Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Οι ξαδέλφες - Aurora Venturini

Δεν θα διάβαζα το μυθιστόρημα αυτό, όχι σύντομα τουλάχιστον, αν δεν δεχόμουν ισχυρές προτροπές σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του. Μοιάζει, και ίσως να είναι, κατά κύριο λόγο μοναχική διαδικασία η χάραξη και η διάνυση του αναγνωστικού μονοπατιού, ωστόσο, συμβαίνει, αν είσαι τυχερός, κι εγώ θεωρώ εαυτόν τυχερό, να σου απλώνονται νήματα από αναγνώστες που εκτιμάς. Δεν είναι απλό να «πείσεις» κάποιον να παρεκτραπεί των επόμενων λίγων βημάτων του μονοπατιού, το πάθος στο βλέμμα είναι το πιο σύνηθες, η απλή επισήμανση πως το τάδε ή το δείνα βιβλίο είναι ωραίο δεν αρκεί, πάρα πολλά ωραία βιβλία υπάρχουν εκεί έξω. Στην περίπτωση της Αουρόρα Βεντουρίνι, γεννημένης στην Αργεντινή το 1921, και του βιβλίου της, το πάθος στο βλέμμα των τριών αναγνωστριών συνοδεύτηκε από δύο ακόμα συστατικά, εκείνο της ηλικίας της συγγραφέως όταν έγραψε το βιβλίο, ήταν ογδόντα πέντε ετών, και το απέστειλε χωρίς υπογραφή σε έναν διαγωνισμό υπό την προεδρία της Μαριάννα Ενρίκες, όπου και κέρδισε το πρώτο βραβείο, και ο πρόλογος της ήδη αγαπημένης συγγραφέως στην έκδοση, μια υπογραφή-εγγύηση για το περιεχόμενο.

Οι προσδοκίες εδώ είχαν να κάνουν κυρίως με την περιέργεια απόρροια της ηλικίας τής συγγραφέως. Έχω σημειώσει ξανά, αρκετές ίσως φορές, πόσο προκλητική και γοητευτική μου φαίνεται η διατήρηση ή και η γέννηση της φρεσκάδας σε αντιδιαστολή με τη φαινομενικά αναπόφευκτη συντήρηση που το πέρας της ηλικίας επιφέρει στην πλειοψηφία των ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που κάποτε υπήρξαν ριζοσπαστικοί ή έτσι, τουλάχιστον, έδειχναν και ισχυρίζονταν. Πάντοτε θα θυμάμαι και θα μνημονεύω την περίπτωση του Χούλιο Κορτάσαρ. Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που γράφουν ή συνεχίζουν να γράφουν σε μεγάλη ηλικία, η περιέργεια εδώ γεννήθηκε από το ύφος και την «πολιτική» των εκδόσεων Carnívora, που καθιστούν τον κατάλογό τους άκρως σύγχρονο, ειδικά των έργων που αποτελούν την κίτρινη σειρά. Όλων αυτών λεχθέντων, βρισκόμαστε στο αναγνωστικό κατώφλι, στο κυρίως διακύβευμα.

Μια πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, η Γιούνα, εξιστορεί την ιστορία μιας φτωχής οικογένειας γυναικών, ξαδέλφες μεταξύ τους, που κάθε μία πάσχει και από κάποια γενετική ανωμαλία. Εκείνη, εξαιτίας του έμφυτου ταλέντου της και με την αρωγή ενός καθηγητή της, θα καταφέρει να γίνει μια πετυχημένη ζωγράφος. Βρισκόμαστε στην Αργεντινή της δεκαετίας του σαράντα.

Η ελάχιστη αυτή σύνοψη δεν προσφέρει και πολλά στον υποψήφιο αναγνώστη, ίσως και να μην του δημιουργεί καν την επιθυμία ανάγνωσης. Καταφυγή στο κλισέ: σημασία δεν έχει τόσο τι ιστορία θα αφηγηθείς αλλά ο τρόπος που θα το κάνεις. Και η Βεντουρίνι το κάνει περίφημα.

Σε μια εποχή που η ολοένα και μεγαλύτερη επικράτηση των πάσης φύσεως και μορφής σεμιναρίων δημιουργικής γραφής έχει ως αποτέλεσμα μια λογοτεχνία στρογγυλεμένη ακόμα και όταν αυτή η λείανση της επιφάνειας δεν συνάδει με το περιεχόμενο. Επίσης, η απομάγευση. Αναφέρομαι στην απόπειρα, αναπόφευκτα αποτυχημένη στο πλήρες εύρος της, για ποσοτικοποίηση και ποιοτική ανάλυση των συστατικών της καλής ή της ευπώλητης λογοτεχνίας, η μανία για να αποτυπωθεί στη θεωρία η κατασκευή και η λειτουργία του κάθε βιβλίου, λες και υπάρχουν απαντήσεις για τα πάντα, εδώ στις θετικές απαντήσεις και δεν έχουμε απαντήσεις για τα πάντα, κάθε άλλο, συχνά οι επιστήμονες φτάνουν μέχρι ένα σημείο και τότε αναγκάζονται να καταφύγουν σε υποθέσεις, σε μια άνω τελεία, ελπίζοντας πως το μονοπάτι θα συνεχιστεί στο μέλλον, αν μέχρι τότε δεν έχει αποδεχθεί αδιέξοδο και παραπλανητικό. Υποψιάζομαι πως αρκετές «φωνές» που από απόσταση χρόνων μας παίρνουν το μυαλό και γεννούν έναν ατόφιο ενθουσιασμό για τη μοναδικότητά τους, για τον ρηξικέλευθο χαρακτήρα τους, την επαναστατικότητά τους, επίσης, και όλα όσα προσέφεραν στο λογοτεχνικό ποτάμι, δεν θα υπήρχαν σήμερα, θα είχαν απορριφθεί ή θα είχε γίνει απόπειρα ομογενοποίησης.

Πίσω στο βιβλίο μας τώρα. Ακόμα ένα κλισέ: δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Το επίθετο μοναδικός, που τόσο θέλω να τοποθετήσω μπροστά από το ουσιαστικό γραφή στην περίπτωση της Βεντουρίνι, αναγκαστικά γίνεται καταχρηστικά, πώς αλλιώς. Ωστόσο, υπάρχει μια παγίδα, που νιώθω πως πρέπει να επισημάνω, μια σημείωση για έναν μεγαλύτερης ηλικίας εαυτό με ροπή στην επιλεκτική λήθη: το γεγονός πως διαβάζοντας ένα βιβλίο, μιλώντας για λογοτεχνία, μπορεί κάποιος να εντοπίσει ένα ή περισσότερα νήματα σύνδεσης με μια λογοτεχνική παράδοση ή και με έναν μόνο σημαντικό συγγραφέα, δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, πως τα πάντα έχουν ήδη ειπωθεί με τον καλύτερο ή τον μοναδικό τρόπο. Η λογοτεχνία ήταν και πάντα θα είναι ένα φαινόμενο δυναμικό, ακόμα μια υποψία κλισέ, που ακολουθεί, συγχρονίζεται ή προηγείται της εποχής της. Ακόμα και όταν ακολουθεί, αυτό δεν σημαίνει πως στερείται αξίας ή ενδιαφέροντος, σε καμία περίπτωση, παρότι η νεκροφιλία αποτελεί ίδιον μερίδας αναγνωστών που απεγνωσμένα θέλουν να επιβεβαιώνουν όσα γνωρίζουν ή πιστεύουν πως γνωρίζουν για τον κόσμο.

Η περίπτωση της Βεντουρίνι καθίσταται ιδιαίτερη για ποικίλους λόγους. Η ιδιαίτερη αφηγηματική φωνή που επιλέγει, σύμφωνοι το έχουν κάνει και άλλοι, ας αφήσω εδώ να υπάρχει το όνομα του Φόκνερ, είναι ένας από τους λόγους. Ο σημαντικότερος ωστόσο θεωρώ πως είναι η απόφαση να τοποθετήσει την ιστορία της στη δεκαετία του σαράντα, όχι γιατί είναι απαραίτητο για την ιστορία ή γιατί αποτελεί πρωτεύουσα φιλοδοξία της να ανασύρει κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο από τη στέρνα του παρελθόντος, αλλά γιατί μοιάζει να βρίσκει ενδιαφέρουσα την ιδέα να μιλήσει για πράγματα γνώριμα, γυναίκες δυσκολεμένες στο πλαίσιο της εποχής τους, με τρόπο φαινομενικά μόνο παλιακό αλλά ταυτόχρονα διαχρονικό, σύγχρονο και επίκαιρο, ίσως για να μας επισημάνει πως σε κάθε εποχή ο τρόπος και μαζί του το λεξιλόγιο, το ορθό και το πρέπον διαφέρουν. Εδώ εντοπίζεται η φρεσκάδα και η αντίστιξη με την ηλικία της, η οξυδέρκεια στην παρατήρηση των αλλαγών, των εξελίξεων, των διεκδικήσεων (και) μέσα από τη λογοτεχνία.

Η διάχυτη αβεβαιότητα για το πώς στέκεται η συγγραφέας απέναντι στην πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια και μέσω αυτής απέναντι στις υπόλοιπες γυναίκες της ιστορίας, άραγε τη συμπονά ή την κοροϊδεύει, την αγαπά ή της είναι αδιάφορη, ένα άψυχο πιόνι στην παρτίδα που θέλει να αναπτύξει στο αφηγηματικό ταμπλό;, δίνει μια επιπρόσθετη του ύφους και της φωνής συνοχή στο μυθιστόρημα. Από αυτή την αβεβαιότητα πηγάζει επίσης η επίφοβη, τελικώς εκτελεσμένη άψογα, ισορροπία ανάμεσα στο γκροτέσκο και το σοβαρό, το κωμικό και το τραγικό, το υπερρεαλιστικό και το ακραία ρεαλιστικό. Η Βεντουρίνι αποτυπώνει επακριβώς τους όρους με τους οποίους γίνεται η συζήτηση για τα μη προνομιούχα άτομα, για τον τρόπο με τον οποίο ο όποιος ανθρωπισμός μας συνοδεύεται από μια απέχθεια και αποστροφή στο βλέμμα, ένα ευτυχώς εγώ δεν είμαι έτσι, την πολιτική ορθότητα του φαίνεσθαι, το πώς ένας ανάπηρος, ένα τέρας ίσως;, όπως η Γιούνα και όχι οι αποτυχημένες ξαδέλφες της, ξεχωρίζουν στο κοινωνικό σύνολο, σε καμία περίπτωση δεν ενσωματώνονται, δεν γίνονται μία από όλους μας, αλλά το ταλέντο τους, η δεξιοτεχνία τους, μας αναγκάζουν να τις κοιτάξουμε, έστω και πλάγια, έστω και αν πρέπει να αλλάξουν το όνομά τους ή και την ίδια τους την ιστορία, να προσαρμοστούν σε ένα κατασκεύασμα εαυτού. Και αυτό η Βεντουρίνι το πετυχαίνει αφήνοντας απλώς την Γιούνα να αφηγηθεί την ιστορία τους, με τον τρόπο που τότε θα γινόταν και σήμερα θα έμοιαζε προβληματικός έστω και με την ελάχιστη υποψία ετεροπροσδιορισμού, χωρίς να δοκιμάζει να κάνει δοκιμιακές και θεωρητικές παρεκβάσεις, όπως δηλαδή κάνει η καλή λογοτεχνία, αφήνοντας την ιστορία να στέκει διαρκώς στο προσκήνιο, χωρίς να εκβιάζει και να χάνει τον βηματισμό της, με ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη.

Διαβάζοντας το ωραίο, από πολλές απόψεις, βιβλίο της Βεντουρίνι σκεφτόμουν συχνά Το ακουστικό κέρας της Λεονόρα Κάρινγκτον, αν κάποιο από τα δύο βιβλία σας άρεσε, αναζητήστε το άλλο.

υγ. Για την Ενρίκες περισσότερα θα βρείτε εδώ, για Το ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον εδώ, για περισσότερα βιβλία των εκδόσεων Carnívora εδώ.

Μετάφραση Μαρία Αθανασιάδου, Θεώνη Κάμπρα, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιλόγος
Εκδόσεις Carnívora  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου