Ο Βλαντίμιρ Σεργκέγιεβιτς Κατούτσκοφ γεννήθηκε μια μουντή μέρα του Μαρτίου του 1930 στη Μόσχα. Η μητέρα του επέμενε να τον ονομάσουν Βλαντίμιρ ‒ προς τιμήν του Μαγιακόφσκι. Έναν μήνα μετά, ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε. Και δημοσιεύτηκε η πράξη γεννήσεως των γκουλάγκ.
Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Γκολτσένκο είχε γεννηθεί τον Απρίλιο του 1931, σε μια εποχή όπου είχε ήδη αρχίσει να δείχνει τα δόντια του αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν «Γκολοντομόρ». Ερχόταν από τη μακρινή, από την πανάρχαια Ουκρανία, αγροτική κοιτίδα της Ρωσίας.
Ο Κατούτσκοφ και ο Γκολτσένκο θα γνωριστούν τυχαία ένα βράδυ στη Μόσχα, ένα χρόνο περίπου μετά τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν. Μια φιλία αναπτύσσεται μεταξύ τους, μια σχέση ιδιαίτερη, ανεξάρτητα από την εποχή μέσα στην οποία γεννήθηκε. Ο Κατούτσκοφ, παρά την απαξίωση στο βλέμμα της μητέρας του, δουλεύει ως λογοκριτής στην Γκλαβλίτ, την υπηρεσία που αποφασίζει τι και με τι όρους θα κυκλοφορήσει. Η πίστη με την οποία πρωτοδιάβηκε τη βαριά πόρτα της εισόδου της υπηρεσίας, πως θα μπορούσε δηλαδή να συνεισφέρει από το δικό του μετερίζι στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, εμποδίζοντας σπουδαία βιβλία, όπως η Νέα φρουρά, να χαθούν μες στον σωρό από τις ανοησίες που καθημερινά γράφονται, ολοένα και φθίνει, και ίσως η φθορά αυτή να ξεκίνησε όταν ένιωσε πως ο ίδιος προτιμούσε την εκδοχή της Νέας φρουράς του 1945 από την αναθεωρημένη, με εντολή του Στάλιν, έκδοση του 1951. Ο Γκολτσένκο συνειδητοποίησε αρκετά νωρίς, εξαιτίας της θείας του και της αγάπης της για τον κινηματογράφο, πως αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του, να ζήσει από αυτό. Εκμεταλλεύεται μια υποτροφία για να σπουδάσει στη Μόσχα, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του, σ' έναν άλλο κόσμο. Δεν είχε φιλοδοξία να γίνει σκηνοθέτης ή διευθυντής φωτογραφίας, ήλπιζε όμως πως θα μπορούσε να είναι παρών στη δημιουργία ταινιών έστω και ως βοηθός οπερατέρ ή τεχνικός πλατό. Το όνομά του όμως δεν υπήρχε στις λίστες, είχε κοπεί. Εκείνο που τελικά κατάφερε ήταν να βρει μια δουλειά ως μηχανικός προβολής στον κινηματογράφο της Γκοσκινό της Κρατικής Επιτροπής Κινηματογράφου.
Ο Γκρεβεγιάκ, στο πρώτο του μυθιστόρημα, επιδεικνύει ένα καλώς εννοούμενο θράσος και μια ισχυρή πίστη στις δυνατότητές του. Με κεντρικούς άξονες τη ζωή των δύο πρωταγωνιστών του, ο γεννημένος το 1981 συγγραφέας παραδίδει μια μεγάλη τοιχογραφία της ζωής στη Μόσχα, από τον θάνατο του Στάλιν έως και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, σ' ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα απολαυστικό και χορταστικό. Υπάρχουν διάφορα στοιχεία ικανά να προκαλέσουν τον αναγνωστικό θαυμασμό. Ένα από αυτά είναι σίγουρα οι γνώσεις του Γκρεβεγιάκ, απόρροια αρκετής έρευνας και μελέτης. Όμως, η παράθεση όλων αυτών των πληροφοριών σχετικά με τη Σοβιετική Ένωση χωρίς τις κατάλληλες συνάψεις με την πλοκή δεν θα πρόσθεταν τίποτα άλλο παρά ένα αχρείαστο βάρος στο τελικό αποτέλεσμα. Εδώ φαίνεται η μαστοριά του συγγραφέα, στον τρόπο με τον οποίο μεταπλάθει και μπλέκει το ιστορικό ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία. Η ζωή των δύο, η καθημερινότητα, τα όνειρα, οι απογοητεύσεις, οι έρωτες, η απειθαρχία, οι παρεξηγήσεις, η μοναξιά, η ρουτίνα, οι φόβοι και οι ελπίδες τους, σε συνδυασμό με τα δεύτερα και τρίτα πρόσωπα της πλοκής και τη δική τους ζωή, αποτελούν τις λεπτομέρειες του μεγάλου κοινωνικοπολιτικού κάδρου της περιόδου που φιλοτεχνεί ο συγγραφέας.
Το επάγγελμα των δύο πρωταγωνιστών προφανώς και δεν είναι τυχαίο. Ο Γκρεβεγιάκ, πάνω και πέρα απ' όλα, εκείνο για το οποίο επιθυμεί να μιλήσει μέσα από τις Κόκκινες ψυχές είναι η λογοκρισία. Αυτό είναι που περισσότερο απ' όλα τον απασχολεί, απόρροια της αγάπης του για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, τα λογοκριμένα βιβλία που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, τη στιγμή που στο εξωτερικό γνώριζαν αποδοχή, αλλά και τις ταινίες που φυγαδεύονταν στη δύση. Το ζήτημα της λογοκρισίας αναπόφευκτα καθιστά τις Κόκκινες ψυχές ένα ιδιαιτέρως πολιτικό βιβλίο. Και ίσως αυτός ο αρκετά μονομερής τρόπος παρουσίασης της ζωής τα χρόνια εκείνα στη Σοβιετική Ένωση να ξενίζει κάπως, προσδίδοντας στο μυθιστόρημα μια στράτευση ιδεολογική που δεν του είναι απαραίτητη κατά τη γνώμη μου, μια υπόνοια καρικατούρας και συναισθηματικής καθοδήγησης, μια διάκριση καλού και κακού που στην πραγματική ζωή σπάνια συμβαίνει. Βέβαια, επειδή μπορεί κανείς να κάνει διάφορες αναγνώσεις, κάποια στιγμή ένιωσα πως ο Γκρεβεγιάκ μιλώντας για την εξουσία της λογοκρισίας, εκείνο που θέλει να αναδείξει είναι η δίψα του κόσμου για γραφή και ανάγνωση, την προθυμία του να ρισκάρει για να διαβάσει τη συνέχεια ενός μυθιστορήματος ή ένα ποίημα που δεν θα έπαιρνε ποτέ την έγκριση της Γκλαβλίτ, την κουλτούρα μιας κοινωνίας για την οποία η τέχνη είχε μια δύναμη που ξεπερνούσε τα όρια της απόλαυσης, μια δύναμη ικανή να ανατρέψει και να ονειρευτεί. Και αναδεικνύοντας αυτό, αναπόφευκτα γίνεται η σύνδεση με άλλες εποχές και άλλους τόπους, για να φτάσει η σύνδεση αυτή μέχρι το σήμερα, και τον ρόλο της λογοτεχνίας, αλλά και της τέχνης εν γένει, το πόσο ‒δεν‒ μετράει πια στην καθημερινότητα των πολιτών, και όλα αυτά αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα της λογοκρισίας και των διαφορετικών μορφών που αυτή μπορεί να λάβει.
Παρότι αρκετοί γνωστοί συγγραφείς παρελαύνουν από τις σελίδες του
μυθιστορήματος, όπως ο Ζαμιάτιν, ο Πάστερνακ, ο Μπουλγκάκοφ, ο Μπρόντσκι
κ.α., είναι ο Ταρκόφσκι, που έχει την ηλικία των δύο πρωταγωνιστών, και
η εν προόδω φιλμογραφία του, που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά του βιβλίου,
έτσι όπως εκτυλίσσονται παράλληλα και η κάθε επόμενη ταινία βρίσκει τους δύο ήρωες σε διαφορετική φάση. Παρουσία έντονη που μου έφερε στον
νου το σπουδαίο Σμιλεύοντας τον χρόνο και τη δίψα του Ταρκόφσκι για δημιουργία. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά και χρηστικότητα, παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο παντογνώστης αφηγητής επεμβαίνει με παιγνιώδη διάθεση στην αφήγηση, για να σχολιάσει ή να συνομιλήσει με τον αναγνώστη, αλλά κυρίως για να προάγει την πλοκή και να καλύψει κάποιες χαλαρές συνδέσεις. Συγγραφική επιλογή με αρκετό ρίσκο, ειδικά σ' ένα πρωτόλειο, που όμως δικαιώνεται απόλυτα. Η αφηγηματική ικανότητα του Γκρεβεγιάκ και η ενσωμάτωση των πραγματολογικών στοιχείων στην πλοκή είναι τέτοιες που ακόμα και τώρα νιώθω πως διάβασα ένα βιβλίο πρωτότυπα γραμμένο στα ρωσικά, όμως σ' αυτό καθοριστική είναι και η συμβολή της μεταφράστριας Στέλας Ζουμπουλάκη.
Οι Κόκκινες ψυχές, το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Γκρεβεγιάκ, που έγινε γνωστός στη χώρα μας με την κυκλοφορία του Αφέντες και δούλοι, είναι μια από τις αποδείξεις πως το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων αργεί ακόμα, παρά τις όποιες περί του αντιθέτου φωνές και αν ακούγονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου