Ήταν δώδεκα η ώρα. Λόγω του ψύχους ο ήλιος έμοιαζε μικρότερος. Τα τζάμια και οι βιτρίνες δεν αντανακλούσαν τις αχτίδες του. Την προσοχή μου, όπως των παιδιών, τραβούσε ό,τι κινούνταν. Πού και πού χάιδευα το κεφάλι κάποιου αλόγου, στο μέτωπο, για να μη με δαγκώσει. Περπατούσα σε έναν δρόμο τόσο στενό, που τα μαστίγια των αμαξών με ακουμπούσαν στο πέρασμά τους, όταν ένα χέρι με άγγιξε στον ώμο. Το κοίταξα για μια στιγμή κι έπειτα γύρισα. Ήταν ο Λουσιέν.
Έτσι ξεκινά αυτό το μικρό σε έκταση μυθιστόρημα του Εμμανουέλ Μποβ, που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Φοίβου Μπότση. Το μακρινό πια 1988 είχε εκδοθεί –μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Όμβρος– το πρωτόλειο έργο του, Οι φίλοι μου, το οποίο, σύμφωνα με τη βιβλιονέτ κυκλοφορεί! Το Αρμάν είναι ένα βιβλίο που τηρουμένων των αναλογιών συζητήθηκε αρκετά και μάλιστα με λόγια επαινετικά, ένα ακόμα βιβλίο που για καιρό βρέθηκε στη στοίβα με τα προσεχώς, για να εξέλθει ένα πρωί που είχα διάθεση να διαβάσω ένα βιβλίο μια και έξω.
Στις πρώτες αυτές γραμμές, δεν περιλαμβάνεται μόνο η αναφορά στο περιστατικό που θα πυροδοτήσει την πλοκή, τη συνάντηση, δηλαδή, του πρωτοπρόσωπου αφηγητή Αρμάν με έναν φίλο από τα παλιά, αλλά δίνεται και ένα πρώτο σκαρίφημα του τρόπου με τον οποίο ο Αρμάν ζει και άρα και του χαρακτήρα του, ένας αργόσχολος τύπος που κινείται νωχελικά μέσα στα στενά της πόλης και την προσοχή του, όπως των παιδιών, έλκει ό,τι κινείται, ενώ καθίσταται σαφής και ο χωροχρόνος, μια χειμωνιάτικη μέρα με αδύναμο φως, μια πόλη χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πέρα από την κίνηση των δρόμων. Ο Μποβ δεν καθυστερεί, όχι μόνο ως προς την προώθηση της πλοκής, αφού πιάνει να ξετυλίγει το νήμα από την πρώτη κιόλας στιγμή, αλλά και ως προς το φανέρωμα του αφηγηματικού ύφους, ο κοφτός και λιτός λόγος, η αποφυγή της όποιας λογοτεχνίζουσας φιοριτούρας. Αργότερα, η απουσία εκτεταμένων διαλογικών μερών θα έρθει σε ευθεία σύγκρουση με την αίσθηση θεατρικού κειμένου που η ανάγνωση γεννά.
Η συνάντηση των δύο παλιών φίλων αναδεικνύει τα διαφορετικά μονοπάτια που ακολούθησαν. Εδώ και έναν χρόνο, ο Αρμάν συζεί με τη Ζαν, μεγαλύτερή του και όχι ιδιαίτερα όμορφη, όχι στα μάτια του τουλάχιστον, και αυτό το γεγονός τον απάλλαξε από μια καθημερινότητα γεμάτη στερήσεις και φτώχεια. Καμία μαγεία, κανένα πάθος, πρακτικός οπορτουνισμός, ένα ενστικτώδες εγχειρίδιο επιβίωσης σ' έναν κόσμο με τα προνόμια άνισα μοιρασμένα, καμία ισχυρή θεωρία και ιδεολογία για υπόστρωμα. Ο Λουσιέν, αντίθετα, δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός(;). Η συνάντησή τους θα προκαλέσει στον Αρμάν μια ενοχή φιλανθρωπικής υφής, θα νιώσει πως κάτι πρέπει να κάνει για τον παλιό του φίλο, θα τον καλέσει στο σπίτι για γεύμα, θα σκεφτεί πώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει μια δουλειά, να ξεφύγει από τη μίζερη πραγματικότητά του που ο πιθανός καρπός της υπεραξίας της θα εντείνει, ας μη γελιόμαστε, τη θέση ισχύος του. Έτσι ξεκινά η ιστορία αυτή, που διαδραματίζεται αρκετά συνοπτικά και σε διάστημα έξι ημερών, μέσα στις οποίες θα συμβούν κάποια γεγονότα τα οποία θα εκτροχιάσουν την πρόσφατα τοποθετημένη σε ράγες πορεία της ζωής του Αρμάν.
Το Αρμάν είναι ένα από τα πολλά εκείνα μυθιστορήματα που το ενδιαφέρον τους δεν εντοπίζεται στο περιεχόμενο της ιστορίας, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτή κατασκευάζεται και παρουσιάζεται. Θα αρκούσαν ελάχιστες γραμμές για να συνθέσει κανείς μια πλήρη περίληψη της υπόθεσης, ωστόσο, και παρά τον αναπόφευκτο σκεπτικισμό, η ανάγνωση δεν θα υπέφερε έντονα από αυτή την πρότερη γνώση. Ο Μποβ δεν κάνει κάτι το εντυπωσιακό στο μάτι, ειδικά για τον σημερινό αναγνώστη, αυτή η διαπίστωση είναι, όπως φαντάζεστε, μάλλον φαινομενική και επιφανειακή. Η καταγωγή τού συγγραφέα είναι ρωσική, παρότι γεννήθηκε και έζησε στη Γαλλία, και αυτό είναι κάτι το οποίο περνάει και στην πρόζα του, στον τρόπο με τον οποίο κινεί τον αντιήρωα και αφηγητή του στην σκακιέρα της πεζής καθημερινότητας, γεμάτης από μικρογεγονότα ελάχιστης πρωτοτυπίας και επ' ουδενί συγκλονιστικών, με την ανία και τον ντετερμινισμό να κυριαρχούν, πετυχαίνοντας, ωστόσο, να αποδειχτεί ένας σπουδαίος, στυλίστας, παρότι χαμηλόφωνος, χωρίς ανάγκη για κενοφανή και πρόσκαιρο εντυπωσιασμό.
Και είναι αυτός ο τρόπος του Μποβ που ασκεί την απαραίτητη γοητεία στον αναγνώστη ώστε στιγμή να μη σκοντάψει στην κοινότοπη και αδιάφορη ιστορία του Αρμάν, να μη δυσφορήσει παρά με τον ίδιο τον Αρμάν και την απάθεια με την οποία πορεύεται, ένας εν αγνοία του πρόδρομος του υπαρξισμού, αναπόφευκτα διαμορφωμένος από τις μεσοπολεμικές συνθήκες, ένας ιδιότυπος ρεαλισμός χωρίς αγωνία υψηλών ιδεών και παθών. Εκείνο που, περισσότερο και από την πρόζα του Μποβ, με εξέπληξε ήταν η επιλογή του τίτλου. Εξηγούμαι: μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που περιλαμβάνει και καθιστά διακριτή την απόσταση συγγραφέα και αφηγητή δεν έχει κάτι το αυτοδύναμα ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί ένα συχνότατο λογοτεχνικό εύρημα. Η επιλογή όμως του συγγραφέα να δώσει στο μυθιστόρημά του για τίτλο το όνομα του αφηγητή αποτέλεσε μια ιδιαιτέρως λειτουργική επιλογή, καθώς επέτεινε το αίσθημα του κενού ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, καθιστώντας τον Αρμάν ακόμα πιο εγωκεντρικό, τονίζοντας περαιτέρω την αντίφαση με τον απαθή χαρακτήρα του, που ελάχιστα κινητοποιείται από τα γεγονότα της ζωής, όντας ανά πάση στιγμή έτοιμος να βολευτεί στην πιο προσιτή ευκολία. Ο Αρμάν είναι ένας πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας παρά το ελάχιστο εμφανές βάθος του, ένας αντιήρωας στιγμές στιγμές εκνευριστικά αδιάφορος και ελάχιστα, ως καθόλου, λογοτεχνικός.
Δεν ξέρω με ποια εργαλεία θα μπορούσε κανείς να υπεραμυνθεί της αναγνωστικής αίσθησης πως το Αρμάν ανήκει στο σώμα της καλής λογοτεχνίας σε πείσμα των μάλλον αντιλογοτεχνικών, κατά κάποιο τρόπο, συστατικών του μυθιστορήματος· η εξειδικευμένη γνώση εκείνης της λογοτεχνικής εποχής αλλά και του κοινωνικοπολιτικού της περιβάλλοντος σίγουρα θα πρόσφερε κάποια πρώτα νήματα περιήγησης. Και είναι αυτή η άγνωστη γη που επέτεινε μέσα μου το έντονο αναγνωστικό συναίσθημα, η αδυναμία αιτιολόγησης και εντοπισμού μιας ευδιάκριτης σχέσης αιτίου αιτιατού. Ακόμα και μετά την ανάγνωση του πλουσιοπάροχου επίμετρου, που περιλαμβάνει σύγχρονες με το έργο κριτικές προσεγγίσεις, το ερώτημα παραμένει: τι ήταν εκείνο που ανάμεσα στις λέξεις και στα παρασκήνια της κατασκευής χάριζε αναγνωστική απόλαυση και έτρεφε την προσοχή και το ενδιαφέρον σε κάτι που –τελικά– φαινομενικά –και μόνο– έμοιαζε να είναι λογοτεχνικά απλό και ίσως παρωχημένο;
Εκτός από την απόλαυση που η καλή λογοτεχνία απλόχερα προσφέρει, αυτή η ανάγνωση συνοδεύτηκε και από μια διαρκώς παρούσα όχληση, πέρα από την προφανή που σχετίζεται με την απάθεια του Αρμάν, επίσης μάλλον αδύνατο να διευκρινιστεί και να αποκοπεί με χειρουργική ακρίβεια. Όχληση που στα μάτια μου δικαιολογεί και δικαιολογείται μόνο από την παράδοξη αίσθηση συγχρονίας, παρά τη χρονική απόσταση του τότε με το σήμερα, αφού ο Αρμάν και ο κόσμος του έχουν κάτι το –αν και αδιευκρίνιστο– οικείο, γεμάτο από απομάγευση και μη προφανή λογοτεχνικότητα, που, παρότι ισχυριζόμαστε πως είναι κάτι που το γνωρίζουμε καλά και το ζούμε καθημερινά στο πετσί μας, η ρεαλιστική αναφορά σε αυτό δεν παύει να μας ενεργοποιεί αμυντικά αντανακλαστικά άρνησης και απόρριψης, κρυμμένα καλά πίσω από μια δήθεν άτεγκτη λογοτεχνική αισθητική και θεωρία.
Μια ιδιόμορφη και πολυεπίπεδη δήλωση ήττας και αποδοχής ενός κόσμου ελάχιστα λογοτεχνικού, αυτό νιώθω πως ήταν το μυθιστόρημα αυτό για μένα, με τον Μποβ απρόθυμο να ποτίσει το ξερό και άγονο έδαφος, να μακιγιάρει και να ρετουσάρει, να παραπλανήσει με όμορφα και ηρωικά λόγια και κατορθώματα τον εαυτό του και τον αναγνώστη. Η αναγνωστική επίγευση είχε κάτι από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας.
υγ. Για το μυθιστόρημα του Σελίν περισσότερα εδώ, θυμήθηκα και τον Αρμάντ Β. του Νταγκ Σούλστα εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου