Όταν τα Μανταρίνια, η ταινία του Γεωργιανού σκηνοθέτη Zaza Urushadze, προβλήθηκε στις εδώ κινηματογραφικές αίθουσες, συζητήθηκε και επαινέθηκε, μαζεύοντας αρκετά αστεράκια κριτικής και κόβοντας έναν αξιόλογο αριθμό εισιτηρίων. Θυμάμαι για κάποιες βδομάδες να βλέπω την αφίσα της ταινίας στον κινηματογράφο Έλλη επί της Ακαδημίας και όμως να μην αποφασίζω να ζητήσω ένα εισιτήριο. Κάτι με κρατούσε επιφυλακτικό, και αυτό μάλλον ήταν ο χαρακτηρισμός αντιπολεμική που συνόδευε κάθε αναφορά στην ταινία αυτή, κάτι το οποίο δεν με ενδιέφερε, όχι, προφανώς, γιατί είμαι πολεμοχαρής, αλλά γιατί από τον κινηματογράφο προσμένω περισσότερο τη μυθοπλασία παρά το ντοκουμέντο, καθώς η καθημερινότητα υπόκειται διαρκώς στο βάρος της σκληρής πραγματικότητας και της διαρκούς ενημέρωσης, η παρουσία στη σκοτεινή αίθουσα, με το κινητό απενεργοποιημένο στην τσάντα, μοιάζει με ένα καταφύγιο αποκοπής.
Χρόνια μετά, με την πραγματικότητα ακόμα σκληρότερη, είδα τελικά την ταινία αυτή, που δικαίως επαινέθηκε, απόφαση που πήρα κάπως παρορμητικά, έτσι όπως εμφανίστηκε μπροστά μου στην ψηφιακή πλατφόρμα, ανάμεσα στις νέες προβολές, τη στιγμή που ήθελα να δω μια ταινία αλλά δεν ήμουν σίγουρος ποια, ίσως επειδή ήταν νωρίς το απόγευμα, σκέφτομαι τώρα, και τότε, νωρίς το απόγευμα, οι κινηματογραφικές προσδοκίες δεν έχουν προλάβει να ωριμάσουν ώστε να απαιτήσουν τη δικαίωση της ημέρας που πέρασε.
Η ταινία διαδραματίζεται στην Αμπχαζία. Το 1992 ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στη Γεωργία, που διεκδικούσε την κυριότητα των εδαφών της, και του νεοσύστατου κράτους της Αμπχαζίας με την υποστήριξη της Ρωσίας. Στην περιοχή αυτή του Καυκάσου υπήρχαν διάφορα εσθονικά χωριά. Με την κήρυξη του πολέμου οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους και επέστρεψαν στην Εσθονία. Ελάχιστοι παρέμειναν στις εστίες τους, ανάμεσά τους ο Ίβο, ξυλουργός στο επάγγελμα, και ο γείτονάς του Μάργκους, τελευταίοι κάτοικοι του χωριού. Μια ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο μισθοφόρους στρατιώτες του αμπχαζιανού στρατού και τρεις στρατιώτες του αντίστοιχου γεωργιανού, στην αυλή του Μάργκους, θα έχει ως αποτέλεσμα τρεις νεκρούς και δυο βαριά τραυματίες. Ο Ίβο θα τους μεταφέρει σπίτι του για να αναρρώσουν. Την ίδια στιγμή η συγκομιδή των μανταρινιών παρουσιάζει δυσκολίες, δυσκολίες παρόμοιες με τη ζωή εν καιρώ πολέμου.
Το επεισόδιο αυτό θα εμπλέξει τους δύο Εσθονούς σε μια διαμάχη στην οποία εξ αρχής βρίσκονταν στη μέση, καθιστώντας τους μια ιδιότυπη ειρηνευτική δύναμη, καθώς η ένταση των εχθροπραξιών μεταφέρεται μέσα στο σπίτι του Ίβο, όπου οι δύο εχθροί αναλαμβάνουν τις δυνάμεις τους. Παρότι η κεντρική σεναριακή ιδέα διακρίνεται για την ιδεολογική απλότητά της, κυρίως ως προς τα μηνύματα που περνάει, εντούτοις η ταινία στο σύνολό της μεταφέρει μια αλήθεια, που όσες φορές και αν επαναληφθεί δεν θα πάψει ποτέ να είναι επίκαιρη και οικουμενική, αλήθεια που έχει να κάνει με το παράλογο των πολέμων, με τις κίβδηλες ιδεολογίες που κρύβονται πίσω απ' αυτούς, εστιάζοντας στις μονάδες, που αποτελούν τους στρατούς αυτούς, που θυσιάζονται στην πρώτη γραμμή, που λίγα έχουν να κερδίσουν και πολλά να χάσουν, που η απόσταση της προπαγάνδας τους κάνει να νιώθουν και να συμπεριφέρονται ως εχθροί.
Σημασία όμως έχει ο τρόπος με τον οποίο η κεντρική σεναριακή ιδέα υλοποιείται. Εδώ είναι που η ταινία ξεχωρίζει. Το σενάριο, πέρα από δυο τρεις ανατροπές, διαθέτει το λειτουργικό και συμβολικό εύρημα της συγκομιδής των μανταρινιών. Δεν θέλω, λέει σε κάποια στιγμή ο Μάργκους, να μαζέψω τα μανταρίνια για τα λεφτά, αλλά γιατί είναι κρίμα μια τόσο πλούσια παραγωγή να πάει χαμένη, και σε αυτή την ατάκα συμπυκνώνεται εν πολλοίς το κεντρικό μήνυμα ολόκληρης της ταινίας. Ο Ίβο, κυρίως, και ο Μάργκους αποτελούν δύο ολοκληρωμένους χαρακτήρες, που επαναφέρουν την πίστη στον άνθρωπο, και μάλιστα σε μια στιγμή που ο γύρω κόσμος καταρρέει, που αναμένει κανείς, και όχι αδικαιολόγητα, το εγώ να κυριαρχήσει και ο καθένας να κοιτάξει να σώσει το τομάρι του. Ειδικά ο Ίβο, με τη σπουδαία, χαμηλόφωνη και αρκετά εσωτερική ερμηνεία του Lembi Ulfsak, που στο πρόσωπό του καθρεφτίζονται όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα, πολλά από τα οποία από καιρό ξεχασμένα, είναι ένας αξέχαστος χαρακτήρας, βασικός πυλώνας της επιτυχίας της ταινίας. Η σκηνοθεσία του Urushadze, λιτή και διεισδυτική, υπηρετεί και αναδεικνύει το σενάριο και τους χαρακτήρες, χωρίς να στοχεύει στην πρόκληση εύκολου συναισθήματος, αποφεύγοντας το περιττό και πετυχαίνοντας να υποστηρίξει ταυτόχρονα και το σκέλος της δράσης με τις δεδομένες δυσκολίες που η κινηματογράφησή του εμπεριέχει.
Στα Μανταρίνια, η μαζικότητα και το απρόσωπο του πολέμου παραμερίζονται, εδώ οι άνθρωποι έχουν ονόματα, ταυτότητα και παρελθόν, δεν είναι άγνωστοι, δεν είναι απλώς αριθμοί στις καθημερινές αναφορές με τις απώλειες. Και απομονώνοντας το ελάχιστο σε έκταση περιστατικό αυτό του πολέμου ο Urushadze καταφέρνει να μιλήσει για τον πόλεμο παντού και πάντοτε, για την παράλογη φύση του, και αυτό αποτελεί ένα από τα παράσημα της ταινίας αυτής, που, χωρίς να παρασύρεται σε μονοπάτια αισιοδοξίας ελάχιστα πιστευτών, συντηρεί τη φλόγα της πίστης στον άνθρωπο, πίστη ολοένα και πιο απαραίτητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου