Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

Είδωλα - Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης

 

Δεν είναι μόνο η ανάγνωση όλων των βιβλίων αδύνατη, αλλά και η απλή εποπτεία των καινούργιων εκδόσεων, όσο και αν πιστεύει κανείς πως διαθέτει τα κατάλληλη φίλτρα και τα αξιόπιστα κανάλια πληροφόρησης, πάντοτε κάτι θα διαφεύγει της προσοχής του. Θέλω να πω πως αν δεν ήταν ο Α., τα Είδωλα του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη, που κυκλοφόρησαν το 2021, μάλλον δεν θα τα είχα διαβάσει και είναι κρίμα μεγάλο κανείς να μη διαβάζει αξιόλογα σύγχρονα ελληνικά βιβλία.

Το μεγάλο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής είναι κατάμεστο από φοιτητές. Το είδωλο που σχηματίζεται στους αμφιβληστροειδείς των ματιών τους περπατά νευρικά πέριξ της έδρας, αγορεύοντας με πάθος, οιστρηλατώντας. Το σιωπηλό ακροατήριο, έμπλεο ενθουσιασμού, αφουγκράζεται κάθε λέξη, κάθε φράση του καθηγητή. Είναι λίγο πριν απ' το μεσημέρι και ο ήλιος εισχωρεί μέσα από τα διάφανα παραπετάσματα, φωτίζοντας το πρόσωπο του ομιλητή ως φυσικός προβολέας. Με στομφώδες ύφος και με μια χροιά έξαψης στη φωνή ο επιφανής γλωσσολόγος δίνει μια ακόμα παράσταση. Στα πλαίσια του μαθήματος έχει ανοίξει μια κουβέντα σχετικά με την απροσδιοριστία της ερμηνείας. Είναι η στιγμή που θέτει εμφατικά στο κοινό το ακόλουθο ερώτημα: Είναι ποτέ δυνατόν να σκέφτεσαι χωρίς να χρησιμοποιείς έναν κώδικα, μία γλώσσα; Πώς μπορείς να προσδιορίσεις τα πράγματα, να σχηματίσεις έννοιες; –Μα ακριβώς με αυτόν τον τρόπο, ανταπαντά ο ίδιος. Λησμονώντας τη γλώσσα.
Η συλλογή αυτή αποτελείται από μία νουβέλα και τέσσερα διηγήματα. Το παραπάνω απόσπασμα είναι από Το είδωλο, που ξεκινά ως campus novel και συνεχίζει ως μια ερωτική ιστορία, στην οποία πρωταγωνιστεί ένας γλωσσολόγος, στο ζενίθ της καριέρας του, πρόσφατα χωρισμένος από εκείνη που πίστευε πως θα ήταν η γυναίκα της ζωής του εξαιτίας μιας απιστίας από μεριάς του. Ο τρόπος με τον οποίο ο Βλαχογιάννης διαχειρίζεται την πλοκή, με τα απαραίτητα μικροευρήματα και την πύκνωση του λόγου, του επιτρέπει να διασχίσει αυτό που εδώ και πολλά χρόνια έχει καταλήξει να είναι η λογοτεχνική απόπειρα μιας ερωτικής ιστορίας, ένας βάλτος με λιμνάζοντα ύδατα στερεοτυπίας, πρόκλησης, επιδίωξης έκπληξης και κακού ρεαλισμού. Ένα καλό παράδειγμα αποτελούν οι σκηνές του πρώην ζευγαριού στο μπαρ που συνήθιζαν να επισκέπτονται. Ναι, μια τόσο κοινότοπη και οικεία σκηνή. Μικρές λεπτομέρειες, λειτουργικά τοποθετημένες έγκαιρα, εξασφαλίζουν περαιτέρω την συνοχή. Επιπλέον, η νουβέλα αυτή διαθέτει μια από τις πλέον ευφάνταστα και πηγαία κωμικές σκηνές που έχω υπόψη μου.

Τα διηγήματα που ακολουθούν φέρουν το βάρος που ο πήχης εξαρχής έθεσε. Τα διηγήματα, που δεν είναι το ειδολογικό μου επιθυμητό, παρότι διαθέτουν αρτιότητα και αξιόλογες στιγμές, ίσως και γι' αυτό, αφήνουν την αίσθηση της γρήγορης, αν και όχι βιαστικής, ολοκλήρωσης. Θα ήθελα και άλλο, για να το θέσω με μεγαλύτερη σαφήνεια, και αυτό το αίσθημα είναι διπλής όψης, αφού ταυτόχρονα αποτελεί μειονέκτημα και πλεονέκτημα, μειονέκτημα εξαιτίας της μη εκπλήρωσης των προσδοκιών που με το Είδωλο ο συγγραφέας έθρεψε, πλεονέκτημα λόγω των ορατών προτερημάτων της γραφής του Βλαχογιάννη. Εκείνο που συνέχει τη συλλογή, πέρα από τις γλωσσικές ιδιότητες ύφους και πρόζας, είναι τα ευρήματα στα οποία κάθε ιστορία, εκτός από την τελευταία, πατά. Στις Ρωγμές είναι ο Αντώνης, ήδη ηλικιωμένος όταν εκτυλίχθηκε η ιστορία, κατασκευαστής κατόπτρων, στα Ομοιώματα οι κούκλες μοντέλα που στέκονται στις βιτρίνες, στο Μακριά η γειτνίαση ενός νεκροταφείου και ενός γηπέδου ποδοσφαίρου. Τα διηγήματα είναι ολοκληρωμένα, προσομοιάζουν σε παγόβουνο, όπως το είδος επιτάσσει, αποκαλύπτοντας λίγα και υπονοώντας αρκετά περισσότερα κάτω από την ορατή επιφάνεια. Το ύφος, ταυτόχρονα προσωπικό και γνώριμο, ενσωματώνει με επιτυχία δυνάμεις φαινομενικά αντίθετες, όπως για παράδειγμα τη φαινομενική παλιακότητα με τη φρεσκάδα της συγχρονίας, ή τον εξεζητημένο με τον προφορικό λόγο, και τις θεωρητικές, υψηλές ιδέες με τις προκλήσεις της καθημερινότητας.

Ο Βλαχογιάννης δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με όχημα την πρωτοτυπία, αποδεχόμενος ίσως πως οι περισσότερες ιστορίες έχουν εδώ και καιρό ειπωθεί, ένα διήγημα, αλλά και μια νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα, είναι, ή πρέπει να είναι, πολλά περισσότερα από το σπέρμα μιας καλής ιδέας, που από μόνο του δεν αρκεί για τη γονιμοποίηση. Είναι αρκούντως ορατή η φροντίδα με την οποία επένδυσε ο συγγραφέας τις ιστορίες αυτές μέχρι να πάρουν την τελική τους μορφή, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στις, συχνά μη ορατές και όμως καθοριστικής σημασίας, λεπτομέρειες. Η επιμονή και η εργατικότητα είναι στοιχεία που επιβεβαιώνουν πιο ρεαλιστικά τη μάλλον αόριστη ή κενή περιεχομένου περιβόητη ανάγκη του συγγραφέα να αφηγηθεί κάποιες ιστορίες, κάτι που απαιτεί και γνώσεις μηχανικής πέρα από το δεδομένο ταλέντο με τη γλώσσα. Αυτή η αδιαφορία για εντυπωσιασμό, που εν πολλοίς χαρακτηρίζει και τους διάφορους αφηγητές, είναι που καθιστά τη συλλογή αυτή βραδυφλεγή, μακριά από τον κίνδυνο της γρήγορης καύσης και της αναπόφευκτης επιστροφής στο σκοτάδι της αδιαφορίας. Θα έλεγα, μάλιστα, πως αυτό αποτελεί και την κυρίως αρετή της γραφής του Βλαχογιάννη, εκ της οποίας εκπορεύεται μια εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, η πάντοτε επιθυμητή αυτοπεποίθηση, που επιτείνει την προσοχή και δεν αφήνει ενστάσεις να εισχωρήσουν ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη, αφού εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν συγγραφέα και όχι με κάποιον αμήχανα επίδοξο γραφιά. Ο συγγραφέας, επίσης, δεν διστάζει να υποσημειώσει τις διακειμενικές του αναφορές, να μην τις κρύψει προσδοκώντας σε μια οικειοποίηση, θεωρώντας, ορθώς, πως οι αναφορές μας φανερώνουν το εύρος της σχέσης μας με τη λογοτεχνία και δεν θέτουν, όπως αρκετοί θεωρούν, υπό αίρεση μίμησης το δημιούργημα.

Παρά τις όποιες ενστάσεις διατύπωσα παραπάνω σχετικά με την επιθυμία μου τα μικρότερα διηγήματα να εκτείνονται σε περισσότερες σελίδες, επιθυμία διατυπωμένη εκ του ασφαλούς και χωρίς την υποχρέωση της πραγμάτωσης, τα Είδωλα είναι μια απολαυστική και πολλά υποσχόμενη συλλογή, ένα αξιοσημείωτο δείγμα γραφής, σε πείσμα εκείνων που απαξιώνουν συλλήβδην την ελληνόφωνη λογοτεχνία και δη εκείνη της μικρής φόρμας, γενικεύοντας και υιοθετώντας ενστάσεις περί ευκολίας και υπερπαραγωγής. Άλλωστε το εύκολο είναι να απορρίπτεις και όχι να ψάχνεις, να επαναπαύεσαι στην ασφάλεια του μη ρίσκου. Το ίδιο, εκτός από την ανάγνωση, ισχύει βεβαίως και για την ίδια την πράξη της γραφής. Ωστόσο, οι δεδομένοι, παραπάνω αναλυμένοι, περιορισμοί καθιστούν την επιτυχία της αναζήτησης προϊόν τύχης και συγκυρίας. Έτσι έφτασε στα χέρια μου τα Είδωλα του Βλαχογιάννη και νιώθω ευγνωμοσύνη.

Εκδόσεις Περικείμενο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου