Μιλώντας για αναγνωστικές προκαταλήψεις, στην κορυφή θα συναντήσει κανείς εκείνες που έχουν να κάνουν με το θέμα το οποίο διαπραγματεύεται το εκάστοτε βιβλίο. Μια γρήγορη ματιά στο οπισθόφυλλο αρκεί για να αναφωνήσει κανείς: δεν με ενδιαφέρει καθόλου κάτι τέτοιο· πριν αφήσει το βιβλίο πίσω στο ράφι. Στην καθ' ημάς λογοτεχνία η τριάδα μικρασιατική καταστροφή-εμφύλιος-πολυτεχνείο αποτελεί ένα τέτοιο, χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στην αντίστοιχη «εισαγόμενη», οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν πως ένα θέμα που -μοιάζει να- έχει κορεστεί είναι ο ισπανικός εμφύλιος. Πόσα βιβλία ακόμα να διαβάσει κανείς σχετικά; Από την άλλη, ένας βασικός ρόλος της λογοτεχνίας, ο βασικότερος ίσως, είναι το γκρέμισμα των πάσης φύσεως προκαταλήψεων και στερεοτύπων. Άλλωστε, σημασία δεν έχει η ιστορία που θα αφηγηθεί κανείς αλλά πώς θα το κάνει. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό.
Τα τυφλά ηλιοτρόπια αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του παραπάνω συλλογισμού. Για χρόνια ήθελα να διαβάσω το βιβλίο αυτό, όλο το ανέβαλα όμως. Παρότι το ένστικτό μου -χώρια οι κριτικές και οι γνώμες των φίλων- με παρακινούσε, η άμυνα παρέμενε σταθερή, δεν ήθελα να διαβάσω ακόμα ένα βιβλίο σχετικά με τον ισπανικό εμφύλιο. Πριν δύο χρόνια έκανα ένα πρώτο βήμα, αγόρασα το βιβλίο και το πρόσθεσα στο ράφι με τα προσεχώς, περισσότερο από φόβο μήπως εξαντληθεί. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά, αλλά ούτε και η τελευταία, που η αναβολή θα με οδηγούσε στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Από καιρό σε καιρό, διατρέχοντας τις ράχες των υποψήφιων επόμενων βιβλίων, φλέρταρα περισσότερο ή λιγότερο έντονα μαζί του. Μια δυο φορές το τράβηξα για να το ξεφυλλίσω πριν το τοποθετήσω τελικά ξανά στη θέση του. Ώσπου μια μέρα, όπως είθισται να συμβαίνει, απλώς ξεκίνησα να το διαβάζω. Και οι προκαταλήψεις κατέρρευσαν με πάταγο, από την πρώτη κιόλας αράδα.
Τα τυφλά ηλιοτρόπια αποτελούνται από τέσσερις αυτόνομες ιστορίες, τέσσερις νουβέλες -ή μεγάλα διηγήματα, αν προτιμάτε- που όμως ένα ελάχιστο, σχεδόν αδιόρατο, νήμα, επιπρόσθετο των κοινών χωροχρονικών συντεταγμένων, τις συνέχει, γεγονός που καθιστά αποδεκτό τον χαρακτηρισμό σπονδυλωτό μυθιστόρημα, έστω και ιδιότυπο. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και τυπικοί, οι τέσσερις αυτές ιστορίες διαδραματίζονται μετά το τέλος του εμφυλίου και την επικράτηση των υποστηρικτών του Φράνκο, ανήκουν, δηλαδή στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, στη μετεμφυλιακή Ισπανία. Οι πόλεμοι, όμως, και δη οι εμφύλιοι, δεν τελειώνουν οριστικά με την επικράτηση του ενός ή του άλλου αντιπάλου, αλλά εξακολουθούν να καθορίζουν για καιρό, για χρόνια ολόκληρα και για αρκετές γενιές, τη ζωή και τη στάση των ανθρώπων. Οι αφορμές και οι συνέπειες δεν βουβαίνουν από τη μια στιγμή στην άλλη, ο σπόρος της έχθρας δεν ξεριζώνεται έτσι εύκολα, ο απόηχος δεν κοπάζει μονομιάς.
Ο Αλμπέρτο Μέντεθ αφηγείται τέσσερις ήττες. Η ήττα βρίσκεται στον πυρήνα του βιβλίου αυτού και παρότι εκ του μακρόθεν μοιάζει απλή η διάκριση ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους, πλησιάζοντας το βλέμμα διαπιστώνει κανείς πως μια τέτοια απόλυτη διάκριση δεν είναι απλή υπόθεση, το αίσθημα της απώλειας δεν αναγνωρίζει νικητές και ηττημένους. Στην πρώτη ήττα, ο λοχαγός Αλεγκρία, λίγο πριν η Μαδρίτη πέσει στα χέρια των Φρανκιστών, επιλέγει να εγκαταλείψει τους νικητές και να παραδοθεί στον εχθρό, κραυγάζοντας ξανά και ξανά: «Είμαι ένας παραδομένος». Όταν οι πρώην σύντροφοί του τον βρίσκουν στα κρατητήρια των Δημοκρατικών τον οδηγούν σε δίκη για εσχάτη προδοσία. Στη δεύτερη ήττα, Το χειρόγραφο που βρέθηκε στη λησμονιά είναι το ημερολόγιο ενός άντρα που εγκλωβίστηκε με την οικογένειά του σ' έναν ορεινό τόπο, μια αποτυχημένη απόπειρα διαφυγής από τη χώρα. Στην τρίτη ήττα, ένας αιχμάλωτος Δημοκρατικός λαμβάνει προσωρινή αναστολή της εκτέλεσης της θανατικής καταδίκης του, αφηγούμενος στον δικαστή και στη σύζυγό του ιστορίες από τον νεκρό τους γιο. Στην τέταρτη ήττα, ένας κληρικός εξομολογείται στον πατέρα του την προσωπική του συντριβή, ελπίζοντας σε συγχώρεση πρώτα από εκείνον και ακολούθως από τον Θεό.
Ο Μέντεθ με ένα ύφος αρκετά προσωπικό, πετυχαίνει να φτιάξει λογοτεχνία του υψηλότερου επιπέδου, παρότι κινείται σε μέρη αναγνωστικά γνώριμα. Είπαμε όμως, δεν έχει τόση σημασία τι λες αλλά πώς το λες. Σε κάθε ιστορία επιλέγει ένα διαφορετικό αφηγηματικό όχημα. Στην πρώτη και την τρίτη ήττα είναι ο παντογνώστης αφηγητής εκείνος που εξιστορεί την ιστορία του λοχαγού και του καταδικασμένου σε θάνατο. Στη δεύτερη, ο αφηγητής ανακαλύπτει το ημερολόγιο ενός άντρα. Στην τέταρτη ήττα, ο Μέντεθ πειραματίζεται αρκετά, συνδυάζοντας τρεις παράλληλες αφηγήσεις. Στυλιστικά αρτιότερη είναι η πρώτη ιστορία, στην οποία διαφαίνεται η αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα, χωρίς αυτό να συνιστά μομφή αδυναμίας για τις άλλες τρεις. Η δεύτερη ιστορία μου θύμισε έντονα το υπέροχο βιβλίο, Η κίτρινη βροχή, του Χούλιο Γιαμαθάρες, τον μονόλογο του τελευταίου κατοίκου ενός έρημου πια χωριού. Ό,τι και να διαβάσω σχετικά με τον ισπανικό εμφύλιο και τα χρόνια που ακολούθησαν, έχω διαρκώς τον Χαβιέρ Θέρκας στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ο τρόπος του να εμπλέκει το προσωπικό στην ιστορία που αφηγείται, αυτό το μεταλογοτεχνικό υβρίδιο που ολοένα και εξελίσσει.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Μέντεθ διαπραγματεύεται και αφηγείται τον ανθρώπινο πόνο διαθέτει μια παραλυτική αυθεντικότητα που ακινητοποιεί τον αναγνώστη και τον κάνει μέτοχο χωρίς να τον εκβιάζει συναισθηματικά. Υπάρχουν πάμπολλες αληθινές ιστορίες από την εποχή εκείνη, ντοκουμέντα και μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν τη φρίκη του πολέμου, που υπέφεραν στα χέρια του εχθρού, που βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Οι ιστορίες του Μέντεθ ίσως και να βασίζονται σε κάποιες πραγματικές. Δεν έχει σημασία αυτό. Ο Μέντεθ παράγει λογοτεχνία, παρότι το υλικό της μυθοπλασίας του ούτε κατ' ελάχιστο δεν μπορεί να ανταγωνιστεί σε φρίκη και πόνο την ίδια την πραγματικότητα, κάτι που του στερεί εκ προοιμίου ένα από τα βασικά ατού της συγγραφής, εκείνο της κατασκευής του κόσμου και των χαρακτήρων. Ο Μέντεθ παράγει λογοτεχνία εντός ενός δεδομένου πλαισίου. Ξέρει καλά πως για να ξεφύγει από το ντοκουμέντο, που όσα και αν έχει να προσφέρει στη συγκρότηση της ιστορικής μνήμης, υπολείπεται σε λογοτεχνική αξία, οφείλει να επενδύσει στη γλώσσα και τη φόρμα. Ταυτόχρονα, όμως, ξέρει πως ούτε να απομακρυνθεί από τον πυρήνα της ιστορίας μπορεί, ούτε να την παραφορτώσει με άχρηστα και περιττά στολίδια. Θέλω να πω, με λίγα λόγια, πως η γλώσσα, το ύφος, η φόρμα, η αφήγηση ή όποια άλλη λογοτεχνική αρετή δεν αρκούν από μόνα τους για να κάνουν σπουδαίο το βιβλίο αυτό. Εκείνο που κάνει Τα τυφλά ηλιοτρόπια ένα σπουδαίο, ένα συγκλονιστικό βιβλίο είναι η αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στη μορφή και το ιστορικά δεδομένο και γνωστό περιεχόμενο, η επίτευξη αυτής της αξιοθαύμαστης ισορροπίας.
Ο Μέντεθ ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων του ενός βιβλίου. Ολοκλήρωσε Τα τυφλά ηλιοτρόπια λίγο πριν τον θάνατό του, το 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου