Ο Σεραφίν ήταν ο πρώτος που με υποδέχτηκε στον οικισμό Πλαγίτας. Στις χερούκλες του ένα μπουκάλι ανθρακούχο Ποστομπόν με γλυκιά γεύση, ήταν ό,τι έπρεπε για την ανακούφιση των χειλιών μου που είχαν ξεραθεί απ' το αλάτι τόσες ώρες στ' ανοιχτά με τη μηχανοκίνητη βάρκα, την οποία ο θείος Αρσέσιο μανούβραρε επιδέξια ανάμεσα στους κυματοθραύστες. Η θεία Ελόδια δεν ήταν στον οικισμό. Είχε πάει, ανεβαίνοντας τον ποταμό Τίμπα, να ράψει το στήθος μιας γυναίκας που της το είχαν σκίσει με τη ματσέτα σ' έναν καβγά. Ο Αρσέσιο, αφού με βοήθησε να κατέβω από τη βάρκα, ξανάφυγε τρέχοντας μ' αυτή και με τον Μαροκίν για να δει τι συνέβαινε, αλλά όχι χωρίς να ζητήσει πριν από τον Σεραφίν να του φέρει ένα μπουκάλι αψέντι.
Σχεδόν ήξερα από εκείνη τη στιγμή πως ο Σεραφίν θα γινόταν ο φίλος μου στην Καχάμπρε. Περιοχή με ζούγκλες, θάλασσες, ποτάμια, παραπόταμους, νησιά, οικισμούς, μαγκρόβια δάση, ξυλουργεία, όλα συνδεδεμένα με τον ποταμό που φέρει το ίδιο όνομα: Καχάμπρε. Με τους κατοίκους της, μαύρους στην πλειονότητά τους, και κάτι λίγους λευκούς αποίκους. Πάισα ήταν οι νεοφερμένοι· κουλιμότσο όσοι βρίσκονταν εκεί από τους χρόνους της αποικιοκρατίας.
Δεκαετία του '60. Ο νεαρός αφηγητής, επίδοξος συγγραφέας, δεν σχεδιάζει να μείνει για πολύ καιρό σ' εκείνα τα άγνωστα και εξωτικά, ακόμα και για τους Κολομβιανούς, μέρη· περιμένει ένα πλοίο, που θα σαλπάρει από τη Μπουεναβεντούρα, για να κάνει τον γύρο του κόσμου. Με την άφιξή του, μια νεαρή μαύρη οστρακοσυλλέκτρια, η Ρουπέρτα, δολοφονείται. Δολοφόνος της φέρεται να είναι ο Ελβετός Οράσιο Φλέμινγκ, ιδιοκτήτης, όπως και οι θείοι του αφηγητή, ενός ξυλουργείου. Η εκδοχή του ατυχήματος μοιάζει να υπερισχύει, παρά τις δεκάδες διαφορετικές εκδοχές που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, αφού Η μια ιστορία σκαρφαλώνει πάνω στην άλλη και πέφτουν πάνω σου βροχηδόν, αυτός είναι ο τρόπος που κατασκευάζονται οι αλήθειες μέσα στην πυκνή βλάστηση της Καχάμπρε. Άλλωστε, ένας λευκός δύσκολα μπορεί να τιμωρηθεί για τον θάνατο μιας μαύρης σ' εκείνη την απομονωμένη περιοχή. Η παρουσία και η ισχύς των αρχών είναι μηδαμινή, οι άνθρωποι λύνουν μόνοι τους τα προβλήματα που παρουσιάζονται στην καθημερινότητά τους, ακολουθώντας μια υφιστάμενη ιεραρχία. Ο Οράσιο, θείος του αφηγητή, είναι άτυπα ο τοπικός άρχοντας λόγω της επιρροής και της δύναμης που διαθέτει, ένας πλούσιος λευκός που δίνει δουλειά, αλλά ταυτόχρονα έχει καταφέρει να κερδίσει και τον σεβασμό της τοπικής κοινωνίας. Γυρεύει να ρίξει φως στη δολοφονία αυτή. Δεν θέλει αναταραχές. Σύμφωνα με τα έθιμα ταφής, το σώμα της νεκρής θα παραμείνει για εννέα μέρες εκτεθειμένο ώστε να του αποδοθούν τιμές. Αν ο πραγματικός ένοχος δεν βρεθεί μέχρι την ταφή, τότε η ψυχή της Ρουπέρτα θα μείνει σκιά που θα τριγυρνά στα δάση της περιοχής.
Κι όμως, παρά την κεντρική πλοκή της ιστορίας, το Καχάμπρε θα ασφυκτιούσε στα στενά όρια της τυπικής αστυνομικής λογοτεχνίας, εδώ, η αναζήτηση του δολοφόνου αποτελεί το όχημα περιδιάβασης σ' ένα μέρος μαγικό μα και σκληρό. Ο Ρομέρο παραδίδει ένα εξωτικό μυθιστόρημα, ανθρωπολογικού και κοινωνικοπολιτικού ενδιαφέροντος, που πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, τη θέση της γυναίκας, την έννοια της δικαιοσύνης, το ζήτημα της ιδιοκτησίας και την αντιμετώπιση του περιβάλλοντος σ' εκείνη την απομακρυσμένη και δυσπρόσιτη περιοχή. Πάνω απ' όλα όμως είναι μια καλογραμμένη ιστορία. Η επιλογή ενός νεαρού αφηγητή, που μόλις έφτασε και δεν έχει καμία σχέση με εκείνα τα μέρη είναι κομβικής σημασίας για το μυθιστόρημα, καθώς ο συγγραφέας με τον τρόπο αυτό πετυχαίνει την καθαρή ματιά του παρατηρητή, που δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο, ελαχιστοποιώντας έτσι την προκατάληψη απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Όλα για εκείνον είναι καινούργια, σχεδόν μυθιστορηματικά, διψάει να μάθει και να ακούσει ιστορίες. Βέβαια, η ματιά ποτέ δεν είναι εντελώς καθαρή, αλλά έχει να κάνει με όσα είναι και φέρει ο παρατηρητής. Έτσι και εδώ, ο αφηγητής είναι ένας λευκός νεαρός άντρας και επιπλέον συγγενής με τους τοπικούς άρχοντες, δεν είναι ένα άγραφο φύλλο χαρτί. Ωστόσο ο Ρομέρο το εκμεταλλεύεται αυτό αφηγηματικά.
Μένοντας στον αφηγητή, καταλυτική είναι η άφιξη της νεαρής Μαρ (θάλασσα), καλεσμένης της θείας του. Οι δυο τους δημιουργούν τη νεαρή εκδοχή των θείων του αφηγητή, μια εκδοχή πιο ρομαντική και πιο ανοιχτή. Τον Ρομέρο τον απασχολεί η συνύπαρξη λευκών και μαύρων, η συνύπαρξή τους υπό ταυτότητα κολομβιανή, το ετερόκλητο αυτό πολιτιστικό μείγμα και η δυναμική που αναπτύσσεται και συντηρείται. Φαίνεται αυτό από τον -σχετικά ύπουλο- τρόπο με τον οποίο κατασκευάζει του λευκούς ήρωες της ιστορίας του, στην πλευρά των οποίων και ο ίδιος ανήκει, άλλωστε ο αφηγητής σε πολλά θυμίζει τον ίδιο τον συγγραφέα, τον τρόπο με τον οποίο τους διαχωρίζει σε καλούς και κακούς, ώστε να ξεχωρίσουν οι θείοι του αφηγητή ως προνομιούχοι που όμως κάνουν φειδωλή χρήση των προνομίων τους, αλλά και από την ίδια την αφήγηση, την ποιητικότητα με την οποία περιγράφει την καθημερινότητα στα μέρη εκείνα, ποιητικότητα που ανήκει σε κάποιον περαστικό από την περιοχή, όχι απαραίτητα αδιάφορο, αλλά σίγουρα αμέτοχο, που όμως κάπου στο βάθος νιώθει μια κάποια ενοχή, ίσως κάπως απροσδιόριστη. Το Καχάμπρε, απαλλαγμένο από την αφηγηματική πανδαισία που το χαρακτηρίζει, είναι ένα πολύ σκληρό μυθιστόρημα. Ο Ρομέρο, κατά τη γνώμη μου έξυπνα, επιλέγει αυτή την αφηγηματική αντίστιξη, αυτή την παραμυθένια εκδοχή της πραγματικότητας, που εν πολλοίς χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της μεταποικιακής λογοτεχνίας, που λειτουργεί ως κολυμπήθρα, υπονομεύοντάς την με τρόπο διακριτικό.
Με προεξέχουσα τη δολοφονημένη, οι γυναικείοι χαρακτήρες του Ρομέρο είναι σύνθετοι και καλοφτιαγμένοι, με καθοριστική παρουσία στην πλοκή. Η θέση της γυναίκας, για την ακρίβεια η θέση της γυναίκας που διεκδικεί σε επίπεδο ερωτικό, οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό, που αμφισβητεί την υφιστάμενη δομή και απαιτεί την αυτοδιάθεσή της, αποτελεί βασικό άξονα στο Καχάμπρε. Απέναντι στη νεκρή δεν στέκει μόνο ο δολοφόνος της, αλλά και η οικογένειά της, ο άντρας της, οι επίδοξοι μνηστήρες, τα αφεντικά. Οι σχέσεις εξουσίας διαμορφώνουν εν πολλοίς την καθημερινότητα, στο Καχάμπρε στην προκειμένη περίπτωση, από τα πιο απλά ως τα πιο σύνθετα. Φύλο, φυλή και χρήμα. Η συντήρηση και αναπαραγωγή του μοντέλου αποτελεί κύριο μέλημα των αποίκων, η αύξηση του κέρδους και η εδραίωση της κυριαρχίας, η κατάπνιξη οποιασδήποτε απόπειρας για αντίδραση. Τον συγγραφέα τον απασχολεί και η αντιμετώπιση του περιβάλλοντος, από το κυνήγι του χρυσού, που άφησε πίσω του ανεπανόρθωτα πληγωμένες εκτάσεις γης, στη μαζική υλοτομία, με τα γνωστά ως σήμερα αποτελέσματα. Ο Ρομέρο όλα αυτά τα ενσωματώνει θαυμάσια στην πλοκή της ιστορίας του χωρίς να την παραφορτώνει και χωρίς να την εκτρέπει από την αναζήτηση του δολοφόνου που θα επιτρέψει στη νεκρή να ησυχάσει.
Το Καχάμπρε, με τη σκιά του Μάρκες, όπως σε κάθε έργο της κολομβιανής λογοτεχνίας, να πέφτει βαριά, συγγενεύει με τη μυθιστορία του σπουδαίου Αλβάρο Μούτις και είναι ένα άκρως γοητευτικό μυθιστόρημα, γεμάτο εξωτισμό, μυρωδιές και χρώματα της ζούγκλας και του ποταμού, σαφώς κοινωνικοπολιτικό, που θίγει εντός της πλοκής διάφορα ζητήματα, διαρκώς επίκαιρα. Η μετάφραση της Αγαθής Δημητρούκα ανταποκρίνεται και με το παραπάνω στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του κειμένου. Ο Αρμάντο Ρομέρο μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, παρά τους έντονους δεσμούς που ο ίδιος διατηρεί με τη χώρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου