Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Πάτι και Ρόμπερτ - Patti Smith




Δεδομένο πρώτο: οι βιογραφίες με ξενίζουν, ιδιαίτερα οι αυτοβιογραφίες, που φέροντας την υπογραφή του ίδιου του αυτοβιογραφούμενου, αναδίδουν μια διάθεση για επίδειξη, με έντονη την οσμή της αυταρέσκειας, κεκαλυμμένα εγχειρίδια αυτοβοήθειας από "επιτυχημένους" ανθρώπους, διάσπαρτα από αποκαλύψεις στο όριο του κοινού κουτσομπολιού, εμπορικές αρπαχτές σε νέες αγορές. Δεδομένο δεύτερο: με την Πάτι Σμιθ δεν ένιωθα κάποιο ιδιαίτερο δέσιμο, αν και η μουσική της μου ήταν οικεία, ούτε για εκείνη την περίοδο έχω κάποια έντονη έλξη, λόγω ηλικίας και ερεθισμάτων. Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω πως η επιστροφή της Πάτι στη σκηνή, μετά το τέλος της συναυλίας της στο Terra Vibe κάποια χρόνια πριν, για να μαζέψει το ξεχασμένο της σακάκι, είναι μια εικόνα που μου έχει εντυπωθεί στην κατηγορία Στυλ.

Η επιλογή του συγκεκριμένου βιβλίου υπάκουσε στην ανάγκη μου για νήματα· διάβαζα την Πόλη Στις Φλόγες, που διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '70, και η φιγούρα της Πάτι Σμιθ κυριαρχούσε στην υπόγεια σκηνή, καθώς ήδη είχε δημιουργηθεί ένας μύθος γύρω από τη νεαρή τότε καλλιτέχνη. Η ταυτόχρονη έκδοση των δύο βιβλίων στα ελληνικά υπήρξε για μένα σημάδι αναγνωστικής πορείας, η λύση στη δεδομένη επιθυμία μου να παραμείνω στη Νέα Υόρκη για λίγο ακόμα, ένα βιβλίο που έμοιαζε -και ήταν- κάποιο είδος prequel στο βιβλίο του Hallberg.

Όταν πέθανε, κοιμόμουν, είχα τηλεφωνήσει στο νοσοκομείο για να του πω μια ακόμα καληνύχτα, αλλά ήταν βυθισμένος στον ωκεανό της μορφίνης. Κράτησα το ακουστικό στο αυτί μου και αφουγκράστηκα τη βαριά ανάσα του ξέροντας ότι δεν θα τον ξανάκουγα ποτέ.
Όταν η Πάτι Σμιθ εγκατέλειψε το σπίτι της για να πάει στη Νέα Υόρκη, μικρό κορίτσι, η μάνα της της έδωσε μια στολή σερβιτόρας. Ο πρώτος καιρός ήταν δύσκολος, ίσως και κάτι παραπάνω. Τότε γνωρίστηκε με τον Ρόμπερτ Μέιπλθορτ.
-Δεν πρόλαβα να σου πω ότι με λένε Πάτι.
-Εμένα Μπομπ.
-Μπομπ, είπα κοιτάζοντάς τον, ουσιαστικά για πρώτη φορά. Δεν μου μοιάζεις και πολύ για Μπομπ. Πειράζει να σε λέω Ρόμπερτ;
Εσύ θέλω να γράψεις την ιστορία μου. Αυτό ζήτησε ο Ρόμπερτ από την Πάτι. Εκείνη για χρόνια το ανέβαλλε. Ο θάνατός του, παρά το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια δεν είχαν την ίδια στενή επαφή εκείνων των πρώτων χρόνων, επέβαλε την ικανοποίηση της επιθυμίας του νεκρού.

Θα ήταν μάλλον άστοχο να χαρακτηρίσει κάποιος τη σχέση τους ως ερωτική, να τους τοποθετήσει απλώς στην κατηγορία ζευγάρι. Όχι ότι δεν υπήρξαν ζευγάρι, αλλά υπάρχουν κάποιες σχέσεις που διαθέτουν τέτοια ψυχική συγγένεια που όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν -και είναι- λεπτομέρειες. Τέλη της δεκαετίας του '60, στη Νέα Υόρκη έχουν συρρεύσει νέοι απ' όλη την Αμερική αναζητώντας ένα γόνιμο έδαφος έκφρασης, η μητρόπολη, παρά τις δυσκολίες επιβίωσης, παρέχει όλα εκείνα τα ερεθίσματα, τα απαραίτητα για την άνθησή τους. Δεν τα κατάφεραν όλοι, δεν τα κατάφεραν καν οι περισσότεροι, άλλοι γιατί ξεστράτισαν, άλλοι γιατί έπεσαν πάνω σε τοίχο.

Το σκηνικό της Νέας Υόρκης δεν θα αρκούσε από μόνο του. Ούτε το Hotel Chelsea, ούτε το Μπρούκλιν. Τα ιερά τέρατα της τέχνης που παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου δεν θα αρκούσαν από μόνα τους. Η ιστορία των δύο νέων ίσως να αρκούσε, η ζωή, έστω και υπό το πρίσμα της αναπόλησης, δύναται να ξεπεράσει την πιο ευφάνταστη μυθιστορία. Η Πάτι Σμιθ, εκτός του δεδομένου ταλέντου της στην αφήγηση, επιδεικνύει και μια θαυμαστή ικανότητα στη διαχείριση του υλικού της, επιτυγχάνοντας έτσι ένα αποτέλεσμα που ισορροπεί επιτυχώς ανάμεσα στο memoir και τη λογοτεχνία. Εκείνο όμως που με έκανε να αγαπήσω το βιβλίο αυτό, και μαζί με αυτό λίγο παραπάνω τη Σμιθ και την εποχή της, είναι η φυσικότητα με την οποία διηγείται την ιστορία της, χωρίς διάθεση για επίδειξη και προφανή ωραιοποίηση, χωρίς διδακτισμό. Καταφέρνει να εγκλωβίσει τη μαγεία εκείνης της εποχής, να τη μοιραστεί, δίνοντας πρωτίστως την εντύπωση ότι κυρίως είναι μια βαθιά προσωπική της ανάγκη, η υλοποίηση της υπόσχεσης που έδωσε στον Ρόμπερτ. 


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



Μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις Κέδρος
 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου