. Έχει κάτι το γλυκόπικρο να κρατά κανείς στα χέρια του το βιβλίο των τίτλων τέλους. Γλύκα για ένα ακόμα δώρο από κάποιον σε σένα άγνωστο, πίκρα για την απώλεια κάποιου σε σένα άγνωστου που ωστόσο πιστεύεις πως γνωρίζεις τόσο καλά. Ο Όστερ, λίγα μόλις χρόνια μεγαλύτερος από τον Μπαουμγκάρτνερ, πιθανώς γνωρίζει πως αυτό ίσως να είναι το τελευταίο βιβλίο που θα στείλει στον εκδοτικό οίκο.

Ο Μπαουμγκάρτνερ ζει μόνος του, εδώ και δέκα χρόνια, όταν η Άννα τόλμησε μια ακόμα βουτιά παρά τα ορμητικά κύματα του ωκεανού· εκείνος της φώναξε, εκείνη δεν τον άκουσε. Ένα μεγάλο σπίτι, μακριά από την πολύβουη Νέα Υόρκη, μια καθημερινή ρουτίνα εργασίας, που περιλαμβάνει σχέδια για καινούργια βιβλία, είναι ο τρόπος του, φυσικός και αβίαστος, για να διαχειρίζεται μια καθημερινότητα με ελάχιστα περιστατικά κοινωνικότητας, κομμάτια και εκείνα της αρκετά αυστηρής ρουτίνας, που ένα αναπάντεχο κουδούνι ή κάποιο τηλέφωνο μπορούν να διαρρήξουν ανεπανόρθωτα.

Στην έβδομη δεκαετία της ζωής του, λογικό και αναμενόμενο είναι να έρχεται ολοένα και συχνότερα αντιμέτωπος με το παρελθόν· ας συνυπολογίσει κάποιος και τη φύση ενός ανθρώπου για τον οποίο ο στοχασμός αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμα ταυτότητάς, του τρόπου να κοιτάζει και να επεξεργάζεται τα πράγματα τριγύρω. Το μυστήριο της μνήμης, ο άγνωστος μηχανισμός λειτουργίας που άλλα τα κρατά ακέραια και άλλα τα εξοβελίζει στο βασίλειο της λήθης. 

Ένας τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής, φιλικός αλλά και απόμακρος ταυτόχρονα, αναλαμβάνει να ξεναγήσει τον αναγνώστη, χωρίς να επιθυμεί μήτε τον οίκτο μήτε τον θαυμασμό του. Κανένας συναισθηματικός εκβιασμός δεν λαμβάνει χώρα εδώ. Η ζωή, αρκούντως ακατανόητη, άθροισμα αντιφατικών και αντιθετικών συστατικών, μοιάζει να είναι μια μοναχική διαδρομή ακόμα και στο κέντρο της πλέον θορυβώδους πολίχνης, πόσο μάλλον σε ένα αραιοκατοικημένο προάστιο, εκεί που βρίσκονται ένας ελληνικής καταγωγής μετρητής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, μια κοπέλα που εργάζεται σε μια εταιρεία παράδοσης αλληλογραφίας, μια γυναίκα που έχει αναλάβει να διατηρεί το σπίτι συγυρισμένο και καθαρό, πρόσωπα με τα οποία ο Μπαουμγκάρτνερ ανταλλάζει κάποιες απλές κουβέντες.

Το δωμάτιο που διατηρούσε εκείνη ως γραφείο εργασίας παραμένει όπως ήταν την τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί, ο Μπαουμγκάρτνερ αδυνατεί να τολμήσει την οποιαδήποτε αλλαγή, τα ρούχα της ναι, εκείνα άργησε αλλά μπόρεσε να τα απομακρύνει, τις στοίβες με τα τετράδια και τα σκόρπια χαρτιά γύρω από τη γραφομηχανή όχι. Η φοιτήτρια ενός παλιού του φίλου εκφράζει την επιθυμία να μελετήσει το ανέκδοτο υλικό της Άννα στο πλαίσιο εκπόνησης μιας διδακτορικής διατριβής. Ο Μπαουμγκάρτνερ, παρότι αρχικά παρέμεινε σκεπτικός στην προοπτική αυτή, στη διατάραξη της ρουτίνας του, σύντομα θα ενθουσιαστεί, να ένα συναίσθημα παλιό, σχεδόν λησμονημένο, χρώμα ξερό στην παλέτα.

Εδώ δεν είναι απούσα μόνο η συναισθηματική καθοδήγηση αλλά και η διδαχή, απουσία που επιτρέπει τη διαμόρφωση ενός κοινού τόπου μεταξύ του Μπαουμγκάρτνερ, του Όστερ και του αναγνώστη. Σ' αυτόν τον τόπο διέκρινα τη μη παραίτηση από τη ζωή, εδώ διαμόρφωσα την αυθαίρετη άποψη πως ο συγγραφέας, ο κάθε ένας συγγραφέας, μέσω του έργου του φαντάζεται και αξιολογεί ως σημαντική τη διατήρηση στη μνήμη των ανθρώπων, παρότι η άγνοια και η αβεβαιότητα συντροφεύουν διαρκώς αυτό το ιδιότυπο άλτερ έγκο· δεν γνωρίζω περισσότερα από όσα συνήθιζα κάποτε να γνωρίζω, μοιάζει να σκέφτεται ο Μπαουμγκάρτνερ, κάθε μία βεβαιότητα, μικρή ή μεγάλη, ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα πέσει από το ίδιο της το βάρος.

Η έτσι και αλλιώς συχνά άδικη συνήθεια της κριτικής και της ευρύτερης πρόσληψης ενός έργου στο πλαίσιο της ευρύτερης εργογραφίας εδώ μεγιστοποιείται, καθώς το παρόν βιβλίο αποτελεί το κλείσιμο μιας πλούσιας παραγωγής λόγου. Από κεκτημένη ταχύτητα, ο γνώστης του πρότερου έργου τού Όστερ θα επιχειρήσει να διακρίνει την πιθανότητα του κλεισίματος ενός κύκλου που άνοιξε με την καθοριστική για τη λογοτεχνία Τριλογία της Νέας Υόρκης. Πέρα από κάποια φιλολογικής αξίας σχετική μελέτη, που αργά ή γρήγορα θα παρουσιαστεί και αναπόφευκτα θα ξεχαστεί, το Μπαουμγκάρτνερ είναι ένα μυθιστόρημα αυτάρκες, χωρίς άναρθρες κραυγές, που δεν απαιτεί εξωλογοτεχνικά λύτρα και ίσως γι' αυτό ο συγγραφέας παίρνει φαινομενικές αποστάσεις από τον Μπαουμγκάρτνερ, να σβήσει κάθε ίχνος αυτοβιογραφικής χροιάς σε μια από τις τελευταίες ιστορίες που εκείνο το φοβερό μυαλό γέννησε και στο πέρασμά του στα ελληνικά το φρόντισε με ιδιαίτερη αγάπη η Ιωάννα Ηλιάδη.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για τα προηγούμενα βιβλία του Όστερ περισσότερα θα βρείτε: Φλεγόμενο αγόρι (εδώ), 4 3 2 1 (εδώ), Ημερολόγιο του χειμώνα (εδώ), Η μουσική του πεπρωμένου (εδώ), Η νύχτα των χρησμών (εδώ), Σάνσετ Παρκ (εδώ), Η τριλογία της Νέας Υόρκης (εδώ), Το παλάτι του φεγγαριού (εδώ)

Μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Η ανάμνηση της μνήμης - Μαρία Στεπάνοβα

Είχα για καιρό ένα θετικό προαίσθημα για το βιβλίο αυτό, αλλά, όπως συμβαίνει με τη ζωή γενικά, το ένα έφερε το άλλο και παραμέρισε το τρίτο την ώρα που ένα τέταρτο έβγαινε στην επιφάνεια σέρνοντας ξοπίσω του ένα πέμπτο, και ούτω καθεξής, διαρκώς και επαναλαμβανόμενα. Αποδείχτηκε όμως κατάλληλη η αναγνωστική συγκυρία, έστω και εκ των υστέρων και από καθαρή σύμπτωση μάλλον, αν και με το υποσυνείδητο έδαφος ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι απόλυτα σίγουρος, αφού λίγο καιρό πριν είχα διαβάσει το W ή Η παιδική ανάμνηση του Περέκ και το Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού της Ζαλκ.

«Δεν έχει καμία σημασία, μα μες στους κόλπους της οικογένειας, ανάμεσα στους συγγενείς μου, δεν υπήρχε κανείς διάσημος. Έμοιαζαν όλοι τους ικανοί να επιμείνουν σε ένα είδος ύποπτης απόστασης. Έγιναν ιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες (μα όχι για εμπνευσμένες αψίδες και προσόψεις, μα μόνο για βέβαιες, χρήσιμες κατασκευές, όπως δρόμους και γέφυρες). Εργάστηκαν ακόμη ως λογιστές και ως βιβλιοθηκονόμοι.

Ακολούθησαν ήσυχες ζωές, κρατώντας τον εαυτό τους μακριά από τις μυλόπετρες της εποχής που αλέθουν πρόσωπα και πράγματα. Σχεδόν κανείς τους δεν ανήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, μα την ίδια στιγμή αυτό δεν αποτελούσε σε καμιά περίπτωση πράξη αντίστασης. Οι βιογραφίες τους μοιάζουν να γράφονται βαθιά κάτι από το δέρμα, λες και τίποτα δεν καθρεφτιζόταν στις επιφάνειες, εκεί που και η παραμικρή κίνηση, ο ελάχιστος σπασμός γίνεται άξιος προσοχής και επιφέρει συνέπειες. Τώρα που όλοι τους έχουν περάσει σε νύχτες αιώνιες, τώρα που οι ιστορίες τους έχουν καταλήξει στα συμπεράσματά τους, μπορώ να εξετάσω αυτές τις ζωές, να μιλήσω γι' αυτές και να τις κρατήσω κάτω από το φως, επιθεωρώντας κάθε λεπτομέρεια. Στο τέλος της ημέρας όλες μου οι προσπάθειες αποκαλύπτονται και εγώ απομένω αβέβαιη για το αν οι πρακτικές μου, που τους φέρνουν και πάλι στο φως, θα μπορούσαν να τους ξαναπληγώσουν».

Η ανάμνηση της μνήμης δεν είναι μυθιστόρημα, παρότι το εξώφυλλο τέτοιο τη χαρακτηρίζει, όχι τουλάχιστον ένα τυπικό μυθιστόρημα, αλλά μια υβριδική κατασκευή. Και αυτό δεν συμβαίνει εξαιτίας της έντονης αυτοβιογραφικής συνισταμένης που το διέπει, αλλά λόγω της ιδιάζουσας κατασκευής του, εξ ου και η ευτυχής συγκυρία της πρόσφατης ανάγνωσης των βιβλίων του Περέκ και της Ζαλκ. Το κυρίως νήμα που διαπερνά την αφήγηση της Στεπάνοβα είναι η ανάγκη της να γράψει αυτό το βιβλίο, να αφηγηθεί την ιστορία των προγόνων της, να αναζητήσει τον εαυτό της μέσα σε αυτή την αναζήτηση, να αναφερθεί στις προηγηθείσες αποτυχημένες απόπειρες συγγραφής, και, κυρίως, να αναζητήσει τον τρόπο με τον οποίο κάτι τέτοιο θα καταστεί εφικτό, ενώ, δηλαδή, γράφει το βιβλίο, διαπραγματεύεται το πώς θα το γράψει.

Και αν η Ζαλκ είναι ιστορικός, οι περιπτώσεις του Περέκ και της Στεπάνοβα είναι διαφορετικές, αφού έρχονται από διαφορετικό δημιουργικό μετερίζι, αν και οι τρεις εκείνο που γυρεύουν είναι απαντήσεις μάλλον προσωπικού ενδιαφέροντος, του τρόπου δηλαδή που το υλικό του παρελθόντος μάς αποτελεί και ασχολούμενοι με κάτι εκ πρώτης προσωπικό/ατομικό αναπόφευκτα παρατάσσονται στα πλαϊνά του μεγάλου ποταμού με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πίσω. Μάλιστα, αυτό το διάχυτο προσωπικό στοιχείο, η ανάγκη της αναζήτησης και της κατανόησης, τοποθετεί σε (τουλάχιστον) δεύτερο επίπεδο τη φιλοδοξία για κάτι πέρα και έξω από τους ίδιους, για κάτι μεγαλειωδώς οικουμενικό, και όταν αυτό συμβαίνει, ενίοτε και σπάνια, το αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει εδώ, είναι εντυπωσιακό.

Αν έπρεπε σώνει και ντε να κατηγοριοποιήσω το βιβλίο αυτό, τότε θα το τοποθετούσα στην επικράτεια του αυτοδοκιμίου, αφού εδώ η μυθοπλασία, πέρα από τα απαραίτητα γεμίσματα και γεφυρώματα της μνήμης και της έρευνας, τις υποθέσεις απέναντι στην αιώνια σιωπή και τις υποδόριες προθέσεις των προσώπων, έρχεται σε δεύτερη μοίρα, απόρροια της κάθε μορφής αρχείου που η συγγραφέας επισκέπτεται και επί του οποίου σκύβει. Είπα: εκείνο που πρωτίστως απασχολεί την Στεπάνοβα, στην προκειμένη περίπτωση, και που ο τίτλος Η ανάμνηση της μνήμης τόσο εύστοχα αποτυπώνει, είναι το σουλάτσο σε όλους αυτούς τους μηχανισμούς, σε όλες αυτές τις ιδιωτικές και ελάχιστες ατομικές διαδρομές, παράλληλα και μέσα στο μεγάλο κάδρο, το οποίο ελάχιστα διαμόρφωσαν, αν και ξέρετε τι λένε για τη μια και μόνη σταγόνα που υπερχειλίζει ένα ποτήρι γεμάτο ως απάνω με νερό, αλλά που σίγουρα διαμορφώθηκαν από αυτό.

Η ιδιάζουσα αυτή κατασκευή επιβάλλει ένα τίμημα, αφού η έντονη και συνεχής παρουσία του αναγνώστη ανάμεσα στα γρανάζια και τους μηχανισμούς περιστροφής αποτρέπει την ολική παράδοση που ένα μυθιστόρημα με τους ίδιους πρωταγωνιστές, τις ίδιες αγωνίες, τα πάθη και τα βάσανα, με καμουφλαρισμένες ωστόσο τις σκαλωσιές θα πρόσφερε πιθανότατα απλόχερα. Η ανάμνηση της μνήμης επιζητά μια άλλη οπτική γωνία, μια εγρήγορση, αλλά και μια ιδιότυπη συμμετοχή από πλευράς αναγνώστη, εντάσσοντας και εκείνον με τη σειρά του στον δικό του λαβύρινθο προς το παρελθόν, από το οποίο, καθώς απομακρυνόμαστε κάθε στιγμή, ολοένα και οι λεπτομέρειες σβήνουν, μια γενική, ίσως θολή, εικόνα απομένει, ένα λιβάδι στο οποίο ο άνθρωπος επιμένει να γυρεύει απαντήσεις με την ελπίδα πως θα αποδειχτούν επεξηγηματικές για τα πεπραγμένα και χρηστικές για τα, άγνωστα και τρομακτικά, μελλούμενα.

Και έχει έντονο δοκιμιακό χαρακτήρα γιατί εκτός από το προσωπικό ένστικτο, όχι την έμπνευση εδώ, αλλά τον βηματισμό στον οποίο η διαμόρφωση του χαρακτήρα δίνει ρυθμό και ανάσα, είναι και η προσφυγή της Στεπάνοβα για απαντήσεις προς τη λογοτεχνία κυρίως, του σπουδαίου Ζέμπαλντ ή της καίριας Σόνταγκ για παράδειγμα, η απόπειρα κατανόησης του πώς η σκέψη των άλλων, φαινομενικά ανεξάρτητης και ξένης προς τα εμάς, μας αφορά και μας διαμορφώνει, εξηγεί και φανερώνει, προφητεύει και ενίοτε, παρά τη θέλησή της, δικαιώνεται. Ένα μονοπάτι απαντήσεων στο γιατί διαβάζουμε τις αλλότριες αφηγήσεις, στο γιατί νιώθουμε πως μας αφορούν, στο αποτύπωμα που μας αφήνουν, στο γιατί επιλέγουμε το ένα ή το άλλο βιβλίο, στο γιατί βρίσκουμε κάτι που ως δια μαγείας αποδεικνύεται δικό μας στο ένα ή το άλλο βιβλίο, και τελικά στον τρόπο με τον οποίο η κάθε αφήγηση οσμίζεται και αποτυπώνει τα πραχθέντα. Και κάπως έτσι το συγγραφικό ατομικό μετατρέπεται σε αναγνωστικό ατομικό και αυτό αθροιζόμενο τείνει στο οικουμενικό.

Το έγραφα και πρόσφατα, αναφερόμενος στους Πλάνητες της Τοκάρτσουκ, επίσης συγγενές ανάγνωσμα τώρα που το σκέφτομαι, πως το μέγεθος εδώ λειτουργεί ενισχυτικά του αρχικού ευρήματος, πως δηλαδή το μέγεθος, οι σχεδόν πεντακόσιες σελίδες στην περίπτωση του βιβλίου της Στεπάνοβα, αναδεικνύουν το εύρημα ως μια ικανή επιφάνεια επί της οποίας οικοδομείται η κατασκευή, μια βάση στέρεα και καλά προϋπολογισμένη ώστε να αντέξει και όχι ένα απλό καπρίτσιο, ένα υποβοήθημα στιγμιαίας, ανέμπνευστης τελικά, έμπνευσης. Και ίσως η κόπωση, ως διατυπωμένη ένσταση και ανάλογα σε ποιο σημείο εμφανίζεται, να μας δείχνει γεωμετρικά την προσωπική μας ανοχή στην αναζήτηση απαντήσεων, στην αμφιβολία που διαρκώς φέρνει νέα ερωτήματα στο προσκήνιο, στον τρόπο με τον οποίο ο ατομικός μας μηχανισμός λειτουργεί, ίσως αυτό κάτι να σημαίνει για τις θανατηφόρες, πλαστές και άχρηστες, αν και για κάποιους καθησυχαστικές, βεβαιότητες, τα απόλυτα ζεύγη αντιθέτων, τον θρίαμβο της αιτιοκρατίας, τη διαρκή αγωνία μήπως κάποια αγωνία ξεπηδήσει στην επόμενη στροφή του δρόμου, λίγο πριν ο ορίζοντας, πάντα απέραντος, εμφανιστεί ξανά.

Πολύ μου άρεσε το βιβλίο αυτό.

υγ. Για το W ή Η παιδική ανάμνηση του Περέκ περισσότερα εδώ, για το Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού της Ζαλκ εδώ, για τους Πλάνητες της Τοκάρτσουκ εδώ.

Μετάφραση Ελένη Κατσιώλη, Απόστολος Θηβαίος
Εκδόσεις Βακχικόν 

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Sha la la - Δήμητρα Παναγιωτοπούλου

«Ένα πέσιμο δεν είναι βέβαια κάτι τραγικό, αλλά να προσγειώνεται κανείς σ' αυτή την πόλη με το κεφάλι μισό μέτρο πάνω από το κράσπεδο και με τα χέρια ανοιγμένα σαν φτερά πουλιού δεν είναι και το πιο συνηθισμένο».

Έτσι ξεκινάει η νουβέλα της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου, Sha la la, με τον Χ.Π. να επιστρέφει στη γενέθλια πόλη, χρόνια μετά, με ένα ντοσιέ γεμάτο από έγγραφα σχετικά με την πώληση της πατρικής εστίας, η οποία μετά τον θάνατο των γονιών του απέμεινε έρημη και έρμαιο στον χρόνο και τη φθορά του, χρήσιμη μόνο ως ένα ανέλπιστο οικονομικό όφελος, τελευταίος πιθανά και ευκταία συσχετισμός με την πόλη εκείνη. Ο παντογνώστης αφηγητής εκκινά από το χρονικό σημείο μηδέν, από τη στιγμή που ο ήρωάς μας πάτησε με τον τρόπο του το έδαφος της ανώνυμης, μεθόριας πόλης κάπου στη Βόρεια Ελλάδα.

Θέμα ιδιαίτερα δημοφιλές λογοτεχνικά, η επιστροφή στον τόπο της νεαρής ηλικίας, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο εγκαταλείφθηκε, ίσως χωρίς πλήρη συνείδηση πως η φυγή αυτή θα αποδεικνυόταν απόφαση οριστική και τελεσίδικη, ωστόσο συνέβη. Η επιστροφή εν γένει στην επικράτεια της παιδική ηλικίας αποτελεί κοινό τόπο, εκτός της λογοτεχνίας, και της ψυχοθεραπείας, εκεί αναμένουν οι ειδικοί, περισσότερο από τον ίδιο τον θεραπευόμενο, να βρεθεί το πασπαρτού που θα μπορέσει να ξεκλειδώσει ή να διπλοκλειδώσει το κουτί της Πανδώρας, απαντώντας ή όχι, διασαφηνίζοντας ή όχι, απλοποιώντας ή όχι διάφορες εξισώσεις της ενήλικης ζωής.

Ταξίδι γνώριμο σε πολλούς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συντεταγμένα ή άναρχα, ανακτημένο λάφυρο της λήθης ή περιβόλι γεμάτο ρόδα και αγκάθια γύρω από την τρύπα που το πτηνό μας εγώ χώνει το κεφάλι του, η επιστροφή στην παιδική ηλικία, ενίοτε δεν είναι απλώς μια μεταφορά αλλά ένα πραγματικό ταξίδι, ένας τρομακτικός σταθμός λεωφορείων, η πρόσκαιρη στάση ενός τρένου, το αγκυροβόλι ενός πλοίου, ο διάδρομος προσγείωσης ενός αεροπλάνου, το πρώτο φανάρι μετά την έξοδο από την εθνική οδό. Αυτή η επιστροφή συνήθως δίνεται ως μια ιστορία ενηλικίωσης, μια βουτιά στο παρελθόν εκ του οποίου θα αντληθούν στοιχεία της ενήλικης εκδοχής, αιτιοκρατία και τυχαιότητα, τραύματα και βιώματα, πρώτοι έρωτες, φίλοι και γονεϊκή φροντίδα ή η απουσία τους, ή η τερατομορφία τους, σπανιότερα, ωστόσο, όπως στην περίπτωση του Χ.Π., η επιστροφή αυτή συντελείται και εκτείνεται σε πραγματικό χωροχρόνο στο εκεί και το τώρα.

Και ποια η πιο κατάλληλη διαδρομή επιστροφής στη γενέθλια πόλη παρά εκείνη του τρομακτικού λαβυρίνθου της γραφειοκρατίας, ο φάκελος υπό μάλης γεμάτος από έγγραφα, στην πλειοψηφία τους ακατανόητα μάλλον, η αναζήτηση του συμβολαιογράφου που θα ξέρει, ελπίζει ο Χ.Π. αφού τον βρει, τι να τα κάνει, να ολοκληρωθεί η διαδικασία πώλησης, στο επόμενο δρομολόγιο να επιβιβαστεί και να επιστρέψει. Αλήθεια, προς τα πού γίνεται η επιστροφή, προς τα παιδικά ή προς τα ενήλικα χρόνια, ποιο είναι το σημείο αναχώρησης και ποιο το αντίστοιχο άφιξης, πού πηγαίνει και από πού έρχεται ο Χ.Π.; Ανάμεσα σε τοπόσημα γνώριμα, σημεία παιχνιδιού και σχόλης, αλλά και σε άλλα που υπέκυψαν στον χρόνο, εγκαταλείφθηκαν για να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο, ο ήρωάς μας χωρίς ιδιαίτερη πυγμή και αποφασιστικότητα προσπαθεί να προσανατολιστεί, ως προς τι, βέβαια, είναι ένα ακόμα ερώτημα.

Η Παναγιωτοπούλου στο πρωτόλειο έργο της προσφεύγει στην πύκνωση, μια παράγραφος ενιαία όλη η νουβέλα είναι, χωρίς να απλώνει τα πλοκάμια της ιστορίας, χωρίς να καταφεύγει σε αναλήψεις από το παρελθόν μήτε να εγκιβωτίζει περαιτέρω υποϊστορίες, με κάτι που θυμίζει κάπως αόριστα Μπέρνχαρντ, ίσως εξαιτίας των επαναλήψεων και των διαφόρων μικροσημείων περιστροφής. Προσθέτει έναν μέλλοντα χρόνο, όταν ο ήρωάς μας αφηγήθηκε κάποια από αυτά τα περιστατικά σε κάποιον ή κάποιους ανώνυμους δέκτες και με τον τρόπο αυτό σπάει την αυστηρά τριτοπρόσωπη αφήγηση, μέσα από τον ευθύ λόγο όσων εκείνος αργότερα αφηγήθηκε. Αυτό, εν συνεχεία της πύκνωσης, είναι το κυρίως αφηγηματικό στυλ της συγγραφέα, που δείχνει μια φιλοδοξία να πει με τον τρόπο της μια εν πολλοίς γνώριμη ιστορία, φιλοδοξία που αποδεικνύεται λειτουργική και ικανή να επιτείνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον πέρα και έξω από το αποκλειστικό μονοπάτι της αφήγησης των γεγονότων, πέρα από το τι έγινε αλλά πώς έγινε ή, ίσως καλύτερα, πώς αυτό που έγινε έγινε αφήγηση.

Με τον τρόπο του πρωτότυπο είναι και το πώς ο αφηγητής συστήνει τα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής με τα οποία διασταυρώνεται η πορεία του ήρωα, δίνοντας μας εντός αγκυλών τα στοιχεία ταυτότητας, έτος γέννησης, σπουδές και επάγγελμα, ένα άκρως συνοπτικό βιογραφικό, όπως θα δινόταν σ' ένα θεατρικό κείμενο η διανομή των ρόλων. Η Παναγιωτοπούλου διαθέτει μια ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη αλλά ταυτόχρονα ατομική, αφηγηματική φωνή η οποία αποτελεί το νήμα που ακολουθεί ο Χ.Π. στην περιδιάβασή του στην ανώνυμη πόλη.

Ολιγοσέλιδη, η νουβέλα της πρωτοεμφανιζόμενης Παναγιωτοπούλου διαθέτει μια γοητεία, παρότι σε σημεία κάπως αμήχανη. Θα μπορούσε να έχει πει την ίδια ιστορία με διαφορετικό τρόπο; Ναι, θα μπορούσε, να κινηθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια και μικρότερο ρίσκο. Δεν μπορώ να ξέρω γιατί επέλεξε αυτό το μονοπάτι. Αν δηλαδή το σημείο εκκίνησης ήταν μια ήδη διαμορφωμένη αφηγηματική φωνή, ένας μονόδρομος αφήγησης, ή αν προϋπήρξε μια σκέψη περί επιθυμίας διαφοροποίησης. Δεν έχει και τόση σημασία ωστόσο, η φιλοδοξία είναι διακριτή και παρούσα, το Sha la la είναι μια νουβέλα που δοκιμάζει να υπαινιχθεί παρά να φανερώσει, που δεν στοχεύει και δεν χρησιμοποιεί το συναίσθημα ως σκευή για την κατασκευή και τη μετέπειτα αναγνωστική πρόσληψη, δεν ασχολείται με δίπολα, δεν γυρεύει απαντήσεις συγκεκριμένες αλλά μάλλον αχρείαστες. Ούτε ωστόσο παραδίδεται με τα χέρια ψηλά στην ατμοσφαιρικότητα που η αφηγηματική φωνή διαχέει στην περιδιάβαση του Χ.Π., ενώ χρησιμοποιεί το παίγνιο ως αντίβαρο μιας κάπως μίζερης επιστροφής, εξ αρχής εξοστρακισμένης από το συναίσθημα και παραδομένης στις δαγκάνες της γραφειοκρατίας και των απλών αποφάσεων κάποιου που νιώθει ξένος στον τόπο και στις πράξεις που απαιτούνται από μεριάς του.

Και κάπου εκεί, σε μια γραφειοκρατική και με υποσχέσεις οικονομικού ανταλλάγματος επιστροφή, κάποιες χαραμάδες είναι ικανές να επιτρέψουν στο συναίσθημα να εισέλθει, πλαγίως και χωρίς βιάση. Σε εκείνες τις χαραμάδες, ευρισκόμενες κατά τόπους στη συνδεσμολογία των δοκών, ως ένα βαθμό αδιόρατες και σίγουρα όχι σκόπιμα ακάλυπτες, ο αναγνώστης πιθανόν να βρει κάτι δικό του, κάτι ίσως απροσδιόριστο και συγκεχυμένο, μια υποψία συναισθήματος, μια ελάχιστη εγκοπή που, ποιος ξέρει, ίσως και να ξηλώσει μέρος ή ολόκληρο το περιτύλιγμα της δικής του μελλοντικής επιστροφής σ' εκείνα τα μέρη, τα κάποτε γνώριμα και οικεία.  

Ένα διακριτό πρώτο βήμα είναι το Sha la la, ο χρόνος θα δείξει περισσότερα, το όνομα της Παναγιωτοπούλου σημειώθηκε για μελλοντική παρακολούθηση.

Εκδόσεις Loggia

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού - Claire Zalc

Μόλις είχα γυρίσει την τελευταία σελίδα τού —μάλλον αταξινόμητου— W ή Η παιδική ανάμνηση του Ζορζ Περέκ, όταν έπιασα στα χέρια μου το —επίσης αταξινόμητο τελικά— Z ή αναμνήσεις μιας ιστορικού τής Κλερ Ζαλκ. Ήμουν υπό την επήρεια ακόμα της περιδιάβασης στο περεκικό σύμπαν και ήταν η εκ του τίτλου εμφανής συγγένεια που έτεινε ένα νήμα ομοιοπάθειας, ανάμεσα στη Ζαλκ και σε μένα, μια ταυτόχρονη παρουσία στο βασίλειο της αναγνωστικής επιρροής αυτού του τόσο σπουδαίου, η επιθυμία να παρατείνω την εμπειρία, ελπίζοντας —δικαιολογημένα τελικώς— πως θα «συνομιλούσα» με κάποια που θα καταλάβαινε την κατάστασή μου, κι ίσως εγώ τη δική της, αντίστοιχα.

Είχα όμως και μια επιφύλαξη. Είχε να κάνει με τους δεδομένους περιορισμούς του αντίδωρου, της κατά Περέκ —στην προκειμένη περίπτωση—συγγραφής, της απόδοσης ενός φόρου τιμής. Τη Ζαλκ δεν τη γνώριζα, ούτε το ακαδημαϊκό της έργο είχα υπόψη μου. Το νήμα, ωστόσο, έστεκε εκεί, κι εγώ το ακολούθησα.

Όπως και το βιβλίο του Περέκ, έτσι κι εδώ έχουμε μια διπλή, εναλλασσόμενη αφήγηση, η Ζαλκ προβαίνει, από τη μια, στην παρουσίαση του επιστημονικού της έργου, και, από την άλλη, στην αφήγηση της προσωπικής της ιστορίας, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με την ειδικότητά της ως ιστορικού.

Ο Περέκ αναφερόμενος στο βιβλίο του έγραψε: «Υπάρχουν δύο κείμενα σε αυτό το βιβλίο, που απλώς διαδέχονται το ένα το άλλο· θα νόμιζε κανείς ότι δεν έχουν τίποτα κοινό, ωστόσο είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους, λες και κανένα από τα δύο δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του, λες και μόνο από τη συνάντησή τους, από το φως που εκπέμπουν το ένα στο άλλο, μπορεί να φανερωθεί κάτι που ποτέ δεν λέγεται απόλυτα στο ένα, ποτέ δεν λέγεται απόλυτα στο άλλο, αλλά μονάχα στην εύθραυστη διασταύρωσή τους».

Η Ζαλκ, τοποθετώντας τα λόγια του ως μότο στο ανά χείρας βιβλίο, δηλώνει ταυτόχρονα την πρόθεσή της, το τι επιθυμεί να πετύχει, και την ελπίδα της, πώς εύχεται να λειτουργήσει αυτή η κατασκευή.

Δεν χρησιμοποιώ τυχαία τη λέξη κατασκευή εδώ, αλλά σαν συνέχεια των επιφυλάξεών μου σχετικά με τους περιορισμούς μιας τέτοιας απόπειρας. Η επιτυχής ή μη πραγμάτωση των συγγραφικών προθέσεων δεν έχει, για μένα, να κάνει με το πόσο πιστή ή εντός περεκικού κλίματος παρέμεινε η συγγραφέας στο Z, χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να είναι εν τέλει αδιάφορο, αλλά κυρίως έχει να κάνει με το πόσο αυτή η κατασκευή θα μπορούσε να λειτουργήσει πέρα της τεχνικής επικράτειας ή αν τελικά θα αποδεικνυόταν απλώς μια ευκολία γραφής ή ένα άψυχο κατασκεύασμα με κάποιες ομοιότητες με ένα σχεδιαστικό πρότυπο. Εκείνο που πιο γρήγορα διαφαίνεται στη διπλή αφήγηση είναι η επιρροή ή η μαγεία —ίσως καλύτερα— που το έργο του Περέκ —συνολικά ή ειδικά— της έχει ασκήσει. Αυτό αποτελεί το πρώτο, καθοριστικό, ρήγμα σε μια κατασκευή που μοιάζει εγκεφαλική. Εκείνο, ωστόσο, που τελικώς γεμίζει το καλούπι της κατασκευής και καθιστά σημαντικό το βιβλίο αυτό, προσδίδοντάς του μια ιδιότυπη λογοτεχνικότητα, είναι το πάθος της Ζαλκ για την επιστήμη και το επάγγελμά της.

Έχω επαναλάβει αρκετές φορές πως η αγάπη μου για την αφήγηση δεν περιορίζεται στη μυθοπλασία, αλλά εκτείνεται σε οτιδήποτε αφηγείται κανείς με πάθος και ευχέρεια λόγου. Και κάτι αντίστοιχο με το Z δεν είχα διαβάσει ως τώρα.

Το πάθος με το οποίο η Ζαλκ μιλάει για την έρευνά της, για την ιστορία εν γένει, για την ανάγκη και τις παγίδες της ποσοτικοποίησης, τη γειτνίαση της στατιστικής, για το θολό σύνορο ανάμεσα στις ανθρωπιστικές, κλασικές και κοινωνικές σπουδές, για τη σημασία, τέλος τέλος, όλων αυτών στην καταγραφή και απόπειρα κατανόησης του ανθρώπινου. Καταφέρνει, χωρίς να προδώσει το W να προχωρήσει παραπέρα, να ξεφύγει από την απλή αντιγραφή του αρχικού σκίτσου, να μην περιοριστεί σε αυτό, αλλά να το χρησιμοποιήσει ως μια βάση δημιουργίας για κάτι δικό της.

Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνισή του ένας πρωτοξάδερφος της αυτομυθοπλασίας, το αυτοδοκίμιο. Αν και μάλλον αταξινόμητο, το Z θα μπορούσε να ενταχθεί σ' αυτό. Το πάθος της Ζαλκ δεν θα αποτελούσε αρκετό καύσιμο για το βιβλίο αυτό, θα έδινε μια επιτάχυνση, κάποια πρώτα μέτρα πορείας, αλλά εν συνεχεία θα αδυνατούσε να το διατηρήσει σε κίνηση. Εδώ εντοπίζεται η κύρια αρετή της απόπειρας αυτής, που έχει να κάνει με την παρατήρηση του εαυτού ως βασικό συστατικό της συγγραφής αλλά και της άσκησης της επιστήμης της ιστορίας, μια καθοριστική ομοιότητα, ίσως μη εύκολα ανιχνεύσιμη, με τον Περέκ. Αντιλαμβάνομαι πως η αυτοπαρατήρηση ίσως εγείρει φοβία σολιψισμού και εγωπάθειας και εν συνέχεια ελαχιστοποίηση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος.

Ο αναγνωστικός αυτός κίνδυνος υπάρχει, σίγουρα υπάρχει. Αλλά, αν είμαστε ειλικρινείς, ο κίνδυνος αυτός πάντοτε υπάρχει, ιδιαίτερα σε μια ιστορική περίοδο θριάμβου της ατομικότητας. Εδώ θα καταχωρήσω το χαρακτηριστικό της παντελούς έλλειψης διδακτισμού, αντιλαμβανόμενος πως κάτι τέτοιο ίσως να ακουστεί οξύμωρο δεδομένης της ακαδημαϊκής ιδιότητας της Ζαλκ. Και όμως, ισχύει. Το πάθος με το οποίο αναφέρεται στην επιστήμη της απαλύνει το κείμενο από τον όποιο διδακτισμό, αλλά και την όποια εγωπάθεια. Το πάθος ενός ερευνητή επιστήμονα, το πραγματικό πάθος τέλος πάντων, δεν μπορεί παρά να μην διακρίνεται για την ανάγκη συνομιλίας και συνεργασίας, για την επίγνωση της σημασίας της ανταλλαγής, της διαρκής εποπτείας της επιστήμης, αλλά και του συνόλου της ανθρώπινης εμπειρίας. Και η Ζαλκ από τέτοιο πάθος διακρίνεται, τουλάχιστον εντός του βιβλίου, καταφέρνοντας έτσι ένα πολύ ειδικού ενδιαφέροντος θέμα να ξεφύγει από τα στενά όρια του και να μπορέσει να απευθυνθεί σε ένα μεγαλύτερο κοινό που δεν ειδικεύεται στην επιστήμη της ιστορίας.

Δεν μπορώ να ξέρω ποια θα είναι η υποδοχή του βιβλίου αυτού από το ελληνικό κοινό, ίσως και να είναι ένα τεράστιο εκδοτικό ρίσκο. Δεν μπορώ όμως να μην αναγνωρίσω την ποικιλότροπη σημασία μιας τέτοιας έκδοσης, οριακής ως προς το πού ακριβώς ανήκει, σημαντικής τελικά ακριβώς γι' αυτό τον ανένταχτο χαρακτήρα της, εκεί είναι που συναντά την αχανή επικράτεια της λογοτεχνίας, αυτό το χωνευτήρι της ανθρώπινης εμπειρίας, τον ευαίσθητο μετρητή που προοικονομεί παραξενεύοντας αρχικά για την ταυτότητά του.

Και αν η αρχική προσδοκία ήταν η παραμονή σε μια συνθήκη υπό περεκικό καθεστώς, αυτό συνέβη και με το παραπάνω, αλλά η ανάγνωση συνολικά διόλου δεν αναλώθηκε αποκλειστικά σε αυτό. Με τον ιδιαίτερο τρόπο του, ένα σημαντικό βιβλίο.

υγ. Για το W ή Η παιδική ανάμνηση περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ρίκα Μπενβενίστε
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

W ή Η παιδική ανάμνηση, Georges Perec, δύο κείμενα

Τρένο Αθήνα-Θεσσαλονίκη, αρχές του αιώνα, χωρίς εν κινήσει πρόσβαση στο διαδίκτυο, στάση στον Παλαιοφάρσαλο για αλλαγή μηχανής, ευκαιρία για τσιγάρο χωρίς το κυνηγητό εντός τρένου με τους ελεγκτές, διαβάζω την Ιδιωτική πινακοθήκη του άγνωστου τότε σε μένα Ζορζ Περέκ, μαγεμένος από το παιχνίδι που είχε στήσει μπροστά στα μάτια μου. Είκοσι και κάτι χρόνια μετά, με αδημονία τσεκάρω τις νέες εκδόσεις προσμένοντας την κυκλοφορία, επιτέλους και στα ελληνικά, του W ή Η παιδική ανάμνηση, πάντοτε σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, πρόωρο δώρο διακριτό σε μια πλημμύρα νέων εκδόσεων, το πιάνω στα χέρια μου, η απάντηση για το πρώτο βιβλίο της καινούργιας χρονιάς προφανής. Τι μεσολάβησε στο ενδιάμεσο;

Τα πράγματα, Ποιο παπάκι με νικέλινο τιμόνι στο προαύλιο;, Χορείες χώρων, Σκέψη/Ταξινόμηση, Έλις Άιλαντ, Ένας άνθρωπος που κοιμάται, Ζωή Οδηγίες Χρήσεως (κυρίως). Ο Ζορζ Περέκ έχει πάψει να μου είναι άγνωστος, έχει εισχωρήσει στην ελίτ των πλέον αγαπημένων, ένας συγγραφέας που γράφει με τον τρόπο που τα παιδιά παίζουν, μαζί με έναν άλλον πρόωρα χαμένο, τον Μπολάνιο, οι κύριες και καίριες λόγχες ενάντια στον λογοτεχνικό ελιτισμό· οι λίστες, το Ουλιπό, το τραύμα, το αρχείο, η λογοτεχνία ως μπούνκερ καταφυγής και παρατήρησης, όλα όσα αγαπώ και ελπίζω στη λογοτεχνία, δηλαδή.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος)

Κυκλοφόρησε επιτέλους στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Ύψιλον και σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, το W ή Η παιδική ανάμνηση του ποικιλοτρόπως σπουδαίου Ζορζ Περέκ. Ένα ακόμα κενό στη σπουδαία λογοτεχνία ήρθε να καλυφθεί.

Ο Περέκ, ένα από τα τρομερά παιδιά της γραφής, δοκίμασε αρκετά τα όρια της δημιουργίας, διαθέτοντας μια δυσανεξία στην όποια μανιέρα και ευκολία. Κάθε έργο του, παρότι εκ των υστέρων αναγνωρίσιμα περεκικό, παραμένει διακριτό μέρος ενός μόνο κατά επικράτειες χαρτογραφημένου σύμπαντος, η αναγνωστική περιπέτεια εντός του οποίου διαμορφώνεται εν πολλοίς από τα συντρίμμια του όποιου αυθαίρετου ορίζοντα προσδοκιών ο αναγνώστης είχε σχεδιάσει με βάση την πρότερη εμπειρία του. Αυτά τα αρχικά ερείπια όχι μόνο δεν απογοητεύουν, αλλά αντίθετα είναι αυτά που ενισχύουν τη γοητεία και το δέος, τη δίψα για ακόμα μια περιπέτεια, τη λαχτάρα για το τι άλλο έχει σκαρφιστεί το μυαλό αυτό. 

Το W, δύσκολο στην ακριβή ταξινόμηση, που τόσο αγαπούσε ο Περέκ, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω. Μια διπλή, εναλλασσόμενη, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που πηγάζει από την παιδική ηλικία του συγγραφέα με τρόπο διττό. Από τη μια, με πλάγια γράμματα, ένα κείμενο που ανήκει καθ' ολοκληρία στο φανταστικό, μια ιστορία που πρωτοσυστάθηκε στην παιδική, αχαλίνωτη και αμόλυντη φαντασία, μια περιπέτεια που στην πορεία ξαφνικά εγκατέλειψε το αφηγηματικό νήμα και ακολούθησε μια άλλη διαδρομή. Εκεί, στην παιδική φαντασία, από την οποία ο Περέκ ποτέ δεν μετανάστευσε οριστικά, όπου όλα είναι δυνατά, όλα βγάζουν νόημα και η φαντασία αποτελεί μια ήσυχη κρυψώνα παιχνιδιού εν μέσω ενός κόσμου που ολοένα και μεγαλώνει τριγύρω. Και από την άλλη, μια αυτοβιογραφική ανασύσταση της παιδικής ηλικίας, εκεί όπου τίποτα δεν είναι απαραίτητα ηρωικό ή φανταχτερά πρωτότυπο. Και αν η φαντασία αποτελεί τον σύμμαχο για τη μυθοπλασία, η λήθη προσδίδει τριβή και συχνά υψώνει εμπόδια στην ανασύσταση του εαυτού.

Έχουμε, λοιπόν, δύο σημεία εναλλαγής· τον κεντρικό διαχωρισμό των δύο κειμένων, το φανταστικό και το αυτοβιογραφικό, και τη διακοπή συνέχειας της φανταστικής ιστορίας που ξεκινά με την ανάμνηση της αφήγησης του ταξιδιού του ήρωα στο W για να ακολουθήσει ξάφνου μια εντελώς διαφορετική πλοκή. Στην περιγραφή ή στη θεωρία, αυτή η σύνθεση γεννά μάλλον προβληματισμό για έλλειψη συνοχής. Είναι, ωστόσο, ίδιον της σπουδαίας λογοτεχνίας η δυσκολία περιγραφής της, η εκ του μακρόθεν κατανόηση του γιατί θεωρείται τέτοια. Και εδώ, αυτή η θεωρητική δυσπιστία, ενδοκειμενικά μετατρέπεται σε αρετή και πηγή απόλαυσης.

Το W είναι αναπόσπαστο μέρος της λογοτεχνικής κορυφογραμμής. Αυτό μπορούμε να το θεωρήσουμε ως δεδομένο από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Εκείνο που μένει να εντοπιστεί είναι το ιδιαίτερο βάρος του, η ακριβής θέση του εντός του περεκικού σύμπαντος. Το W αποτελεί ίσως το πλέον πρόσφορο έδαφος για μια συμπυκνωμένη προσέγγιση του έργου του Περέκ. Παρότι εδώ απουσιάζει το υψηλής λειτουργίας χάος που χαρακτηρίζει εκείνο που από τους περισσότερους θεωρείται το κορυφαίο έργο του, το Ζωή: Οδηγίες χρήσεως, ή το υπέροχα συνεκτικό παρότι συνειρμικά γραμμένο, εξόχως απολαυστικό και στον πυρήνα του ιδιαιτέρως πολιτικό, Ένας άνθρωπος που κοιμάται, το W περιλαμβάνει όλα εκείνα τα θραύσματα που συνθέτουν το σύνολο του τρόπου με τον οποίο ο Περέκ προσλάμβανε, περιδιάβαινε και δημιουργούσε. Η αχαλίνωτη φαντασία, ένα μυαλό που διαρκώς γεννά ιστορίες, η απόπειρα η δημιουργία να υποταχθεί στη λογική (βλέπε την ένταξη στο OuLiPo), το φορτίο των παιδικών χρόνων, το γύρω περιβάλλον, το μεγάλο πλαίσιο της συλλογικής ιστορίας, η πολιτική θέση, η αναγκαιότητα για καταφυγή στο αρχείο, η τάση για ταξινόμηση, μεταξύ άλλων.

Το W είναι αντιπροσωπευτικό και για έναν ακόμα σημαντικό λόγο. Ο Περέκ είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς ο οποίος κατέστησε το βλέμμα προς τον εαυτό αναπόσπαστο κομμάτι του έργου του. Εκείνο που η κριτική και η λογοτεχνική θεωρία επιχειρούν να κάνουν στο έργο της μεγάλης πλειοψηφίας των σημαντικών δημιουργούν, να θεωρητικοποιήσουν και να εξηγήσουν, στον Περέκ συνέβαινε από τον ίδιο ταυτόχρονα με τη δημιουργία, τροφοδοτώντας και καθορίζοντας το έργο του. Η λογοτεχνική παραγωγή ως θέαση και απόπειρα γνωριμίας με τον εαυτό, που τα τελευταία χρόνια μέσα από την αυτομυθοπλασία και το αυτοδοκίμιο ευδοκιμεί και επικρατεί, εκείνος το έκανε από μια τάση φυσική, μ' έναν τρόπο μοναδικό.

Το W είναι ένας υπέρλαμπρος και μείζων πλανήτης του περεκικού σύμπαντος.

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

 
υγ. Για κάποιους από τους υπόλοιπους πλανήτες και αστερισμούς του περεκικού σύμπαντος, περισσότερα μπορείτε να βρείτε: για το Ζωή οδηγίες χρήσεως (εδώ), για το Χορείες χώρων (εδώ), για το Ένας άνθρωπος που κοιμάται (εδώ), για το Έλις Άιλαντ (εδώ).
 
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ύψιλον