Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

Επιλογές - Liv Ullmann

Είναι άραγε εφικτό, όποιος έχει δει την Περσόνα, να μην έχει στοιχειωθεί από το βλέμμα της Λιβ Ούλμαν άπαξ και δια παντός; Αυτή η ερώτηση μοιάζει να είναι ο ορισμός της ρητορικής ερώτησης, της προφανούς απάντησης, της περιττολογίας. Ήμουν κάπου είκοσι όταν μου συνέβη το στοίχειωμα. Κάποτε, χρόνια αργότερα, σε κάποιο σαφάρι εξερεύνησης μεταχειρισμένων βιβλίων, είδα, έπιασα, αγόρασα τελικά τις Αλλαγές, προστέθηκε στη στοίβα, μετακομίστηκε, κουβαλήθηκε, έμεινε αδιάβαστο, τώρα δεν είμαι σίγουρος σε ποια κούτα είναι. Πριν τέσσερα χρόνια, σε μια ζωή που τώρα μοιάζει εξωφρενικά μακρινή, διάβασα την Ανησυχία της Λιν Ούλμαν, κόρης της Λιβ και του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, μου άρεσε πάρα πολύ. Κάποια Σάββατα συνηθίζω να ανεβάζω μια παλιότερη ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα υπό τον τίτλο: τα υποτιμημένα. Η Ανησυχία είναι ένα από τα πρώτα υποτιμημένα βιβλία που μου έρχονται στον νου, ιδιαίτερα λόγω της επιτυχίας σαφώς πιο αδύναμων αυτομυθοπλαστικών αποπειρών. Πρόσφατα, τριγυρνούσα κάποιο βράδυ στο ψηφιακό παζάρι μεταχειρισμένου βιβλίου, σκέφτηκα την Ανησυχία, εντόπισα το Πριν κοιμηθείς, το έβαλα στο καλάθι, για τρία ευρώ συν ένα η προσφορά των μεταφορικών, τέσσερα το σύνολο, λίγο πριν δώσω την παραγγελία, ο αλγόριθμος ένιωσε οικογενειακά, να οι Επιλογές, της μαμάς Λιβ, άλλα τέσσερα ευρώ, τα μεταφορικά σταθερά ένα, οχτώ ευρώ το σύνολο, να η στοίβα με τα αδιάβαστα ψηλότερη και αγέρωχη, πάντα ετοιμόρροπη, ωστόσο.

Σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του στα ελληνικά, όταν εγώ ήμουν μόλις δύο, δεν είχα ιδέα τι να περιμένω από τις Επιλογές. Το βλέμμα της στο εξώφυλλο και μια αόριστη επιθυμία να διαβάσω κάτι βορειοευρωπαϊκό, ήταν ό,τι είχα ως δεδομένα.

Συχνά πυκνά γίνεται η κουβέντα για τη ροπή που έχει πάρει η λογοτεχνία σε κατευθύνσεις ιδιωτείας, προέκυψε και σχετικά πρόσφατα ο όρος αυτομυθοπλασία, θολά διαφορετικός από την αυτοβιογραφία, και όπως σε κάθε τι η κάθε γενιά θεωρεί πως τώρα συμβαίνουν για πρώτη φορά πράγματα που δεν συνέβαιναν παλαιότερα, όπως έλεγε και ο Καλτσάς στο επίμετρο της τριλογίας της Κασκ, κάπου θα βρίσκεται ο Μαρσέλ Προυστ και θα γελά σαρδόνια με όλα αυτά. Φαντάζομαι πως και στις αρχές της δεκαετίας του '80 οι άνθρωποι θα γύρναγαν τον φακό της φωτογραφικής μηχανής προς το πρόσωπό τους, δεν το έλεγαν σέλφι, δεν τα κατάφερναν συνήθως, οι φωτογράφοι στα εμφανιστήρια είχαν πια πάψει να γελάνε με την αποτυχία. Θέλω να πω πως και αυτό που συνέθεσε η Ούλμαν αυτομυθοπλαστική γραφή θα ονομαζόταν σήμερα, αυτοβιογραφική παλαιότερα, σίγουρα θα είχε απέναντί της τους δήθεν κριτικούς να δείχνουν με το δάκτυλο μια επιτυχημένη γυναίκα και να λένε σίγα μην ξέρει να γράφει αυτή, σιγά μην έχει αξία κάτι τέτοιο, ενώ κάποιοι άλλοι, έχοντας το κουτσομπολιό κατά νου, θα σίμωναν να διαβάσουν κάτι πιπεράτο, κάτι που μπορεί να είχε ξεφύγει από τα πάσης φύσεως και αποχρώσεων έντυπα της εποχής, το κους κους δεν είναι μόνο φαγητό.

Οι Επιλογές είναι μια ενδιαφέρουσα σύνθεση στην οποία ο χαρακτήρας του αφηγηματικού υποκειμένου αποτελείται από ευδιάκριτα και συγκρουόμενα μέρη. Η Ούλμαν τα φέρει αυτά τα μέρη, δεν έχει λοιπόν ανάγκη να τα κατονομάσει και να τα κρεμάσει στα μανταλάκια, είναι εκεί και υπάρχουν και στην πορεία της αφήγησης προκύπτουν, φέροντας μαζί τους την διαφορετικής φύσης δυναμική τους, και όλα αυτά είναι η Λιβ, με όλα αυτά παλεύει στην καθημερινότητά της, μέσα και έξω από τις σελίδες αυτού του βιβλίου.

Οι Επιλογές είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, τριάντα χρόνια πριν εισαχθεί ως έννοια η αυτομυθοπλασία, που μπορεί να αναδείξει με κάποια σαφήνεια τα όρια μεταξύ αυτομυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας, τη διαφορά που σαφέστατα υπάρχει, όσο και αν κοροϊδεύουν κάποιοι αυτά τα μαρκετινίστικα τσαλίμια. Η διαφορά αυτή είναι πως εδώ ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει το διάκενο ανάμεσα στη συγγραφέα και το αφηγηματικό υποκείμενο, η Ούλμαν παίρνει απόσταση και παρατηρεί την Ούλμαν, ίσως σ' αυτό καθοριστικό ρόλο να παίζει το επάγγελμα της ηθοποιού, η οξυμένη με τον καιρό ικανότητα να παρατηρεί τον εαυτό της απέξω να υποδύεται διάφορους ρόλους, που δεν περιορίζονται μονάχα στη σκηνή ή στο πλατό των γυρισμάτων, αλλά και στις δημόσιες εμφανίσεις και στην ιδιωτική επικράτεια, οι εναλλαγές, οι λεπτές αποχρώσεις ανάμεσα στη μια σκηνή και την επόμενη. Και μπορεί να μοιάζει χαζό και απλό παιχνίδι λέξεων, αλλά η Ούλμαν δεν γράφει για τον εαυτό της αλλά για την Ούλμαν, μια νέα γυναίκα με παιδί, που αναζητά και νομίζει πως βρήκε την αγάπη σε έναν νέο σύντροφο, που επιθυμεί να θέσει το προνόμιο της στην εκστρατεία του καλού, που πια μπορεί να λέει όχι σε κάποιες προτάσεις, που νιώθει άβολα, τουλάχιστον άβολα, στην στερεοτυπική εικόνα που οι άλλοι έχουν για εκείνη, που η ανησυχαστική διάθεση δεν την εγκαταλείπει, που θέλει να δοκιμάσει καινούργια πράγματα.

Η Ούλμαν, σε πρώτο επίπεδο, γράφει το βιβλίο αυτό ικανοποιώντας μια δική της ανάγκη. Μοιάζει με κλισέ το παραπάνω, λέγεται συχνά αλλά δεν ισχύει σχεδόν ποτέ. Ίσως τότε να ήταν μια πιο αθώα εποχή, τα εγώ να μην ήταν ακόμα στο πάνω πάνω ράφι, ακόμα και εκείνα των αστέρων της υποκριτικής. Είναι η ανάγνωση ένα παιχνίδι διερεύνησης προθέσεων, σίγουρα είναι, και παίζοντάς το λέω πως η Ούλμαν γράφει αυτό το βιβλίο έχοντας πρώτιστα τον εαυτό της κατά νου και δευτερευόντως τον υποψήφιο αναγνώστη, πόσο μάλλον έναν αναγνώστη μετά από σαράντα χρόνια για τον οποίον θα ήταν απλώς ένα λήμμα στο κινηματογραφικό λεξικό, ένα βλέμμα και λίγα ακόμα μάλλον. Και έχοντας τον εαυτό της κατά νου, φαντάζομαι πως το προσωπικό της διακύβευμα είναι η αυτοειλικρίνεια, ιδιαίτερα όταν, και αυτό αποτελεί και το μεγάλο εμβαδό του βιβλίου, διαχειρίζεται το προνόμιο της, τη σφαίρα ασφαλείας στην οποία κινείται, και γιατί γεννήθηκε στη Νορβηγία και γιατί η ζωή της τα έφερε έτσι ώστε να μην πρέπει να μοχθήσει για τα πλέον βασικά της επιβίωσης.

Το βάρος του προνομίου της δεν είναι είναι μονόπατο, ωστόσο. Υπάρχουν οι χώρες της Αφρικής, υπάρχει και ο πρώτος κόσμος. Γίνεται μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Διάσωσης, ταξιδεύει ανά τον κόσμο, έρχεται αντιμέτωπη με τον πόνο, την πείνα, τον πόλεμο, την προσφυγιά. Διόλου δεν το πουλάει όλο αυτό, διόλου δεν το καρπώνεται ως υπεραξία, ούτε κατά ελάχιστο, ίσα ίσα το αντίθετο συμβαίνει, το προνόμιο εδώ τη βαραίνει, η ανημπόρια πως τίποτα πραγματικά δεν μπορεί να κάνει. Υπάρχει αυτό το σύγχρονο, φρικτό ρήμα γειώνω. Αυτό της συμβαίνει, ωστόσο. Την ισορροπεί. Καθένας μας, όποιο και αν είναι το προνόμιο του, μικρό ή τεράστιο, αν και πάντοτε θα είναι τεράστιο σε σχέση με την πλειοψηφία του ανθρώπινου πληθυσμού, και τότε και τώρα και στο μέλλον, δυστυχώς, όποιο, λοιπόν, και αν είναι το προνόμιο του, εύκολα και γρήγορα εγκλωβίζεται ο καθένας μας σε αυτό, το βιώνουμε ως μοναδική πραγματικότητα, κοιτάξτε γύρω σας, κοιτάξτε σας.

Ο τρόπος με τον οποίο η Ούλμαν αφηγείται τα ταξίδια εκείνα αλλά και την επιστροφή στη Νέα Υόρκη, διαθέτει ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό, το βάρος της ενοχής του προνομίου, το πώς μπορεί κάποιος να συνεχίσει να ζει τη ζωή του, εκεί όπου η αγωνία, η δική του αγωνία, τι και αν πολυτέλεια σε σχέση με όσα έχει δει και συμβαίνουν λίγο πιο πέρα, είναι εξίσου έντονα υπαρξιακή, δεν παύει στη σύγκριση, επιμένει. Αυτοκτονεί άραγε; Τα παρατάει όλα και πάει να ζήσει σε εκείνα τα μέρη; Τι διάολο μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει απέναντι σε όλο αυτό το ζοφερό περιβάλλον; Στρατεύεται άραγε; Νιώθω ναυτία προνομίου τη στιγμή που γράφω αυτά. Ναυτία νιώθει και η Ούλμαν επίσης. Αυτό είναι το κοινό εμβαδόν μας και ας μην είμαι διάσημος αστέρας του σινεμά, ας έχω απλώς σπίτι, φαγητό και τρεχούμενο νερό. Ναυτία προνομίου, ένας αντουανετισμός κατά αναλογία, παντεσπάνι έτρωγε εκείνη, αυτό ήξερε, αυτό έλεγε. Είναι μια γυναίκα που έχει την ανάγκη για συντροφικότητα. Είναι μητέρα. Ξέρει πως κανείς δεν θα θελήσει να τρέξει να την πάρει μια αγκαλιά, κανείς δεν θα τη λυπηθεί, έχει τόσα και άλλα τόσα, ούτε η ίδια της η εαυτή δεν θα της χτυπήσει την πλάτη, αλλά αυτήν έχει, μόνο αυτή.

Οι Επιλογές, επιχειρώντας κάπου να κλείσω το κείμενο αυτό, ανήκουν σε μια λογοτεχνία που με συγκινεί, πριν ακόμα αυτή η λογοτεχνία ονοματιστεί, η λογοτεχνία της ανθρώπινης εμπειρίας, η ιδιωτεία που έχει επίγνωση του προνομίου, της ανειλικρίνειας και της ατέλειάς της, η αποτύπωση μιας εποχής ολοένα και λιγότερο ηρωικής, ολοένα και λιγότερο οικουμενικής, ας μην ζητάμε από τη λογοτεχνία κάτι που πια δεν υπάρχει, αν κάποτε υπήρξε όντως και δεν θελήσανε οι λίγοι προνομιούχοι να μας πείσουν πως υπήρξε. Η μπάλα περνάει στον αναγνώστη, εκείνος θα διαβάσει αυτό που θέλει/μπορεί/αντέχει να διαβάσει.

υγ. Για την Ανησυχία της Λιν Ούλμαν, έγραφα αυτό εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ.
 
Μετάφραση Χρύσα Τσαμαδού
Εκδόσεις Εξάντας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου