Είναι ο τρόπος μου να αντιλαμβάνομαι, να γνωρίζω, να παίρνω τη θέση μου, να (με) μαθαίνω, η λογοτεχνία, η ανάγνωση, (και) γι' αυτό διαβάζω, έτσι έχω μάθει να διασχίζω τον κόσμο. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να σημειώσω γιατί θέλησα να διαβάσω το βιβλίο αυτό, όσα χρόνια και αν περάσουν θα το ξέρω καλά.
Ωστόσο, δεν γύρευα ένα εγχειρίδιο. Πρόσφατα διάβασα ένα βιβλίο, στο όριο της αυτοβιογραφίας και της αυτομυθοπλασίας, με θέμα τον γάμο και τον χωρισμό, επειδή διαβάζω για να κατανοήσω την ανθρώπινη εμπειρία και όχι για να διδαχτώ και να απομνημονεύσω, ευτυχώς τελείωσε η περίοδος σχολείο-σχολή, με ενόχλησε το σχόλιο μιας αναγνώστριας με υψηλές βλέψεις ως προς τη θέση της απέναντι στη λογοτεχνία, η οποία χωρίς να ασχοληθεί διόλου με το τεχνικό κομμάτι της κατασκευής, έμεινε απλώς στη σύγκριση της εμπειρίας τής συγγραφέως με τη δική της, έχω παντρευτεί και χωρίσει και ξέρω και δεν είναι έτσι όπως τα λέει εκείνη, είπε εν ολίγοις, άρα μάπα το καρπούζι, απεφάνθη. Και προφανώς καθένας μπορεί να έχει τη γνώμη του, αλλά και αντίστοιχα προφανώς καθένας μπορεί να εκφράζει την αντίρρησή του σ' αυτή κ.ο.κ. Αναφέρω αυτή την όχληση όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά για να θέσω (και για μένα τον ίδιο) ένα ελάχιστο πλαίσιο, ενοχλήθηκα ίσως γιατί θεωρούσα το πλαίσιο αυτό δεδομένο ή, μάλλον καλύτερα, ήθελα τέτοιο να το θεωρώ. Η ανάγνωση, η επαφή με την άλλη εμπειρία, σκέφτομαι, καταργεί τη μονοσημαντότητα του κόσμου τριγύρω, είναι μια από τις κύριες πολιτικές λειτουργίες της γραφής και επερχόμενα της ανάγνωσης.
Γυρίζοντας στο Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου, δεν γύρευα ένα εγχειρίδιο και πώς θα μπορούσα, αναρωτιέμαι, να γυρεύει κανείς κάτι τέτοιο, απέναντι σε ένα συναίσθημα καθηλωτικό, την απώλεια των γονιών του, και την παρεπόμενη διαχείριση των υλικών καταλοίπων, τόξο που εκτείνεται από την πλέον σφοδρή και αμείλικτη γραφειοκρατία μέχρι την απόφαση για ένα ζευγάρι πολυφορεμένα παπούτσια. Ακόμα και αν είχα κιόλας βιώσει την αναμέτρηση αυτή, πάλι η ανάγνωση δεν θα είχε κάποιου είδους συγκριτική φιλοδοξία, πώς το έκανε/βίωσε εκείνη, πώς εγώ, τι νόημα θα είχε μια τέτοια σύγκριση, γιατί να διάβαζα ένα βιβλίο εκκινώντας από αυτή την αφετηρία επιθυμίας, συνεχίζω να σκέφτομαι. Σκατά ξέρω και σκατά έμαθα, όταν θα συμβεί θα λυγίσω τα γόνατα, να αποκτήσω χαμηλότερο κέντρο βάρος μήπως μπορέσω να σηκωθώ ξανά, να μπω στο σπίτι, να φυλλομετρήσω χαρτιά, να ανοίξω μαύρες τρύπες από πλαστικό, να πάρω στα χέρια μου ζευγάρια παπούτσια.
Αν γύρευα απαντήσεις/οδηγίες, τότε δεν θα είχε αξία πώς διάβασα το βιβλίο, έτσι και αλλιώς δεν θα το παρατούσα, ακόμα και αν ήταν το πλέον κακογραμμένο, η απάντηση θα μπορούσε να είναι στην τελευταία σελίδα, έτσι διαβάζαμε για τις εξετάσεις στο σχολείο, βιβλία κακογραμμένα, εντούτοις έπρεπε να τα διασχίσουμε ώστε να φτάσουμε στην απέναντι ακτή της όποιας επιτυχίας.
Σε αυτό το σύνορο αυτομυθοπλασίας-αυτοδοκιμίου βρίσκω συχνά αναγνωστική απόλαυση σε αντίστιξη ίσως με το περιεχόμενο που δένει κόμπο το στομάχι, ίσως γιατί ενεργοποιείται αβίαστα η ενσυναίσθηση, με έναν τρόπο κάπως διαφορετικής δυναμικής και κατεύθυνσης, αφού εδώ το διακύβευμα δεν είναι η κατανόηση του συναισθήματος, της συμπεριφοράς και των κινήτρων του άλλου, αλλά μέσω της εμπειρίας του άλλου η δοκιμασία με το δικό μας συναίσθημα, τη δική μας συμπεριφορά και τα δικά μας κίνητρα. Ο πόνος, άλλωστε, ανάμεσα σε άλλα δύσκολα συναισθήματα, έχει την ιδιότητα τη στιγμή του κατακλυσμού να επιχειρεί να επιβάλλει πως εγώ μόνο νιώθω έτσι, κανείς άλλος ποτέ και πουθενά, βάρος ασήκωτο. Την ίδια στιγμή λεκτικοποιούνται (και εδώ έγκειται η λογοτεχνική επιτυχία κατά τη γνώμη μου) πράγματα που δύσκολα γίνονται λέξεις, ενώ ταυτόχρονα η απαραίτητη, έστω και ελάχιστη, απόσταση που παίρνει το αφηγηματικό πρόσωπο από την εμπειρία του, αποδεικνύεται καθοριστική, αυτός ο χώρος, είπα μπορεί και ελάχιστος, που επιτρέπει στο στήθος να κινηθεί για να χωρέσει μια ακόμα απαραίτητη αναπνοή. Θέλω ίσως με όλα αυτά απλώς να πω πως δεν έχει σημασία τι θα κάνει η Φλεμ απέναντι σε ένα ζευγάρι παπούτσια, αλλά το γεγονός το ίδιο, πως θα βρεθεί απέναντι σε ένα ζευγάρι παπούτσια.
Συχνά γίνεται λόγος για την ιδιωτεία που ολοένα και περισσότερο καταλαμβάνει τη λογοτεχνία, την ανθρώπινη έκφραση, πως πια δεν υπάρχει η φιλοδοξία του οικουμενικού αλλά η κοντή ματιά του ατομικού. Δεν αμφισβητώ πως σε ένα βαθμό αυτό συμβαίνει. Ωστόσο, η γραφή, η έκφραση εν γένει, αποτελείται από ένα ζεύγος, πομπός και δέκτης, σιγά τη σοφία που ξεστόμισα θα πείτε με το δίκιο σας, μισό λεπτό ωστόσο, το λέω για να θυμίσω πως η ευθύνη επιμερίζεται ανάμεσα στα δύο μέρη, μια γραφή μπορεί σίγουρα να είναι έμπλεη ιδιωτείας, αλλά και μια ανάγνωση μπορεί να είναι επίσης τέτοια. Και αυτό καλό είναι να το έχουμε υπόψη μας. Γιατί, σκέφτομαι, είναι ζητούμενο της εποχής, να ξέρουμε καλύτερα από όλους, να ξέρουμε τα πάντα, να έχουμε άποψη και να την εκφράζουμε, εκεί, στο εγώ μας, αρχίζει και τελειώνει η περιβόητη ελευθερία λόγου, και το ζητούμενο αυτό είναι σαφέστατα πολιτικής χροιάς και σύστασης. Η αναγνωστική ευθύνη δεν πρέπει να υποτιμάται και να παραμερίζεται. Η ανθρώπινη εμπειρία από την αρχή του μύθου αποτελεί την κύρια καύσιμη ύλη της αφήγησης, ίσως μόνο πρόσφατα αυτό το έχουμε αναδείξει ως κάτι νέο και πρωτόγνωρο, ίσως γιατί πλέον όλα τα βλέπουμε εξόχως ατομικά και κυρίως, αυτό ναι, κυρίως συγκριτικά, ένας αδηφάγος συνεχόμενος αγώνας βαθμολόγησης του εαυτού, εγώ είμαι καλύτερος στα πάντα, σκατά είμαστε, το βάρος στους ώμους μας είναι ασήκωτο.
υγ. Διαβάζοντας και γράφοντας για το βιβλίο της Φλεμ είχα κατά νου το βιβλίο της Πιεδάδ Μπονέτ, Αυτό που δεν έχει όνομα, περισσότερα γι' αυτό εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου