Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

Πώς έγινα καλόγρια - César Aira

Ο Άιρα είναι ένας συγγραφέας που μου ταιριάζει, παρότι έχω διαβάσει μόλις τρία από τα δεκάδες βιβλία που έχει εκδώσει. Το Πώς έγινα καλόγρια, που μόλις κυκλοφόρησε σε συλλογική μετάφραση από τις ειδικευμένες στο λατινοαμερικάνικο νουάρ εκδόσεις Carnívora, θα ήταν το τέταρτο· τα Φαντάσματα και το Canto Castrato περιμένουν υπομονετικά στο ράφι με τα αδιάβαστα. Μου ταιριάζει η ματιά του στα πράγματα, ένα μυαλό που γεννά διαρκώς ιστορίες, στην επιφάνειά τους αστείες και φαινομενικά απλές, που στον πυρήνα τους ωστόσο περιέχουν το παράλογο και αποτελούν ένα μέρος καταφυγής από τον τριγύρω ζόφο. Είναι ο τρόπος τού Άιρα να αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία ως παιχνίδι, με τον τρόπο ωστόσο που τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι, με πλήρη έλλειψη σοβαροφάνειας και άκρα σοβαρότητα, με τον αυτοσχεδιασμό να είναι διακριτός και σημαντικός, πρώτα και κύρια, για εκείνον, αφού τη δική του ανάγκη φροντίζει να ικανοποιήσει. Και η ανάγκη αυτή είναι διαρκώς παρούσα και επείγουσα, ως μια επιβιωτική και διανοητική πρόκληση την οποία ωστόσο φροντίζει να απαλλάσσει από την αποστειρωμένη εγκεφαλικότητα και την επίφοβη εσωστρέφεια. Με τέτοιες πινελιές φρόντισα να σχηματίσω τον ορίζοντα προσδοκιών πιάνοντας το βιβλίο αυτό στα χέρια μου, σίγουρος πως, παρά τις εκπλήξεις που θα μου επιφύλασσε ο δαιμόνιος αυτός γραφιάς, το βιβλίο αυτό θα μου άρεσε πολύ.

Η ιστορία μου, η ιστορία του «πώς έγινα καλόγρια», ξεκίνησε πολύ νωρίς στη ζωή μου. Μόλις είχα κλείσει τα έξι. Η αρχή έχει σημαδευτεί από μια ζωηρή ανάμνηση, που μπορώ να ανασυνθέσω με την παραμικρή λεπτομέρεια. Πριν απ' αυτό δεν υπάρχει τίποτα. Ύστερα, όλα συνέχισαν να αποτελούν μία και μοναδική ζωηρή ανάμνηση, συνεχή και αδιάλειπτη, η οποία περιλαμβάνει και τα διαστήματα του ύπνου, ώσπου ενδύθηκα το μοναχικό σχήμα.
Η εξάχρονη Σέσαρ Άιρα, που στα μάτια των άλλων είναι αγόρι, πηγαίνει με τον πατέρα της να δοκιμάσει παγωτό για πρώτη φορά. Και δεν της αρέσει, το βρίσκει μάλιστα αηδιαστικό. Ο πατέρας γίνεται έξαλλος με τον γιο του, σε ποιον δεν αρέσει το παγωτό; Αυτή η εναρκτήρια πράξη συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό τις αντίρροπες δυνάμεις που αποτελούν το σύμπαν του Άιρα. Η αφήγηση ξεκινά με ένα σκηνικό που μοιάζει αστείο, ένα παιδί, το μοναδικό ίσως, που δεν του αρέσει το παγωτό, που του προκαλεί αναγούλα, και ένας πατέρας έκπληκτος, που απέτυχε εκεί που ήταν σίγουρος πως θα διαπρέψει, και όμως δεν είναι διόλου αστείο σκηνικό για τους πρωταγωνιστές, ακόμα και αν προκαλέσει το γέλιο, αυτό το γέλιο θα αποδειχτεί αντίστοιχα στυφό με τη φράουλα στους γευστικούς κάλυκες της μικρής. Ο συγγραφέας από το τίποτα σχεδόν καταφέρνει ήδη να θέσει στο τραπέζι μια σειρά από ζητήματα υψίστης σημασίας, ήδη από την αρχή. Η διαφορετικότητα, η σχέση γονιού παιδιού, η ενσυναίσθηση και το παράλογο, μεταξύ άλλων· στην εξέλιξη της σκηνής θα εμπλακεί και η τότε σύγχρονη κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Αργεντινή, το απαραίτητο χωροχρονικό πλαίσιο για την ιστορία αυτή. Να πώς λειτουργεί μια ιδέα πέρα από μια ευφάνταστη αρχή μιας αφήγησης.

Ο Άιρα δίνει το όνομά του στην αφηγήτρια, χωρίς αυτό να την καθιστά ξεκάθαρα ένα άλτερ έγκο. Στην πορεία της αφήγησης, υπονομεύει διαρκώς την αξιοπιστία της, παρότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διαθέτει αναπόφευκτα μεγαλύτερα περιθώρια αληθοφάνειας, καθώς είναι υποκειμενική από τη φύση της. Η υπονόμευση αυτή δοκιμάζει τον αναγνώστη, παρότι έχει απέναντί του μια σκληρή ιστορία ενηλικίωσης, ταυτόχρονα ωστόσο τον καθησυχάζει, δεν είναι αληθινή αυτή η ιστορία, είναι αποκύημα φαντασίας και αυτή η σκέψη είναι πάντοτε παρήγορη. Πλήττεται και ο ίδιος ο συγγραφέας από την αναξιοπιστία της αφηγήτριας του. Φαντάζομαι πως κάποιοι θα αναφωνήσουν: μα καλά, ένας επιμελητής δεν ασχολήθηκε πριν εκδοθεί, τι παιδαριώδεις ανακολουθίες είναι αυτές. Και όμως, ο συγγραφέας φροντίζει να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της Σέσαρ με έναν τρόπο παράδοξο και όμως ταυτόχρονα ευφυή, καθώς στην πορεία της αφήγησης αναδύεται πως η καταφυγή στη μυθοπλασία, που στην πραγματική ζωή αποκαλούμε ψέμα και φαντασιοπληξία, αποτελεί για εκείνη έναν μονόδρομο διέλευσης από τον κόσμο, ένα μηχανισμό πρόσληψης και επιβίωσης, στον οποίο τα παιδιά συχνά καταφεύγουν. Και έτσι το εύρημα της συνωνυμίας αποκτά επιπλέον διαστάσεις, πέρα από το παιχνίδισμα. Η προαναφερθείσα συγγραφική ανάγκη αναδύεται, καθώς τι άλλο είναι ένας συγγραφέας, παρά ένα παιδί που αγωνίζεται σ' έναν κόσμο ελάχιστα κατανοητό;

Το Πώς έγινα καλόγρια αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του τρόπου με τον οποίο ο Άιρα χτίζει τις νουβέλες του. Οι ραφές είναι ορατές, ο αναγνώστης διακρίνει τις αλλαγές πλεύσης, τις καινούργιες ιδέες και τα ευρήματα που προέκυψαν στην πορεία. Συμφιλιώνεται εξαρχής με την ιδέα πως η εξέλιξη θα τον ξεβολεύει από την πολυθρόνα τού αναμενόμενου, τίποτα δεν ήταν προδιαγεγραμμένο, ίσως μόνο η πρώτη σεκάνς, άντε και ο τίτλος. Όλα αυτά, ξέρω, μοιάζουν με ελαττώματα γραφής, και όμως δεν είναι. Ο Άιρα, έχοντας απεκδυθεί τον μανδύα της σοβαροφανούς λογοτεχνίας, πετυχαίνει, όσο λίγοι, να συγχρονίσει τη γραφή και την ανάγνωση, να καταστήσει τον αναγνώστη αυτόπτη μάρτυρα της διαδικασίας, χωρίς να νοιάζεται να σουλουπώσει την κατασκευή, κάτι το οποίο θα αφαιρούσε το προσωπικό του ύφος, εκείνο που τον καθιστά ξεχωριστό σε κάποιους αναγνώστες, εκείνο που ικανοποιεί τη δική του ανάγκη στην τελική. Έχει ωστόσο φροντίσει να θέσει γερά θεμέλια, όπως η συνοχή της αφηγηματικής φωνής για παράδειγμα, θεμέλια απαραίτητα για να πατήσει και να σταθεί η νουβέλα του. Δεν είναι εύκολο να γράφει κάποιος —φαινομενικά και μόνο— απλά και το αποτέλεσμα να είναι λογοτεχνία. 

Αξίζει κανείς να σταθεί στον τρόπο με τον οποίο τίθεται στην ιστορία το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού ως κάτι το δεδομένο. Η Σέσαρ αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως κορίτσι-γυναίκα, αντίθετα με τον υπόλοιπο κόσμο, των γονιών της συμπεριλαμβανομένων. Αυτό είναι κάτι που δεν δημιουργεί καμία έκπληξη ή τριβή και αυτή η παραδοξότητα το κανονικοποιεί. Το Πώς έγινα καλόγρια, γραμμένο το 1993, αρκετά χρόνια πριν η διαπραγμάτευση της σεξουαλικότητας έρθει στη λογοτεχνική επικαιρότητα, ναι μεν περιστρέφεται γύρω από τον αυτοπροσδιορισμό, χωρίς ωστόσο αυτός να βρίσκεται στο προσκήνιο της πλοκής. Η συγγραφική αυτή επιλογή, που μόνο ως τυχαία ή ως «αστείο» δεν μπορεί να εκληφθεί, αποδεικνύεται καθοριστική στην πρόσληψη της νουβέλας, παρότι δεν αρκεί για να την εντάξει στο υποείδος της λογοτεχνίας φύλου.

Η έκδοση της νουβέλας στα ελληνικά είναι αποτέλεσμα συλλογικής μετάφρασης από τους: Μαρία Αθανασιάδου, Κωνσταντίνα Γερασίμου, Αναστασία Γιαλαντζή, Μαρία Ζαγγίλη, Μαρία Καλουπτσή, Μαρία Καραλή, Κανέλλα Λιακοπούλου, Νίκος Μανουσάκης, Αλίκη Μανωλά, Χρυσούλα Ξένου, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αγγελική Παλασοπούλου, Στέλλα Σουφλέρη, Σοφία Φερτάκη, Ναταλί Φύτρου και Σταύρος Χατζής. Στο επίμετρο της έκδοσης γίνεται αναφορά στη διαδικασία αυτή, στον τρόπο με τον οποίο η ομάδα δούλεψε. Η απόφαση για το εγχείρημα λήφθηκε εν μέσω της πρώτης καραντίνας, όταν ο εγκλεισμός δοκίμασε τις αντοχές όλων μας. Την έκδοση συνοδεύει και ένα κατατοπιστικό ως προς το ποιόν του Άιρα εισαγωγικό σημείωμα, το οποίο, ανεξάρτητα με τον χρόνο ανάγνωσής του, λειτουργεί περίφημα. Το ομοιογενές τελικό μετάφρασμα είναι ένα κείμενο που δεν αναπηδά, το γεγονός δηλαδή πως ο αναγνώστης αδυνατεί να εντοπίσει πού σταματάει και πού αρχίζει η δουλειά του καθενός από τους μεταφραστές, και αυτό είναι κάτι που οφείλει κανείς να πιστώσει στην ομάδα και την επιμελήτρια, Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου.

Το Πώς έγινα καλόγρια είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο, αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός ιδιαίτερου δημιουργού, του Σέσαρ Άιρα.

υγ. Είχαν προηγηθεί: Βάραμο (περισσότερα εδώ), Οι νύχτες στη Φλόρες (περισσότερα εδώ) και Συνέδριο λογοτεχνίας (περισσότερα εδώ).
 
Συλλογική μετάφραση
Εκδόσεις Carnívora

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου