Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

Το τελευταίο ποστάλι - Φαίδων Ταμβακάκης

Ο λόγος που αποφάσισα να δημοσιεύσω το κείμενο που ακολουθεί είναι γιατί πλέον δεν μοιάζει καθόλου πιθανό να εκδοθεί το Χρονικό της Marenco. Η ομάδα που εργάστηκε με σκοπό να καταγράψει την ιστορία της σημαντικότερης βιομηχανίας της χώρας έχει διασκορπιστεί, το ίδιο και το αρχειακό υλικό, ούτε φαίνεται να ενδιαφέρεται κανείς για την ολοκλήρωσή του.

Πριν ό,τι άλλο, ο συγγραφέας συστήνει στον αναγνώστη την αφηγήτρια της ιστορίας του, αποποιούμενος οποιαδήποτε δική του συμμετοχή, αποτραβιέται στα παρασκήνια. Είναι η Λ.Μ., που δούλεψε για χρόνια στη Marenco, την άλλοτε κραταιά τσιμεντοβιομηχανία, που ανήκε στην οικογένεια Μάρκελλου, μέχρι και το 2016 όταν ο Αντώνης Μάρκελλος, γνωστός ως «Ναύαρχος», εξαιτίας της αγάπης του για τη θάλασσα και τους αγώνες σκαφών, παραιτήθηκε μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της διοίκησης. Τα χρόνια της επαγγελματικής τους συνεργασίας δεν στάθηκαν ικανά ώστε η αφηγήτρια να τον γνωρίσει πραγματικά, ως άνθρωπο. Αυτό συνέβη στο ταξίδι τους προς την Αγία Ελένη, νήσο γνωστή στους περισσότερους ως τόπος εξορίας του Ναπολέοντα, και σε κάποιους λιγότερους ως τόπος κατοικίας της χελώνας Τζόναθαν, του γηραιότερου ζώου στον κόσμο. Στις αρχές του 2017, στο νησί ετοιμαζόταν να λειτουργήσει το νεόκτιστο αεροδρόμιο, γεγονός που θα σήμαινε τη διακοπή της ακτοπλοϊκής σύνδεσης με το Κέιπ Τάουν. Αυτή η είδηση δημιούργησε στον «Ναύαρχο» την επιθυμία να είναι παρών στο τελευταίο ποστάλι του πλοίου που για χρόνια εξυπηρετούσε τη γραμμή, ζητώντας από την Λ.Μ. να τον συνοδεύσει στο εξαήμερο αυτό ταξίδι. Στον πρόλογο του κειμένου, η αφηγήτρια εξηγεί τους λόγους που την οδήγησαν στη δημοσίευσή του και ζητά εκ των προτέρων συγνώμη για τα σημεία εκείνα που αμέλησε ή δεν στάθηκε απόλυτα πιστή.

Με Το τελευταίο ποστάλι ο Ταμβακάκης επιστρέφει στην αγαπημένη του θάλασσα, μετά από ένα διάλειμμα επιστημονικής φαντασίας, με τη διπλής εισόδου νουβέλα Η έβδομη ιστορία / Το μυστικό της Σεσάτ, ένα γοητευτικό λογοτεχνικό παιχνίδισμα, με ήρωα ένα βιβλίο. Επιστρέφει για να αφηγηθεί μια ιστορία εκατό χρόνων, με σημείο αναφοράς τη Marenco και ξεναγό τον Αντώνη Μάρκελλο, ένα εγχείρημα αρκετά φιλόδοξο, σε μια από τις κορυφές της πλούσιας βιβλιογραφίας του συγγραφέα. Για να πλεύσει το πλοίο πρέπει πρώτα να κατασκευαστεί, ακόμα πιο πριν, να σχεδιαστεί. Ο Ταμβακάκης, έμπειρος στις θάλασσες, το γνωρίζει αυτό καλά· διαλέγει με προσοχή τα υλικά του, προσέχει τις λεπτομέρειες, σκέφτεται καλά την κάθε απόφαση, μην αφήνοντας τίποτα στην τύχη. Επιλέγει τις σταθερές συντεταγμένες πλεύσης εντός του αιώνα, το κάδρο μέσα στο οποίο θα τοποθετήσει τις δικές του μικροϊστορίες, τις διαδρομές που ακολούθησε ο Μάρκελλος αλλά και η Marenco. Αυτό το είδος της μυθοπλασίας, που τόσο φλερτάρει με την ιστορική πραγματικότητα, το ντοκουμέντο, την αληθοφάνεια, τα μεγάλα και γνωστά γεγονότα, πότε ως παραβολή και πότε ως αναλογία, για να λειτουργήσει πρέπει να κουμπώσει τόσο ανάλαφρα ώστε οι ραφές να μην είναι ορατές, να μην προεξέχουν και διαταράσσουν την πλεύση. Η ιστορία προσιδιάζει σε ταξίδι με πλοίο. Ήρεμες θάλασσες αλλά και ταραγμένες, στιγμές έντασης και αδράνειας, νέα λιμάνια και μικρές βραχονησίδες, ανεμελιά και ναυάγια, το πρώτο ποστάλι και το τελευταίο, οι επιβάτες και το πλήρωμα, οι χάρτες και τα όργανα που τη στιγμή της τρικυμίας δίνουν τη θέση τους στο ένστικτο.

Ο συγγραφέας προειδοποιεί τον αναγνώστη έγκαιρα: το βιβλίο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Αν ο αφηγητής χρησιμοποιούσε πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις δεν θα γινόταν πιστευτός. Τούτου δοθέντος, η όποια μυθοπλαστική αθωότητα μένει στην άκρη. Τα ευρήματα επιτρέπουν στο μυθιστόρημα να λειτουργήσει σε διάφορα επίπεδα, ανοιχτό σε ερμηνείες και αναλογίες. Η απόφαση, για παράδειγμα, η Marenco να 'ναι τσιμεντοβιομηχανία, ένα σύμβολο ανάπτυξης που για να ευδοκιμήσει έχει ανάγκη την καταστροφή και τη στενή σχέση με την εκάστοτε ηγεσία, χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες, όχι μόνο δεν μπορεί να είναι τυχαία, αλλά αποτελεί μια κομβικής σημασίας συγγραφική επιλογή, και προφανώς δεν είναι η μόνη. Η αφηγηματική άνεση του Ταμβακάκη γοητεύει και καθηλώνει τον αναγνώστη, όμως είπαμε, είχαν προηγηθεί οι απαραίτητες τεχνικές κατασκευές ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητοι χώροι. Το καθοριστικό αφηγηματικό εύρημα για τη συνοχή των επιμέρους ιστοριών αλλά και για τη χρονική προώθηση της κυρίως ιστορίας είναι η χρήση των συνεπιβατών για την ανάσυρση προσώπων από το παρελθόν τού Μάρκελλου, πρόσωπα που πυροδοτούν τη μνήμη και έτσι δικαιολογούν και καθιστούν λειτουργικό τον ιδιότυπο αυτό απολογισμό, λειτουργώντας ταυτόχρονα και ως πύλες χρονικού περάσματος από το παρόν στο παρελθόν, καθώς το πλοίο πλησιάζει στον τελικό του προορισμό. Στη συνοχή της αφήγησης συνεισφέρει και η θαυμαστή ανάμειξη της πρωτόπροσωπης αφήγησης του «Ναύαρχου» με τις διακριτικές μα απαραίτητες παρεμβάσεις της αφηγήτριας.

Ο Αντώνης Μάρκελλος είναι ένας ιδιαιτέρως σύνθετος χαρακτήρας, και γι' αυτό τόσο αληθοφανής, παρότι ανήκει σε έναν μικρόκοσμο, σε μια ολιγάριθμη κοινωνική ελίτ, χαρακτήρας που εγείρει πλήθος αντικρουόμενων συναισθημάτων, χωρίς όμως να επιζητά κανένα, μήτε τον θαυμασμό, μήτε την κατανόηση, και πόσο μάλλον τη λύπηση, που διαθέτει τον αυτοσαρκασμό και την οξυδέρκεια της παρατήρησης του εαυτού, ο κατάλληλος ξεναγός στη νεοελληνική (και όχι μόνο) ιστορία, που δεν κρύβει τον υποκειμενικό χαρακτήρα με τον οποίο ανασύρει τα κομμάτια από τον βυθό της μνήμης, αποφεύγοντας να εισέλθει σε επικίνδυνες ατραπούς προσωπικής μετάνοιας και υποθέσεων, εκκινώντας από το πλέον βασικό γεγονός, πως δηλαδή σπατάλησε τη ζωή του σε κάτι άλλο από εκείνο που θα ήθελε, με τη διαφορά πως εκείνος δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ το βαρυφορτωμένο ρήμα σπαταλώ. 

Η ιστορία του βιομήχανου Ευσχημονίδη, ενός δευτερεύοντος προσώπου της αφήγησης, που την ώρα που έπαιζε τένις ειδοποιήθηκε πως η περιουσία του χάθηκε, και εκείνος ζήτησε από τον οδηγό του να τον αφήσει στο αεροδρόμιο της Πόλης, ντυμένο στα λευκά και με μια ξύλινη ρακέτα Dunlop ανά χείρας, απ' όπου πήρε το αεροπλάνο για την Αθήνα όπου είχε κάποιους συγγενείς στο Φάληρο, είναι μια από τις καλύτερες (μικρο-)ιστορίες που έχω διαβάσει ποτέ, χαρακτηριστική επίσης της γλυκόπικρης γεύσης της γραφής του Ταμβακάκη, του κωμικοτραγικού χαρακτήρα της ιστορίας, της κάθε ιστορίας.   

Το τελευταίο ποστάλι διαθέτει μια γοητευτική κοσμοπολίτικη αφήγηση που φέρνει στον νου τον κόσμο του Τσίρκα, ενώ συνομιλεί με δυο πρόσφατες κυκλοφορίες, τις Μικρές Αυτοκρατορίες, τη νουβέλα του Χρήστου Αστερίου, εκεί όπου η ίδια χρονική περίοδος διατρέχεται μέσα από την έρευνα αρχείου σχετικά με την καπνοβιομηχανία Murratti, αλλά και το εξαίσιο μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου, Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ, με την ιστορία του Φώντα, παρότι σε φαινομενικά ταξικό αντίποδα, να έρχεται επίσης από τη θάλασσα. Ο Ταμβακάκης είναι μια από τις σταθερές της καλής ελληνικής λογοτεχνίας και με Το τελευταίο ποστάλι επιστρέφει δυναμικά στη μεγάλη φόρμα, θέτοντας υποψηφιότητα για το μυθιστόρημα της χρονιάς (μου). Αναγνωστική απόλαυση.

υγ. Περισσότερα βρίσκετε για την Υστάτη εδώ, για τους Ναυαγούς της Πασιφάης εδώ, για Τα άδεια ξενοδοχεία εδώ, για την Αναπαλαίωση εδώ, για την Έβδομη ιστορία εδώ.

υγ2. Για τη νουβέλα του Αστερίου Μικρές Αυτοκρατορίες εδώ, και για το Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ του Μαραγκόπουλου εδώ.

 

Εκδόσεις το Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου