Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Jazz - Toni Morrison

Υπάρχει μια λίστα με παραλείψεις, κενά, επιθυμίες και απωθημένα. Αν υπάρχει κάτι που σίγουρα μαθαίνει κανείς διαβάζοντας όλο και περισσότερο, αυτό είναι πως οι παραλείψεις, τα κενά, οι επιθυμίες και τα απωθημένα πολλαπλασιάζονται με εκθετικό ρυθμό, με γεωμετρική πρόοδο, υψώνουν το αδύνατο μπροστά στα μάτια σου, ποτέ δεν θα μπορέσω να διαβάσω όσα θέλω να διαβάσω, όσα έχω διαβάσει δεν θα είναι ποτέ αρκετά να σβήσουν τη δίψα και την επιθυμία. Και η λίστα μεγαλώνει διαρκώς.

Είναι μια από τις στοχεύσεις της κάθε επόμενης χρονιάς, λίγες λέξεις αφού τα πεπραγμένα καταγραφούν, τα χρωστούμενα εμφανίζονται. Έτσι και φέτος, ο στόχος ήταν διπλός: Τόνι Μόρισον και Λουσία Μπερλίν· δεν τις έχω διαβάσει, παρότι είμαι πεπεισμένος πως είναι σημαντικές, καθεμιά για τους δικούς της λόγους· φέτος, είπα, θα περάσουν στη λίστα των πεπραγμένων, θα διαγραφούν από τη λίστα με τα προσεχώς, ως ονόματα, τουλάχιστον ένα από τα βιβλία τους, τα υπόλοιπα θα παραμείνουν εκεί, θα πάρουν τη θέση των ονομάτων· ήθελα να διαβάσω δύο συγγραφείς, όταν γίνει, θα θέλω να διαβάσω όλα τα βιβλία τους, να πώς γίνεται η λίστα ένα αριθμήσιμο άπειρο.

Μία σημαντική απόφαση είναι με ποιο έργο ενός συγγραφέα θα γίνει η σύσταση, ποια θα είναι η είσοδος στο σύμπαν του. Τώρα λέω για τη Μόρισον. Οι περισσότεροι, με λάμψη στα μάτια, να σημειωθεί αυτό παρακαλώ, πρότειναν την Αγαπημένη, βασικά όλα της, έλεγαν, αλλά κυρίως την Αγαπημένη. Εγώ δεν είχα ούτε ένα βιβλίο σπίτι της, φέτος όμως θα ήταν η χρονιά της γνωριμίας μας, έπρεπε πρώτα κάτι δικό της να φέρω στο σπίτι, εκεί στη στοίβα που με κοιτάζει στραβά και ετοιμόρροπα· θυμάστε το τζένγκα που παίζαμε μικροί;

Τον Νοέμβριο του '24, ο Κώστας Αγοραστός επιμελήθηκε ένα αφιέρωμα στην Bookpress, στο οποίο είκοσι πέντε συγγραφείς συνεισφέρουν μιλώντας για το βιβλίο που για εκείνους είναι «η δική τους Αμερική». Ανάμεσα σε ενδιαφέρουσες προτάσεις, βιβλία που έχω κιόλας διαβάσει και άλλα που, καμία έκπληξη, προστέθηκαν στη λίστα με τα προσεχώς, η συνεισφορά του Λευτέρη Καλοσπύρου, που επέλεξε το Τζαζ, αυτό απ' όλα τα βιβλία της Μόρισον, μου έδωσε μια απάντηση, αυτό θα ήταν το βιβλίο-γνωριμίας.

Η απάντησή του, η επιλογή μιας Αφροαμερικανής συγγραφέως, που η υψηλή κριτική, παρά το βραβείο Νόμπελ καθυστέρησε πολύ να της δώσει την καθοριστική θέση ανάμεσα στους σπουδαίους, κυρίως λευκούς άντρες, της αμερικανικής λογοτεχνίας, μου έκανε εντύπωση. Όλα τα καπαρώνει το προνόμιο, το αυτό συμβαίνει και με τον κανόνα της λογοτεχνίας, τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε λογοτεχνία, με τον οποίο την αξιολογούμε και οι λευκοί άντρες είχαν το προνόμιο για αιώνες. Και όμως, στο ζητούμενο «η δική τους Αμερική», ο Καλοσπύρος συνεισέφερε το όνομα της Μόρισον, και αυτό μου έκανε εντύπωση, γιατί μπορεί πια το όνομά της να έχει αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό, η επιρροή και η συμβολή της να έχει περιγραφεί από τον κριτικό και ακαδημαϊκό λόγο, δεν παύει ωστόσο να είναι μια μαύρη γυναίκα, και δη στην Αμερική.

Διάβασα για πρώτη φορά Μόρισον, λοιπόν, και ποτέ δεν θα μπορέσει να μου συμβεί ξανά να διαβάσω για πρώτη φορά Μόρισον, και αυτή η πρώτη επαφή, από μόνη της, είναι κάτι το μοναδικό, η είσοδος σε ένα αστεροσκοπείο στην οροφή του οποίου ένας γαλαξίας φεγγοβολά, φως και σκοτάδι, μικρότερα και μεγαλύτερα άστρα, σημαντικοί και δευτερεύοντες πλανήτες, το τηλεσκόπιο στραμμένο για λεπτομερή παρατήρηση σ' έναν από αυτούς, το Τζαζ, στην προκειμένη περίπτωση, εκεί όπου ο Τζο Τρέις, μεσήλικας και μεσόκοπος, πλανόδιος πωλητής καλλυντικών, που έφτασε πριν χρόνια στη μεγάλη πόλη, στη μεγαλύτερη των πόλεων, τη Νέα Υόρκη, παρέα με τη σύζυγό του, τη Βάιολετ, εγκαταλείποντας την ύπαιθρο και τη ζωή στα χωράφια, ο Τρέις, λοιπόν, θα σκοτώσει τη νεαρή ερωμένη του. Κατά τη διάρκεια της κηδείας η Βάιολετ, τυφλωμένη από ζήλια και μίσος, θα ορμήσει στο κορμί που κείτεται νεκρό στο ανοιχτό φέρετρο. Το κοντραμπάσο δίνει κιόλας τον ρυθμό, τα τύμπανα παρά την παιγνιώδη διάθεση, επίσης, τα όργανα του μικρού σχετικά σχήματος περιμένουν τη σειρά τους ώστε να κάνουν ένα βήμα μπροστά, να πατήσουν πάνω στα υπόλοιπα, να αναδυθούν, πριν υποχωρήσουν ξανά, δίνοντας τη θέση τους στο επόμενο.

Σκέφτομαι αν ο τίτλος του μυθιστορήματος αυτού είναι ο πλέον δηλωτικός του ύφους, του ρυθμού, του στυλ, του περιεχομένου και των συγγραφικών επιδιώξεων, στην παγκόσμια λογοτεχνική ιστορία. Η επιλογή του τίτλου είναι αρκετά σημαντική, κυρίως όμως ως προς το περιεχόμενο της ιστορίας, αυτό συμβαίνει και εδώ, αλλά όχι απλώς αυτό, αυτό το μυθιστόρημα είναι τζαζ, με τους αυτοσχεδιασμούς, την περιδίνηση στο χάος, το σχεδόν αδιόρατο νήμα που το συνέχει και δεν το αφήνει να εξοβελιστεί στο άπειρο του σύμπαντος, να διασπαστεί στα συστατικά του μέρη, αλλά, αντίθετα, όπως συμβαίνει στην καλή τζαζ, όλα είναι τοποθετημένα με τρόπο ευφυέστατο, ακόμα και οι αυτοσχεδιασμοί, ακόμα και το αναπάντεχο, ακόμα και η αίσθηση της αποσύνθεσης, από το τίποτα σχεδόν η μελωδία και ο ρυθμός επιστρέφουν, και ο ακροατής/αναγνώστης βρίσκεται σε μια διαρκή περιδίνηση, κάτι μέσα του δεν ησυχάζει στιγμή, κάτι μέσα του δεν θέλει και δεν μπορεί να ησυχάσει στιγμή. 

Τι σπουδαία συγγραφέας, κρίνοντας από ένα βιβλίο, ναι, τολμηρό να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο μετά από μόλις ένα βιβλίο, αλλά τι σπουδαία συγγραφέας, και πόσο τρομακτικά υπέροχο αυτό το συναίσθημα, να διαβάζει κανείς για πρώτη φορά κάτι τιτανοτεράστιο, κάτι που βρίσκεται στις κορυφές, κάτι που μεταγγίζει στον αναγνώστη τη λάμψη του, τον κάνει κοινωνό και ορειβάτη, τίποτε μετά από αυτό δεν θα είναι ξανά το ίδιο, ούτε η ίδια η Μόρισον.

Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότερα έργα και συγγραφείς που ανήκουν σ' αυτό που έμεινε στην ιστορία ως Η αναγέννηση του Χάρλεμ, μεταφράζονται και κυκλοφορούν στα ελληνικά, έργα σπουδαία, για καιρό παραμελημένα και απρόσεκτα, έρχονται να φωτίσουν ένα κομμάτι του αιώνα που πέρασε, να ολοκληρώσουν την εικόνα του αμερικανικού σύμπαντος, με τα δικά του όνειρα και δυσκολίες, τις δικές του ιδιαιτερότητες, τη δική του συνεισφορά. Για χρόνια διδαχτήκαμε και εμπεδώσαμε τη λευκή προοπτική, ακόμα και όταν γινόταν αναφορά στη μαύρη ζωή, ακόμα και τότε οι λευκοί ήταν εκείνοι που έδιναν τον ρυθμό, και ας μην έχουν εκ φύσεως τον ρυθμό μέσα τους, όχι με τον άγριο τρόπο που οι μαύροι χτυπάνε το πόδι στο πάτωμα, όταν σφυρίζουν έναν ρυθμό.

Η Τζαζ κυκλοφόρησε το 1992, ένα χρόνο πριν η Μόρισον βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, διαδραματίζεται στα χρόνια ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, αν και οι αναλήψεις από το παρελθόν δεν λείπουν, είναι τα χρόνια του Χάρλεμ, της τζαζ, της διεκδίκησης, τότε που το τίμημα ήταν δυσβάσταχτο, το προνόμιο εναντίον του οποίου έπρεπε να διεκδικήσει η κοινότητα τεράστιο. Είναι, ταυτόχρονα, ένας ιδιότυπος φόρος τιμής, για την εποχή που το καζάνι που έβραζε όλο και άφηνε ατμό να δραπετεύσει, αλλά ταυτόχρονα και ένα παράδοξο ταξίδι στις ρίζες, μια ιστορία σχετικά απλή ως προς το περιεχόμενο, μια μελωδία εύκολα σφυρίξιμη, δοσμένη όμως με τρόπο καθηλωτικά άγριο και φρενήρη, έτσι όπως τα πρόσωπα παίρνουν τον λόγο το ένα μετά το άλλο, έτσι όπως μπλέκονται οι μεμονωμένες ιστορίες γύρω από την κεντρική, ενώ εκείνη διαρκώς προωθείται και ολοκληρώνεται.

Η Μόρισον, ίσως γι' αυτό δεν έλαβε τους επαίνους που της έπρεπαν, όχι σε χρόνο σύγχρονο τουλάχιστον και παρά το Νόμπελ, το οποίο διαισθητικά φοβάμαι πως ακριβώς γι' αυτό το πήρε, γιατί έγραψε μαύρη λογοτεχνία, και ας μην έχω διαβάσει άλλα βιβλία της, αυτό είναι κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να ανακαλύψει, ο «εξωτισμός» και το αίσθημα υπεροχής των λευκών αντρών απέναντι σε μια μαύρη γυναίκα, μια λογοτεχνία που δεν τους αφορούσε έτσι όπως έθετε εν αμφιβόλω τις συμπαγείς ιδέες τους για τον κόσμο, αλλά η επιτροπή του Νόμπελ, που από καιρό σε καιρό θέλει να δείχνει ανοιχτή στο νέο, ανεκτική στο διαφορετικό, να πιστοποιεί μια πολιτική αλλαγή που τίθεται προς πώληση και για εφησυχασμό των προοδευτικών, ή, τέλος πάντων, εκείνων που έτσι αυτοπροσδιορίζονται, ένιωσε την υποχρέωση να κάνει αυτή τη βράβευση.

Και όμως, κανέναν εξωτισμό δεν διέκρινα, όχι με βάση ανάγνωσης το σήμερα τουλάχιστον, αλλά συμπλήρωση της εικόνας, αυτό ναι, της μεγάλης εικόνας, την κατάρριψη της μονοσημίας και της μονοσυστατικότητας του κόσμου, και πιο συγκεκριμένα του αμερικάνικου, του πλέον προβεβλημένου κόσμου από όλους όσους απαρτίζουν και συνθέτουν το όλο της ανθρωπότητας και των παραγώγων της. Και κατάρριψη της όποιας στερεοτυπίας, καλή ή κακής, αγνής ή εκ του πονηρού, σχετικά με τη μαύρη ζωή, τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά της, όχι οι καημένοι οι μαύροι, όχι οι βίαιοι μαύροι, όχι άσπρο, όχι μαύρο, όχι όλα ένα και το αυτό, αλλά πολυσημία, πολυσυστατικότητα, διαφορετικότητα ποικίλων χαρακτηριστικών.

Ο κίνδυνος ελοχεύει, η παγίδα είναι πονηρά τοποθετημένη, για μαύρη γυναίκα καλά γράφει, την καημένη και τους καημένους, ας τις πετάξουμε λίγα ψίχουλα αναγνώρισης, ας της χτυπήσουμε την πλάτη απαλά εμείς οι προοδευτικοί προνομιούχοι, ας φανούμε μεγαλόψυχοι και κουβαρντάδες, ας σκύψουμε λίγο από τα ύψη που αερίζουν τα μυαλά και το βλέμμα μας, αρκεί να μην παραδεχτούμε πως φάγαμε τα μούτρα μας, πως μας πλάκωσαν οι ίδιες μας οι μέχρι πρότινος στέρεες πεποιθήσεις μας, η ιδεοληψία μας, πριν πούμε το απλό: κάναμε λάθος, είμαστε γελοίοι.

Τι να λέμε τώρα, σπουδαία λογοτεχνία. Και από το ένα όνομα στη λίστα με τις παραλείψεις, τα κενά, τις επιθυμίες και τα απωθημένα, βρέθηκα με ολόκληρη τη βιογραφία της Μόρισον.

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Παπαδόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου