Δευτέρα 14 Ιουλίου 2025

Φέτος δεν γιορτάζει κανείς - Σταυρούλα Γεωργοπούλου

Ανήκω σε μια γενιά που η λέξη ποπ υπήρξε για χρόνια προβληματική και ίσως ακόμα τέτοια να είναι, συνώνυμη μάλλον του ευτελούς, ίσως γιατί σε αυτό το άρμα, με βασίλισσα τη Μαντόνα, θέλησαν να επιβιβαστούν οι εγχώριες λαϊκοανατολιτικοβαλκάνιες φωνές, που είχαν τόση σχέση με τη μουσική της όση και εγώ, δηλαδή καμία, ποπ ίσον ελαφρολαϊκό και γενικά όλα τουρλού, τσικαμπούμ και όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου, όπως και να είχε κανείς μας δεν τολμούσε να πει πως ακούει ποπ, όλα τα καλά ήταν ροκ. Οπότε, στη μουσική τουλάχιστον, καλή εγχώρια ποπ υπήρξε, απλώς δεν την ονομάζαμε έτσι. Στη λογοτεχνία η ποπ εκδοχή μου λείπει, ειδικά στο γενεαλογικό κομμάτι της συγχρονίας και του πρόσφατου παρελθόντος. Η ποπ εδώ είναι μάλλον θύμα της σοβαροφανούς/αναχωρητικής (απόπειρας) λογοτεχνίας από τη μια και της ντοπιολαλιάς/φολκλόρ από την άλλη. Για να συνοψίσω, μου λείπει ένας Νικ Χόρνμπυ που να γράφει στα ελληνικά.

Είναι σημαντικό αυτή η λογοτεχνία στην οποία αναφέρομαι να είναι γραμμένη στη μητρική γλώσσα, να διαδραματίζεται εντός του ελλαδικού χώρου, εκεί που βρίσκονται οι αναμνήσεις και οι αναφορές μας, είναι βασικό συστατικό για την επίτευξη συγχρονίας εκ της οποίας, αν είναι καλή λογοτεχνία, θα προκύψει επιπλέον αναγνωστική απόλαυση. Φοβούμενος πως θα αδικήσω κάποια ακόμα βιβλία που δεν μου έρχονται τώρα στο μυαλό, θα σημειώσω τρία: το Αδελφικό της Βάσιας Τζανακάρη (εκδόσεις Μεταίχμιο), το Διακοπές στην Αβησσυνία της Ελίζας Παναγιωτάτου (εκδόσεις Αντίποδες) και το Εκεί που ζούμε του Χρίστου Κυθρεώτη (εκδόσεις Πατάκη).

Το Φέτος δεν γιορτάζει κανείς είναι ένα καλογραμμένο, απολαυστικό, ποπ μυθιστόρημα, μια ωδή στη συγχρονία. Και επειδή οι εξωτερικές συνθήκες πάντοτε επηρεάζουν την ανάγνωση, πρόσθετη αξία αντλήθηκε από την ανάγνωση μεγάλου μέρους του στο κατάστρωμα ενός πλοίου καταμεσής του Αιγαίου. Το αφηγηματικό εύρημα, σε ανοιχτή συνομιλία με τον τίτλο, είναι μια ημερολογιακή καταγραφή σε μήκος ενός χρόνου, ένα ιδιότυπο κουτσό από γιορτή σε γιορτή. Το έτος είναι το 2019, αφηγήτρια είναι η Στέφη, και αυτή είναι μια σύνθεση από υποϊστορίες, ταυτόχρονα αυτόνομες, αλλά συγχρόνως και συνδετικές της κύριας αφήγησης.

Αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Σταυρούλας Γεωργοπούλου, που βρήκε απάγκιο στην καλοστημένη σειρά λ των εκδόσεων Νήσος. Δεν μου είχε μιλήσει κανείς για το βιβλίο αυτό, δεν ήξερα κάτι πέρα από όσα το οπισθόφυλλο μαρτυρούσε, ο όγκος του, περί τις τετρακόσιες σελίδες, υπήρξε καταλυτικός κατά την επιλογή, ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα έψαχνα για το κατάστρωμα του πλοίου, για εκείνο το πολύωρο ταξίδι, και αυτό θα ήταν το πρώτο βιβλίο που θα διάβαζα στις διακοπές μου, όσο και αν συνειδητά το αγνοούσα, υποσυνείδητα το είχα φορτώσει με ένα σωρό προσδοκίες, το καημένο.

Οι πρώτες σελίδες, η αλήθεια είναι, πως αποδείχτηκαν κάπως απογοητευτικές, η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια έμοιαζε να προσπαθεί υπερβολικά, αλλά μάλλον αμήχανη έμοιαζε και σε αναζήτηση της φωνής της, κάποια που ξάφνου στέκεται μπροστά από ένα ανοιχτό μικρόφωνο και καλείται να πει την ιστορία της παρουσία ενός ακροατηρίου αποτελούμενου κυρίως από αγνώστους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανοικονόμητη χρήση θαυμαστικών και αποσιωπητικών σε μια χαριτωμένη, πλην όμως μη λειτουργική, απόπειρα να κερδίσει τον φανταστικό αναγνώστη. Εντούτοις, παρά τον εκνευρισμό, υπήρχε έντονα κάτι το ενδιαφέρον στη ματιά επί των γεγονότων που συγκροτούσαν την αφήγηση, αυτά τα στιγμιότυπα, μια ματιά οικεία απέναντι στα πράγματα και τις καταστάσεις, και μια τρομερή άνεση στην κατασκευή των διαλογικών μερών. Ευτυχώς δεν το παράτησα το βιβλίο αυτό.

Λίγες σελίδες αργότερα ο εκνευρισμός υποχώρησε, η αφηγήτρια ένιωσε πιο σίγουρη για τον εαυτό της, αφέθηκε πιο χαλαρή και έτσι ο διπλός της ρόλος τέθηκε σε λειτουργία, μπορώντας έτσι να κρατήσει δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, εκείνο της αφήγησης/σκηνοθεσίας και εκείνο του πρωταγωνιστικού ρόλου. Και άπαξ και αυτό συνέβη, η μελωδία υπήρξε ευδιάκριτη, οι σελίδες γυρνούσαν με ευκολία, τα πρόσωπα της πλοκής απέκτησαν διαστάσεις και ξεκόλλησαν από το χαρτί, ο αναγνώστης, εγώ δηλαδή, ένιωσε μέρος της παρέας, αντίκρισε και δικά του πράγματα, γνώριμες καταστάσεις, εκεί στη νεαρή μεσήλικη φάση της ζωής, ερωτήματα, αδιέξοδα, ελπίδες και λοιπά συστατικά της ζήσης με ένα ελάχιστο προνόμιο εξασφαλισμένο. Συγχρονία, ρεαλισμός και μια καλογραμμένη ιστορία, ένας υπέροχος συνδυασμός.

Οι γιορτές και οι διακοπές, τα Σαββατόβραδα και τα τριήμερα, η υποχρέωση να περάσει κανείς καλά, να κάνει κάτι το ξεχωριστό, να διαφύγει και να αναπνεύσει μακριά από την καθημερινή εργασιακή ρουτίνα, τείνουν να αποτελούν βαρίδια, μια υποχρέωση, ένα καρότο μπροστά στη μύτη μας. Κάποτε την έστηνα Παρασκευή και Σάββατο βράδυ στον σταθμό του Κεραμεικού, το τελευταίο μισάωρο λειτουργίας του μετρό, παρατηρούσα τις αγχωμένες φάτσες εκείνων που έτρεχαν να προλάβουν τον τελευταίο συρμό, κουρασμένοι και απογοητευμένοι έμοιαζαν σε μεγάλο ποσοστό, η ταλαιπωρία της εβδομάδος που προηγήθηκε δεν άξιζε τον κόπο τελικά, πόσα να συμβούν σε λίγες ώρες ώστε να αναπληρώσουν δεκάδες μαρτυρίου που προηγήθηκαν, και σε λίγο θα ξημέρωνε Κυριακή ξανά.

Εκτός από αφηγηματικά λειτουργικό, αφού οι γιορτές λειτουργούν ως μια σπονδυλική στήλη για το μυθιστόρημα, προσδίδοντάς του συνοχή και επιτρέποντάς του να διαφύγει σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο αφηγηματικής κοιλιάς, η επιλογή αυτή της Γεωργοπούλου αποδεικνύεται ιδιαιτέρως οξυδερκής, αφού επισημαίνει κάτι καθοριστικό από τη ζωή στη μητρόπολη, από τη σύγχρονη ζωή εν γένει. Το κομμάτι της διασκέδασης, του εορτασμού, το τυράκι στη φάκα. Και επέλεξε, δεν ξέρω συνειδητά ή ασυνείδητα, να μην θεωρητικοποιήσει το εύρημα αυτό, να μη δώσει μια υπερβολικά δοκιμιακή χροιά στο μυθιστόρημά της, αλλά να το αφήσει να υπάρχει και να λειτουργεί διαρκώς στο βάθος, πετυχαίνοντας έτσι να αποδειχτεί λειτουργικά καθοριστικό στη συνολική κατασκευή.

Και μόνο η ποπ, η μουσική σίγουρα μόνο αυτή, μπορεί να πιάσει το στενάχωρο και καταθλιπτικό συναίσθημα, ως συννοσηρότητα μιας φαινομενικής κανονικότητας, με τόση ακρίβεια, να το αναδείξει εξαιτίας της φαινομενικής απλότητας και χαλαρότητας που κυριαρχεί, να αποδώσει αυτό που αποφεύγουμε να κοιτάμε στην καθημερινότητά μας, παρότι υπάρχει διαρκώς εκεί και μας καθορίζει τις μέρες σε τεράστιο βαθμό, αλλά εμείς, πώς αλλιώς, κάνουμε πως δεν το βλέπουμε, όποτε μπορούμε να μην το βλέπουμε. Και εδώ αυτή η αίσθηση δίνεται, κατά τη γνώμη μου, με έναν τρόπο πειστικά αληθοφανή, μια συχνότητα διαρκώς παρούσα, κάτι που στους άλλους το διακρίνουμε με περισσή αυτοπεποίθηση και ευκολία, στον εαυτό μας ωστόσο όχι, αδυνατούμε, πώς αλλιώς να την παλέψουμε αν δεν μας έχουμε πείσει πως κάνουμε το καλύτερο δυνατό, τι και αν η αποτυχία είναι η πόρτα που διαρκώς χτυπάμε; Και να πώς η μοναξιά εμφανίζεται μέσα στον συνωστισμό, να πώς οι φιλίες και οι έρωτες αποδεικνύονται εύθραυστοι, να πώς η ιδιωτεία δεν αποτελεί επιλογή αλλά αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο ζούμε.

Ένα ωραίο, απολαυστικό μυθιστόρημα, αρκούντως ποπ!

υγ. Για το Αδελφικό περισσότερα εδώ, για το Διακοπές στην Αβησσυνία εδώ, για το Εκεί που ζούμε εδώ.

Εκδόσεις Νήσος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου