Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

Τα άγρια κορίτσια - Ursula K. Le Guin


 
Το μοναδικό μέσο που έχω για να εμποδίσω αδαείς σνομπ να αντιμετωπίζουν τη λαϊκή λογοτεχνία με σνομπίστικη άγνοια είναι να μην ενισχύω την άγνοιά τους και τον σνομπισμό τους, λέγοντας ψέματα ότι, όταν γράφω επιστημονική φαντασία δεν είναι επιστημονική φαντασία, αλλά να τους λέω, με μεγαλύτερη ή μικρότερη υπομονή, τα τελευταία σαράντα ή πενήντα χρόνια, ότι κάνουν λάθος όταν αποκλείουν την επιστημονική φαντασία και το φάνταζι από τη λογοτεχνία, και να υποστηρίζω το επιχείρημά μου, γράφοντας καλά. Και η Ούρσουλα Λε Γκεν γράφει καλά, πολύ καλά, και ενώ θα μπορούσε να απαρνηθεί τον χαρακτηρισμό "συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας και φάνταζι", δεν το κάνει. Υπάρχει, ακόμα και σήμερα, μια μερίδα "ανθρώπων των γραμμάτων" (sic!) που κρίνουν κατά είδος και όχι κατά ποιότητα. Ας είναι, έτσι και αλλιώς, και σε πείσμα αυτής της μειοψηφίας, η καλή λογοτεχνία συναντά -αργά ή γρήγορα- τους αναγνώστες της και αντέχει στον χρόνο. Το μάρκετινγκ και οι κριτικοί ακολουθούν. 

Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει το ομώνυμο διήγημα, δύο δημόσιες παρεμβάσεις της Λε Γκεν, τέσσερα ποιήματά της και μια συνέντευξή της στον Τέρι Μπίσον. Τα άγρια κορίτσια είναι ένα διήγημα επιστημονικής φαντασίας, στο γνώριμο στυλ της συγγραφέως, που διαπραγματεύεται ζητήματα φύλου, την ανάγκη για ελευθερία, αυτοδιάθεση και δικαιοσύνη, μέσα από την ιστορία δύο μικρών αδερφών, που ανήκουν στην κάστα του χώματος και πιάστηκαν αιχμάλωτες από άντρες της κυρίαρχης κάστας για να οδηγηθούν στην πόλη και να ανατραφούν με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως νύφες, είτε για τους ίδιους τους απαγωγείς είτε για πιθανούς μελλοντικούς πλειοδότες. Μία ιστορία γνώριμη, παρότι έτη φωτός μακριά από τη γη. Μέσα σε ελάχιστες σελίδες η Λε Γκεν καταφέρνει να μας συστήσει ένα μακρινό πολιτισμό και τον κοινωνικό μηχανισμό που τον περιστρέφει, δίνοντας την ευκαιρία στον αναγνώστη να εντοπίσει τις αναλογίες ανάμεσα στο εκεί και το εδώ. 

Η επιστημονική φαντασία λειτουργεί πολύ συχνά με έναν τρόπο νατουραλιστικό, με τον τρόπο τουλάχιστον που ο Ζολά εντός αυτού όρισε το πειραματικό μυθιστόρημα, εδώ όπου ο συγγραφέας αποτελείται από έναν παρατηρητή και έναν πειραματιστή, ο παρατηρητής θέτει και ο πειραματιστής επιχειρεί να διαπιστώσει την ορθότητα αυτής της θέσης. Έτσι, αν εξετάσουμε υπό αυτό το πρίσμα το διήγημα αυτό, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε την παρατηρήτρια Λε Γκεν να θέτει ως θέμα την ελευθερία και τη δικαιοσύνη υπό συνθήκες κοινωνικά αντίξοες και ως πειραματίστρια να δημιουργεί ένα περιβάλλον στο οποίο προτίθεται να εξακριβώσει τις αντιδράσεις των χαρακτήρων της, να διερευνήσει τα περιθώρια αντίδρασης. Εκτός της θέσης και του πειράματος, σημαντικό ρόλο εδώ παίζει και ο κόσμος μέσα στον οποίο θα διαδραματιστεί η ιστορία/πείραμα, κόσμο τον οποίο η Λε Γκεν κατασκευάζει εξ ολοκλήρου. Ο πατέρας  της Λε Γκεν υπήρξε καθηγητής ανθρωπολογίας στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ. Η ίδια συνηθίζει να λέει πως ο πατέρας της μελετούσε πραγματικούς πολιτισμούς, ενώ εκείνη τους δημιουργεί, κάτι που, υπό μια έννοια, είναι το ίδιο.

Στη δημόσια παρέμβασή της Να διαβάζουμε και να μένουμε ξύπνιοι η Λε Γκεν διαπραγματεύεται το ζήτημα της ανάγνωσης και της κοινωνικής σημασίας της λογοτεχνίας. Με αυτό το διττής ανάγνωσης κάλεσμα να μένουμε ξύπνιοι, κυριολεκτικά, για να διαβάσουμε λίγες ακόμα σελίδες, και μεταφορικά, για να είμαστε σε -κοινωνική- εγρήγορση. Ποτέ δεν ήταν πολλοί εκείνοι που διάβαζαν, λέει η Λε Γκεν, κάποτε εξαιτίας του αναλφαβητισμού και τώρα λόγω του πλήθους εναλλακτικών διασκέδασης, όπως και αν έχει τα ποσοστά ανέκαθεν ήταν χαμηλά. Παρατήρηση που, παρότι στενάχωρη, φέρει ένα μήνυμα αισιοδοξίας, αφού τα πράγματα, τουλάχιστον, δεν πάνε χειρότερα. Η εμπειρία της από τον χώρο των εκδόσεων της επιτρέπει να ασκεί κριτική για τον τρόπο με τον οποίο οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι -των μετόχων και των μερισμάτων- αντιμετωπίζουν το βιβλίο. Και η κριτική δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Το βιβλίο, αντίθετα με άλλα αγαθά, διέπεται από ιδιότητες που δεν το καθιστούν ιδανικό προϊόν για τον καπιταλισμό. Και η παρατήρηση αυτή της Λε Γκεν μοιάζει με μια συμβουλή μιας σοφής γερόντισσας προς αυτά τα μεγαθήρια, καθώς τα παραινεί να αποχωρήσουν πριν αντιμετωπίσουν ακόμα μεγαλύτερες οικονομικές ζημιές, αφήνοντας πίσω τους εκείνους που είναι διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουν ψύχραιμα εβδομάδες ύφεσης των πωλήσεων, επιμένοντας σε παλαιότερους τίτλους του καταλόγου τους, ρισκάροντας με νέους συγγραφείς, αφήνοντας τους επιμελητές να κάνουν τη δουλειά τους και να μην καίγονται με δείκτες και αριθμούς, αντιμετωπίζοντας τις δημόσιες βιβλιοθήκες ως σύμμαχους και όχι ως εχθρούς.

Στη Σεμνή κουβέντα η Λε Γκεν διαπραγματεύεται την έννοια της σεμνότητας μέσα στο πέρασμα του χρόνου, τη διαφορετική χρήση της ανάλογα με το φύλο, τον τρόπο με τον οποίο ο χριστιανισμός την αντικατέστησε με την ταπεινότητα, την απόσυρσή της από την κυκλοφορία, παρότι το αντίθετό της χρησιμοποιείται κατά κόρον όσον αφορά την κριτική της γυναικείας ένδυσης. Επομένως, -η πλειοψηφία των ανθρώπων, ισχυρίζεται η Λε Γκεν- είναι πολύ συχνά διατεθειμένοι να ακούσουν ανθρώπους που παριστάνουν τους ανώτερους -τους σχολιαστές των δελτίων ειδήσεων, τους φωνακλάδες των τοκ-σόου, τους πάπες και τους παπάδες και τους αγιατολάδες, τους διαφημιστές, τους ξερόλες. Το αδύνατο σημείο της σεμνότητας είναι ότι επιτρέπει στους άλλους να είναι αλαζόνες. Το δυνατό της είναι ότι, μακροπρόθεσμα, η αλαζονεία δεν μπορεί να την εξαπατήσει.             

Η έκδοση αυτή προσφέρεται ως ιδανική πύλη εισόδου για τον κόσμο της Λε Γκεν, αυτής της σπουδαίας συγγραφέως που ο Μπλουμ, παρότι η ίδια αυτοπροσδιορίζεται συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, την περιέλαβε στον κανόνα του. 



Ο επόμενος πόλεμος

Θα λάβει χώρα,
θα λάβει χρόνο,
θα λάβει ζωή,
και θα τα χαραμίσει.


Μετάφραση Γιάννης Βογιατζής
Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου