Είχα καιρό να διαβάσω σύγχρονη επιστημονική φαντασία και αυτή η κυκλοφορία έμοιαζε να είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα αναγνωστική προοπτική. Οι αθέατοι, το πρώτο βιβλίο του Νταμαζιό που μεταφράζεται στα ελληνικά, διαδραματίζεται στο εγγύς –δυστοπικό– μέλλον, στη Γαλλία του 2040, όταν οι πόλεις έχουν ιδιωτικοποιηθεί πλήρως και η τεχνητή νοημοσύνη βρίσκεται στην υπηρεσία της εξουσίας, με τους κατοίκους να λαμβάνουν προνόμια ανάλογα με τη συνδρομή που καταβάλουν. Ο Λόρκα και η Σαχάρ δοκιμάζουν να ζουν στο περιθώριο της ζωής, μακριά από την
υπερεικονική πραγματικότητα, θυσιάζοντας τα όποια προνόμια και αντιμετωπίζοντας τις καθημερινές δυσκολίες που γεννά η αντισυμβατική τους στάση. Είναι αρκετά γνωστοί στην κοινότητα των
ανθρώπων που παλεύουν εντός ενός σκληρού, μετακαπιταλιστικού κόσμου, που δεν τα παρατούν και επιμένουν να διεκδικούν. Εκείνη έχει αφιερώσει τη ζωή της στην εναλλακτική διδασκαλία μη
προνομιουχών ή ασυμβίβαστων κοινωνικών ομάδων. Ο Λόρκα, καθηγητής
κοινωνιολογίας, παλεύει με τα εργαλεία που η επιστήμη του διέθετε, επιχειρώντας να τα καταστήσει εκ νέου επίκαιρα.
Σε αυτό το ήδη εφιαλτικό περιβάλλον, ο Λόρκα και η Σαχάρ θα βρεθούν αντιμέτωποι με την εξαφάνιση της κόρη τους, της τετράχρονης Τίσκα, από το υπνοδωμάτιό της χωρίς να υπάρχουν ίχνη διάρρηξης. Η ζωή τους, όπως την ήξεραν, θα ανατραπεί μέσα σε μια στιγμή. Η αντίδρασή τους θα είναι εκ διαμέτρου διαφορετική, τη στιγμή που η σχέση τους συγκρούεται με τον σκληρό τοίχο της πραγματικότητας. Εκείνη θα βυθιστεί στο πένθος, θα καταφύγει στην ψυχανάλυση και τη φαρμακολογία για να γιατρέψει το τραύμα. Εκείνος δεν παύει στιγμή να πιστεύει πως η κόρη του είναι κάπου εκεί έξω ζωντανή. Δεν διστάζει, μάλιστα, να καταταγεί στην ειδική μονάδα του στρατού που ασχολείται με τη μελέτη και το κυνήγι των αθέατων. Είναι διατεθειμένος να πιστέψει οποιαδήποτε θεωρία συντηρεί την πίστη του πως θα ξαναπάρει αγκαλιά την Τίσκα.
Οι αθέατοι είναι πλάσματα για τα οποία ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά, καμία επιστημονική προσέγγιση δεν έχει αποδώσει αποτελέσματα, παρά την τεράστια χρηματοδότηση και τη διαρκή εκπαίδευση στελεχών, πέρα από το γεγονός πως όταν πέσει πάνω τους το ανθρώπινο βλέμμα τότε κεραμοποιούνται και τα κεραμικά αυτά δεν έχουν κανένα οργανικό συστατικό. Αυτή η ιδιότυπη, ακαριαία αυτοκτονία είναι που τα προστατεύει. Το ενδιαφέρον του στρατού έχει ως στόχο την ανακάλυψη και ακολούθως την εκμετάλλευση αυτού του νέου, φαινομενικά πανίσχυρου όπλου για τις δικές του επιδιώξεις που η απόκτηση ενός τέτοιου στρατηγικού πλεονεκτήματος θα επιφέρει. Η ύπαρξη των αθέατων για χρόνια υπάγεται στο καθεστώς του αστικού μύθου και των θεωριών συνωμοσίας.
Αρχικά, ο Νταμαζιό, όπως το λογοτεχνικό είδος που υπηρετεί προτάσσει, υποδέχεται τον αναγνώστη στο κατώφλι και ακολούθως τον ξεναγεί σε αυτόν τον μελλοντικό κόσμο, φροντίζοντας να τον εξοικειώσει ομαλά στις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά του, όπως και με την ιδιόλεκτο και την ορολογία της καθημερινής ζωής. Αυτό είναι το πρώτο στοίχημα για τον συγγραφέα, πιο σημαντικό και από την ίδια την κατασκευή της μελλοντικής εκδοχής του πλανήτη γη, απαραίτητο ώστε ο αναγνώστης να μπορέσει να ακολουθήσει την προώθηση της πλοκής, να νιώσει πως βρίσκεται εκεί, όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατό. Ο Νταμαζιό, αλλά και ο μεταφραστής Δημήτρης Δημακόπουλος, τα καταφέρνει περίφημα στην ένταξη του αναγνώστη, χωρίς να θυσιάσει σελίδες επί σελίδων μόνο και μόνο γι' αυτό σε βάρος της εξέλιξης της ιστορίας.
Η εξαφάνιση και η ακόλουθη αναζήτηση της Τίσκα αποτελεί το όχημα με το οποίο ο συγγραφέας θα περιδιαβεί αυτόν τον μελλοντικό κόσμο. Εύρημα απαραίτητο ώστε να λειτουργήσει ως ο απαραίτητος μίτος, χωρίς τον οποίο η έμπνευση και η κατασκευή της μελλοντικής αυτής εκδοχής θα έστεκε κενή ενδιαφέροντος. Επιπρόσθετα, το γεγονός αυτό πετυχαίνει να δημιουργήσει το κατάλληλο έδαφος σύνδεσης του σημερινού αναγνώστη με τον κόσμο του αύριο, έτσι όπως τον φαντάστηκε ο συγγραφέας. Η εξαφάνιση ενός μικρού παιδιού προκαλεί επίσης το απαραίτητο συναίσθημα, ένα συναίσθημα πανανθρώπινα κατανοητό, το οποίο δικαιολογεί την ένταση και την αγωνία του ζευγαριού που αποτελεί το κυρίως καύσιμο της πλοκής.
Έχοντας πετύχει τα παραπάνω δύο δεδομένα, ο Νταμαζιό βρίσκει τον κατάλληλο χώρο για να παρουσιάσει μια εκδοχή του κόσμου μας, μια εκδοχή διόλου απίθανη, μάλλον συμβατή με τη ροή της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας αλλά και των αλμάτων στην τεχνολογία και δη στο κομμάτι της τεχνητής νοημοσύνης. Ο, εντός πολλών εισαγωγικών, προφητικός χαρακτήρας ενός σύγχρονου μυθιστορήματος, που ανήκει στην επιστημονική φαντασία, έχει να αναμετρηθεί με την αληθοφάνεια και τον χαρακτήρα πιθανού, ώστε να παρουσιάζει ευρύτερο ενδιαφέρον, πέρα από το κομμάτι της συγγραφικής φαντασίας. Παρότι δεν γίνεται άμεση αναφορά στα στοιχεία πάνω στα οποία βασίζει ο συγγραφέας τη μελλοντική αυτή εξέλιξη, εκείνα οφείλουν να είναι εμφανή στον αναγνώστη έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια σχέση αιτίου αιτιατού που θα συμβάλει στην ελάττωση του ανοίκειου.
Άλλωστε, το μεγαλύτερο κομμάτι της επιστημονικής φαντασίας χρησιμοποιεί το εκάστοτε μελλοντολογικό εύρημα ως αφορμή για να θέσει και να εξετάσει μια κοινωνικοπολιτική συνθήκη, μια παράκαμψη ώστε να γίνει αναφορά στο σήμερα, ιδιαίτερα στο κομμάτι του σήμερα που θα γεννήσει τον νέο αυτό κόσμο. Ο Νταμαζιό, ακολουθώντας αυτή την παράδοση, θέτει, κυρίως με πλάγιο τρόπο, τους προβληματισμούς επί των κοινωνικοπολιτικών, οικονομικών αλλά και τεχνολογικών εξελίξεων. Αυτή η ιδιότυπη συγχρονία δίνει αρκετούς επιπλέον πόντους στο μυθιστόρημα παρότι, φαινομενικά και μόνο, βρίσκεται εκτός του κυρίου σώματος της πλοκής και της αφήγησης, ένα υπόβαθρο προβληματισμού, το οποίο πατάει στέρεα στη φιλοσοφική και κοινωνιολογική επιστήμη, τομείς που ο συγγραφέας φαίνεται να γνωρίζει καλά και να θέτει με άνεση στο μυθοπλαστικό περιβάλλον της ιστορίας του.
Λειτουργική επίσης αποδεικνύεται η επιλογή της εναλλασσόμενης, ανάμεσα στους κυρίως χαρακτήρες της πλοκής, πρωτοπρόσωπης αφήγησης, τόσο ως προς την ίδια την αφήγηση και τον ρυθμό της, που υπηρετεί ικανοποιητικά το κομμάτι της δράσης, όσο και ως προς το άνοιγμα της προσωπικής ματιάς επί των πεπραγμένων με τις διαφορετικές οπτικές θέασης ανάλογα με το ευρύτερο πλαίσιο σκέψης και δράσης των υποκειμένων. Οι χαρακτήρες δεν έχουν ιδιαίτερο βάθος, κάτι τέτοιο άλλωστε δεν είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα του είδους, ωστόσο ανταποκρίνονται καλά στο σώμα της ιστορίας χωρίς να ξενίζουν τον αναγνώστη. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια στην επιστημονική φαντασία κατέχει η ποιητική, η λεξιπλασία για να ονομαστεί και να περιγραφεί το καινούργιο. Εδώ έγκειται και η μεταφραστική δυσκολία, η δημιουργία νέων όρων που ωστόσο να περιέχουν μεγάλο μέρος του νοήματος, να είναι, δηλαδή, κατανοητοί στον αναγνώστη χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Ο Νταμαζιό, αλλά και ο μεταφραστής, τα καταφέρνουν περίφημα. Η κατασκευή και η χρήση νέων λημμάτων στη γλώσσα ιντριγκάρουν, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την αφήγηση που, όπως οφείλει ειδολογικά, είναι απλή, χωρίς ωστόσο να υστερεί σε λειτουργικότητα.
Πολυσέλιδο και πυκνογραμμένο, το μυθιστόρημα του Νταμαζιό αποδείχτηκε ιδιαιτέρως απολαυστικό στην ανάγνωσή του, ιδιαιτέρως φιλόδοξο στη σύλληψη και την κατασκευή του, πραγματικά θαυμαστό ως επίτευγμα, απόρροια ξεκάθαρου συγγραφικού ταλέντου και επίμονης εργασίας. Ακόμα μια απόδειξη πως η καλή επιστημονική φαντασία ανήκει στο κυρίως σώμα της καλής λογοτεχνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου