Όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα αυτό, ήταν σε πλήρη άνθηση το προχριστουγεννιάτικο πρόγραμμα όλων των εκδοτικών οίκων, ατύχησε, θέλω να πω, να βρίσκεται ανάμεσα σε πολυαναμενόμενα βιβλία, ανάμεσα στα γερά χαρτιά μιας χρονιάς αρκετά δύσκολης για εκδότες και βιβλιοπώλες, μιας ακόμα χρονιάς. Είναι και η συγκυρία ένας αστάθμητος παράγοντας, μια ρωγμή στον ορθολογισμό, που συχνά καθορίζει τη μοίρα ενός βιβλίου, την επιτυχία, την αποτυχία ή το αδιάφορο, σύντομο πέρασμά του από τους πάγκους των βιβλιοπωλείων στη λήθη. Η υπέρβαση της βαρύτητας, παρότι λάμβανε και συνεχίζει να λαμβάνει θετικές, έως και ενθουσιαστικές, κριτικές από μεμονωμένους αναγνώστες, ποτέ δεν έκανε το μεγάλο μπαμ στις πωλήσεις, όχι ακόμα τουλάχιστον, όχι το μπαμ που ένα τέτοιο βιβλίο θα μπορούσε να κάνει. Αργά ή γρήγορα θα διάβαζα το βιβλίο του άγνωστου σε μένα Χάιντς Χέλε, γιατί το ένστικτό μου το επέβαλλε, ίσως όμως όχι τόσο σύντομα, ας όψονται τα λαχταριστά βιβλία στη στοίβα με τα προσεχώς, αν δεν άκουγα από αναγνώστη που εκτιμώ βαθιά τη μαγική φράση: το πρώτο μέρος είναι εντελώς μπερνχαρντικό, δύο αδέρφια γυρίζουν από μπαρ σε μπαρ μια νύχτα.
Παρένθεση. Συχνά ακούω μια υποτίμηση στη φράση: ο τάδε συγγραφέας μιμείται τον δείνα διάσημο και καταξιωμένο συγγραφέα. Αν το κάνει καλά και πειστικά τότε δεν βλέπω πού είναι η ένσταση, γιατί δηλαδή να μην έχουμε λίγο ακόμα έργο που θα μπορούσε να ανήκει στην εργογραφία κάποιου μεγάλου γραφιά, νεκρού από χρόνια; Εκτός και αν στο μυαλό κάποιου είναι απλό να γράψει κανείς κατά τρόπο τέτοιο που να φέρνει στον νου του αναγνώστη ένα ιερό τέρας. Αρκεί να το κάνει καλά. Γιατί υπάρχουν συγγραφείς, όπως ο Μπέρνχαρντ, για να κλείνω σιγά σιγά την παρένθεση, που η επιρροή τους είναι καταλυτική, που η πρόζα τους εγκλωβίζει τον αναγνώστη του έργου τους. Θυμάμαι την Έρπενμπεκ να λέει, αναφερόμενη σε ένα κατά Μπέρνχαρντ διήγημα που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα, πως εκείνη την περίοδο διάβαζε τον σπουδαίο Αυστριακό και της ήταν αδύνατο να ξεφύγει γλωσσικά, ό,τι και αν δοκίμαζε να γράψει είχε κάτι από τις σπείρες και τη μανιέρα του Μπέρνχαρντ, δεν θα διάβαζε, είπε, ξανά, όσο και αν τον αγαπούσε, ήταν μονόδρομος μια τέτοια απόφαση αν ήθελε να χαράξει τον δικό της δρόμο στη λογοτεχνία. Τέλος παρένθεσης.
Ξεκίνησα την ανάγνωση με προσδοκίες τεράστιες, με προσδοκίες κατά κάποιο τρόπο ανάλογες ενός έργου του ίδιου του Μπέρνχαρντ, άδικες και υπερβολικές προσδοκίες, σύμφωνοι. Και όμως. Η ιστορία των δύο αδερφών με γράπωσε από τον λαιμό και δεν με άφησε παρά με το γύρισμα της τελευταίας σελίδας, η συγκίνηση και το τρέμουλο άργησαν να υποχωρήσουν, οι λεκτικές δίνες συνέχιζαν να αντηχούν στο μυαλό μου. Ναι, θυμίζει Μπέρνχαρντ. Αλλά δεν ξέρω και αν θα υπήρχε άλλος τρόπος παρά αυτός ώστε να αποδοθεί το βάρος του πόνου και της ενοχής που κατακλύζει τον αφηγητή, όταν, έχοντας μάθει τον χαμό του ετεροθαλή αδερφού του, αναλογίζεται την τελευταία φορά, μήνες πριν, που συναντήθηκαν, όταν εκείνος πέρασε από το σπίτι του και, ενώ αρχικά τσακώθηκαν, ο αδερφός του επέστρεψε και βρέθηκαν να περιφέρονται από μπαρ σε μπαρ, μεθυσμένοι από νωρίς, έστω και αν έπιναν απλώς μπύρες, και ο αφηγητής άκουγε τον χωρίς φρένο μονόλογο ενός ιδεαλιστή, κάποιου που δεν ήταν, όπως ο αφηγητής, αρκετά πραγματιστής για να αντέξει αυτό τον κόσμο, για να επιζήσει και να επιπλεύσει σε αυτό τον ζόφο. Και τώρα ο πραγματιστής πληρώνει το τίμημα για την απόσταση που κράτησε από τον μεγαλύτερο αδερφό του, απόφαση που έμοιαζε μονόδρομος αν ήθελε να τα καταφέρει καλύτερα, τώρα εκείνος είναι νεκρός και δεν έχει και τόση σημασία τι κατάφερε τελικά, από ποιο πεπρωμένο γλίτωσε, τώρα αυτό που μετράει είναι οι μήνες από την τελευταία φορά που τον είδε, τώρα εκείνος είναι νεκρός, για πάντα νεκρός, ποτέ ξανά ζωντανός.
Αλλά και στην ενοχή του ο αφηγητής παραμένει πραγματιστής, παρότι επιτρέπει στο συναίσθημα να παρεισφρήσει, σε δόσεις ωστόσο μικρές και ελεγχόμενες, η λογική κρατάει τα γκέμια σφιχτά, και αυτό τροφοδοτεί διαρκώς την αφήγηση αυτή και την καθιστά συγκλονιστική, επειδή ακριβώς αναδεικνύει πως όσες φορές και αν επαναλαμβανόταν η ζωή, τόσες φορές ο αφηγητής θα κρατιόταν μακριά από τον μεγαλύτερο αδερφό του νιώθοντας πως αυτός είναι ένας μονόδρομος για εκείνον, και άλλες τόσες φορές θα ένιωθε την ενοχή για την απόσταση, για τους μήνες που μεσολάβησαν από την τελευταία φορά που είδε τον αδερφό του, που είναι, τώρα πια, για πάντα νεκρός. Το περιεχόμενο της αφήγησης, με την αντίστιξη ανάμεσα στα δύο αδέρφια, ανάμεσα στον ιδεαλιστή και τον πραγματιστή, ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, στο ευαίσθητο και το σκληρό δέρμα, ταυτόχρονα συμβαίνει και στην ίδια την κατασκευή της αφήγησης, εκεί που ο Χέλε χτίζει ένα άρτια μπερνχαρντικό κατασκεύασμα, χωρίς να τον καταπίνει η σκιά του σπουδαίου προγόνου, πετυχαίνοντας να αφήσει την προσωπική του σφραγίδα σε αυτή την π.ο.π. κατασκευή. Επίσης, ο Χέλε καταφέρνει να παίξει με την πατίνα του χρόνου, διανθίζοντας με συγχρονία το αφήγημά του, απομακρυνόμενος σε αυτό το κομμάτι από τον Μπέρνχαρντ, κάτι που το κάνει με τη χρήση πραγματολογικών στοιχείων της πρόσφατης επικαιρότητας. Έτσι, τη στιγμή που η ανάγνωση, το στυλ και το ύφος, διαθέτουν κάτι το παλιακό, οι γλωσσικές δίνες και παρηχήσεις το ίδιο, το μίσος για τη γλώσσα και η προβληματική οικογένεια, επίσης, η κριτική στον κόσμο απαραιτήτως παρούσα, έρχονται τα σύγχρονα μαντάτα της επικαιρότητας να διαρρήξουν αυτή την αίσθηση, να φέρουν την αφήγηση στο εδώ και τώρα, σχεδόν.
Δεν ένιωσα στιγμή πως διαβάζω ένα μπερνχαρντικό κακέκτυπο, κάθε άλλο. Απόλαυσα κάθε στιγμή της ανάγνωσης αυτού του αφηγήματος που επέβαλλε την ανάγνωσή του σε δύο φάσεις, με μόνο τον βραδινό ύπνο να μεσολαβεί. Ο Χέλε πέτυχε κάτι δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, με εμφανής επιρροής στυλιζάρισμα να πει μια δυνατή ιστορία, να αναγκάσει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί: πώς λέγαμε τέτοιες ιστορίες πριν ο Μπέρνχαρντ μας δείξει τον δρόμο;
υγ. Περισσότερα για τα Σκύβαλα, τη συλλογή διηγημάτων της Έρπενμπεκ, θα βρείτε εδώ, ενώ για το Παλιοί δάσκαλοι του Μπέρνχαρντ εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου