Ο Πολ Όστερ είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, ένας από εκείνους που άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου και στις μεταβολές που αναπόφευκτα και ευτυχώς υπέστη η αναγνωστική μου αισθητική. Αν δεν κάνω κάποιο λάθος, έχω διαβάσει το σύνολο των βιβλίων του, τουλάχιστον αυτών που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Ωστόσο, η κυκλοφορία του τελευταίου του βιβλίου έσυρε μαζί της έναν έντονο προβληματισμό ο οποίος είχε να κάνει με το περιεχόμενο. Χίλιες εκατό σελίδες όπου ο Όστερ θα βιογραφούσε τον Στέφεν Κρέιν, γνωστού κυρίως για το σπουδαίο μυθιστόρημα, Το κόκκινο σήμα του θάρρους, ήταν ένα δεδομένο το οποίο δεν μου γεννούσε το γνώριμο αίσθημα προσδοκίας. Οι βιογραφίες δεν είναι του γούστου μου· ένα μυθιστόρημα χορταστικό ήθελα να έχω στα χέρια μου. Όμως, σε εκείνους που αγαπάμε, συνηθίζουμε να δίνουμε χώρο και χρόνο, χωρίς a priori περιορισμούς, παρά τις όποιες επιφυλάξεις μας.
Είχα ανάγκη για ένα πολυσέλιδο ανάγνωσμα και το Φλεγόμενο αγόρι ξεχώριζε στη στοίβα λόγω του όγκου του και του μεγέθους της γραμματοσειράς που συνέθετε το όνομα του συγγραφέα. Αν δεν μου αρέσει/ταιριάζει τότε απλά θα το παρατήσω, σκεφτόμουν, παρότι ήλπιζα κάτι τέτοιο να μη συμβεί. Και κάπως έτσι, χωρίς ιδιαίτερες συνειδητές προσδοκίες, πήρα το βιβλίο αυτό στα χέρια μου. Την πρώτη μέρα, χωρίς να το καταλάβω, χωρίς να δυσανασχετήσω, έφτασα στη σελίδα διακόσια σχεδόν, παρότι το ερώτημα συνέχιζε να αναβοσβήνει αναλλοίωτο: πώς γίνεται να μου αρέσει μια βιογραφία τόσο που να λαχταρώ να βρω χρόνο και χώρο ώστε να επιστρέψω σε αυτή;
Η δεδομένη αφηγηματική δεινότητα του Όστερ δεν ήταν αρκετή ώστε να σταθεί ως ικανή και μοναδική απάντηση στο ερώτημα. Η αγάπη τού συγγραφέα για τον Κρέιν, χωρίς την απαραίτητη μαστοριά, επίσης όχι. Ο συνδυασμός των δύο, ωστόσο, υπήρξε καταλυτικός. Ξεχνάμε συχνά πως οι αγαπημένοι μας συγγραφείς, εκείνοι που σε δύσκολες στιγμές έσωσαν εν πλήρη άγνοια την παρτίδα για χάρη μας, είναι και εκείνοι αναγνώστες, με το δικό τους εικονοστάσιο σε κάποια γωνιά της εστίας, εκεί που πλησιάζουν για να αποδώσουν τιμές και προσευχές, συχνά κρυφά, αργά τη νύχτα, εικονοστάσιο που, εκτός των άλλων, τους προσφέρει το απαραίτητο μέτρο. Και το πάθος με το οποίο ο Όστερ βουτάει στα νερά του σύντομου βίου του Κρέιν για να συνθέσει, πρώτα για τον ίδιο, την εικόνα με όσο το δυνατόν περισσότερα κομμάτια, να διαβάσει ξανά και ξανά το δυσανάλογο για το εύρος ζωής έργο του, να επισημάνει και να αναδείξει τις φράσεις εκείνες που ένας μάστορας της γραφής φθονεί σε έναν άλλον, αποδεικνύεται καθηλωτικός.
Στη σύνθεση αποτυπώνεται ο συνδυασμός αγάπης και ικανότητας. Κάπως κλισέ, αλλά ο Όστερ καταφέρνει να μετατρέψει σε μυθιστόρημα τη ζωή και το έργο του Κρέιν, η πρώτη ύλη είναι εκεί, μπροστά του, ανακτημένη από μια πλούσια εργογραφία τρίτων, σε ακαδημαϊκό κυρίως επίπεδο, εκείνο που απομένει είναι ο τρόπος με την οποία τα κομμάτια θα μπουν στη σειρά. Είναι εμφανής εδώ, κάτι το οποίο στο μυθοπλαστικό έργο του απουσιάζει ή μακιγιάρεται επιτυχώς, ο σεβασμός του Όστερ απέναντι στο έργο του Κρέιν, η ταπεινότητα με την οποία το πλησιάζει, η ανασφάλεια που ο θαυμασμός συντηρεί. Η αυτοπεποίθηση πως η ανάγνωσή του είναι μοναδική λείπει, απουσία την οποία ο Όστερ υπενθυμίζει στον αναγνώστη διαρκώς, ένα εγώ έτσι το διάβασα πλανάται διαρκώς στον αέρα, ωστόσο, κάθε ίχνος αυθεντίας σβήνεται πριν καλά καλά προλάβει να σχηματιστεί. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ταυτόχρονα ένα ανάθημα και μια απόπειρα ενάντια στη λήθη με την οποία περιβάλλεται τα τελευταία χρόνια το έργο του συγγραφέα.
Κάποτε συνήθιζε να είναι αναπόσπαστο μέρος της σχολικής εκπαίδευσης, τώρα πια ακόμα και σε ακαδημαϊκό επίπεδο σπάνια συναντά κανείς κάποια αναφορά στον συγγραφέα που έζησε μέχρι τα είκοσι οκτώ, αφήνοντας ωστόσο πίσω του ένα σημαντικό έργο και κυρίως το ερώτημα: σε τι κορυφές θα βάδιζε αν δεν χανόταν πρόωρα; Ο Κρέιν προσπάθησε μανιασμένα να ζήσει μέσα από τη συγγραφή, μεγάλο μέρος του έργου του παράχθηκε με στόχο την οικονομική ανταμοιβή, αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που το έργο του αποτελείται από μεγάλο αριθμό διηγημάτων και άρθρων, αν και αρκετά συχνά έπεφτε με τα μούτρα στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος προσδοκώντας σε μια εμπορική επιτυχία ικανή να τον τραβήξει έξω από τον βούρκο των χρεών και του οικονομικού άγχους μέσα στο οποίο συνήθως υπέφερε. Ο Όστερ, προϊόν αγάπης, δεν δοκίμασε να συνθέσει μια αγιογραφία, αλλά να παραμείνει όσο πιο κοντά μπορούσε στις συνθήκες, εσωτερικές και εξωτερικές, εντός των οποίων ο Κρέιν έζησε το σύντομο βίο του και εκ των οποίων προήλθε το έργο του.
Η αγωνία για επιβίωση, ο τρόπος του να αντιμετωπίζει τις καθημερινές προκλήσεις, οι ερωτικές, οικογενειακές, φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις του, η ματιά του στα πράγματα, η αναζήτηση και το σμίλευμα της ποιητικής του, σ' όλα αυτά ο Όστερ δίνει σημασία, γυρεύοντας, όχι απαντήσεις, αλλά αντιστοιχίες μεταξύ ζωής και έργου. Τριγυρνά, ξανά και ξανά, ανάμεσα στις γραμμές των έργων του, ανασύρει λέξεις και φράσεις, αντιγράφει μικρότερα ή μεγαλύτερα αποσπάσματα, επιμένοντας στα, για εκείνον σημαντικά, έργα του, χωρίς να παραγνωρίζει και τη σημασία των πιο αδύναμων στιγμών του. Καταφεύγει στην κριτική, κυρίως τη σύγχρονη του έργου του Κρέιν, στον τρόπο με τον οποίο υποδέχτηκαν οι συγκαιρινοί του έναν συγγραφέα που αργότερα αγορεύτηκε κλασικός, τσεκάροντας τα αντανακλαστικά απέναντι στο νέο, επιδιώκοντας να εντοπίσει όσα εκείνος συνεισέφερε ως μια παράδοξη προφητεία στον κόσμο της γραφής. Ο Κρέιν υπήρξε ένας από τους πρώτους μοντερνιστές, συνδυασμός ταλέντου και εποχής, τα χρόνια του ισπανοαμερικανικού πολέμου που εγκαθίδρυσε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ως τη νέα παγκόσμια υπερδύναμη, μια πρώτη χάραξη στο λογοτεχνικό μονοπάτι που τόσο σπουδαίοι συνέχισαν χρόνια αργότερα.
Ο Όστερ, γεννημένος το 1947, με τρόπο συγκινητικό, επιλέγει να ασχοληθεί με έναν σπουδαίο λογοτεχνικό πρόγονο, παρότι η επιρροή στο έργο του δεν είναι άμεση και ευδιάκριτη, αντί, βλέποντας τον χρόνο να κυλάει αντίστροφα, να αφιερωθεί σε άλλο ένα μυθιστόρημα ή, ακόμα ακόμα, σε μια δική του αυτοβιογραφία, τη σύνθεση μιας ιδιότυπης διαθήκης, μια τελευταία αναμέτρηση με την άρρηκτα συνδεδεμένη με την ίδια τη ζωή απαραίτητη ματαιοδοξία. Και μάλιστα το έκανε με τρόπο διεξοδικά απαιτητικό, όχι μια απλή σύνθεση στηριγμένη σε γνώριμα βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία, κάτι που συνηθίζεται να γίνεται κατά παραγγελία και με τσαπατσουλιά. Είναι συγκινητικός ο τρόπος με τον οποίο αποτίει φόρο τιμής, η ταπεινότητα με την οποία προσέρχεται και διέρχεται των αφιερωμένων στον Κρέιν σελίδων, χωρίς να αφήνει χώρο για τον ίδιο, πέρα από τον θαυμασμό που ένιωσε και νιώθει για το έργο του, το πάθος της διεσταλμένης κόρης ενός δυνατού αναγνώστη, για να επιστρέψω στην ιδιότητα του αναγνώστη την οποία φέρουν οι, ίσως γι' αυτό, αγαπημένοι μας συγγραφείς, ιδιότητα την οποία συχνά αμελούμε, κακώς, πολύ κακώς.
Χίλιες εκατό σελίδες ανάγνωσης μετά, χίλιες λέξεις κειμένου μετά, ακόμα δεν έχω μια λογική, ακλόνητη, ευκρινή και απλή απάντηση στο γιατί μου άρεσε τόσο πολύ το βιβλίο αυτό, που σε τόσο ανοίκειο περιβάλλον προσδοκιών και επιθυμιών κινείται, παρά μόνο μια συναισθηματική διαίσθηση, που δεν αρκείται στη μυθοπλαστική επίγευση του βιβλίου, αλλά μια μετέωρη, από τη φύση της, πίστη στην αγάπη του αναγνώστη για τη λογοτεχνία, στο πάθος με το οποίο οπλίζεται βγαίνοντας στον έξω κόσμο από το σωτήριο αυτό μπούνκερ.
Την απαιτητική από πλήθος απόψεων μετάφραση έφερε εις πέρας η Ιωάννα Ηλιάδη.
υγ. Πριν λίγους μήνες έγραφα για το επίσης αναπάντεχα καθηλωτικό Ημερολόγιο του χειμώνα, εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου