Μια ατάκα της Έρπενμπεκ, η Λ. και η πλατφόρμα μεταχειρισμένων βιβλίων μού επέτρεψαν να διαβάσω αυτό το μυθιστόρημα, της μέχρι πρότινος άγνωστης σε μένα Μάρλεν Χαουσχόφερ, που γεννήθηκε το 1920 στην Αυστρία και πέθανε το 1970, γνωρίζοντας μετά θάνατον κάποια αναγνώριση, τυπική ιστορία γυναίκας συγγραφέα στο πρώτο μισό το εικοστού αιώνα, το θέτω χρονικά για να φανώ κάπως αισιόδοξος πως η συνθήκη έχει πια μεταβληθεί, δεν το πιστεύω, όχι απόλυτα, δυστυχώς. Τα νήματα που διαρκώς απλώνονται, ιδιότυποι αστρολάβοι αναγνωστικής πορείας, αλλά και η τυχαιότητα, παρότι περιαυτολογούμε για τον ορθολογισμό μας, και τα τόσα καλά βιβλία που υπάρχουν εκεί έξω ακόμα, κάποια εξαντλημένα, διάολε.
Ο τοίχος είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει, είπε η Έρπενμπεκ, που έχει να κάνει με το κακό στον κόσμο. Η Λ. έψαξε το βιβλίο, πρώτα στα αγγλικά, ύστερα στα ελληνικά, είχε κυκλοφορήσει το 1999 από τον Κέδρο, εκτός κυκλοφορίας πια, ένα αντίτυπο μεταχειρισμένο σε τιμή λογική, παραγγελία άμεση, θα σου το δανείσω είπε η Λ. και τήρησε τον λόγο της, τι καλά!
Η ανώνυμη αφηγήτρια αποφασίζει να αφηγηθεί την ιστορία του εγκλεισμού της, αρκετούς μήνες αφού, φιλοξενούμενη στην εξοχική κατοικία ενός φιλικού ζευγαριού, ξύπνησε ένα πρωί και εκείνοι έλειπαν, δεν ανησύχησε ακριβώς, αλλά παρέα με τον Λουξ, τον σκύλο του ζευγαριού, βγήκε μια βόλτα με σκοπό να φτάσει μέχρι το γειτονικό χωριό και τότε συγκρούστηκε με έναν διάφανο τοίχο που ορθωνόταν περιμετρικά της κατοικίας όπως σοκαρισμένη διαπίστωσε. Αποκλείστηκε, λοιπόν, μόνη ανθρώπινη παρουσία σε μια αρκετά εκτενή έκταση γης, παρέα με λίγα ζώα.
Ο τοίχος αποτελεί το εύρημα που θέτει σε κίνηση το μυθιστόρημα, ένα εύρημα σουρεαλιστικό, κάτι αντίστοιχο δεν συνέβη και στον Άγγελο εξολοθρευτή, όπου οι αριστοκράτες εγκλωβίστηκαν στο σαλόνι;, όμως εδώ η αγωνία κυριαρχεί χωρίς να αραιώνεται με το κωμικό στοιχείο της μπουρζουά σάτιρας. Σε μορφή ημερολογίου, εντός μιας συνθήκης που ο χρόνος σχετικοποιείται πλήρως, με έκδηλη την επιβιωτική αγωνία, κυρίως αυτή και δευτερευόντως την απάντηση στο ερώτημα τι διάολο συνέβη, ελπίζοντας, μέρος της επιβιωτικής αγωνίας και αυτό, πως κάποιος ίσως διαβάσει αυτές τις σελίδες, παρότι δεν το πιστεύει και πολύ, καταφεύγει στη γραφή ως αποκούμπι, ένα μείγμα κατανόησης, επεξεργασίας, ψυχαγωγίας, αποφυγής της τρέλας, αλλά και, εδώ θυμήθηκα το εμβληματικό Γουόλντεν του Θορώ, από άποψη πρακτική, ενσωματώνει στην αφήγηση και διάφορα χρήσιμα στοιχεία, ιδιαιτέρως κομβικά για την επιβίωση, χρόνους και μεθόδους καλλιέργειας, εκτροφής και διαχείρισης των παράγωγών τους, μεταξύ άλλων, αλλά και τον ενδιάμεσο χρόνο, την ανάπαυση μυαλού και σώματος, της αυτοαπασχόλησης κατά κάποιο τρόπο.
Η Χαουσχόφερ επιμένει στη ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινότητας αφήνοντας στο περιθώριο και στη διάθεση του αναγνώστη την όποια παραβολική ή σχηματική διάσταση της ιστορίας. Υποστηρίζει μέχρι τέλους το εύρημά της, ενσωματώνει μικροευρήματα, μικροανατροπές και χρονικές προλήψεις ή αναλήψεις, αναφέρεται ελάχιστα στην προηγούμενη ζωή της, μόνο σε ο,τι έχει να κάνει με την ανατροπή της καθημερινότητας, ανάμεσα στη ζωή στην πόλη και την εξοχική απομόνωση, μεταξύ της ανάθεσης σε άλλους διαφόρων πτυχών της καθημερινής διαβίωσης και της ανάγκης όλα να περνούν από τα χέρια σου, πρώτα και κύρια η ίδια η επιβίωσή σου. Κάνει άψογη χρήση της σχετικότητας του χρόνου εντός της συνθήκης, η μέτρηση του χρόνου αποτελεί καθοριστικό αποκούμπι για την αφηγήτρια, παρότι ένα διαρκές παρόν υψώνεται εμπρός της, καμία σημασία δεν έχει αν είναι τρεις ή πέντε το απόγευμα και όμως εκείνη το έχει ανάγκη το ρολόι χειρός, οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη με σημεία αναγνώρισης τον καιρό ή τη διάρκεια της ημέρας. Ο αφηγηματικός χρόνος σχεδόν ταυτίζεται με εκείνον κατά τον οποίο όσα καταγράφει συνέβησαν, αυτό το σχεδόν τώρα επιτείνει το ακαθόριστο, δημιουργεί μια επιπλέον συνθήκη εγκλωβισμού. Ο ρεαλισμός της απογραφής της καθημερινότητας αποπνέει μια αβίαστη ατμοσφαιρικότητα, αποτυπώνει ασφυκτικά τον εγκλεισμό, το αίσθημα επιβίωσης πατά πάνω σε αρχαία βάθρα της ανθρώπινης αγωνίας. Αλλά είπα και παραπάνω, ο,τι παραβολικό ή συμβολικό μένει στο πλάι.
Το ενδιαφέρον αυτής της δυστοπίας, που επιτείνει τον χαρακτήρα της τόσες δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, έχει να κάνει με την ανάδειξη της απόστασης του σύγχρονου ανθρώπου της πόλης από την πρακτική πλευρά της ζωής, τον εναγκαλισμό του με την ανάθεση αλλά και την τεχνολογία. Η αφηγήτρια, που κατά δική της δήλωση, ζούσε στην πόλη με όλα όσα μια τέτοια συνθήκη εμπεριείχε, γνωρίζει καθημερινά πρακτικά πράγματα τα οποία, έστω και με δυσκολία, της επιτρέπουν να επιβιώσει, ένας σημερινός άνθρωπος της πόλης, πόσες μέρες θα άντεχε έχοντας να φροντίσει αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος για την τροφή του, για να δώσω το πιο απλό παράδειγμα. Ένας τοίχος του τότε μπορεί να είναι ένα σημερινό ευρείας κλίμακας μπλακ άουτ, σενάριο όχι και τόσο απίθανο. Και αυτή η αίσθηση διαχρονικότητας επιτείνει τα έτσι και αλλιώς κλειστοφοβικά συναισθήματα που η ιστορία αυτή γεννά. Διαβάζω ξανά την παράγραφο αυτή, μοιάζει με μπετόν αρμέ επιχειρήματα λυκειακής έκθεσης, ο σύγχρονος άνθρωπος και η σχέση του με τη φύση, αλλά ακριβώς αυτή η αίσθηση είναι που καθιστά την απόσταση χαώδη, προσέγγιση δείγμα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης εγωπάθειας, του αισθήματος της παντοδυναμίας και του πλήρους ελέγχου, μια αυτοπεποίθηση παιδαριώδης και σαθρή.
Δυστυχώς άλλα βιβλία τής Χαουσχόφερ δεν κυκλοφορούν στα ελληνικά, θα ήθελα να διαβάσω κάτι ακόμα.
υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!






