Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Όλο το μισό του κόσμου - Alice Zeniter

Τα μυθιστορήματα για τη γραφή και τα δοκίμια για την ανάγνωση· η –ένοχη– απόλαυσή μου. Τα πρώτα για τη γέφυρα που ρίχνουν ανάμεσα στις δύο όχθες, το (κρυφο)κοίταγμα από την κλειδαρότρυπα, τα δεύτερα για το πάθος τους, γι' αυτό το εγώ δεν είμαι κριτικός είμαι αναγνωστικό υποκείμενο, πρώτα και κύρια, αυτοπροσδιορίζονται έτσι. Ό,τι απόπειρα πρόζας έχω κάνει, (φιλοδοξεί να) έχει τη λογοτεχνία στον πυρήνα, το παλίμψηστο των διαβασμάτων και των ιστοριών γραφής, η πλοκή, η όποια πλοκή, είναι μάλλον προσχηματική. Ό,τι κάνω εδώ ζηλεύει (φθονεί μανιασμένα) τα δοκίμια για την ανάγνωση που διαβάζω, όσο ψηφιοποιείται ο κόσμος τριγύρω, τόσο το πάθος, το συναίσθημα εν γένει, ο υποκειμενισμός αποτελούν μια επικράτεια ποθητή, η αντικειμενικότητα, η όποια αντικειμενικότητα έχει αλωθεί δια παντός.

Και αν από τη μια, απόρροια της ανάγνωσης, στέκει η εμπειρία της ζωής, ποικιλότροπη και πολύχρωμη, πολύσημη σίγουρα, αποκαλύπτεται, αρχειοθετείται και τα κρακ ακούγονται πότε ρηχά και πότε βαθειά, υπάρχει ακόμα κάτι το οποίο αναδύεται. Μιλώ για το προνόμιο. Καταστάσεις που ποτέ δεν βίωσα, πεποιθήσεις παγιωμένες από την έλλειψη ανάγκης προσφυγής σε αυτές, η άλλη πραγματικότητα, η οπτική γωνία, κρυφή και σιωπηλή για αιώνες, που αποκαλύπτει έναν κόσμο ζοφερό, ταυτόχρονα, έναν κόσμο που αλλάζει, αργά, βαρετά, αλλά αλλάζει. Και επειδή όλα καταλήγουν, από το ένα ή το άλλο μονοπάτι, στην πολιτική, έχει σημασία να αναλογιστεί κανείς το διακύβευμα, ανάμεσα σε μια, στα όρια της εμμονής, ύμνηση του μακρινού παρελθόντος, τότε ήταν όλα καλά καμωμένα, λένε.

Έτσι συνέβαινε πάντα, έτσι θα συμβαίνει πάντα. Η συντήρηση θα δυσανασχετεί, θα εξυβρίζει το νέο, ώσπου να περάσει στην επικράτεια της συντήρησης, τότε να αναγνωριστεί ως κλασικό, αν και πάλι μόνο φαινομενικά, δεν θα έλειπαν αλλιώς τόσα ονόματα από τους κανόνες. Κάθε φορά που κάποιος σας λέει πως τα βιβλία που σας αρέσουν σήμερα θα έχουν ξεχαστεί σε πενήντα χρόνια, πείτε του: πόσα από τα βιβλία που σας αρέσουν στο χτες θα είχαν ξεχαστεί αν κάποια άτομα δεν γητεύονταν από το φρέσκο, από το σύγχρονό τους. Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις.

Αναρωτιέμαι συχνά: είναι άραγε συμπτωματική η ομοιότητα ανάμεσα σε εκείνους που επιχειρούν να υψωθούν πάνω από όλα και να θέσουν περιορισμούς και υποχρεώσεις σε μια διαδικασία όπως η ανάγνωση, να ορίσουν το σωστό και το λάθος, το υψηλό και το χαμηλό, είναι σύμπτωση η λευκότητα, η αρρενωπότητα, η μέση και προς τα πάνω ηλικία; Δύσκολα. Και δεν σταματούν εκεί, προχωρούν και μας ανακοινώνουν γιατί πρέπει να μας αρέσει, πώς αναμένεται να νιώθει κανείς, ποιο είναι τελικά το διακύβευμα της αναγνωστικής πρακτικής, γεμάτος φωνακλάδες μέντορες ο τόπος. Αν επιχειρούσε κανείς να διακρίνει τους αναγνώστες σε δύο κατηγορίες, σίγουρα γενικεύοντας, τότε ένας διαχωρισμός ίσως να ήταν αυτός ανάμεσα σε εκείνους που διαβάζουν για να επιβεβαιώσουν –αλλά και να επιμηκύνουν– τις βεβαιότητές τους για το πώς –θα έπρεπε να– είναι ο κόσμος και σε εκείνους που γυρεύουν το ανάποδο, τη διαπλάτυνση του ορίζοντα, την περιστροφή γύρω από την εμπειρία και τη γνώση, την πολυσημία, τα κρακ στον εγκέφαλο, το μπορεί να είναι έτσι αλλά μπορεί και να είναι αλλιώς, να χύσουν το μελάνι ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό, να ποδοπατήσουν το έτσι είναι τα πράγματα γιατί έτσι.

Μια μεγάλη εισαγωγή ήταν αυτή.

Η Ζενιτέρ, γεννημένη στη Γαλλία το 1986, μεταφρασμένη και διαβασμένη, ξεκινά να γράφει αυτό το βιβλίο εν μέσω πανδημίας, όταν επικράτησε η άποψη, αποτυπώθηκε σε νούμερα πωλήσεων, πως το αναγνωστικό κοινό αυξήθηκε κατακόρυφα, οι άνθρωποι έβρισκαν καταφύγιο στην ανάγνωση μένοντας στο σπίτι υποχρεωτικά. Και όμως, λέει η Ζανιτέρ και επιβεβαιώνω, αυτή η ανωμαλία εξέτρεψε τη σχέση της με την ανάγνωση, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, η διαρκής ενημέρωση αποτέλεσε επίδικο, η ανάγκη του μυαλού να καταπνίξει τον φόβο του ιού, οι νησίδες ηρεμίας, με κόπο δημιουργημένες, πλημμύρισαν. Γυρίζει πίσω στο 2010, όταν διαβάζοντας την Gurdian έμαθε για το τεστ Μπέκντελ, το οποίο εξετάζει τρία στοιχεία στο κάθε έργο: α. την ύπαρξη δύο βασικών γυναικείων ρόλων, που β. μιλάνε μεταξύ τους αλλά γ. όχι αποκλειστικά για άντρες.

Δεν είναι δύσκολο να πειστεί κανείς πως η τεράστια πλειοψηφία των έργων, απόλυτη όσο πηγαίνουμε πίσω στον χρόνο, δεν προβιβάζεται, το δύσκολο είναι να πειστεί κανείς πως ένα τέτοιο τεστ χρειάζεται, πως το κόψιμο σημαίνει κάτι. Αυτό, είμαι σίγουρος πως θα πουν, δεν έχει σημασία, σημασία έχει η ποιότητα, που βέβαια, θα πω εγώ, κάποιοι την όρισαν και την επέβαλλαν, παρέα με την ευρύτερη πρόσληψη και περιγραφή του κόσμου. Αυτά, θα επιμείνουν, έχουν ειπωθεί ήδη, το θέμα είναι το πώς, θα επιμείνουν και απλά θα ενισχύσουν την αναγκαιότητα η παρτίδα να παιχτεί ξανά.

Με πάθος περισσό και αγάπη βαθειά για τη λογοτεχνία, η Ζανιτέρ θα πιάσει την άκρη του μίτου που οδηγεί μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο, στον οποίο διάφοροι Μινώταυροι κατοικοεδρεύουν έτοιμοι να την κατασπαράξουν τώρα που αρνήθηκε η Αριάδνη τον Θησέα, ακόμα και εκείνος σε κάποιο δωμάτιο θα την προσμένει. Το τρομακτικό –σκόπιμη επιλογή λέξης– δεν είναι πως όσα καταθέτει η Ζανιτέρ αποτελούν κάτι πρωτότυπο, δεν φέρει κάτι νέο, αλλά, εκεί είναι το τρομακτικό, αναφέρεται σε πράγματα που ένας λευκός, δυτικός άντρας, όπως εγώ, δεν είχε ποτέ σκεφτεί, αν τα είχε σκεφτεί, ελπίζω πως θα ήταν κιόλας απαντημένα, τότε θα έλεγα πως όλα αυτό είναι αναμασημένες κοινοτοπίες, όμως, δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν μπορώ να το ισχυριστώ. Το πρόβλημα, ναι πρόβλημα είναι και μάλιστα μεγάλο, είναι πως μέρος του πληθυσμού, σε ευθεία αναλογία με τα προνόμια του, δεν έχει ποτέ χρειαστεί να το σκεφτεί, να το επισημάνει, να το αναδείξει, δεν ήταν όλα αυτά χαλικάκια ενοχλητικά στη διαδρομή, όλα ήταν στρωμένα με άσφαλτο άλφα ποιότητας, το έδαφος από κάτω έβραζε.

Η Ζανιτέρ μοιάζει να γράφει αυτό το δοκίμιο όχι τόσο για να πείσει ή να αποδείξει αλλά για να συνομιλήσει με την εαυτή της, να την παρατηρήσει ως αναγνώστρια-μετανάστη σε μια ξένη και συχνά αφιλόξενη γη, στην οποία μετοίκησε από ανάγκη, με μια αθωότητα που βήμα το βήμα κατακρημνιζόταν. Και πώς συνέβαινε αυτό; Πάμε πάλι πίσω στη σημασία της γραφής και της ανάγνωσης. Με τον καιρό το καλαθάκι της γέμισε, πρόσθεσε σε αυτό το δικό της κεφάλαιο, και κάπως έτσι το βιβλίο αυτό πήρε μορφή, σχήμα και περιεχόμενο.

Η θέση προνομίου από την οποία καθένας παρατηρεί τον κόσμο τριγύρω, βιώνει σε γενίκευση την ανθρώπινη εμπειρία και άρα και τη λογοτεχνία από τη μια ή την άλλη όχθη του ποταμού, καθορίζει εν πολλοίς την κάθε ανάγνωση και άρα και την άποψη, θέση ή στάση που κρατάμε απέναντι στον κόσμο συνολικά, την αντανάκλασή μας στην επιφάνεια του νερού, ποιοι πιστεύουμε πως είμαστε, ποιοι αρνούμαστε να το δούμε, να το ομολογήσουμε πρώτα και κύρια στους εαυτούς μας, να παραδεχτούμε πως πριν πάρουμε θέση οφείλουμε να πούμε: ποτέ δεν υπήρξε ανάγκη να σκεφτώ τα πράγματα από αυτή την πλευρά, κάπως έτσι τα κρακ ακούγονται.

Διαβάζω ξανά το κείμενο ως εδώ και παρατηρώ μια κάπως αόριστα εύμορφη αφέλεια, μια πίστη στον άνθρωπο πως απέναντι σε κάτι προφανές θα ομολογήσει και θα επανασχεδιάσει την πορεία του. Όχι. Δεν θα υπήρχαν δεινά στον κόσμο όλο, τότε. Και δεινά υπάρχουν, πολλά, άπειρα, κυρίως δεινά υπάρχουν. Επιστρέφω στους μέντορες, σ' εκείνους που δεν αμφιβάλουν ποτέ και για τίποτα, η αυτοπεποίθησή τους αγγίζει το κοντό τους ταβάνι. Όσο το διαφορετικό γυρεύει τη θέση του, τόσο οπλίζονται εκείνοι, για ατζέντες και δικαιωματισμό κάνουν λόγο, έχουν την εξουσία, έχουν τα χρήματα, έχουν τα όπλα, έχουν στο πλευρό τους και την αντίδραση, τους προδότες του φύλου, της τάξης και της καταγωγής, είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα για να μην αλλάξουν τα πράγματα, να μην απολέσουν τα προνόμια τους αλλά να τα ενισχύσουν ακόμα περισσότερο.

Το δοκίμιο της Ζανιτέρ υπήρξε μάλλον κυριολεκτικά μια ένοχη απόλαυση κατά την ανάγνωσή του, ενοχή για το προνόμιο μου, καλέμι και σφυρί χρησιμοποίησε για να πει πράγματα προφανή για τα οποία δεν θα έπρεπε ακόμα να συζητάμε και όμως ούτε αυτό δεν κάνουμε. Η Ζανιτέρ δεν μίλησε από τη νήσο της βεβαιότητας και της γαματοσύνης, έφερε προσφορά και το δικό της προνόμιο.

Εξαιρετικό.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Μετάφραση Ρούλα Γεωργακοπούλου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας 

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους - Μίνως Ευσταθιάδης

Ο Μίνως Ευσταθιάδης είναι ένας από τους πλέον συνεπείς σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας. Στα τελευταία τέσσερα βιβλία του (Το δεύτερο μέρος της νύχτας, Ο δύτης, Κβάντι, Σχέδια του χάους) πορεύτηκε με τον ντετέκτιβ Κρις Πάπας σε πρωταγωνιστικό ρόλο, πάντοτε μπλεγμένο σε υποθέσεις που αρχικά έμοιαζαν απλές, για να αποδειχθούν ωστόσο παγόβουνα μεγάλου υποθαλάσσιου όγκου στην πορεία. Παρότι τα βιβλία δύνανται να διαβαστούν αυτόνομα, η εξέλιξη του χαρακτήρα και η εν γένει πορεία της ζωής τού Κρις Πάπας αποτελούσαν ένα κρίσιμο αναγνωστικό ζητούμενο.

Με το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους ο Ευσταθιάδης αφήνει τον γοητευτικό Κρις Πάπας στην άκρη και αποφασίζει να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό, παραμένοντας ωστόσο στα εδάφη της αστυνομικής λογοτεχνίας, που, ευτυχώς, εδώ και χρόνια έχει πάψει να αντιμετωπίζεται ως παραλογοτεχνία. Είναι ένα είδος, ωστόσο, που απαιτεί αρκετή έρευνα, αφού ζητούμενά της είναι τόσο η ρεαλιστική αληθοφάνεια όσο και η σχετική πρωτοτυπία. Το κυνήγι της πρωτοτυπίας, αναπόφευκτα, οδηγεί συχνά σε υπερβολές και παρεμβολές στην πυξίδα, η πρόθεση καταπίνει την εκτέλεση και επισκιάζει την τελική κατασκευή. Σε κάθε λογοτεχνικό είδος, οι συμβάσεις, ενίοτε, αποδεικνύονται ανυπέρβλητα εμπόδια.

Αναφέρθηκα στην απαιτούμενη έρευνα και προεργασία γιατί τέκνο αυτής μοιάζει να είναι το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους. Όπως γενικότερα συμβαίνει στη λογοτεχνία, έτσι και στην αστυνομική εκδοχή της, συναντάμε τον εφοδιασμό της από την ίδια την πραγματικότητα, όσο καλυμμένο και αν είναι το δάνειο αυτό. Ο Ευσταθιάδης, νομικός στο επάγγελμα, είμαι σίγουρος πως περνά αρκετό χρόνο μελετώντας δικονομικά έγγραφα, υποθέσεις που έμειναν ορφανές, παλαιότερα αποκόμματα εφημερίδων και γενικότερα ό,τι έχει σχέση με το έγκλημα και την απόδοση δικαιοσύνης. Αποτέλεσμα της γενικότερης αυτής έρευνας είναι και οι υποθέσεις που του κίνησαν εδώ το ενδιαφέρον, τον παρέσυραν βαθιά στον πυρήνα τους, επιβάλλοντάς του να επιχειρήσει να τις αναμοχλεύσει, αναζητώντας πιθανά κενά και παραλείψεις, ζητώντας άδεια να επισκεφτεί και να μιλήσει με κατηγορούμενους μέσα σε σωφρονιστικά καταστήματα στη Γερμανία.

Είναι επίφοβο να δοκιμάσει κανείς να αναφερθεί στην πλοκή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, καθώς ο κίνδυνος να στερήσει από τον αναγνώστη μέρος της απόλαυσης παραμονεύει, έστω και αν το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους δεν είναι το πλέον τυπικό δείγμα αστυνομικής μυθοπλασίας. Με τον Κρις Πάπας παροπλισμένο, ο Ευσταθιάδης τοποθετεί εαυτόν στον ρόλο του ερευνητή, με αποτέλεσμα ένα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα στα βήματα των Ουόλς και Καπότε. Η έρευνα και η τυχαιότητα, που πάντοτε αποτελεί συστατικό κρίσιμο, θα τον οδηγήσει σε κάποια εγκλήματα τα οποία θεωρητικά επιλύθηκαν, οι ένοχοι βρέθηκαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή και οι υποθέσεις έκλεισαν. Ο Ευσταθιάδης θα σκαλίσει εκ νέου τις υποθέσεις αυτές, που για κάποιο διάστημα απασχόλησαν έντονα την κοινή γνώμη. Η ανασύνθεση των υποθέσεων αποτελεί το κυρίως σώμα του βιβλίου, την αστυνομική του πλευρά, την περιγραφή του εγκλήματος και των ερευνών, ωστόσο η επίλυσή τους εδώ δεν αποτελεί το τέλος της διαδρομής αλλά την ιδιότυπη και εκ νέου αφετηρία της, το σημείο αμφιβολίας για το αν εκείνοι που καταδικάστηκαν ήταν οι πραγματικοί δράστες.

Έτσι, ο Ευσταθιάδης επιστρέφει στην τέλεση του εγκλήματος και την ακόλουθη έρευνα, αποπείραται να διακρίνει αν όλα έγιναν καλά, ανοίγει ξανά τον φάκελο παρά τα όποια εμπόδια και τις ιδιαιτερότητες του δικονομικού γερμανικού συστήματος. Η απονομή της δικαιοσύνης είναι το ζητούμενο, αν τελικά ο ένοχος βρέθηκε αρχικά στο εδώλιο και ύστερα στη φυλακή, αλλιώς, η ενοχή ενός αθώου ανατρέπει έναν από τους βασικούς πυλώνες επί των οποίων στηρίζονται οι σύγχρονες κοινωνίες. Πέρα από τις φωνές και την πίεση της κοινωνίας για τιμωρία, εκείνοι που αποδίδουν δικαιοσύνη οφείλουν να παραμείνουν αφοσιωμένοι στο χρέος τους. Το Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους διαθέτει έναν υβριδικό χαρακτήρα, αφού εδώ οι ειδολογικοί περιορισμοί παραμερίζονται και το απελευθερωμένο έδαφος παραχωρείται στον στοχασμό γύρω από την απόδοση δικαιοσύνης. Το αίσθημα δικαίου είναι αυτό που κινητοποιεί τον συγγραφέα, αυτό είναι που καθιστά αναγκαία τη συγγραφή και αυτή η αναγκαιότητα διαπνέει το βιβλίο από άκρη σε άκρη.  

Ο Ευσταθιάδης παίρνει ένα ρίσκο, εγκαταλείποντας μια γνώριμη σε εκείνον συνταγή για να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 22.2.25 στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Υπόλοιπα βιβλία του Ευσταθιάδη στο μπλογκ: Το δεύτερο μέρος της νύχτας (εδώ), Ο δύτης (εδώ), Κβάντι (εδώ), Σχέδια του χάους (εδώ).
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

Επιλογές - Liv Ullmann

Είναι άραγε εφικτό, όποιος έχει δει την Περσόνα, να μην έχει στοιχειωθεί από το βλέμμα της Λιβ Ούλμαν άπαξ και δια παντός; Αυτή η ερώτηση μοιάζει να είναι ο ορισμός της ρητορικής ερώτησης, της προφανούς απάντησης, της περιττολογίας. Ήμουν κάπου είκοσι όταν μου συνέβη το στοίχειωμα. Κάποτε, χρόνια αργότερα, σε κάποιο σαφάρι εξερεύνησης μεταχειρισμένων βιβλίων, είδα, έπιασα, αγόρασα τελικά τις Αλλαγές, προστέθηκε στη στοίβα, μετακομίστηκε, κουβαλήθηκε, έμεινε αδιάβαστο, τώρα δεν είμαι σίγουρος σε ποια κούτα είναι. Πριν τέσσερα χρόνια, σε μια ζωή που τώρα μοιάζει εξωφρενικά μακρινή, διάβασα την Ανησυχία της Λιν Ούλμαν, κόρης της Λιβ και του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, μου άρεσε πάρα πολύ. Κάποια Σάββατα συνηθίζω να ανεβάζω μια παλιότερη ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα υπό τον τίτλο: τα υποτιμημένα. Η Ανησυχία είναι ένα από τα πρώτα υποτιμημένα βιβλία που μου έρχονται στον νου, ιδιαίτερα λόγω της επιτυχίας σαφώς πιο αδύναμων αυτομυθοπλαστικών αποπειρών. Πρόσφατα, τριγυρνούσα κάποιο βράδυ στο ψηφιακό παζάρι μεταχειρισμένου βιβλίου, σκέφτηκα την Ανησυχία, εντόπισα το Πριν κοιμηθείς, το έβαλα στο καλάθι, για τρία ευρώ συν ένα η προσφορά των μεταφορικών, τέσσερα το σύνολο, λίγο πριν δώσω την παραγγελία, ο αλγόριθμος ένιωσε οικογενειακά, να οι Επιλογές, της μαμάς Λιβ, άλλα τέσσερα ευρώ, τα μεταφορικά σταθερά ένα, οχτώ ευρώ το σύνολο, να η στοίβα με τα αδιάβαστα ψηλότερη και αγέρωχη, πάντα ετοιμόρροπη, ωστόσο.

Σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του στα ελληνικά, όταν εγώ ήμουν μόλις δύο, δεν είχα ιδέα τι να περιμένω από τις Επιλογές. Το βλέμμα της στο εξώφυλλο και μια αόριστη επιθυμία να διαβάσω κάτι βορειοευρωπαϊκό, ήταν ό,τι είχα ως δεδομένα.

Συχνά πυκνά γίνεται η κουβέντα για τη ροπή που έχει πάρει η λογοτεχνία σε κατευθύνσεις ιδιωτείας, προέκυψε και σχετικά πρόσφατα ο όρος αυτομυθοπλασία, θολά διαφορετικός από την αυτοβιογραφία, και όπως σε κάθε τι η κάθε γενιά θεωρεί πως τώρα συμβαίνουν για πρώτη φορά πράγματα που δεν συνέβαιναν παλαιότερα, όπως έλεγε και ο Καλτσάς στο επίμετρο της τριλογίας της Κασκ, κάπου θα βρίσκεται ο Μαρσέλ Προυστ και θα γελά σαρδόνια με όλα αυτά. Φαντάζομαι πως και στις αρχές της δεκαετίας του '80 οι άνθρωποι θα γύρναγαν τον φακό της φωτογραφικής μηχανής προς το πρόσωπό τους, δεν το έλεγαν σέλφι, δεν τα κατάφερναν συνήθως, οι φωτογράφοι στα εμφανιστήρια είχαν πια πάψει να γελάνε με την αποτυχία. Θέλω να πω πως και αυτό που συνέθεσε η Ούλμαν αυτομυθοπλαστική γραφή θα ονομαζόταν σήμερα, αυτοβιογραφική παλαιότερα, σίγουρα θα είχε απέναντί της τους δήθεν κριτικούς να δείχνουν με το δάκτυλο μια επιτυχημένη γυναίκα και να λένε σίγα μην ξέρει να γράφει αυτή, σιγά μην έχει αξία κάτι τέτοιο, ενώ κάποιοι άλλοι, έχοντας το κουτσομπολιό κατά νου, θα σίμωναν να διαβάσουν κάτι πιπεράτο, κάτι που μπορεί να είχε ξεφύγει από τα πάσης φύσεως και αποχρώσεων έντυπα της εποχής, το κους κους δεν είναι μόνο φαγητό.

Οι Επιλογές είναι μια ενδιαφέρουσα σύνθεση στην οποία ο χαρακτήρας του αφηγηματικού υποκειμένου αποτελείται από ευδιάκριτα και συγκρουόμενα μέρη. Η Ούλμαν τα φέρει αυτά τα μέρη, δεν έχει λοιπόν ανάγκη να τα κατονομάσει και να τα κρεμάσει στα μανταλάκια, είναι εκεί και υπάρχουν και στην πορεία της αφήγησης προκύπτουν, φέροντας μαζί τους την διαφορετικής φύσης δυναμική τους, και όλα αυτά είναι η Λιβ, με όλα αυτά παλεύει στην καθημερινότητά της, μέσα και έξω από τις σελίδες αυτού του βιβλίου.

Οι Επιλογές είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, τριάντα χρόνια πριν εισαχθεί ως έννοια η αυτομυθοπλασία, που μπορεί να αναδείξει με κάποια σαφήνεια τα όρια μεταξύ αυτομυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας, τη διαφορά που σαφέστατα υπάρχει, όσο και αν κοροϊδεύουν κάποιοι αυτά τα μαρκετινίστικα τσαλίμια. Η διαφορά αυτή είναι πως εδώ ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει το διάκενο ανάμεσα στη συγγραφέα και το αφηγηματικό υποκείμενο, η Ούλμαν παίρνει απόσταση και παρατηρεί την Ούλμαν, ίσως σ' αυτό καθοριστικό ρόλο να παίζει το επάγγελμα της ηθοποιού, η οξυμένη με τον καιρό ικανότητα να παρατηρεί τον εαυτό της απέξω να υποδύεται διάφορους ρόλους, που δεν περιορίζονται μονάχα στη σκηνή ή στο πλατό των γυρισμάτων, αλλά και στις δημόσιες εμφανίσεις και στην ιδιωτική επικράτεια, οι εναλλαγές, οι λεπτές αποχρώσεις ανάμεσα στη μια σκηνή και την επόμενη. Και μπορεί να μοιάζει χαζό και απλό παιχνίδι λέξεων, αλλά η Ούλμαν δεν γράφει για τον εαυτό της αλλά για την Ούλμαν, μια νέα γυναίκα με παιδί, που αναζητά και νομίζει πως βρήκε την αγάπη σε έναν νέο σύντροφο, που επιθυμεί να θέσει το προνόμιο της στην εκστρατεία του καλού, που πια μπορεί να λέει όχι σε κάποιες προτάσεις, που νιώθει άβολα, τουλάχιστον άβολα, στην στερεοτυπική εικόνα που οι άλλοι έχουν για εκείνη, που η ανησυχαστική διάθεση δεν την εγκαταλείπει, που θέλει να δοκιμάσει καινούργια πράγματα.

Η Ούλμαν, σε πρώτο επίπεδο, γράφει το βιβλίο αυτό ικανοποιώντας μια δική της ανάγκη. Μοιάζει με κλισέ το παραπάνω, λέγεται συχνά αλλά δεν ισχύει σχεδόν ποτέ. Ίσως τότε να ήταν μια πιο αθώα εποχή, τα εγώ να μην ήταν ακόμα στο πάνω πάνω ράφι, ακόμα και εκείνα των αστέρων της υποκριτικής. Είναι η ανάγνωση ένα παιχνίδι διερεύνησης προθέσεων, σίγουρα είναι, και παίζοντάς το λέω πως η Ούλμαν γράφει αυτό το βιβλίο έχοντας πρώτιστα τον εαυτό της κατά νου και δευτερευόντως τον υποψήφιο αναγνώστη, πόσο μάλλον έναν αναγνώστη μετά από σαράντα χρόνια για τον οποίον θα ήταν απλώς ένα λήμμα στο κινηματογραφικό λεξικό, ένα βλέμμα και λίγα ακόμα μάλλον. Και έχοντας τον εαυτό της κατά νου, φαντάζομαι πως το προσωπικό της διακύβευμα είναι η αυτοειλικρίνεια, ιδιαίτερα όταν, και αυτό αποτελεί και το μεγάλο εμβαδό του βιβλίου, διαχειρίζεται το προνόμιο της, τη σφαίρα ασφαλείας στην οποία κινείται, και γιατί γεννήθηκε στη Νορβηγία και γιατί η ζωή της τα έφερε έτσι ώστε να μην πρέπει να μοχθήσει για τα πλέον βασικά της επιβίωσης.

Το βάρος του προνομίου της δεν είναι είναι μονόπατο, ωστόσο. Υπάρχουν οι χώρες της Αφρικής, υπάρχει και ο πρώτος κόσμος. Γίνεται μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Διάσωσης, ταξιδεύει ανά τον κόσμο, έρχεται αντιμέτωπη με τον πόνο, την πείνα, τον πόλεμο, την προσφυγιά. Διόλου δεν το πουλάει όλο αυτό, διόλου δεν το καρπώνεται ως υπεραξία, ούτε κατά ελάχιστο, ίσα ίσα το αντίθετο συμβαίνει, το προνόμιο εδώ τη βαραίνει, η ανημπόρια πως τίποτα πραγματικά δεν μπορεί να κάνει. Υπάρχει αυτό το σύγχρονο, φρικτό ρήμα γειώνω. Αυτό της συμβαίνει, ωστόσο. Την ισορροπεί. Καθένας μας, όποιο και αν είναι το προνόμιο του, μικρό ή τεράστιο, αν και πάντοτε θα είναι τεράστιο σε σχέση με την πλειοψηφία του ανθρώπινου πληθυσμού, και τότε και τώρα και στο μέλλον, δυστυχώς, όποιο, λοιπόν, και αν είναι το προνόμιο του, εύκολα και γρήγορα εγκλωβίζεται ο καθένας μας σε αυτό, το βιώνουμε ως μοναδική πραγματικότητα, κοιτάξτε γύρω σας, κοιτάξτε σας.

Ο τρόπος με τον οποίο η Ούλμαν αφηγείται τα ταξίδια εκείνα αλλά και την επιστροφή στη Νέα Υόρκη, διαθέτει ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό, το βάρος της ενοχής του προνομίου, το πώς μπορεί κάποιος να συνεχίσει να ζει τη ζωή του, εκεί όπου η αγωνία, η δική του αγωνία, τι και αν πολυτέλεια σε σχέση με όσα έχει δει και συμβαίνουν λίγο πιο πέρα, είναι εξίσου έντονα υπαρξιακή, δεν παύει στη σύγκριση, επιμένει. Αυτοκτονεί άραγε; Τα παρατάει όλα και πάει να ζήσει σε εκείνα τα μέρη; Τι διάολο μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει απέναντι σε όλο αυτό το ζοφερό περιβάλλον; Στρατεύεται άραγε; Νιώθω ναυτία προνομίου τη στιγμή που γράφω αυτά. Ναυτία νιώθει και η Ούλμαν επίσης. Αυτό είναι το κοινό εμβαδόν μας και ας μην είμαι διάσημος αστέρας του σινεμά, ας έχω απλώς σπίτι, φαγητό και τρεχούμενο νερό. Ναυτία προνομίου, ένας αντουανετισμός κατά αναλογία, παντεσπάνι έτρωγε εκείνη, αυτό ήξερε, αυτό έλεγε. Είναι μια γυναίκα που έχει την ανάγκη για συντροφικότητα. Είναι μητέρα. Ξέρει πως κανείς δεν θα θελήσει να τρέξει να την πάρει μια αγκαλιά, κανείς δεν θα τη λυπηθεί, έχει τόσα και άλλα τόσα, ούτε η ίδια της η εαυτή δεν θα της χτυπήσει την πλάτη, αλλά αυτήν έχει, μόνο αυτή.

Οι Επιλογές, επιχειρώντας κάπου να κλείσω το κείμενο αυτό, ανήκουν σε μια λογοτεχνία που με συγκινεί, πριν ακόμα αυτή η λογοτεχνία ονοματιστεί, η λογοτεχνία της ανθρώπινης εμπειρίας, η ιδιωτεία που έχει επίγνωση του προνομίου, της ανειλικρίνειας και της ατέλειάς της, η αποτύπωση μιας εποχής ολοένα και λιγότερο ηρωικής, ολοένα και λιγότερο οικουμενικής, ας μην ζητάμε από τη λογοτεχνία κάτι που πια δεν υπάρχει, αν κάποτε υπήρξε όντως και δεν θελήσανε οι λίγοι προνομιούχοι να μας πείσουν πως υπήρξε. Η μπάλα περνάει στον αναγνώστη, εκείνος θα διαβάσει αυτό που θέλει/μπορεί/αντέχει να διαβάσει.

υγ. Για την Ανησυχία της Λιν Ούλμαν, έγραφα αυτό εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ.
 
Μετάφραση Χρύσα Τσαμαδού
Εκδόσεις Εξάντας

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Τραβεστί - Μιρτσέα Καρταρέσκου

«Φίλε μου, πώς να πολεμήσω τη χίμαιρά μου;» αναρωτιέται ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής στην εναρκτήρια πρόταση, απευθυνόμενος στον ίδιο του τον εαυτό, επιχειρώντας ξανά να αναμετρηθεί με ένα γεγονός που συνέβη δεκαεπτά χρόνια πριν, όταν εκείνος ήταν δεκαεπτά χρονών και είχε μόλις τελειώσει την προτελευταία τάξη του λυκείου. Και πώς αλλιώς να αναμετρηθεί παρά μέσα από τη γραφή, αυτό είναι άλλωστε εκείνο που πάντοτε ήθελε να κάνει, εκείνο που ένιωθε πως ήταν προορισμένος να κάνει, αυτός ήταν ο ρόλος, του συγγραφέα, με τον οποίο φαντασιωνόταν πάντα, όταν η μοναξιά ήταν η δουλειά του, κάνοντας μακριούς περιπάτους και απαγγέλοντας στίχους, σ' εκείνη την κρίσιμη ηλικία, όταν το σώμα βροντοχτυπά την πόρτα της ύπαρξης γυρεύοντας την ικανοποίησή του, το μερτικό από το πνευματικό και το άυλο, το χειροπιαστό.

Πριν από τρία χρόνια μεταφράστηκε από τον Βίκτωρα Ιβάνοβιτς και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, στη σειρά Συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο, η Νοσταλγία, το σημαντικότερο ίσως έργο του Μιρτσέα Καρταρέσκου, γεννημένου το 1956 στο Βουκουρέστι. Ήταν η ευκαιρία για το εγχώριο λογοτεχνικό κοινό να έρθει σε επαφή με το έργο ενός ιδιαίτερου σύγχρονου δημιουργού σε μια εποχή που η ιδιαιτερότητα και το προσωπικό ύφος σπανίζουν, που τα περισσότερα βιβλία μοιάζουν να ακολουθούν κάποιους συγκεκριμένους κανόνες και παρόμοιες αφηγηματικές φωνές.

Σ' ένα από τα μέρη εκείνου του ιδιότυπα σπονδυλωτού μυθιστορήματος, τον Ρουλετίστα, ο αφηγητής συνοψίζει σε μια φράση τον τρόπο με τον οποίο ο Καρταρέσκου μοιάζει να αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία: «Σ' αυτόν εδώ τον κόσμο υφίσταται λοιπόν μια περιοχή όπου το αδύνατον γίνεται δυνατό, συγκεκριμένα στον χώρο της μυθοπλασίας, δηλαδή της λογοτεχνίας». Και αν υποψιαζόμαστε πως ο τρόπος με τον οποίο ένας γραφιάς υποδέχεται και ερμηνεύει τον τριγύρω κόσμο είναι λοξός και ιδιόχειρος, τότε με βεβαιότητα θα συμφωνούσαμε πως το ίδιο, ίσως και σε πιο ανόθευτο βαθμό, συμβαίνει σ' ένα παιδί. Αυτή η παραδοχή είναι που καθιστά ρεαλιστική την αφήγηση αυτή, απορροφώντας την όποια υπόνοια αντίστιξης.

Με το παραπάνω θέλω να πω πως ο υπερρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο οικοδομείται η μια όχθη της πραγματικότητας του αφηγητή, εκεί που τα υλικά μέρη ζωντανεύουν, το ζωικό βασίλειο γίνεται τρομακτικό, ο χρόνος συμπυκνώνεται για να πάρει φόρα και να εκτοξευθεί με υψηλή ταχύτητα προς το μέλλον, ο τρόπος με τον οποίο η μνήμη κατά ελεύθερη και δικής της βούληση συγκρατεί, παραποιεί και ξεχνά. Στην άλλη όχθη, βρίσκεται το σώμα και οι ορμές που εκπορεύονται από εκείνο, η σεξουαλική δίψα που ικανοποιεί προσωρινά το σώμα, αλλά δεν αρκεί, ίσως μόνο αν μετατραπεί σε αφηρημένο έρωτα, τότε ίσως μόνο να καταλαγιάσει έστω για μια στιγμή το πνεύμα.

Το Τραβεστί αποτελείται από δύο κύρια δίπολα. Από τη μια το προφανές, που η λέξη φέρει, ο άντρας που μεταμορφώνεται σε γυναίκα, ο Λούλου που στη σχολική εκδρομή θα ξεγελάσει τον Βίκτωρα, και εξ αυτού θα προκύψει η χίμαιρα που ακόμα, δεκαεπτά χρόνια μετά, θα συνεχίσει να βασανίζει τον αφηγητή. Από την άλλη, η αέναη πάλη, που ορισμένοι δοκιμάζουν χωρίς ποτέ να ησυχάσουν, πάλη ανάμεσα στις υψηλές κορυφές που το πνεύμα γυρεύει και την ικανοποίηση που το σώμα απαιτεί, το πεπερασμένο του χρόνου που ποτέ δεν είναι αρκετός, η απλοϊκότητα της πραγματικότητας που ποτέ δεν υψώνεται ισάξια της φαντασίας. Το δίπολο αυτό, λογοτεχνικά τουλάχιστον, ήταν ο Τόμας Μαν που το ενέταξε ως βασικό άξονα του έργου του, κυρίως στο Τόνιο Κρέγκερ.

Αναφέρθηκα παραπάνω στην ιδιαιτερότητα της γραφής του Ρουμάνου συγγραφέα. Αυτό, ωστόσο, σε καμία των περιπτώσεων δεν σημαίνει μια παρθενογένεση, στην τέχνη, κυρίως σ' αυτήν, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, όσο πίσω και αν πάει κανείς. Η παράδοση της κεντροευρωπαϊκής λογοτεχνίας, οι ιστορίες ενηλικίωσης, η πνευματική αναζήτηση, το βάρος της ύπαρξης και τα αναπόφευκτα, αμείλικτα και απαιτητικά στην απάντηση ερωτήματα που τη συνοδεύουν, οι θρύλοι και η παράδοση, η τοπική εκδοχή του μαγικού ρεαλισμού, η ανάγκη για ένα μπούνκερ καταφυγής από την έξω πραγματικότητα, ο υπερρεαλισμός, το παιγνιώδες και το σατιρικό. Είπαμε, στη λογοτεχνία το αδύνατον γίνεται δυνατό.

Το Τραβεστί, μια ιδιότυπη και αναστοχαστική ματιά σε μια ενηλικίωση, σ' εκείνη του ίδιου του αφηγητή της ιστορίας, μια απόπειρα κατανόησης και επούλωσης, με την ελπίδα πως ο παρελθών χρόνος θα έχει εξοπλίσει με τις κατάλληλες πολεμίστρες τη λογική, ένα καρναβαλικού, διονυσιακού αν προτιμάτε, ρυθμού μυθιστόρημα που διαπραγματεύεται υψηλές πνευματικές ιδέες, με έναν τρόπο μοναδικό, ενάντια στην όποια σοβαροφάνεια, αλλά με στέρεες βάσεις και λαδωμένους μηχανισμούς, που φέρνει στον νου του αναγνώστη έναν άλλο σημαντικό δημιουργό, τον Βίτολντ Γκομπρόβιτς, μια συγγένεια εκλεκτή.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 7.12.24 στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Για την υπέροχη Νοσταλγία περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ.
 
Μετάφραση Άντζελα Μπράτσου
Εκδόσεις Καστανιώτη

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση - Alexis Ravelo

Βασικό συστατικό της αστυνομικής λογοτεχνίας, αν όχι το κύριο, είναι η ύπαρξη ενός –συνήθως αντιηρωικού– κεντρικού χαρακτήρα, ο οποίος καλείται να διαλευκάνει την υπόθεση. Αρκετές φορές, ο συγγραφέας τον ακολουθεί, με αποτέλεσμα μια σειρά από ιστορίες. Έκτοτε, δύο υποϊστορίες αποτελούν την πλοκή, μία εκείνη της κεντρικής υπόθεσης, η λύση του μυστηρίου, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα, γεμάτη από ανατροπές και ευρήματα, αλλά και μία δεύτερη, παράλληλη της πρώτης, εκείνη που σαν σκυταλοδρομία παρακολουθεί την πορεία ζωής του κεντρικού χαρακτήρα, ένα ακόμα αναγνωστικό κίνητρο, πέρα από τη συγγραφική ικανότητα στην παραγωγή νέων πλοκών.

Η αστυνομική λογοτεχνία, που για χρόνια αδίκως ζούσε στη σκιά της παραλογοτεχνίας, είναι αντιμέτωπη, περισσότερο από τις άλλες λογοτεχνικές εκφάνσεις, με τους ειδολογικούς περιορισμούς. Ένας από αυτούς, ο πλέον δυσκολοκατάβλητος, έχει να κάνει με την πρωτοτυπία, με την επινόηση μιας λύσης που δεν έχει ως τώρα δοθεί. Στο κυνήγι αυτό, η ανάγκη για εντυπωσιασμό, οδηγεί σε τραβηγμένες από τα μαλλιά ανατροπές και ευρήματα, αλλοιώνοντας την αληθοφάνεια, που ως είδος το έχει ανάγκη. Οι σειρές, η ακολουθία της ζωής του κεντρικού χαρακτήρα από βιβλίο σε βιβλίο αμβλύνει αυτή την κάλπικη ανάγκη, τα συστατικά του αντιήρωα διαμορφώνουν εν πολλοίς το πλαίσιο εντός του οποίου η πλοκή στήνεται και προωθείται.

Ο Αλέξις Ραβέλο, γεννημένος το 1971 στις Κανάριες Νήσους, δημιούργησε τον Ελάδιο Μονρόι και τον ακολούθησε σε έξι περιπέτειες του, οι οποίες πιθανολογώ πως θα ήταν περισσότερες αν ο συγγραφέας δεν πέθαινε αιφνίδια το 2023. Το Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση αποτελεί την τρίτη ιστορία με πρωταγωνιστή τον Ελάδιο. Ας σημειώσω πριν συνεχίσω πως κάθε βιβλίο της σειράς στέκει αναγνωστικά αυτόνομο, όλα τα απαραίτητα στοιχεία βρίσκονται στο κάθε ένα.

Καθημερινός θαμώνας σε ένα παρακμιακό μπαρ της πρωτεύουσας των Κανάριων Νήσων,  ο Ελάδιο Μονρόι δείχνει αποφασισμένος να μείνει έξω από νέα μπλεξίματα, με ένα χρηματικό μαξιλαράκι που του δίνει μια σχετική ασφάλεια, ερωτευμένος με την κοπέλα του, που δουλεύει σε βιβλιοπωλείο και τώρα τελευταία τον πιέζει γλυκά να διαβάσει Στιγκ Λάρσον. Όμως, άνθρωποι όπως αυτός, με προδιάθεση να μπλέκουν, έλκουν τα προβλήματα, σαν πανίσχυροι μαγνήτες, και όταν αυτό συμβεί η αποφασιστικότητα πάει περίπατο, μια δικαιολογία θα την θέσει νοκ άουτ στο άψε σβήσε.

Ένα επιχειρηματικό τρίγωνο, ένας θάνατος που αποδόθηκε σε φυσικά αίτια, μια δολοφονία που περιέπλεξε τα πράγματα, μια διαθήκη που πυροδότησε έριδες, ένα μικρό ξύλινο κουτάκι, άνευ υλικής αξίας, που γίνεται αντικείμενο βίαιης επιθυμίας, οπλισμένες ομάδες και νεαρές ερωμένες, το σκοτεινό διαδίκτυο και ένας μικροαπατεώνας με το όνομα Υπουργός συνθέτουν αυτή την περιπέτεια στης οποίας το επίκεντρο βρέθηκε ο Ελάδιο από τη μια στιγμή στην άλλη.

Ο Ραβέλο αποδεικνύεται καλός μάστορας του είδους, συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα χαρτιά και τα απλώνει αργά και σταθερά, χωρίς να επενδύει σε απίθανες συμπτώσεις και τραβηγμένα ευρήματα, ποντάροντας στον Ελάδιο και την ατμόσφαιρα των Κανάριων Νήσων, μακριά από άλλες σκληρές πόλεις, όπου το έγκλημα βασιλεύει. Οι Κανάριοι Νήσοι, ευρωπαϊκό έδαφος, ισπανικό για την ακρίβεια, μόνο όμως κατ' όνομα, αφού η απόσταση από τη Γηραιά Ήπειρο αποδεικνύεται καθοριστική, έδαφος γεωστρατηγικής σημασίας, απότοκο της άλλοτε ισπανικής κυριαρχίας, που πλέον ζει κυρίως από τον τουρισμό, στη σκιά του ηφαιστείου και στη δίνη των κυμάτων του Ατλαντικού, με σταθερό κλίμα χειμώνα καλοκαίρι, μετατρέπεται στα χέρια του Ραβέλο σε πειστικό, χωρίς εξωτισμό, σκηνικό δράσης.

Ο Ελάδιο είναι ένας συμπαθέστατος και με τον τρόπο του γοητευτικός αντιήρωας. Το Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, που, παρότι απευθύνεται κυρίως σε ένα κοινό πολυδιαβασμένο, με τον φόβο πως δύσκολα θα βρει κάτι καινούριο που θα το ιντριγκάρει, καταφέρνει να γοητεύσει και ταυτόχρονα να υπερκεράσει τους όποιους ειδολογικούς περιορισμούς, γεγονός που του επιτρέπει να απευθυνθεί και σε όσους δεν διαβάζουν, αποκλειστικά και μόνο, νουάρ. Η υπογραφή τού Κρίτωνα Ηλιόπουλου αποτελεί διπλή εγγύηση, τόσο ως προς την ποιότητα της μετάφρασης, όσο και ως προς την εν γένει αξία του βιβλίου.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ! 
 
Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Τόπος

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Ήρεμο χάος - Sandro Veronesi

Ήθελα να διαβάσω το βιβλίο αυτό από όταν αντίκρισα τον τίτλο του, δεν διάβασα ποτέ το οπισθόφυλλο, ό,τι χρειαζόμουν να ξέρω το ήξερα, πέρασαν δεκαπέντε χρόνια, το βιβλίο εξαντλήθηκε, το βρήκα και το αγόρασα μεταχειρισμένο, σε τιμή τίμια. Κάθε φορά που διάβαζα κάποιο ιταλικό βιβλίο το θυμόμουν και το επανατοποθετούσα στη στοίβα με τα προς ανάγνωση, κάτι άλλο προέκυπτε κάθε φορά, ξέρετε πώς πάει με τα σχέδια και τα πλάνα στην ανάγνωση, τέλος πάντων, ας μην μακρηγορώ, η ώρα έφτασε.

Την ώρα που ο Πιέτρο, πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας αυτής, παλεύει με τον αδερφό του να σώσουν δύο γυναίκες από πνιγμό στη θάλασσα, η σύντροφός του, Λάρα, μητέρα της κόρης του, που επρόκειτο να παντρευτούν σε λίγες μέρες, πεθαίνει. Πένθος. Μια συνθήκη για την οποία πολλά μοιάζει να ξέρουμε, μια γνώριμη συνταγή κοινωνικά επιβεβλημένη, για την οποία τίποτα δεν ξέρουμε μέχρι το χτύπημα στην πόρτα να ακουστεί. Και πάλι, όχι. Δεν υπάρχει ένα μόνο μονοπάτι.

Ο Πιέτρο, γύρω στα σαράντα, στην κορυφή των πραγμάτων, πατέρας μιας θαυμάσιας κόρης, σύντροφος μια υπέροχης γυναίκας, αδερφός ενός επιτυχημένου μόδιστρου, υψηλόβαθμο στέλεχος μιας μεγάλης εταιρείας, που μέσω μιας επικείμενης συγχώνευσης αναμένεται να μεγαλώσει περαιτέρω, σπίτι, αμάξι, υλικά αγαθά, απ' όλα έχει. Και η γυναίκα πεθαίνει. Φίλοι και συγγενείς φιλούν, αναφωνούν κλισέ, κλείνουν την πόρτα πίσω τους, φεύγουν. Απομένει μόνος με την Κλαούντια.

Λίγες μέρες αργότερα, τα σχολεία θα ανοίξουν, ο Πιέτρο θα συνοδεύσει την κόρη του ως εκεί, τότε, σε μια έμπνευση της στιγμής, θα της υποσχεθεί πως δεν θα φύγει από εκεί μέχρι να σχολάσει, θα την περιμένει στο προαύλιο, να μην ανησυχεί, της λέει, εκείνος θα είναι εκεί. Πραγματοποιεί την υπόσχεσή του. Την επόμενη μέρα επαναλαμβάνει, υπόσχεται και υλοποιεί. Οι μέρες περνούν. Η Κλαούντια στην τάξη, εκείνος στον δρόμο απέναντι από το σχολείο. Ένας μικρόκοσμος αναδύεται, ο τροχονόμος, η κοπέλα με τον σκύλο, η μητέρα με το παιδί που κάνει εργοθεραπεία. Ο καιρός, αρχικά καλός, ένα καλοκαίρι που προεκτείνεται στον ιταλικό βορρά, σύντομα θα χαλάσει, βροχή και χιόνι, εκείνος κάθεται στο εσωτερικό του αμαξιού. Φίλοι, συγγενείς και συνάδελφοι τον επισκέπτονται εκεί, κανείς δεν τον πιέζει, το πένθος, είπαμε, σε κανέναν δεν κάνει εντύπωση η στάση του αυτή, το πένθος, είπαμε, το παιδί, κυρίως αυτό.

Αν είχα διαβάσει το οπισθόφυλλο, το Ήρεμο χάος θα είχε προηγηθεί. Έχω πολλάκις επαναλάβει την αναγνωστική μου επιθυμία για ιστορίες με πρωτοπρόσωπους άντρες αφηγητές, που σε κάποιο κομμάτι της μέσης ηλικίας ξάφνου η ζωή τους, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, ανατρέπεται, και εκείνοι παλεύουν με τον τρόπο τους να επιπλεύσουν. Όπως ο Πιέτρο, για παράδειγμα. Στη διόλου ηρωική αυτή λίστα προεξέχουσα θέση κατέχει ο Φρανκ Μπάσκομπ, πρωταγωνιστής στην περίφημη τριλογία του Ρίτσαρντ Φορντ (Ο αθλητικογράφος, Ημέρα ανεξαρτησίας, Η χώρα, όπως είναι).

«Μόλις εξακρίβωσα ότι στο διαδίκτυο υπάρχουν 2.180 ιστοσελίδες που αναφέρουν τις λέξεις "quiet chaos". Προσπάθησα ν' ανοίξω μερικές, αλλά ήταν πάρα πολύ βαριές και το κινητό μου δεν τα κατάφερε. Η μοναδική που κατάφερα ν' ανοίξω ήταν αυτή και έχω τώρα έναν ορισμό της έκφρασης ήρεμο χάος: ένα κυνήγι που δεν τελειώνει ποτέ, ένα κυνήγι όπου απ' τη μια στιγμή στην άλλη ο κυνηγός μπορεί να μετατραπεί σε θήραμα. Τι σχέση έχει αυτό με τη ζωή μου; Μπορεί να έχει ενδιαφέρον να το αναλογιστώ. Αλλά πρώτα μπορεί να έχει ενδιαφέρον ν' αναλογιστώ πώς έφτασα ως εδώ».

Αν σας έλεγα, ή αν ξέρατε, χωρίς να έχετε διαβάσει το βιβλίο, πως είναι πεντακόσιες σελίδες, υποθέτω πως ένας σκεπτικισμός θα ανέκυπτε, πώς γίνεται αυτή η περίληψη να μπορεί να τραβήξει σε τέτοιο μάκρος. Εγώ θα πρόσθετα πως το εκτεταμένο μέγεθος είναι βασική προϋπόθεση για την ιστορία αυτή, ο μοναδικός τρόπος ώστε ο αναγνώστης να βυθιστεί στη συνθήκη του Πιέτρο, σε αυτή τη ρουτίνα, όχι για να τον συναισθανθεί αλλά για να τον κατανοήσει, να βυθιστεί παρέα με εκείνον στη επικράτεια της θλίψης και του πένθους, σε εκείνη την επικράτεια του εγκλωβισμού, της μη καθαρής σκέψης, εκεί που η σημαντικότητα των πραγμάτων αποδεικνύεται πανηγυρικά σχετική.

Ο Βερονέζι τα καταφέρνει υποδειγματικά, έχει μια ιδέα πένθους και πετυχαίνει να τη φέρει εις πέρας θριαμβευτικά (σκοπίμως αντιστικτική επιλογή λέξης) και, χωρίς σπόιλερ, να εξέλθει αυτής συντεταγμένα, απλά και φυσικά· το πώς θα κλείσει την ιστορία ήταν κάτι που με βασάνισε από τα μισά και ύστερα της ιστορίας, φοβόμουν κάτι αφαιρετικό και υπέρμετρα ανοιχτό, κάτι το οποίο θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με το πόσο αληθοφανή και φυσιολογικά ήταν ως τότε όλα, από τη στιγμή, για την ακρίβεια, που αποδέχτηκα τον τρόπο του στο πένθος. Πλήθος από μικροευρήματα, ικανοποιητικοί και απαραίτητοι δεύτεροι ρόλοι, χωροχρονικό πλαίσιο ακριβές και άψογο ως σκηνικό, αποδοχή και παράδοση στη ρουτίνα, το Ήρεμο χάος θα μπορούσε να είναι αδελφάκι του Κοσμόπολις του σπουδαίου ΝτεΛίλλο, θα μπορούσε γενικότερα να ανήκει στο κόρπους της καλής αμερικανικής λογοτεχνίας, αν και αυτό ακούγεται και ίσως και να είναι προβληματικό, ίσως και όχι. Δεν είμαι σίγουρος ποιος ακολουθεί ποιον, ποιος χαράσσει το μονοπάτι, ο συγγραφέας ή ο Πιέτρο, αν και επίσης αυτό ακούγεται ή ίσως και να είναι προβληματικό, ίσως και όχι. Και το σημαντικότερο, παντελής έλλειψη συναισθηματικού εκβιασμού, ίσως μάλιστα να συμβαίνει και το ανάποδο, ο αναγνώστης να νιώθει την ανάγκη να εκβιάσει τον Πιέτρο, να αναμένει δηλαδή πως κάποιο από τα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής θα το κάνει γι' αυτόν.

Επιστρέφω στο πένθος. Παραπάνω έγραφα: «Πένθος. Μια συνθήκη για την οποία πολλά μοιάζει να ξέρουμε, μια γνώριμη συνταγή κοινωνικά επιβεβλημένη, για την οποία τίποτα δεν ξέρουμε μέχρι το χτύπημα στην πόρτα να ακουστεί. Και πάλι, όχι. Δεν υπάρχει ένα μόνο μονοπάτι». Το πένθος είναι ένα από τα πλέον δημοφιλή λογοτεχνικά συστατικά, η λογοτεχνία, αν μας μαθαίνει ένα πράγμα, τότε αυτό είναι το καίριο πλήγμα στη μονοσημία, η κατάρρευση του εγώ ξέρω, η θριαμβευτική του κατάρρευση, στα συντρίμμια της οποίας καλούμαστε να (μας) χτίσουμε. Δεν αρκεί να το σκέφτεσαι και να το λες, πως είσαι ανοιχτός στο διαφορετικό, την κρίσιμη στιγμή θα δειλιάσεις, θα κοντοσταθείς και θα πεις: ναι, αλλά. Και αυτό το ναι, αλλά, θα είναι αρκετό για τη μονοσημία, για το εγώ ξέρω. Ύστερα, εξαρτάται και από σένα, εξαρτάται και από το βιβλίο που έχεις μπροστά στα μάτια σου, δύο δρόμοι πιθανώς θα ανοίξουν, εκ διαμέτρου αντίθετης κατεύθυνσης, από το να πετάξεις το βιβλίο από τα χέρια σου, απηυδισμένος ουρλιάζοντας: δεν είναι έτσι τα πράγματα· μέχρι να το βουλώσεις και πάνω στα συντρίμμια σου να προσπαθήσεις με κάποιο τρόπο να βολευτείς.

Ένα σπουδαίο βιβλίο.

υγ. Για τον Μπάσκομπ περισσότερα εδώ, εδώ και εδώ. Πριν από δεκατρία χρόνια, ουάου, έγραφα, εντυπωσιασμένος από το Κοσμόπολις, αυτό. Για περαιτέρω προτάσεις από την ιταλική λογοτεχνία, που τελευταία πολύ του γούστου μου είναι, εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Λητώ Σεϊζάνη
Εκδόσεις Πάπυρος

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

Θα πέσει η νύχτα - Κωνσταντίνος Τζαμιώτης

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γεννήθηκε το 1970 στη Λάρισα και εμφανίστηκε στα εκδοτικά πράγματα με τη νουβέλα Συνάντηση (εκδόσεις Ίνδικτος, 2002), που σηματοδότησε την πρώτη περίοδο ενός συνεπή συγγραφέα, ο οποίος, εμφανώς επηρεασμένος από την κεντροευρωπαϊκή γραμματεία, επέδειξε ένα έργο ώριμο, απαλλαγμένο από διάφορες εγχώριες νοσηρότητες, αλλά και ακκισμούς, προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση στην εποχή του. Παρακολουθώντας κανείς την πορεία του μέσα στα χρόνια, Η πόλη και η σιωπή (εκδόσεις Καστανιώτη, 2013), με πρωταγωνιστή τον Αργύρη Τρίκορφο, ένα από τα πλέον ολοκληρωμένα και αληθοφανή μυθιστορηματικά πρόσωπα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δεν αποτέλεσε έκπληξη. Ήδη, χωρίς να εγκαταλείπει τις δεδομένες και καλά χωνεμένες επιρροές του, πλησίαζε ολοένα το εδώ και το τώρα, τη μετάβαση σε μια λογοτεχνία σύγχρονη και εμφανώς πολιτική, χωρίς την ανάγκη παραβολών και αναλογιών από το παρελθόν. Η πόλη και η σιωπή ξεχώρισε ανάμεσα σε πολλά μυθιστορήματα που γράφτηκαν για την ελληνική κρίση.

Στη δεύτερη αυτή περίοδο, ο Τζαμιώτης ασχολήθηκε και με τη θεατρική γραφή, εξέδωσε δύο συλλογές διηγημάτων, ενώ τον Απρίλιο του 2016, κυκλοφόρησε το Πέρασμα (εκδόσεις Μεταίχμιο), ένα νατουραλιστικής σύλληψης και υφής μυθιστόρημα με τόπο ένα μικρό νησί του Αιγαίου και το ναυάγιο μιας βάρκας με πρόσφυγες εν μέσω σφοδρής κακοκαιρίας. Το εδώ και το τώρα της γραφής εμπεριέχει ένα ρίσκο, όπως και η κάθε θεωρητική προσέγγιση ανάλυσης του παρόντος, και αυτό είναι να αποβεί κενή και καιροσκοπική, να υποχωρήσει από το ίδιο της το βάρος. Ευτυχώς, υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Ένα από τα δυνατά χαρτιά της γραφής τού Τζαμιώτη είναι οι χαρακτήρες του, δουλεμένοι μέχρι την τελευταία, πιο καταχωνιασμένη, κρεμάστρα στην ερμητικά κλειστή ντουλάπα. Σκεπτόμενος αυτή τη συγγραφική αρετή αναρωτιόμουν αν και πότε θα δοκίμαζε να γράψει ένα μεγάλο, πλουραλιστικό και φιλόδοξο μυθιστόρημα, από τα οποία παρατηρείται έλλειψη, με ελάχιστες απόπειρες και ακόμα λιγότερες επιτυχείς καταλήξεις. Η ανακοίνωση της κυκλοφορίας του Θα πέσει η νύχτα έφερε μαζί της προσδοκίες.

Ένα μυθιστόρημα, ένα μεγάλο και φιλόδοξο μυθιστόρημα, δεν μπορεί παρά να έχει ως καταστατική βλέψη να συμπεριλάβει την πραγματικότητα στο σύνολό της, η βλέψη αυτή καθορίζει το ύψος που ο πήχης τίθεται. Ο Τζαμιώτης θέλησε, και κατά τη γνώμη μου κατόρθωσε, να γράψει ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Ο αφηγηματικός χρόνος, παρά τις όποιες αναγκαίες αναλήψεις από το παρελθόν, είναι το πρόσφατο παρόν, ο αφηγηματικός τόπος εναλλάσσεται μεταξύ Αθήνας, θεσσαλικού κάμπου και της επαρχίας της Βορείου Ελλάδας. Ένα πλήθος από πρόσωπα, η ζωή των οποίων με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συναντάται και διαπλέκεται, εμφανίζονται, πρόσωπα αντλημένα από έναν τεράστιο ταμιευτήρα, διόλου στερεοτυπικά και ασώματα. Εκεί που τα πράγματα είναι ακόμα πιο σύνθετα είναι στην απόπειρα ειδολογικής κατάταξης του Θα πέσει η νύχτα, όμως, ένα μεγάλο μυθιστόρημα συνήθως μένει ανένταχτο, θυμίζοντας, και σε αυτό, την πραγματική ζωή. Η φιλοδοξία εδώ πατάει σταθερά και στις δύο όχθες, στην ιστορία και στην αφηγηματική κατασκευή.

Απόρροια των σεμιναρίων δημιουργικής γραφής, σε συνδυασμό με την επίτευξη της συνταγής εκείνης που θα καταστήσει ένα βιβλίο ευπώλητο, παρατηρείται η απόπειρα ενσωμάτωσης διαφόρων ιδιοτήτων της επικαιρότητας, έστω και ως απλή αναφορά, σαν ο συγγραφέας να βάζει τικ σε κουτάκια, είτε αυτό είναι το περιβάλλον, είτε το κουήρ, είτε το μεταποικιακό, είτε το φεμινιστικό. Στο Θα πέσει η νύχτα, κάθε τι, μικρό ή μεγάλο, έχει έναν οργανικό χαρακτήρα, τίποτα δεν φέρνει στο νου διεκπεραίωση και hype. Η καλή λογοτεχνία, άλλωστε, πάντοτε αφουγκράζεται και περιλαμβάνει την εποχή της, με όλες της τις διαστάσεις, τις παθογένειες και τις ομορφιές, αλλά και τη νύχτα.

Ο Τζαμιώτης υπογράφει με έμπνευση, τεχνική και οξυδέρκεια ένα σημαντικό μυθιστόρημα, σε μια κορυφαία στιγμή της εργογραφίας του, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, πετυχαίνοντας να συγκεράσει λογιών λογιών φαινομενικά ετερόκλητα χαρακτηριστικά, να καταστήσει λειτουργικές και απαραίτητες ακόμα και τις όποιες αδυναμίες η μεγάλη φόρμα παρουσιάζει στο εξαντλητικής ταχύτητας και ερεθισμάτων σήμερα, δοκιμάζοντας να πάει κόντρα στο ρεύμα της μικρής και αποσπασματικής φόρμας που δείχνει να επικρατεί. Ωστόσο, η καταβύθιση στις σελίδες ενός καλού μυθιστορήματος είναι ένα από τα πλέον ασφαλή μπούνκερ καταφυγής και το Θα πέσει η νύχτα, πέρα από τις λοιπές αρετές του, είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)


υγ. Για τα υπόλοιπα βιβλία του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ. υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ!
 

Εκδόσεις Μεταίχμιο