Αναρωτιέται κανείς συχνά τι έχουν στο μυαλό τους οι υπεύθυνοι για την απόδοση των κινηματογραφικών τίτλων στα ελληνικά, κυρίως αναρωτιέται κανείς αν έχουν δει την ταινία ή αν απλώς ψάχνουν έναν τίτλο που -κατ' εκείνους- θα οδηγήσει το κοινό στο να κατακλύσει τις αίθουσες, σαν κάποιο ξόρκι μαγικό κάποιας άγνωστης φυλής του Αμαζονίου. Ένα ακόμα παράδειγμα, αφορμή για το συγκεκριμένο σχόλιο, είναι η απόδοση στα ελληνικά του Bad Timing, της ταινίας που σκηνοθέτησε σαράντα χρόνια πριν ο Νίκολας Ρεγκ ως Η δύναμη της σάρκας. Εκτός από παραπλανητικός, ο εξελληνισμένος τίτλος, απόδοση του συνοδευτικού υπότιτλου A sensual obsession, απολύει και τη νοηματική σύνδεση με τον κεντρικό άξονα περιστροφής της ταινίας, ο οποίος είναι ακριβώς ο κακός συγχρονισμός των γεγονότων, που αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα και χωρίς τον οποίο θα είχαμε μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στους τίτλους αρχής, υπό τους ήχους του Invitation to the blues του Tom Waits, τραγούδι το οποίο ενέπνευσε μουσικά τον Φοίβο Δεληβοριά να γράψει τους στίχους του Χάλια, ο Άλεξ Λίντεν (Art Garfunkel) και η Μιλένα Φλάερτι (Theresa Russel) βρίσκονται στην Αυστριακή Πινακοθήκη του Μουσείου Μπελβεντέρε και συγκεκριμένα στην αίθουσα που φιλοξενείται το διάσημο Φιλί του Κλιμτ· περιφέρονται νωχελικά, σαν σε χορογραφία πλησιάζουν και απομακρύνονται, παρατηρούν τις λεπτομέρειες πριν θελήσουν πάλι να έχουν μια γενική εικόνα της ομορφιάς ίσως από διαφορετική γωνία αυτή τη φορά. Μεσολαβεί ένα απότομο κατ που σηματοδοτεί και το τέλος των τίτλων, και οι δυο τους βρίσκονται στο εσωτερικό ενός ασθενοφόρου, που κινείται με μεγάλη ταχύτητα, εκείνη χωρίς τις αισθήσεις της με τον νοσοκόμο να επιχειρεί να προσφέρει τις πρώτες βοήθειες, κι εκείνος να τα έχει εμφανώς χαμένα. Φτάνοντας στο νοσοκομείο, οι τραυματιοφορείς την παραλαμβάνουν και, με εκείνον να τρέχει πίσω τους, κατευθύνονται στην αίθουσα των επειγόντων, όπου, λίγο πριν διασχίσουν την πόρτα της, ζητάνε από τον Άλεξ να περιμένει στην αναμονή. Εκείνος ανάβει τσιγάρο. Στις ερωτήσεις τους για τη σχέση του με την ασθενή απαντά αόριστα πως είναι ένας απλός φίλος, τα ίδια λέει και στον αστυφύλακα που του παίρνει μια πρώτη, τυπική κατάθεση, τα ίδια θα πει και στη νοσοκόμα όταν θα τον ρωτήσει αν ξέρει τι χάπια μπορεί να πήρε εκείνη.
Αυτό που θα ξεκινήσει ως η ιστορία μιας ερωτικής αυτοκτονίας, σύντομα θα μετατραπεί σε υπόθεση που διερευνά η Αστυνομική Διεύθυνση Βιέννης, με υπεύθυνο τον υπαστυνόμο Νετούσιλ (Harvey Keitel), που υποψιάζεται ολοένα και περισσότερο πως ο Άλεξ αποκρύπτει μέρος της αλήθειας αρνούμενος την οποιαδήποτε ερωτική σχέση με την αυτόχειρα. Το Bad Timing είναι ένα μονταζιακό επίτευγμα, καθώς όλη η αφήγηση
γίνεται μέσω αυτού, μέσω των συνεχών αναλήψεων, και της εναλλαγής ανάμεσα στην αστυνομική έρευνα και τη μάχη της Μιλένα να κρατηθεί στη ζωή. Οι κορυφώσεις των ιστοριών που εκτυλίσσονται ανάμεσα στο παρελθόν και στο τώρα συγκλίνουν με έναν τρόπο οξύ και κοφτό πριν απομακρυνθούν, κάτι που συμβαίνει ξανά και ξανά στον δρόμο για το φινάλε. Εκτός από την ερωτική και αστυνομική πλευρά της ταινίας, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου δεν θα μπορούσε να λείπει και η πολιτική πλευρά, το παιχνίδι κατασκόπων, καθώς ο Άλεξ είναι Αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας, που ζει και εργάζεται στη Βιέννη, έχει σχέσεις με τον αμερικανικό στρατό, ενώ η Μιλένα είναι από την τότε Τσεχοσλοβακία, παντρεμένη με έναν μυστηριώδη άντρα. Επίσης, κάποιος σαν τον Ρεγκ δεν θα τοποθετούσε τυχαία έναν καθηγητή ψυχολογίας στη Βιέννη του μπαμπά Φρόιντ.
Επιχειρώντας εκ των υστέρων να συνοψίσει κανείς το σενάριο συνειδητοποιεί πως πρόκειται για μια ιστορία που με άλλη προσέγγιση, πιο γραμμική και χωρίς σπουδαίο σκηνοθετικό όραμα, θα μπορούσε να είναι μια ταινία μικρού μήκους ή τέλος πάντων μια απλή ταινία με καλές ερμηνείες. Η μη γραμμική αφήγηση και ο τρόπος με τον οποίο ο Ρεγκ συνθέτει σταδιακά, αφού πρώτα έχει αποδομήσει εντελώς, τη μεγάλη εικόνα, τοποθετώντας τις ψηφίδες στη θέση τους με τρόπο τέτοιο που να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, καθώς καινούργια στοιχεία έρχονται στην επιφάνεια και νέα ερωτήματα γεννιούνται, κάνουν τις δύο ώρες που διαρκεί η ταινία να μοιάζουν λίγες. Η τρομερή χημεία ανάμεσα στο ζευγάρι των πρωταγωνιστών, ο τρόπος με τον οποίο γνωρίζονται -τι σκηνή!- και εκτυλίσσεται η σχέση τους είναι υπέροχος, σε μια από τις πιο ωραία δοσμένες ερωτικές σχέσεις που έχω δει στον κινηματογράφο, ενώ οι χαρακτήρες χτίζονται σταδιακά, αποκαλύπτοντας ολοένα και περισσότερες αθέατες πλευρές. Η ανέμελα μυστηριώδης και σαγηνευτική Μιλένα διαβάζει το Τσάι στη Σαχάρα και οι σκηνές στο Μαρόκο μοιάζουν βγαλμένες, θαρρείς, μέσα από τις σελίδες του υπέροχα σκοτεινά μεταποικιακού μυθιστορήματος του Μπόουλς. Ο Keitel είναι εκπληκτικός σε έναν ρόλο που είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του. Ο στακάτος ρυθμός της ταινίας, με τη γρήγορη εναλλαγή των πλάνων, κυριαρχεί, αφήνοντας όμως τον κατάλληλο χώρο για σκηνές μεγάλες σε έκταση, σκηνοθετικά εκπληκτικές με τρομερά γραμμένους διαλόγους.
Εκπληκτική ταινία την οποία και δεν είχα δει. Όποιες και αν ήταν οι προσδοκίες το βέβαιο είναι πως υπερκαλύφθηκαν!
υγ. Για το Τσάι στη Σαχάρα, το αριστουργηματικό βιβλίο του Μπόουλς περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υγ. Για το Τσάι στη Σαχάρα, το αριστουργηματικό βιβλίο του Μπόουλς περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου