Η κυκλοφορία αυτή από μόνη της αποτελεί ένα εκδοτικό γεγονός, εξαιτίας και της νέας μετάφρασης δια χειρός Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, έκδοση προσεγμένη σε όλα τα επίπεδα, από το εξώφυλλο έως και το επίμετρο, τοποθετημένο ορθά στο τέλος. Και αν για κάποιους, όπως εγώ, ήταν μια τέλεια αφορμή για επιστροφή στη νήσο Σκάυ, χρόνια μετά από εκείνη την πρώτη και τόσο καθοριστική εν γένει επίσκεψη, όταν το σύμπαν της Γουλφ, βιβλίο βιβλίο, απλωνόταν μπροστά μας, καθορίζοντάς μας εν πολλοίς σε πλείστα επίπεδα, ακόμα πιο σημαντικό, θεωρώ, είναι πως μια νέα κυκλοφορία ενός κλασικού και τόσο σημαντικού κειμένου όπως το Στο φάρο, είναι το γεγονός πως δύναται να αποτελέσει μια κολυμπήθρα βάφτισης για νεότερους αναγνώστες. Ζηλεύω, ξεκάθαρα, στη σκέψη της πρώτης περιδιάβασης στον γουλφικό κόσμο.
Ωστόσο, παρότι η ανάγνωση έγινε και τα αυλάκια που εκείνη η πρώτη ανάγνωση είχε σκαλίσει και με τον καιρό είχαν ξεθωριάσει ανοίχτηκαν εκ νέου και βαθύτερα ενώ ταυτόχρονα η διαχρονική επιρροή της Γουλφ φωτίστηκε ακόμα καλύτερα αφού όλα εκείνα τα βιβλία που μεσολάβησαν έκτοτε στο αναγνωστικό μονοπάτι θα ήταν τόσο διαφορετικά αν υποθέσουμε πως θα είχαν γραφτεί, η απόφαση για το αν θα γράψω ένα κείμενο σχετικά με την ανάγνωση αυτή με βασάνισε. Γύρευα το διακύβευμα ενός τέτοιου κειμένου, κάτι περισσότερο από την παραπάνω εισαγωγή, κάτι περισσότερο από μια ημερολογιακή καταγραφή αναγνωστικής επιστροφής.
Σκεφτόμουν πώς θα ήταν αν είχα σπουδάσει αγγλική φιλολογία και είχα διαβάσει στο πρωτότυπο το σύνολο του γουλφικού κόρπους, ενώ παράλληλα θα είχα εξοικειωθεί με την κριτική προσέγγιση μέσα στα χρόνια, την επίδραση στην αγγλοσαξονική και όχι μόνο λογοτεχνία, τη φεμινιστική προσέγγιση και κριτική ανάγνωση, όλα αυτά θα ήταν σπουδαία. Βέβαια, θα μπορούσα να έχω φοιτήσει στην αγγλική φιλολογία και ποτέ να μην έχω διαβάσει Γουλφ, ούτε αυτό είναι σπάνιο· όπως και να έχει εγώ ένα ταπεινό και βαρετό οικονομικό τελείωσα. Το σκεφτόμουν αυτό γιατί αναρωτιόμουν αν μπορεί σήμερα να γραφτεί ένα κριτικό κείμενο για το Στο φάρο, χωρίς αυτό να συνοδεύεται από μια συνολική τοποθέτηση εντός του ευρύτερου κόρπους και χωρίς να προσφέρει κάτι καινούριο, μια νέα αναζήτηση, μια νέα διερεύνηση, μια νέα ανάγνωση, ή αν ακόμα παραπέρα θα μπορούσε να σταθεί ένα κριτικό κείμενο χωρίς να περιλαμβάνει μια θεώρηση της μετάφρασης, μια σύγκριση με τις υπόλοιπες που προηγήθηκαν με κορυφή εκείνη του Μπερλή. Αναρωτιόμουν τα παραπάνω και ένιωθα πως η απάντηση είναι όχι. Άσχετα με το γεγονός πως εγώ έτσι και αλλιώς δεν θα έγραφα ένα κριτικό κείμενο, δεν θα το ισχυριζόμουν τουλάχιστον, ήταν μια σκέψη η οποία έμοιαζε να ενισχύει την απόφασή μου να μην καταγράψω την αναγνωστική εμπειρία, υπάρχουν κείμενα που μας υπερβαίνουν, σε όλα τα επίπεδα, αυτό είναι ένα από αυτά, και η ανάγνωση, ως πράξη ενεργητική συχνά μας ευλογεί ορίζοντας τα όρια μας. Ύστερα, κάπως αυθαίρετα και υποκειμενικά, όπως γίνονται συνήθως τα πράγματα δηλαδή, σκεφτόμουν πως της Γουλφ θα της άρεσε η ιδέα ενός κειμένου συνειρμικού βασισμένου στην υποκειμενική και διαισθητική εμπειρία και όχι στην αντικειμενική και διακριτή γνώση, αλλά ένιωσα λίγος ή χωρίς έμπνευση για να το επιχειρήσω.
Υπάρχει ωστόσο ένα μοτίβο εντός του Φάρου που επανέρχεται και έχει να κάνει με τον κύριο Τάνσλυ να ψιθυρίζει στο αυτί της: «Οι γυναίκες δεν ξέρουν να ζωγραφίζουν, οι γυναίκες δεν ξέρουν να γράφουν...», μοτίβο το οποίο διαρκώς με επισκεπτόταν και με έβαζε ξανά και ξανά στη σκέψη γύρω από την υποδοχή του έργου της Γουλφ από τους σύγχρονους κριτικούς και αναγνώστες με δημόσιο λόγο, μια γυναίκα που έγραφε, μια γυναίκα που έγραφε με έναν τρόπο διαφορετικό, για τον οποίο ακόμα δεν υπήρχε η θεωρία, το αποκούμπι του κακού αναγνώστη, αλλά μόνο το συναίσθημα, το ένστικτο, η διαίσθηση, για κάποιους λίγους και η βεβαιότητα, έστω και χωρίς να μπορεί να αποδειχθεί, έστω πως η λογοτεχνία μπορεί να αποδειχθεί, πως αυτό εδώ ήταν ένα μέγιστο συμβάν στην ιστορία της αφήγησης, πως τίποτα πια δεν θα ήταν ξανά το ίδιο, πως ο κόσμος είχε για πάντα μεταβληθεί, την ίδια στιγμή και μπροστά στα μάτια τους, τι τύχη να ζει κανείς σε τέτοιους καιρούς, και όμως η πλειοψηφία, που ευτυχώς η πλειοψηφία της χάθηκε στη λήθη, ισχυριζόταν μετά βεβαιότητος πως αυτό δεν ήταν λογοτεχνία, δεν ήταν άξιο κριτικής, πως μια γυναίκα δεν μπορούσε να γράψει, πως μια γυναίκα δεν μπορούσε να γράψει με έναν τρόπο διαφορετικό, ακατανόητο, έξω από τη σφαίρα της βεβαιότητας και της παράδοσης, έξω από τη συντήρηση και την ασφάλεια του παρελθόντος. Παρότι ένα μέρος μου τους λυπάται όλους εκείνους που μετά βεβαιότητας ισχυρίζονταν πως αυτό δεν είναι λογοτεχνία, ένα άλλο μέρος μου θυμώνει και μόνο στην ιδέα πως τα βιβλία αυτά κατά τύχη έφτασαν σε χρόνια πιο ύστερα, όταν οι αναγνώστες μπορούσαν να τα διαβάσουν και να αποδεχτούν με δάκρυα την ομορφιά. Δεν το λέω γιατί σκέφτομαι την πίκρα της Γουλφ στην απόρριψη, της Γουλφ και της κάθε Γουλφ, αλλά από προσωπικό συμφέρον, από την έστω και ελάχιστη πιθανότητα να μην είχα διαβάσει Γουλφ επειδή κάποιος βλάκας με προνόμιο αδυνατούσε να διακρίνει την ομορφιά και εκ θρόνου ψηλού το καταδίκασε ως ανοησία, και μόνο με την υποψία για το πόσες Γουλφ χάθηκαν εξαιτίας αυτών.
Ένα μεγάλο μέρος της ιστορία της λογοτεχνίας θα μπορούσε να ειπωθεί με τον ίδιο τρόπο, συγγραφείς και έργα μπροστά από την εποχή τους, που ωστόσο, και αυτό είναι συγκλονιστικό, αποτύπωσαν με τον πλέον ευδιάκριτο και οξυδερκή τρόπο την εποχή τους. Οι όμοιοι τους, οι βλάκες με προνόμιο της κάθε επόμενης εποχής, τώρα επικαλούνται τη Γουλφ για να ισχυριστούν εκείνο που οι πρόγονοί τους έλεγαν ενάντια στη Γουλφ, και αυτό θα ήταν υπερκωμικό αν δεν ήταν εξοργιστικό. Τόσους αιώνες μετά από την πρώτη γραφή και ακόμα να αναγνωρίσουμε στη γραφή, στην τέχνη εν γένει, πως δύναται να υπερτερεί των αναγνωστών, όποια ιδέα και αν εκείνοι έχουν για τον εαυτό τους, τη σκευή τους, την άποψή τους, να προπορεύεται αυτών, να σημαίνει το νέο, το επερχόμενο. Έναν αιώνα μετά και ακόμα το αίτημα για ένα δικό του/της/του δωμάτιο είναι επίκαιρο.
υγ. Για το Ένα δικό σου δωμάτιο περισσότερα εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου