Ο Άλικ ήταν σωριασμένος στην πολυθρόνα· γύρω του φώναζαν, γελούσαν κι έπιναν οι φίλοι του, σαν να ήταν μόνοι τους, αν και στην πραγματικότητα όλοι τους ανεξαιρέτως απευθύνονταν σ' εκείνον και μόνο σ' εκείνον, το ένιωθε. Απολάμβανε την καθημερινότητα της ζωής. Ήξερε τώρα πια, αυτός, ο κυνηγός, αυτός που έτρεχε πίσω από τα θαύματα της μορφής και των χρωμάτων, ότι τίποτα στη ζωή του δεν ήταν ομορφότερο απ' αυτές τις χαρούμενες συνάξεις, όταν οι επισκέπτες του ένιωθαν ενωμένοι μέσα σ' αυτό το ατελιέ όπου δεν υπήρχε καν αληθινό τραπέζι, παρά μόνο μια καταφαγωμένη ξύλινη πλάκα πάνω σε δύο ξύλινες βάσεις...
Ο Άλικ πεθαίνει. Οι μύες παύουν, ο ένας μετά τον άλλον, να λειτουργούν. Επίκειται ο θάνατος από ασφυξία. Ο Άλικ έφτασε νεαρός μετανάστης στη Νέα Υόρκη, εγκαταλείποντας τη Σοβιετική Ένωση. Όταν οι περισσότεροι μετανάστες κυνηγούσαν με μανία τα κάθε λογής χαρτιά και αποδειχτικά, χίμαιρες ασφάλειας και μονιμότητας, να διώξουν, θαρρείς, από πάνω τους τον ξένο, εκείνος, δίχως σαφές πλάνο, αφέθηκε στη ροή της ζωής, κάνοντας εκείνο που ήξερε να κάνει, ή μάλλον εκείνο που αβίαστα έκανε, να ζωγραφίζει δηλαδή, και να περιδιαβαίνει τον κόσμο οδηγούμενος από τη δίψα για μορφές και χρώματα. Γύρω του πάντα άνθρωποι, η αύρα που έλκει. Τώρα, στο ατελιέ του, το οποίο τυχαία νοίκιασε σε μια τιμή χαμηλή και προστατευόμενη πριν από κάποια χρόνια, παρατηρείται μια κοσμοσυρροή, συμπατριώτες του, παλιοί και νέοι, άντρες και γυναίκες, συνομήλικοι και νεότεροι, περνούν το κατώφλι, πίνουν και τρώνε, βλέπουν στην τηλεόραση τις τελευταίες μέρες του Γκορμπατσόφ, κοιμούνται όπου βρουν και κάνουν ουρά έξω από το μπάνιο. Εκείνος, ο Άλικ, παρατηρεί σιωπηλός.
Με βάση το ατελιέ του Άλικ και με αφορμή τον επικείμενο θάνατό του η Ουλίτσκαγια στήνει ένα μυθιστόρημα γεμάτο ιδέες και ζωή, προσφέρει την τόσο ποθητή και πάντα ενδιαφέρουσα ματιά του ξένου στη Νέα Υόρκη, μια πόλη για την οποία έχουν γράψει τόσο πολύ τόσο πολλοί, μια διαφορετική ματιά, όχι ψεύτικη, όχι εξ αποστάσεως και με βάση στερεότυπα και τουριστικούς οδηγούς. Η ζωή του μετανάστη, όχι ίσως του πλέον τυπικού, η πρόσληψη των ειδήσεων από τη μακρινή πατρίδα, η νοσταλγία που απαλύνει τον πόνο και τον θυμό και ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Η ζωή, με τις εκπλήξεις και τα απρόοπτά της, αυτό το ποτάμι που δεν σταματά ποτέ. Η φιλία και ο έρωτας, οι μόνες σίγουρες επενδύσεις, εκτός χαρτοφυλακίου και μαθηματικών αναλύσεων, η ζεστασιά της οικειότητας και της αγάπης. Το σώμα που συρρικνώνεται και χρειάζεται φροντίδα για να μην πληγιάσει, ένα σπίτι που καταρρέει με τον ένοικο εντός του, να παρατηρεί και να αναπολεί.
Φαντάζομαι τον ήρωα να επισκέπτεται τη συγγραφέα, και εκείνη να νιώθει την υποχρέωση να διηγηθεί τις τελευταίες του μέρες· και το έκανε με έναν τρόπο όμορφο, τίμιο και εμπνευσμένο. Την αφορά η ιστορία που διηγείται, και αυτό είναι εμφανές.
Έχω μια φίλη που διαβάζει ρωσική λογοτεχνία, εκείνη με ενημερώνει και με καθοδηγεί σε αυτά τα μονοπάτια, κυρίως στα πιο σύγχρονα, σε εκείνη οφείλω τον Μακάνιν και τον Πελέβιν, εκείνη μου είχε μιλήσει με ενθουσιασμό για την Χαρούμενη κηδεία της Ουλίτσκαγια, εγώ παράκουσα και διάβασα πρώτα Τα ψέματα των γυναικών, δικό της επίσης, το οποίο η αλήθεια είναι πως δεν με ενθουσίασε. Εκείνη επέμεινε: τη Χαρούμενη κηδεία να διαβάσεις. Ε, το έκανα. Είχε δίκιο.
Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου