Ο Κύριος έδωκε και ο Κύριος αφήρεσεν, της είχε πει η γιαγιά της στην άκρη του λάκκου. Αλλά δεν ήταν αλήθεια αυτό, γιατί ο Κύριος είχε αφαιρέσει πολύ περισσότερα απ' όσα υπήρχαν -κι όλα όσα θα μπορούσαν να είχανε γίνει απ' το παιδί κείτονταν τώρα εκεί κάτω κι έπρεπε να τα σκεπάσει το χώμα. Τρεις χούφτες χώμα, και το μικρό κορίτσι, που βγαίνει τρέχοντας απ' το σπίτι με τη σάκα του στην πλάτη, το σκέπασε το χώμα, η σάκα τραμπαλίζεται πάνω κάτω, ενώ εκείνο όλο και απομακρύνεται· τρεις χούφτες χώμα, και η δεκάχρονη που παίζει πιάνο με χλομά δάκτυλα κειτότανε εκεί· τρεις χούφτες, και η έφηβη που την κοιτάζουνε οι άντρες επειδή τα μαλλιά της λάμπουνε τόσο χαλκοκόκκινα θάφτηκε ζωντανή· τρεις φορές ρίξανε χώμα, και η μεγάλη γυναίκα που θα της είχε πάρει, όταν θα είχε αρχίσει και η ίδια να γίνεται αργή, ένα εργόχειρο απ' τα χέρια με τα λόγια:αχ, μάνα, κι εκείνη αργά αργά απ' το χώμα που έπεφτε μες στο στόμα της έπαθε ασφυξία.Μετά από κάποια χρόνια απουσίας από τα ελληνικά εκδοτικά τεκταινόμενα, και σε νέα πια εκδοτική στέγη, κυκλοφόρησε πρόσφατα το μυθιστόρημα της Γερμανίδας Τζέννυ Έρπενμπεκ, Η συντέλεια του κόσμου. Στο μυθιστόρημα αυτό διαφαίνεται μια αλλαγή πλεύσης εκ μέρους της συγγραφέως, η οποία, χωρίς να αποχωρίζεται το γνώριμο ύφος της και την επιμονή της στη γλωσσική και στυλιστική αρτιότητα, διηγείται μια ιστορία -προσωπική που όμως, όπως συνηθίζει, εντάσσεται πλήρως στη συλλογική- γραμμική με ένα σαφές πλαίσιο, αφήνοντας κατά μέρος τους υπαινιγμούς και την παραβολική διάθεση, χαρίζοντας στον αναγνώστη ένα πιο βατό μονοπάτι προσέγγισης της ιστορίας ενός μικρού κοριτσιού, γεννημένου στις αρχές του περασμένου αιώνα, από μάνα Εβραία και πατέρα χριστιανό.
Τι θα είχε συμβεί όμως αν; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα γύρω από το οποίο στήνει την ιστορία της η Έρπενμπεκ, νιώθοντας μια βαθιά αγάπη για την ηρωίδα της και προσφέροντας μια ανακουφιστική εναλλακτική στον αναγνώστη κάθε φορά που τον τυλίγει η ασφυξία του τέλους. Με τη γνωστή αφηγηματική της χάρη, τη διάθεση για μινιμαλισμό, λειτουργικό πειραματισμό πάνω σε φόρμες κλασικές και με επίκεντρο πάντα τη μεγάλη Ιστορία, εκεί που τα αν δεν είναι τίποτα άλλο παρά κενές εικασίες, ελπίδες ματαιωμένες στο παρελθόν αλλά οδηγός για το μέλλον, ένας οδηγός πίστης πως την επόμενη φορά, στο επόμενο σταυροδρόμι η Ιστορία θα εξελιχθεί με έναν τρόπο διαφορετικό, ανθρώπινο και σωτήριο, η Έρπενμπεκ αποφασίζει να σώσει την ηρωίδα της αφού δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο, κάνει το χρέος της ως δημιουργός με ανθρώπινα όρια και χωρίς θεϊκές δυνάμεις, ασχολείται με τις λεπτομέρειες του επιβλητικού κάδρου.
Ένα πέρασμα από τον πολυτάραχο εικοστό αιώνα, με τις μεγάλες αλλαγές και τις ματαιωμένες ελπίδες, τα μεταβλητά σύνορα και τις νέες πατρίδες, τους διωγμούς και τη μετανάστευση, τις εκατόμβες νεκρών και τις ανθρώπινες χαρές. Η κουραστική επανάληψη της ιστορίας, η διαρκής επιστροφή της ως φάρσα, η διήγηση των νικητών και η σιωπή των ηττημένων, ηττημένων που ενίοτε ανήκουν στο στρατόπεδο των νικητών. Τι θα είχε συμβεί όμως αν; Ο μικρόκοσμος και οι αποφάσεις των ανθρώπων, οι ελάχιστες εκείνες στιγμές· μια χούφτα χιόνι στο στήθος ενός μωρού, ένα γράμμα που παράπεσε, μια σκάλα λιγότερο επικίνδυνη. Μια ιστορία ανθρώπινη στις παρυφές της Ιστορίας, ζωές μεμονωμένων ανθρώπων που στροβιλίζονται στις δίνες των αποφάσεων που παίρνουν άνθρωποι πίσω από γραφεία.
Δεν είμαι ιστορικός, μοιάζει να λέει η Έρπενμπεκ, όμως άκουσα διηγήσεις και έζησα ένα μέρος του αιώνα αυτού, είμαι συγγραφέας και με αυτή μου την ιδιότητα μπορώ να επέμβω, να επινοήσω μια μικρή -σε μέγεθος αλλά όχι σε αξία- προσωπική ιστορία, και μέσω αυτής να φτάσω στο τέλος των "τι θα είχε συμβεί όμως αν;" όταν η Ιστορία θα μετατρεπόταν σε μονόδρομο, έστω και αν αυτή είναι μια προσωρινή και μεταβλητή κατάσταση. Δεν ξεχνώ, μοιάζει ακόμα να λέει η Έρπενμπεκ, την ποίηση και τη δύναμη των λέξεων, είμαι συγγραφέας και με αυτή μου την ιδιότητα ακολουθώ το νήμα τόσων και τόσων σπουδαίων συγγραφέων πριν από μένα, σκύβω πάνω στον άνθρωπο και την ιστορία, πρωτίστως για να καταλάβω εγώ η ίδια, να παίξω το παιχνίδι με τα αν, να ονειρευτώ έναν καλύτερο κόσμο, χωρίς να ξεχνώ στιγμή τη σκληρότητα. Δεν καταφεύγω, επιμένει να λέει η Έρπενμπεκ, σε ευχολόγια και στρογγυλέματα, είμαι συγγραφέας και έχω την αποστολή να ασχοληθώ με εκείνους που υπέφεραν περισσότερο και ξεχάστηκαν πιο γρήγορα απ' τους άλλους, να υψώσω το δικό μου τείχος στην παραχάραξη της Ιστορίας.
Η συντέλεια του κόσμου είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, ιδανική πύλη εισόδου στο έργο μιας σπουδαίας σύγχρονης συγγραφέως, πολυβραβευμένης και πολυσχιδούς καλλιτεχνικής φύσης, με τις εμμονές της -ίδιον κάθε δημιουργού- παρούσες, που αρνείται να καταφύγει στον συναισθηματικό εξαναγκασμό του αναγνώστη και την ανούσια μελοδραματική χρήση της γλώσσας, αφήνονταςς την ιστορία που διηγείται να βαραίνει από το ίδιο της το βάρος, χωρίς την ανάγκη από φορτώματα και φτιασίδια, μυθιστόρημα που διαβάζεται με ρυθμό καταιγιστικό και όμως, παρ' όλ' αυτά, αφήνει ανεξίτηλα σημάδια, στο μυαλό και την ψυχή.
Αυτή ξέρει, πολύ καιρό τώρα πια, αυτό που η κόρη της θα μάθει από τη μια μέρα στην άλλη: Στο τέλος μιας ημέρας που κάποιος πέθανε δεν έρχεται δα και η συντέλεια του κόσμου.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου