«Η μητέρα μου πέθανε τη Δευτέρα 7 Απριλίου στο γηροκομείο δίπλα στο νοσοκομείο του Ποντουάζ, όπου την είχα βάλει δύο χρόνια πριν». Έτσι λιτά, μα με ακρίβεια ανακοινωθέντος, ξεκινά την αφήγησή της η Ανί Ερνό, δηλώνοντας εξ αρχής το θέμα, τον χρόνο και τον τόπο. Ο θάνατος της μητέρας της αποτελεί το συμβάν που πυροδοτεί την αφήγηση αυτή, την ανάγκη της να μιλήσει για εκείνη. Το βίωμα αποτελεί άλλωστε τη βασική πρώτη ύλη στο συγγραφικό corpus της γεννημένης το 1940 Ανί Ερνό. Είχε προηγηθεί, χρόνια πριν, ο θάνατος του πατέρα της, από τον οποίο είχε «γεννηθεί» ένα άλλο βιβλίο. Στο μυαλό του αναγνώστη ίσως έρθει η περίφημη πρώτη πρόταση του Ξένου, «Σήμερα το πρωί πέθανε η μαμά. Ή ίσως χτες, δεν ξέρω». Ο αδύναμος τύπος της κτητικής αντωνυμίας και η ακρίβεια σχετικά με τον χρόνο του θανάτου προσδίδουν μια συναισθηματική εγγύτητα, ενώ ακολουθούνται από την επεξηγηματική δευτερεύουσα «όπου την είχα βάλει δύο χρόνια πριν», μια ελάχιστη ρωγμή ενοχής διακρίνεται εδώ, η απουσία της κόρης που οι τακτικές και προγραμματισμένες επισκέψεις στο γηροκομείο δεν γίνεται να απαλείψουν. Πράξη που επίσης αποτυπώνει τη μεταβατική περίοδο κατά την οποία οι ρόλοι είχαν πλέον αντιστραφεί οριστικά, και η κόρη λάμβανε πια τις αποφάσεις για τη μητέρα της.
Ο θάνατος της μητέρας αποτελεί το σημείο μηδέν της αφήγησης, σημείο στο
οποίο καταλήγει αναπόφευκτα η ιστορία της μητέρας, και από το οποίο
εκκινά η συγγραφή του βιβλίου αυτού. Η ποιητική είναι διαρκώς παρούσα
εντός της αφήγησης,
αποτελώντας οργανικό συστατικό αυτής και φωτίζοντας τα στάδια του πένθους.
Η Ερνό έχει εξ αρχής ξεκάθαρο πως η φράση «Η μητέρα μου πέθανε», φράση
την οποία έγραψε σχεδόν τρεις βδομάδες μετά τον θάνατό της, εκτός από το
ξεπέρασμα του φόβου να δει γραμμένη μια φράση όπως αυτή, αποτελεί «την αρχή ενός βιβλίου»,
προορισμένου να συναντήσει το αναγνωστικό κοινό. Η επίγνωση αυτή την
αναγκάζει να δώσει διάφορες απαντήσεις, που ίσως υπό άλλες συνθήκες
πιθανόν να ανέβαλε, ακόμα και αν τελικά δεν τις συμπεριέλαβε στην
αφήγησή της. Η λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο πένθος και τη συγγραφή. Η ίδια η συγγραφέας δοκιμάζει να κατατάξει λογοτεχνικά το βιβλίο της, «τούτο το βιβλίο δεν είναι βιογραφία, ούτε μυθιστόρημα, ίσως είναι κάτι ανάμεσα στη λογοτεχνία, στην κοινωνιολογία και την ιστορία». Το Μια γυναίκα εκδόθηκε το 1987, όταν ακόμα ο όρος autofiction δεν είχε επινοηθεί, παρότι ανέκαθεν τα όρια του πραγματικού και του μυθοπλαστικού ήταν ‒και εξακολουθούν να είναι‒ δυσδιάκριτα. Επιχειρώντας να πάρει απόσταση από εκείνη, «προσπαθώ να τη σκιαγραφήσω και να την κατανοήσω σαν να επρόκειτο για τη μητέρα κάποιας άλλης και για μια κόρη που δεν ήμουν εγώ», παρότι δεν τα καταφέρνει πάντα, αντιμέτωπη καθώς είναι με το συναίσθημά της, πετυχαίνει να απομακρύνει την αφήγησή της από μια τυπική βιογραφία. Σε αυτό συντελεί και η απόφασή της να μην ονοματίσει κανένα από τα πρόσωπα της αφήγησης, ενώ επιλέγει έναν αντιστικτικό τού περιεχομένου αόριστο τίτλο.
Το Μια γυναίκα δεν εξαντλείται μόνο στη διαχείριση του πένθους της απώλειας και την απόπειρα της συγγραφέως να κατανοήσει τη μητέρα της και μέσω εκείνης και αυτή την ίδια, αλλά περιλαμβάνει ισόποσα την εξέταση της ζωής των δύο γυναικών υπό ένα δεδομένο κοινωνικοπολιτικό πρίσμα. Η Ερνό συνειδητοποιεί πως ακόμα και η πλέον προσωπική σχέση, όπως είναι η σχέση μητέρας παιδιού, ως ένα βαθμό, αρκετά μεγάλο, διαμορφώνεται από τις εξωτερικές συνθήκες που επικρατούν στον συγκεκριμένο κοινωνικό και ιστορικό χωροχρόνο, και αυτό τη βοηθάει να αποδεχτεί πως η μητέρα της ‒αλλά και η ίδια‒ ενήργησε με βάση τις δικές της προσλαμβάνουσες σχετικά με το καλό και το σωστό, απόρροια της κοινωνικής τάξης, της μόρφωσης και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Έτσι, η Ερνό, επιχειρώντας να κατανοήσει τη μητέρα της, διακρίνει πιο καθαρά τη δική της θέση στον κόσμο, τον τρόπο με τον οποίο εκείνη ενεργεί εντός αυτού, τον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται εκείνη με τους ανθρώπους, τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται ο δικός της κώδικας αξιών. Το κυριότερο είναι πως κατανοεί την υποχρέωσή της να αναγνωρίσει στη μητέρα της τα ελαφρυντικά που της αναλογούν, ελαφρυντικά τα οποία το δικό της οπλοστάσιο της επιτρέπει να εντοπίσει και να συγχωρέσει. Και αυτή η γνώση λειτουργεί εξόχως καταπραϋντικά.
Στο Μια γυναίκα, η Ερνό πετυχαίνει κάτι που αποτελεί ίδιον της σπουδαίας λογοτεχνίας, καθιστά το προσωπικό συλλογικό, χωρίς να καταφεύγει στην εύκολη και στείρα επίκληση στο συναίσθημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου