Να 'χες ένα όνομα να το 'δινες στην κλίματα της μνήμης και όλη η ανθρωπότητα / τα ενοικιαζόμενα, το ΑΤΜ, το σχολείο άδειο το προαύλιο στα δεξιά / παγκοσμίως, Κινέζοι λευκοί Αιθίοπες, να μετρούσαν το βάρος, τον βρασμό, το θυμό της μνήμης στην κλίμακα που θα 'χε το όνομά σου, εφευρέτης και νονός μαζί εσύ. Αλέν Ντελόν, Μάρλον Μπράντο, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Ναι, ενενήντα εννέα βαθμοί στην κλίμακα Μπόγκαρτ πάει να πει η πιο δυνατή ανάμνηση / ‒Θα καείς / δύο βαθμοί, η πιο αδύναμη, ίσως ούτε καν δική σου / Λείπουν το ένα και το εκατό / κανείς δεν αντέχει αυτούς τους δύο ακραίους, απόλυτους αριθμούς, η μνήμη μετριέται στο ενδιάμεσο, γι' αυτό και η κόρη σου / Όχι τώρα
Ένα κοτσύφι, παράξενο πώς, τέτοια εποχή του χρόνου, ξάφνου εμφανίζεται να πετά, θαμπώνεται από την καύτρα του τσιγάρου του ανώνυμου μέχρι τέλους άντρα, παίρνει φόρα και βουτά, το κεφαλάκι του συντρίβεται πάνω στο χοντρό γυαλί της τζαμαρίας του καφενείου, πίσω από την οποία προστατεύονται, ανάμεσα σε άλλα και από το κρύο, οι άρρενες θαμώνες του καφενείου ενός μικρού, επίσης ανώνυμου, παραθαλάσσιου χωριού. Γλιστράει ο άντρας το γυαλί στον διάδρομο, στέκει πάνω από το πουλί που σπαρταρά αιμόφυρτο, σκύβει και το μαζεύει με την εφημερίδα για φαράσι, η μνήμη πυροδοτείται, αρχίζει να σιγοβράζει, αφήνει πίσω του το καφενείο, ο παγωμένος αέρας τον χτυπά στο πρόσωπο, δεν είναι όμως ικανός να ψύξει τις πρώτες φουσκάλες που κιόλας εμφανίζονται στην επιφάνεια, συνεχίζει να περπατά.
Η Φακίνου, πέντε χρόνια μετά την Ανατομία κόρης, επανεμφανίζεται με την Κλίμακα Μπόγκαρτ, που θα μπορούσε να ιδωθεί και ως ένας αντίποδας της Ανάκρισης του Ηλία Μαγκλίνη. Εδώ, η συγγραφέας αναμετράται με την ατομική ευθύνη, με τη συνείδηση και την ηθική, τις δικαιολογίες στα δικαστήρια και τις δικαιολογίες μπροστά στον καθρέφτη, τις ενοχές και τη συγχώρεση, τη γραμμή, συχνά αδιόρατη, που διακρίνει το θύμα από τον θύτη. Η Επταετία και τα μυστικά της, η επόμενη μέρα που τα καταχώνιασε άρον άρον, πάει πέρασαν αυτά, είναι παλιά πια, τι τα γυρεύεις. Η συλλογική λήθη, το αφήγημα ενός ολόκληρου λαού που αντιστεκόταν νυχθημερόν, η μυθολογία ως διευκόλυνση νυχτερινής κατάκλισης. Οι πληγές έμειναν ανοιχτές, οι κραυγές ακόμα ακούγονται στα στενά γύρω από τη Μπουμπουλίνας.
Τέσσερα βιβλία, σε 15 χρόνια, ένα κάθε πέντε, ακολουθώντας ένα μοτίβο, θαρρείς. Η γραφή της Φακίνου, αρκούντως προσωπική και αναγνωρίσιμη, διαθέτει ως κύριο γνώρισμα την υπομονή. Ουσιαστικό παράξενο να περιγράψει κάποιος μια γραφή και όμως αδυνατώ να σκεφτώ άλλο πιο κατάλληλο. Στα γραπτά της, ανάμεσα στις λέξεις, φωλιάζει ο χρόνος της συγγραφής, κουλουριάζεται η αποκοπή από τον γύρω κόσμο, διακρίνεται ο ήχος των πλήκτρων. Η συγγραφέας πετυχαίνει αβίαστα μια διαρκή αντίστιξη, την πρόκληση αντάρας εν μέσω άπνοιας, θέτει τον αναγνώστη σε επιφυλακή, να φροντίσει να κρατά ομπρέλα παρά την ηλιόλουστη μέρα. Χρησιμοποιεί λέξεις που να περνούν απαρατήρητες, να μη λάμπουν, να μην αποσπούν το βλέμμα, να μη σταθεί στη βελονιά αλλά στο υφαντό. Και για να συμβεί αυτό οι λέξεις πρέπει να είναι επιλεγμένες τέλεια, κάθε φωνή να ακούγεται φυσικά. Όλα είναι απλά και καθημερινά εδώ, τίποτα το εξωπραγματικό. Ένας ανώνυμος άντρας, σ' ένα ανώνυμο χωριό, σκύβει και μαζεύει ένα χτυπημένο κοτσύφι.
Ο εσωτερικός μονόλογος του άντρα καθώς βαδίζει, κρατώντας στα χέρια του την εφημερίδα με το κοτσύφι και διαμορφώνοντας τη διαδρομή με βάση τα μέρη που θέλει να αποφύγει, αναμετράται με τη μνήμη παλεύοντας να παραμείνει σε χαμηλές τιμές στην κλίμακα Μπόγκαρτ, να μην καεί. Δεν είναι όμως στο χέρι του κάτι τέτοιο, όποια κλίμακα και αν επινοήσει κανείς, όποια διαβάθμιση ή ποσοτικοποίηση και αν καθιερώσει, εκείνη θα παραμείνει ανήμερη και ατίθαση, θα κρυφογελά με τα ανθρώπινα, θα τα περιπαίζει. Η Φακίνου περίτεχνα προωθεί την εξέλιξη της πλοκής, αποτυπώνει πειστικά την αποσπασματικότητα ενός μυαλού που αναθυμάται και επιχειρεί να δικαιολογηθεί και να κρυφτεί από τον ίδιο του τον εαυτό. Επιτρέπει στην αφηγηματική φωνή να παρέμβει, όπου κρίνει σκόπιμο. Επενδύει πολλά στη φόρμα του κειμένου και ανταμείβεται γι' αυτό, καθώς η σύνθεση αποδεικνύεται λειτουργική και όχι ένα απλό καπρίτσιο. Ο μακροπερίοδος λόγος περνάει απαρατήρητος, τόση είναι η φροντίδα επιλογής των λέξεων που τα σημεία στίξης είναι σαν να υπάρχουν εκεί που κάθε αναγνώστης θα τα χρειαζόταν, όπως συμβαίνει συχνά στην ποίηση.
Εκείνο ίσως που περισσότερο απ' όλα κάνει το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο να ξεχωρίζει είναι η πυκνότητά του, τα θέματα με τα οποία αναμετράται, χωρίς ωστόσο αυτά να το βαραίνουν και να το αποπροσανατολίζουν. Γύρω από το κεντρικό εύρημα περιστροφής, η Φακίνου στήνει ένα λεπτοδουλεμένο γαϊτανάκι εικόνων και σκηνών, όχι μόνο με τον άντρα πρωταγωνιστή αλλά και παρατηρητή/σχολιαστή του γύρω κόσμου. Πετυχαίνει έτσι να απλώσει τη φυλλωσιά και να καλύψει μεγάλο μέρος της σύγχρονης πραγματικότητας και του κοντινού παρελθόντος, καθιστώντας οικεία την ιστορία αυτή, τον άντρα και τον τόπο επίσης, αλλά κυρίως την κόρη, που παρότι δεν εμφανίζεται στιγμή στη σκηνή, παρά μόνο ως αντανάκλαση της πατρικής μνήμης, με το πέρας των σελίδων αποκτά ολοένα και πιο διακριτή μορφή και καθίσταται το απαραίτητο, καίτοι σιωπηλό, αντίβαρο στον πατρικό μονόλογο.
Σφιχτοδεμένη και όσο αποπνικτική απαιτεί η ιστορία, σε υψηλούς βαθμούς στην κλίμακα Μπόγκαρτ, η νουβέλα της Φακίνου διαβάζεται απνευστί αλλά χαράσσεται βαθιά.
Εκδόσεις αντίποδες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου