Παράξενο πλάσμα η μνήμη, εσύ τη λες αδύναμη, εκείνη φωνάζει: ανυπότακτη· και βγάζει τη γλώσσα.
Διάλεξα το βιβλίο αυτό ξεκινώντας από την επιθυμία να διαβάσω ένα καλογραμμένο νουάρ μ' έναν ιδιωτικό ερευνητή που να κινείται στα όρια της αποτυχίας ή και να τα υπερβαίνει ακόμα‒ακόμα. Ανάμεσα σ' άλλα πιθανά αναγνώσματα τράβηξα από τη στοίβα το Άγγελοι και ερημίτες, ο Ερέδια έδειχνε αρκετά αποτυχημένος ώστε να μην έχει κάτι να χάσει· αυτούς να φοβάστε. Δεν είχα διαβάσει ξανά Ετερόβιτς, αλλά συνυπολόγισα: i)είναι από τη Χιλή, ii)τη μετάφραση υπογράφει ο Κρίτων Ηλιόπουλος και iii) τις εκδόσεις angelus novus που σε μεγάλη εκτίμηση έχω.
Έτσι έγιναν τα πράγματα και ξεκίνησα να διαβάζω τις πρώτες σελίδες. Όλα πήγαιναν βάσει σχεδίου ώσπου εμφανίστηκε ο γάτος του Ερέδια, ο Σιμενόν. Ένα καμπανάκι ήχησε κάπου μέσα μου, κάτι μου έλεγε το όνομα αυτό, κάπου είχα συναντήσει έναν ακόμα γάτο που τον έλεγαν Σιμενόν, ήμουν σίγουρος. Και άφησα το βιβλίο στην άκρη και άρχισα να ψάχνω. Είχα διαβάσει ξανά Ετερόβιτς. Επτά χρόνια πριν, Τα επτά παιδιά του Σιμενόν.
Ο Ετερόβιτς έχει γράψει αρκετά βιβλία με πρωταγωνιστή τον Ερέδια, δεκαοχτώ για την ακρίβεια, ξεκινώντας από το 1987. Στα ελληνικά κυκλοφορούν δύο, Τα επτά παιδιά του Σιμενόν είναι το έκτο, το Άγγελοι και ερημίτες το τέταρτο. Αυτό είναι κάπως προβληματικό, παρότι κάθε μυθιστόρημα στέκει αυτόνομο και ολοκληρωμένο δεν παύει να αποτελεί μέρος μιας σειράς, στην οποία μέρος της απόλαυσης αποτελεί και η εξέλιξη του πρωταγωνιστή, το δέσιμο που υφαίνεται μεταξύ αυτού και του αναγνώστη.
Ο Ερέδια διατηρεί το γραφείο του στο σπίτι όπου μένει στο κέντρο του Σαντιάγκο. Εργένης, ζει παρέα με τον Σιμενόν, καπνίζει αρκετά και πίνει σε κάθε ευκαιρία, επενδύει τα λίγα χρήματα που κερδίζει στην εξόφληση χρεών, αγαπάει τη γειτονιά και τους ανθρώπους της. Δεν είναι εύκολος χαρακτήρας, η ζωή του έχει επιφυλάξει αρκετές δύσκολες γωνίες, παρ' όλ' αυτά διατηρεί υψηλό και ανυπότακτο το φρόνημά του, την ξεροκεφαλιά κατ' άλλους. Είναι άλλωστε αυτή, η ξεροκεφαλιά, που εν πολλοίς τον οδηγεί να μπλέκει σε υποθέσεις δονκιχωτικές, από τις οποίες τίποτα υλικό δεν έχει να κερδίσει, θέτοντας την ίδια του την ύπαρξη σε άμεσο κίνδυνο.
Όταν βρίσκει το γράμμα μιας παλιάς αγαπημένης, το βάζει χωρίς να το ανοίξει στη μέσα τσέπη, στο ύψος της καρδιάς· ο Ερέδια διψάει για τέτοιους συμβολισμούς. Όταν το διαβάσει θα είναι αργά, εκείνη θα είναι νεκρή, το κάλεσμα σε βοήθεια καταδικασμένο. Παρέα μ' έναν φίλο του, που ανάμεσα στη γυναίκα του και την υπηρεσία προτίμησε τη δεύτερη, και τώρα ζει μόνος, έρμαιο του αλκοόλ και της θλίψης, εγκλωβισμένος στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και των επίορκων συναδέλφων, θα προσπαθήσουν να διαλευκάνουν το μυστήριο του θανάτου της, αμφισβητώντας από την πρώτη στιγμή την επίσημη εκδοχή της αυτοκτονίας.
Το αστυνομικό προκάλυμμα επιτρέπει στον Ετερόβιτς να αναφερθεί σε διάφορες σκοτεινές περιόδους της Χιλής, που, παρότι μοιάζει να ανήκουν στο παρελθόν, ρίχνουν βαριά τη σκιά τους ακόμα, παρά τον δημοκρατικό μανδύα. Παρακρατικοί μηχανισμοί, βασανιστές, εμπόριο όπλων, επιχειρήσεις βιτρίνα και μυστικές υπηρεσίες συνθέτουν ένα σκηνικό άκρως επικίνδυνο, ακατάλληλο για έναν μοναχικό ιδιωτικό ερευνητή. Όμως, ο Ερέδια δεν υπακούει στη λογική αλλά στο συναίσθημα.
Ο Ετερόβιτς χρησιμοποιεί όλα τα υλικά που συνθέτουν ένα καλό νουάρ μυθιστόρημα. Επενδύει πολλά στον Ερέδια, φροντίζοντας να του δώσει βάθος και να μην αναλωθεί στην ‒αναπόφευκτη‒ αντιηρωική στερεοτυπία, χαρίζοντάς του μια δική του θέση στο πάνθεον των ιδιωτικών ερευνητών της νουάρ λογοτεχνίας. Επιλέγει με προσοχή τα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής που θα συμβάλλουν στην προώθηση της πλοκής, δίνοντάς τους τον απαραίτητο χώρο, κάτι που, παράλληλα με την προώθηση της πλοκής, του επιτρέπει να αναδείξει τους δεσμούς της συντροφικότητας, της φιλίας και του έρωτα, αξίες που αντέχουν γερά παρά τις δυσκολίες της κάθε εποχής, νησίδες ελπίδας για το αύριο. Καθιστά τον τόπο, το Σαντιάγκο εν προκειμένω, βασικό άξονα της πλοκής, χωρίς όμως να υποκύπτει στη σαγήνη του εξωτισμού, χωρίς να γράφει έναν ταξιδιωτικό οδηγό, όπως αρκετοί συνάδελφοί του, δηλαδή. Δεν επιχειρεί έναν στείρο εντυπωσιασμό με τραβηγμένες ανατροπές και υπερβολικά ευρήματα. Αφηγείται την ιστορία του με τρόπο που την καθιστά ενδιαφέρουσα στο σύνολό της και όχι μόνο για τη λύση της. Άλλωστε η αστυνομική πλοκή δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά αφορμή για ένα μυθιστόρημα βαθιά και έντονα κοινωνικοπολιτικό, και το βιβλίο αυτό είναι χαρακτηριστικό δείγμα του ρεύματος που ονομάστηκε νέο λατινοαμερικανικό αστυνομικό μυθιστόρημα.
Η σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα και τον ιδιωτικό ερευνητή είναι κάτι που ανέκαθεν με έλκει στην αστυνομική λογοτεχνία, η δυναμική μιας σχέσης σύνθετης, που εμπεριέχει μεγάλη γκάμα συναισθημάτων και περνάει από διάφορες φάσεις πάθους και μίσους, και όλο αυτό με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτυπώνεται ανάμεσα στις γραμμές. Στη σελίδα 112, ο Ετερόβιτς δίνει τον λόγο στον Ερέδια να μιλήσει για τη σχέση αυτή, σε ένα απόσπασμα απολαυστικό, που επιφανειακά μοιάζει να περιορίζεται στο λογοτεχνικό παιχνίδι αλλά στο βάθος του κρύβει μέρος τής υπαρξιακής αγωνίας του ‒κάθε‒ συγγραφέα:
‒ Ναι, ήταν μια υπόθεση που έδωσε σε έναν αργόσχολο που αγαπάει τους γάτους υλικό για να γράψει δύο μυθιστορήματα παραφορτωμένα με φαντασιώσεις και αλκοόλ. Του την περιέγραψα μια βραδιά και ποτέ δεν έμαθα αν τελικά κέρδισε καμιά δεκάρα με τη δουλειά του. Ο τύπος συνήθως γράφει στις εφημερίδες περί αστυνομικής λογοτεχνίας και συχνά αναφέρει κι εμένα. Μερικές φορές μου έρχεται να τον βρω και να του πω να κόψει τις μαλακίες. Αλλά για ποιο λόγο; Είναι απλώς ένας συγγραφέας που προσπαθεί να γίνει ευτυχισμένος με τα ψέματα που αραδιάζει.
Το Άγγελοι και ερημίτες είναι ένα πολύ καλό νουάρ μυθιστόρημα που ικανοποιεί και με το παραπάνω τις συγγραφικές και αναγνωστικές προσδοκίες, παρότι κινείται εντός των ειδολογικών του περιορισμών. Στο μέλλον, θα ήθελα να διαβάσω ακόμα μια ιστορία με τον Ερέδια, ιδανικά την πρώτη.
υγ. Για Τα επτά παιδιά του Σιμενόν περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου