Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

I want to hold your hand





Φέτος, πρώτη φορά, την απουσία μου εκτός Αθήνας συνόδευσε ένας φόβος, υπόγειος και με επιλεκτικές εμφανίσεις, αλλά όπως κάθε φόβος διαρκώς παρών. Φόβος, πως θα γυρίσω σπίτι και κλέφτες θα έχουν διαρρήξει την πόρτα, φόβος αστείος για όποιον έχει δει το σπίτι μου, αλλά ανατριχιαστικός για όποιον βίωσε μια τέτοια εμπειρία. Εικόνα που σταματούσε εκεί, στην παραβιασμένη πόρτα.

Ευτυχώς, εμφανίστηκε ενώ καθόμουν ήδη στο γραφείο μου και επέμενα να ψάχνω για το κινητό στην τσάντα, βρήκα ένα σωρό πράγματα, ας όψεται η οικολογική μου συνείδηση, η σακούλα γέμισε ως τιμωρία της στιγμής, έβαλα ξανά τα παπούτσια, κατέβηκα μέχρι τον κάδο. Σκέφτηκα: δεν πάω μια βόλτα; Το ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων με είχε χαροποιήσει άλλωστε, έως και δέκα βαθμούς θα έπεφτε η θερμοκρασία σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες, κάτι ήταν κι αυτό. Η Αθήνα ήταν άδεια, αλλά αυτό το έχουν ήδη πει άλλοι, οπότε το ξέρετε.

Σκεφτόμουν το καλοκαίρι, που δεν ήταν όπως θα ήθελα να είναι, αλλά: α) πώς θα ήθελα να είναι, και β) πότε ήταν κάτι όπως κάποιος θα ήθελε να είναι; Δυσκολίες αντικειμενικές, για τις οποίες όλοι μιλάνε και ας μην τις βιώνουν πραγματικά, αραχτοί μέσα σε μια φούσκα σκληρόπετση που ακόμα να διαρραγεί, καραμέλα επαναληπτική και άνοστη να γυρίζει από φιλί σε φιλί στα μεγάλα στόματα. Αλλά και δυσκολίες προσωπικές, για τις οποίες αρκετοί μιλάνε, τίμημα της μικρής δημοσιότητας ή του υψηλού δείκτη ευαισθησίας στο κοινωνικό σχόλιο του "κύκλου μου". Αλλά δεν ήταν άσχημα, τουναντίον, ήταν όμορφα και σας ευχαριστώ, ξέρετε εσείς.

Και η Αιόλου ήταν άδεια, μέχρι την Κολοκοτρώνη, ύστερα άρχιζε το τζέρτζελο, σκέφτηκα πως δεν ήταν καλή ιδεά να πάω προς το Θησείο, έστριψα αριστερά. Με σταματά ένα ζευγάρι, Ελβετοί, μου ζητάνε οδηγίες για το ξενοδοχείο τους, ο χάρτης δεν τους βοηθά, να πάτε να πνιγείτε τους απαντώ, λεφτά έχετε να πάρετε ταξί, με κοιτούν έκπληκτοι, μάλλον θα φταίνε τα αγγλικά μου, σκέφτομαι, τους χαμογελώ, το ξενοδοχείο είναι λίγο πιο πάνω. -Και πώς ήξερες, ρε παλικάρι, ότι είναι Ελβετοί, μου σχολιάζει ο επιμελητής πικρόχολα. Να μην σε νοιάζει του απαντώ, ύστερα το μετανιώνω, δεν πήγε όλο το καλοκαίρι πουθενά ο φτωχός-. Ζουν στην Ισπανία, μαθαίνω, και τότε γιατί δεν μιλάμε ισπανικά, τους λέω και συμφωνούν. Δεν είχαν τόσα λεφτά αλλά μια μπύρα την ήπιαμε, είπα να τους κεράσω, είπαν πως είναι δύο, δεν είχα απάντηση στο επιχείρημα αυτό, όπως απάντηση δεν είχα ούτε στην παρατήρησή τους για την έντονη παρουσία (sic!) της αστυνομίας. Έχουν σφαίρες τα όπλα τους; με ρώτησαν.

Ήταν Τρίτη βράδυ και ανέβαινα μια Θεμιστοκλέους έρημη. Σκέφτηκα την πιθανότητα δεύτερης μπύρας, όχι με τους Ελβετούς, αλλά με κάποιον φίλο. Τεχνολογικό αδιέξοδο. Γύρισα σπίτι, η πόρτα ήταν παραβιασμένη, όχι ακριβώς παραβιασμένη αλλά διαφορετικά κλειδωμένη, αγριεύτηκα, ακόμα και τώρα, μέρες μετά που γράφω αυτές τις γραμμές, ανατριχιάζω. Πίστευα πως αν κάποτε βρισκόμουν σε ένα αντίστοιχο σκηνικό θα μου έπαιρνε υπερβολικά πολύ χρόνο να αποφασίσω να μπω ή όχι, στην πραγματικότητα απλώς μπήκα. Το φως του δωματίου αναμμένο, από το μπάνιο ήχος νερών που πέφτουν, κάποιος έκανε ντους, το κλειδί έκρυβε την όποια θέα. Εκείνη βγήκε από το ντους.

Πόσα χρόνια είχαν περάσει; Εκείνη τα υπολόγισε τέσσερα και με πλήγωσε, ήταν τρία. Όταν της το επισήμανα είπε: ναι σωστά, έχεις δίκιο, είχα ξεχάσει εκείνο το καλοκαίρι. Ήταν όμορφο να είμαστε πάλι εδώ, μαζί, στο σπίτι μας, τρία χρόνια μετά, να μου λέει τις ιστορίες από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, σαν να μην είχε περάσει μια μέρα από εκείνο το Σάββατο του γάμου μας. Σου έχω ένα δώρο, μου είπε, ένα διήγημα. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε το τετράδιο της, πάντα το ίδιο, μαύρο δίχως διαγράμμιση, κάποτε θυμόμουν και το νούμερο της σειράς. Είναι η ιστορία των καλοκαιρινών σου διακοπών, μου είπε, και ξέρεις ποιος είναι ο τίτλος;, ανασήκωσα τους ώμους ψελλίζοντας: μπο. Ο Τσίρος στο Μον Ρεπό! και έσκασε στα γέλια.




3 σχόλια: