Διάβασα την πρώτη ιστορία ενδεδυμένος τον μανδύα της δυσπιστίας. Είμαι ειλικρινής. Ήταν μια πράξη εκπορευόμενη από τη νοσταλγία για εκείνο το μακρινό πια παρελθόν των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τότε που ανταλλάσσαμε μουσικές, βιβλία και ταινίες. Τότε που δεν στρατολογούμασταν με την πρώτη ευκαιρία με εκείνους απέναντι στους άλλους, αγαπημένοι σύντροφοι λίγες μόλις μάχες πριν, ορκισμένοι εχθροί πια και μέχρι η λήθη να μοιράσει φύλλα πορείας ξανά. Η Ν. πρότεινε αυτό το βιβλίο με περισσό ενθουσιασμό, σπάνιο για εκείνη και σίγουρα αυθεντικά βιωματικό· της άρεσε, το πρότεινε· ιστορία τέλος. Δεν έφερα εξαρχής τον μανδύα της δυσπιστίας. Πρώτα ένιωσα μια σχεδόν παιδική χαρά επιβεβαιώνοντας πως το βιβλίο αυτό ήταν ήδη εδώ. Ύστερα επανασχεδίασα το αναγνωστικό μονοπάτι. Τότε διάβασα το οπισθόφυλλο. Η προσμονή δημιουργήθηκε αλλά έπεσε πάνω στη δυσπιστία. Κενολογίες και υπερβολές, φοβήθηκα, δηθενιά και πόζα. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά άλλωστε.
Αυτές τις μέρες δοκιμάζω να γράψω ένα κείμενο για τις προσδοκίες, ένα κείμενο που θα θέτει ως βασικό ερώτημα το γιατί επέλεξες να διαβάσεις αυτό το βιβλίο, επιχειρώντας ίσως να μεταφέρει λίγη από την ευθύνη αυτή στις καλομαθημένες πλάτες του αναγνώστη. Γιατί αν το ερώτημα απαντηθεί, τότε, ως δια μαγείας θαρρείς, θα εμφανιστεί μια λίστα με προσδοκίες. Γιατί είναι κάπως διαφορετικό να επιλέξεις ένα βιβλίο πιστεύοντας πως θα διαβάσεις το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο και διαφορετικό επειδή πίστεψες το «Αριστούργημα!» στο όμορφο εξώφυλλο. Επέλεξα να διαβάσω τη συλλογή διηγημάτων οι Υπέροχοι νεκροί της Αντριάνας Μίνου επειδή ενθουσίασε τη Ν. Πάνω σε αυτόν τον ενθουσιασμό υψώθηκαν οι προσδοκίες μου, για τις οποίες η ίδια η Ν. ουδεμία ευθύνη φέρει. Διαβάζοντας την πρώτη ιστορία, παρά τη δεδομένη ανοικειότητα που φέρει η γραφή της Μίνου, ένιωσα έλξη και αδημονία για τη συνέχεια, ο μανδύας είχε κιόλας παραπέσει κάπου πίσω στο σκονισμένο πάτωμα. Κάτι ιδιαίτερο συνέβαινε εδώ, έμεναν να φανούν τα όρια του.
Ζω τη ζωή μιας άλλης. Στο Μοτέλ Φήμες, είμαι ντυμένη βασίλισσα ουρανοξύστης, στους ώμους μου πέφτει μια εσάρπα από αστέρια και πάχνη, ενώ με το μικρό μου νυχάκι ξύνω την άκρη του νυχτερινού ουρανού κρυφοκοιτάζοντας· σηκώνω τη μύτη προς τα πάνω ψάχνοντας τη μυρωδιά πλασμάτων που δε θα δω ποτέ. Ανάμεσά τους κι εγώ ‒ που ζω τη ζωή μιας άλλης.
Οι υπέροχοι νεκροί είναι σαν τη σκόνη. Τρυπώνουν παντού. Κι όσο τους ξεσκονίζεις τόσο απλώνονται, ανακατεύονται μεταξύ τους, αλλάζουν σχήματα, καλύπτουν τα πάντα, μπαίνουν στο ρουθούνι σου, αποκεί στο πνευμόνι κι ύστερα στο αίμα, στο δέρμα, ώσπου οι καθρέφτες δείχνουν μόνο το πρόσωπό τους.
Η συλλογή θα μπορούσε να ονομάζεται Μοτέλ Φήμες, η Μίνου όμως προτιμάει να αποδώσει τιμή στους επισκέπτες έναντι του οικήματος. Το πρώτο διήγημα λειτουργεί ως πύλη εισόδου, ως μια ρεσεψιόν. Η συγγραφέας/αφηγήτρια συστήνεται. Θέτει εξ αρχής το πλαίσιο· Ζω τη ζωή μιας άλλης. Για να συνεχίσει παρακάτω:
Στο Μοτέλ Φήμες απόψε είμαι ντυμένη βασίλισσα ουρανοξύστης. Χτες ήμουν βλάσφημος αστρονόμος· μεθαύριο θα είμαι καλλίφωνος καπνοδοκαθαριστής· την περασμένη βδομάδα ήμουν φλύαρος ταξιτζής, αυτοκτονικός συγγραφέας, καλόκαρδη στριπτιτζού· τον άλλο μήνα θα ήμουν θλιμμένη νοικοκυρά, διεφθαρμένος επίσκοπος, αυτιστικό σουπερήρωας. Είναι τόσο ανακουφιστικό να μη χρειάζεται να ζεις τη δική σου ζωή κι απλώς να αφήνεσαι στις επιλογές κάποιου άλλου. Νιώθω τόσο ξέγνοιαστη όταν διανυκτερεύω εδώ, μια ανεύθυνη μαριονέτα στα χέρια κάποιου που επινόησα για να με επινοήσει.
Το νήμα που συνδέει τα διηγήματα του βιβλίου και τα διαρθρώνει σε συλλογή δίνεται στον αναγνώστη εξ αρχής. Τα υλικά, η μεθοδολογία, η γλώσσα, η θεωρία, η αφηγήτρια-συμπρωταγωνίστρια είναι επίσης εδώ. Κάθε διήγημα και ένα δωμάτιο στο Μοτέλ Φήμες με επισκέπτη κάποιον υπέροχο νεκρό. Το υπέροχοι ως επιθετικός προσδιορισμός στο νεκροί και με φόντο τα Τρία κοράκια στην ανατολή του ήλιου στο εξώφυλλο δημιουργεί ένα συσχετισμό αντίρροπων δυνάμεων. Είναι άραγε ειρωνικό, ερχόμενο σε ευθεία σύγκρουση με τη δικαίωση του νεκρού; Ή μήπως είναι σεβαστικό και τα δωμάτια του μοτέλ λειτουργούν ως μη τόποι συνάντησης της αφηγήτριας με τους μεγάλους του παρελθόντος της; Η Μίνου κινείται κατά μήκος μιας λεπτής γραμμής και ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στις αντίθετες αυτές δυνάμεις, πότε αγκαλιάζοντας και πότε αποφεύγοντας τη βλασφημία, το γκροτέσκο, την ειρωνεία, τη λατρεία και το πάθος, πότε χαϊδεύοντας και πότε χαράσσοντας το είδωλο.
Γραφή κόνσεπτ θα σκεφτεί κανείς και ίσως η σκέψη να έχει μια χροιά αρνητική. Σίγουρα πρόκειται για ένα κόνσεπτ, που, ωστόσο, δεν στηρίζεται αδύναμα και μονόμπαντα μόνο στη σύλληψη, αλλά δικαιώνεται και σταθεροποιείται κατά την εκτέλεση. Τα διηγήματα είναι μικρά, ελάχιστα περνούν τις τρεις σελίδες σε έκταση. Με μικροευρήματα άκρως λειτουργικά, η Μίνου πετυχαίνει να αποφύγει τη μανιέρα, να στήσει την κάθε ιστορία με τρόπο αρκετά πρωτότυπο αλλά πάντοτε οργανικό, δουλεύοντας αρκετά στην πύκνωση και την αφαίρεση του περιττού, επιστρατεύοντας τον συμβολισμό, τον υπερρεαλισμό, το ντοκουμέντο, τη διακειμενικότητα και το βίωμα, χωρίς ούτε να υπερφορτώνει αλλά ούτε και να αποστειρώνει το συναίσθημα. Η συγγραφέας ξεπερνά με αρκετή άνεση και το εμπόδιο του κλεισίματος των ιστοριών, αποφεύγοντας τη ‒για μένα‒ παρωχημένη και απομαγευτική επεξηγηματική/ανακεφαλαιωτική κατακλείδα, την κατ' επίφαση ολοκλήρωση της ιστορίας, τη μάστιγα του ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, το δεν ξέρω τι να κάνω αυτή την κατά τα άλλα ωραία ιδέα που είχα.
Η έμπνευση ωστόσο δεν αρκεί ποτέ. Κάθε ιστορία στηρίζεται πάνω σε αρκετή γνώση και έρευνα, αφού η Μίνου χρησιμοποιεί τις πραγματολογικές λεπτομέρειες από τη ζωή των διάσημων νεκρών ως ευρήματα περιστροφής των ιστοριών. Και αυτή η επιμονή στην ελάχιστη πολλές φορές λεπτομέρεια από τη ζωή κάποιου διάσημου, στο όριο του μύθου και ίσως εξ αυτού υπέροχου, εμπεριέχει κάτι το συγκινητικό. Οι σημειώσεις, που βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου, δεν σηματοδοτούνται εντός των διηγημάτων, επιτρέποντας στο παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία να λειτουργήσει περίφημα παραπλανητικά. Στη λίστα επισκεπτών ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει λαμπερές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Μπραμς και η Βιρτζίνια Γουλφ, αλλά και της πολιτικής, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας και η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα της Βαυαρίας, για να σταχυολογήσω ενδεικτικά κάποια λίγα μόνο.
Η Μίνου πείθει πως υλοποιεί όσα εξαρχής έθεσε ως στόχους συγγραφής και παραδίδει μια ολοκληρωμένη συλλογή διηγημάτων, πράγμα ιδιαίτερα σπάνιο στην κατά τα άλλα πλούσια σε παραγωγή εγχώρια λογοτεχνία της μικρής φόρμας. Τα διηγήματα εδώ λειτουργούν ως σύνολο ενιαίο, μέρος μιας δεδομένης πρόθεσης και εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου, και όχι ατάκτως ερριμμένα και από σύμπτωση γειτονεύοντα σαν παιδιά σε τάξη και ενοίκους σε πολυκατοικία. Η έκδοση είναι ένα μικρό κόσμημα, που υπερπηδά με άνεση τον υψηλό ποιοτικό πήχη που οι εκδόσεις Στιγμός έχουν θέσει από την πρώτη στιγμή της σύντομης ιστορίας τους. Οι Υπέροχοι νεκροί αξίζουν της προσοχής σας κι εγώ οφείλω ένα ευχαριστώ στη Ν.
Εκδόσεις Στιγμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου