Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Το τηλεφώνημα





Δεν ήμουν σίγουρος γι' αυτό που είχα ακούσει. Θα μπορούσε να ήταν απλώς ένα παράξενο όνειρο, όμως δεν ήταν, άσχετα αν εξελίχθηκε σε εφιάλτη. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο κοιμόμουν βαριά. Κατά την ελάχιστη στιγμή διαύγειας -ένας ή δύο χτύποι- αναρωτήθηκα για ποιον λόγο θα μπορούσα να έχω ρυθμίσει την αφύπνιση. Στην οθόνη εμφανιζόταν ένα άγνωστο νούμερο. Απάντησα παρά την αποστροφή μου στις εκπλήξεις. Ξύπνησα περασμένες δώδεκα. Στο κρεβάτι ακόμα, έλεγξα το κινητό. Υπήρχε όντως η εισερχόμενη κλήση, με διάρκεια δύο λεπτά και τριάντα οχτώ δευτερόλεπτα, στις εννέα και δώδεκα το πρωί. Γεγονός που προσέδιδε αληθοφάνεια στη θολή ανάμνηση. Επιχείρησα να ανασυνθέσω τον διάλογο. Τα δικά μου μέρη ήταν επαναλαμβανόμενες καταφατικές απαντήσεις, αυτό ήταν το εύκολο σκέλος της ανασύνθεσης. Η σταδιακή ανάδυση των φράσεων που χρησιμοποίησε εκείνη οικοδομούσε μία, τουλάχιστον, παράξενη επαγγελματική πρόταση. Κατέληξα πως ο διάλογος ήταν περίπου ο εξής: Ναι. Ο κύριος Καλογερόπουλος; Ναι. Δεν ξέρω αν είναι κατάλληλη η ώρα. Ναι. Έχω να σας κάνω μία επαγγελματική, κατά κάποιον τρόπο, πρόταση. Ναι. Και μου είπε. Θέλετε να το σκεφτείτε και να μιλήσουμε αργότερα; Ναι.

Αποφάσισα να της τηλεφωνήσω και να της πω πως η πρότασή της με ενδιέφερε· θα της ζητούσα να βρεθούμε από κοντά, να δω τον χώρο και τα βιβλία, να συζητήσουμε και να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή και με σαφήνεια τον χρονικό ορίζοντα και την αμοιβή μου. Συμφώνησε αμέσως. Χαίρομαι πολύ που με πήρατε τηλέφωνο, συμπλήρωσε, η διαλογή αυτή είναι κάτι που θα ήθελα να γίνει άμεσα. Δώσαμε ραντεβού για την επόμενη μέρα το απόγευμα.

Δυσκολεύτηκα να βρω το σπίτι. Οι ψηφιακοί χάρτες δεν μοιάζουν ιδιαίτερα χρήσιμοι σε κάποια προάστια. Πέρασα τέσσερις φορές από την κεντρική πλατεία. Ήμουν σίγουρος πως το νούμερο της πινακίδας μου είχε σημειωθεί και διασταυρωθεί ήδη από τη δεύτερη φορά, το αυτοκίνητο της ιδιωτικής εταιρείας φύλαξης, παρκαρισμένο κάθετα δίπλα από το περίπτερο, δεν περνούσε απαρατήρητο, αυτό άλλωστε, φαντάζομαι, ήταν και το νόημα της παρουσίας του. Βρήκα το σπίτι πάνω που είχα αρχίσει να σκέφτομαι τα δικαιώματά μου σε περίπτωση που με σταματούσαν την επόμενη φορά που θα αναγκαζόμουν να περάσω από την πλατεία. Δεν χρειάστηκε τελικά.

Μία ψηλή περίφραξη έκρυβε τη θέα. Χτύπησα το κουδούνι και περίμενα. Μου άνοιξε την πόρτα η ίδια. Η πρώτη σκέψη που έκανα αντικρίζοντάς την: είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει από κοντά. Την ακολούθησα πάνω στο μονοπάτι από πλάκες. Το σπίτι δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, εξωτερικά τουλάχιστον· κάπως έτσι είναι τα σπίτια σε αυτά τα προάστια, εντυπωσιακά στο μέγεθος και άψυχα στην τελειότητά τους. Το εσωτερικό του πάντως έδειχνε πως ο άνθρωπος που επιμελήθηκε τη διακόσμηση είχε γούστο και παντελή έλλειψη επίδειξης πλούτου.

Αφού πρώτα μου πρόσφερε ένα ποτήρι χυμό ρόδι και ενώ είχα ήδη βολευτεί στον μονοθέσιο καναπέ, είπε: θα σας δείξω αργότερα τη βιβλιοθήκη του συζύγου μου· σε μία απόπειρα εκκίνησης συζήτησης, το βλέμμα της χαμήλωσε ανεπαίσθητα, αρκετά όμως για να καταλάβω πως αναφερόταν στον νεκρό σύζυγό της. Μόνο τότε αντιλήφθηκα πως φορούσε μαύρα ρούχα. Όλες οι γυναίκες στη ζωή μου με κατηγορούσαν ότι δεν είμαι παρατηρητικός. Αγαπούσε πολύ τα βιβλία, συνέχισε, και παρότι δούλευε πολλές ώρες στην οικογενειακή επιχείρηση πάντα έβρισκε χρόνο για διάβασμα. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση, ακόμα δεν είμαι σίγουρη, εσείς πάντως θα πληρωθείτε για τις υπηρεσίες σας. Αν θέλετε μπορούμε να περάσουμε στη βιβλιοθήκη.

Πάντα αντιμετωπίζω με κάποια επιφύλαξη και ειρωνική διάθεση κάποιον που αναφέρεται στις βιβλιοθήκες του σπιτιού του στον ενικό αριθμό, όμως εδώ η χρήση της λέξης ήταν ακριβής. Ένα τεράστιο δωμάτιο, σχεδόν στο μέγεθος του σπιτιού μου, με βιβλιοθήκες τοποθετημένες περιμετρικά αλλά και κάθετα, αφήνοντας έναν μικρό χώρο για το γραφείο, έπιπλο ξύλινο και βαρύ, με ελάχιστα αντικείμενα στην επιφάνειά του -δύο ή τρία βιβλία, ένα σημειωματάριο, μία μολυβοθήκη και ένα πορτατίφ. Αυτή είναι η βιβλιοθήκη του συζύγου μου, είπε, σε μία προφανή και αμήχανη διαπίστωση.

Εκείνο που μου ζητούσε ήταν απλό, παράξενο σίγουρα, αλλά απλό. Θα έπρεπε να επιλέξω εκατό με εκατόν πενήντα βιβλία, τα πλέον αξιόλογα και σημαντικά της συλλογής, τα οποία θα γέμιζαν μία βιβλιοθήκη στο σαλόνι του σπιτιού· τα υπόλοιπα, μαζί με τις βιβλιοθήκες και το γραφείο, δεν τα ήθελε στο σπίτι, της θύμιζαν εκείνον, ήταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να αντέξει -επί λέξει είπε: δεν αντέχω ένα μαυσωλείο μες στο σπίτι μου, καταλαβαίνετε;- εγώ δεν ήμουν σίγουρος πως καταλάβαινα. Δεν με ρώτησε τίποτα, ούτε προσωπικό, ούτε σχετικά με το πώς σκόπευα να εργαστώ. Μου πρότεινε ένα εξωφρενικό ποσό και έναν μήνα για την αποπεράτωση της εργασίας. Δεδομένης της οικονομικής μου κατάστασης δεν μπορούσα να αρνηθώ, δεν γινόταν να αρνηθώ. Συμφώνησα. Κι έτσι βρέθηκα στην τραγική κατάσταση που είμαι σήμερα.   

   

6 σχόλια:

  1. Που θα πάνε τα βιβλία που δεν θα επιλέξεις (αν δεν ήταν διήγημα); Λογοτεχνία διάβαζε; Μιχάλης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Στο δεύτερο ερώτημα νομίζω πως μπορώ να απαντήσω, ναι, διάβαζε λογοτεχνία κυρίως. Στο πρώτο ερώτημα δεσμεύομαι να απαντήσω.

      Διαγραφή
    2. Ωραία. Έχει ενδιαφέρον ο τεθνεώς αναγνώστης και άντρας της ομορφότερης, για κάποιον (αρκεί), γυναίκας. Αν θελήσεις όταν τελειώσεις, μοιράσου και μερικά βιβλία ή συγγραφείς που 'κράτησες'. Ευχαριστώ για τις προτάσεις των βιβλίων, παρ´ότι δεν είσαι απ´αυτούς που λένε διαβάστε το, καμία φορά δεν έχασα διαβάζοντας κάποιο απ´τις παρουσιάσεις-απόψεις σου. Μιχάλης

      Διαγραφή
  2. Και στην ενδεχομένως fiction πραγματικότητα που ζείτε, θα ήθελα να ήμουν στη θέση σας. Εκτός αν βασανίζεστε να βλέπετε τη χήρα για έναν μήνα, μια και είναι η πιο όμορφη γυναίκα που έχετε δει από κοντά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Της το είπα σχεδόν από την πρώτη μέρα, είστε, της είπα, η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει. Ίσως τότε να ξεκίνησε η πορεία προς τον εφιάλτη.

      Διαγραφή
    2. Καλά κάνατε, υποψιάζομαι ότι ο εφιάλτης θα είναι εμπειρία ζωής. Αυτά τα πράγματα έχουν πάντα το τίμημά τους (fiction or no fiction)

      Διαγραφή