Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Πέρα από τη συναίνεση - Ευάρεστος Πιμπλής

Πρωτόλειο μυθιστόρημα από τον γεννημένο το 1999 Ευάρεστο Πιμπλή, που ζει και εργάζεται στο Παρίσι, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πέρα από τη συναίνεση, γραμμένο στα ελληνικά και τα γαλλικά, κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο από τις εκδόσεις Πόλις και μας μεταφέρει σε ένα μέλλον κοντινό, στο 2032, δεκαπέντε χρόνια μετά το #MeToo, όταν η συναίνεση έχει πια καθιερωθεί και νομοθετηθεί, όταν το «ναι» σημαίνει ναι και το «όχι» σημαίνει όχι, ωστόσο το «ναι», αντίθετα με το σαφές «όχι», παραμένει κάπως ανεξερεύνητο ως έννοια.

Δύο κεντρικά πρόσωπα, ο Ενζό και ο Εμίλ, οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των οποίων αποτελούν το πρώτο και το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, ενώ το ενδιάμεσο αποτελεί μια σύνθεση από άρθρα γνώμης, δημοσιογραφικά ρεπορτάζ και αναρτήσεις από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Ενζό, ένας αντρικός χαρακτήρας που ολοένα και απουσιάζει από τη σύγχρονη λογοτεχνία, αλλά ευδοκιμεί αφειδώς στον κοινωνικό ιστό, αφηγείται την ιστορία του, πώς έφτασε να βρίσκεται στο στόχαστρο των κοινωνικών δικτύων ως ένοχος τέλεσης αξιόποινων πράξεων, όπως η ομοφοβική επίθεση που καταγράφηκε από το κύκλωμα ενός καφέ. Μεγάλωσε και ενσάρκωσε το αρσενικό πρότυπο, γυμνασμένος, πετυχημένος επαγγελματικά, εμμονικός με το σεξ, ένας χαρακτήρας που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από την προκλητική πένα του Ουελμπέκ, ένας διόλου αγαπητός τύπος, καθ' όλα προνομιούχος, που γυρεύει, με τον τρόπο του, την ενσυναίσθηση και την κατανόηση των άλλων.

Και ο Εμίλ, που παλεύει μέσα από τη σεξουαλικότητά του να κατανοήσει τα όρια του εαυτού του, να επισκεφτεί τις πλέον απομακρυσμένες επικράτειες της σκέψης και των συναισθημάτων του, γεννημένος σε μια μικρή επαρχία, δεχόμενος όλες τις κοινότοπες αλλά βαθιά τραυματικές επιθέσεις από τον κοινωνικό περίγυρο, θα βρει καταφύγιο στην ανωνυμία και την ανοιχτότητα του Παρισιού, μια πολλάκις ειπωμένη ιστορία queer ενηλικίωσης. Η συνάντηση των δυο τους, δύο πορείες παράλληλες και αντιθετικές που διασταυρώνονται, θα δημιουργήσει τους δύο πόλους, τη συντηρητική ανδροπρέπεια και τη διάπλαση μιας ρευστής ταυτότητας, τις υπό κατάρρευση βεβαιότητες και τις υπό ανοικοδόμηση αμφιβολίες, θα αποκαλύψει, ωστόσο, και ένα κοινό έδαφος, μια κοινή επιθυμία, εκείνη της βίας, που κατοικεί καταχωνιασμένη στη μυχιότητα, το σύνολο των εμπειριών, σκέψεων και συναισθημάτων, όπως ο συγγραφέας επέλεξε να αποδώσει στα ελληνικά το αγγλικό intimacy.

Το Πέρα από τη συναίνεση είναι ένα μυθιστόρημα δοκιμιακού χαρακτήρα, η πλοκή μοιάζει να είναι η αφορμή για τη διερεύνηση της ανθρώπινης μυχιότητας, εστιάζοντας στο άτομο και μέσω αυτού στο κοινωνικό σύνολο, επιτρέποντας στον σύνθετο καμβά των πολλαπλών εκδοχών τού ανθρώπινου να αποκαλυφθεί, κόντρα σε αυτό που για αιώνες αποτέλεσε ένα δυαδικό ζεύγος, άντρας-γυναίκα, ενώ ταυτόχρονα, με το ενδιάμεσο μέρος, δίνει τον απαραίτητο χώρο να αποτυπωθεί η κοινή γνώμη, μια αντανάκλαση των κοινωνικών ζυμώσεων. Ωστόσο, θα ήταν άστοχο να περιοριστεί σε αυτό το Πέρα από τη συναίνεση.

Ο Πιμπλής έχει εκ των προτέρων διαρθρώσει τη δομή, τα πρόσωπα, τα συμβάντα, τη σύγκρουση, στον ενδιάμεσο χώρο επιτρέπει στον στοχασμό να ευδοκιμήσει, μια συνθήκη αλληλοτροφοδοτούμενη προκύπτει, έτσι, τα πρόσωπα που εκκινούν από στερεοτυπικά μοντέλα αποκτούν ατομικές ιδιαιτερότητες, μια δυναμική διεργασία αποκαλύπτεται, μια διαρκής αναρώτηση, η απόπειρα να συμπεριληφθούν όσο το δυνατόν περισσότερες γωνίες θέασης, μακριά από ετεροκεντρικές βεβαιότητες, υποστηρίζοντας πλήρως τον δυναμικό και απεριόριστο χαρακτήρα της διερεύνησης του ανθρώπινου. Και αυτό είναι κάτι που ανέκαθεν κάνει η μυθοπλασία, εκεί που το δοκίμιο –με την αυστηρότητα της φόρμας και του περιεχομένου– γυρεύει συμπεράσματα, η λογοτεχνία θέτει ερωτήματα, σπάνια δίνει οριστικές απαντήσεις, ανοίγει διάλογο, που τον αφήνει ανοιχτό, και έτσι μπορεί να συμπεριλάβει το εδώ και το τώρα, να αποτυπώσει τη σύνθετη και χαοτική συγχρονία.

Και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σε αυτό το μυθιστόρημα εκείνο που με ενθουσίασε ήταν, όχι το εύκολα εντοπίσιμο εύρος της θεωρητικής σκευής και σκέψης τού συγγραφέα ή οι πρόδηλες λογοτεχνικές του αρετές, αλλά η διάθεσή του να μην εγκλωβιστεί, να συνεχίσει, μέχρι τέλους να συνδιαλέγεται, να στοχάζεται, να αναρωτιέται και να το κάνει αυτό με όρους καλής λογοτεχνίας, κρύβοντας επιμελώς το συγγραφικό υποκείμενο, επιτρέποντας στη φρεσκάδα της παρατήρησης να παρασύρει συνολικά το μυθιστόρημα, χωρίς άγονο διδακτισμό και αδιάφορη πρόκληση, χωρίς να διαλαλεί πως κάνει κάτι σπουδαίο, κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ ξανά, χωρίς να γυρεύει μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση για το βιβλίο του.

Ένα αξιοσημείωτο ντεμπούτο.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί - Helen DeWitt

Το 2002, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Έλεν Ντε Γουίτ, Ο τελευταίος Σαμουράι. Δεν το είχα πάρει χαμπάρι, το όνομά της συγγραφέα δεν μου έλεγε κάτι, μέχρι που έπιασα στα χέρια μου τη νουβέλα Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, σε μετάφραση Μαριλένας Καραμολέγκου, από τις εκδόσεις Δώμα. Είναι αρκετά παράξενο, μου είπε ο Σ. που το είχε κιόλας διαβάσει, με την καλή έννοια, συμπλήρωσε.

Ο τίτλος, ακριβής και παράξενος, κυριολεκτικά έχει να κάνει με την ικανότητα των Άγγλων να καταλαβαίνουν το καλής ποιότητας μαλλί, γνώση που αποτελεί σημαντική παράμετρο της γενικότερης παιδείας καλών τρόπων που έλαβε η δεκαεπτάχρονη, στο αφηγηματικό παρόν της ιστορίας, Μαργκερίτ. Από μικρή εγκλωβίστηκε σε αυτό το σύστημα, για εκείνη ήταν ό,τι υπήρχε, ένας μονόδρομος χωρίς δυνατότητα ελιγμών και αναστροφής, η maman ήταν διαρκώς παρούσα, επιβλέποντας και δίνοντας τις κατάλληλες εντολές, η επισημότητα του κάθε γεύματος, η υψηλή ραπτική, το πιάνο, όλα όσα συνθέτουν τους καλούς τρόπους για μια εκκολαπτόμενη δεσποινίδα. Κατά την παραμονή της στην Αγγλία, οι γονείς θα εξαφανιστούν, το μπαούλο με τα μυστικά θα ανοίξει, ένας λογοτεχνικός ατζέντης θα πετύχει μια φαινομενικά συμφέρουσα συμφωνία, η Μαργκερίτ θα αφηγηθεί την ιστορία της, ως αντάλλαγμα θα λάβει μια δυσθεώρητη προκαταβολή.

Το μέγεθος και η κατασκευή δεν επιτρέπουν περισσότερα να ειπωθούν σχετικά με την πλοκή, ο εύκολος δρόμος για να φανεί η παραξενιά της νουβέλας δεν είναι ανοιχτός. Η περιφερειακή οδός περνάει απαρέγκλιτα από τους σταθμούς της μορφής και του περιεχομένου. Αν υπάρχει κάτι το οποίο εκλείπει από τη νεότερη λογοτεχνία, ως θέμα, ως καμβάς, είναι η υψηλή κοινωνία, η μεγαλοαστική, γνήσια ή φαντασμένη, εκείνη, όπως και να έχει, στην οποία ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο συμπεριφοράς κατέχει θέση αυστηρού εγχειριδίου, η περιδιάβαση στην επικράτεια αυτή, την οποία η Ντε Γουίτ προσεγγίζει με όρους αναπόφευκτου, χωρίς να την κρίνει εμφανώς ως καλή ή κακή, γελοία ή σοβαρή, φέρει κάτι το παλιακό, κάτι το ξεπερασμένο, κάτι που εμείς οι μη μεγαλοαστοί δύσκολα πιστεύουμε πως ακόμα συμβαίνει, έχοντας στο μυαλό μας εικόνες από ξέφρενα πάρτι και θυελλώδεις προσωπικές ζωές των γόνων της, τα φώτα της λογοτεχνίας έχουν ριχτεί πια στα πιο μεσαία και χαμηλά στρώματα, όχι μόνο ως αποτύπωση αλλά και ως προς το συναίσθημα.

Δεν προκαλεί εντύπωση, όχι μεγάλη τουλάχιστον, η υποκρισία και η ψυχρότητα που χαρακτηρίζουν τη σχέση, ο θεός να την κάνει, μητέρας κόρης. Η Ντε Γουίτ ξέρει πως για να λειτουργήσει η κατασκευή πρέπει να σταθεί όσο το δυνατόν πιο απαθής και αμέτοχη, να μη δείξει τη συναισθηματική της παλέτα, να δώσει τον λόγο στη Μαργκερίτ, άλλωστε εκείνη είναι που πρέπει να παραδώσει το προσχέδιο της ιστορίας της, εκείνη έχει υπογράψει το σχετικό συμβόλαιο, εκείνη ξέρει, τέλος πάντων. Της δίνει χώρο και χρόνο να μιλήσει για όσα εκείνη θεωρεί πως πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στην αφήγησή της. Και κάπως έτσι φτάνουμε στον δεύτερο σταθμό της περιμετρικής οδού, εκείνο που στεγάζει τη μορφή.

Συγκρατημένα μεταμοντέρνα κατασκευή, εκεί που η εγκιβωτισμένη συγγραφή του βιβλίου πορεύεται παράλληλα με τις σκέψεις και τα γεγονότα που σχετίζονται με το υπό συγγραφή βιβλίο. Εδώ, στη μορφή, αντίθετα με το περιεχόμενο, η Ντε Γουίτ βρίσκει τον χώρο ώστε να φανερώσει κάποιες από τις προθέσεις της, να ασχοληθεί εκ του ασφαλούς και από σχετική απόσταση με ζητήματα όπως η αυτομυθοπλασία, ο χώρος των εκδόσεων, η ακριβή ζωή, η υποκρισία της υψηλής κοινωνίας, τις σκοτεινές πλευρές της, το χρήμα ως κορωνίδα σε θρόνο μονοθέσιο. Η μορφή είναι αυτή που καθιστά τη νουβέλα παράξενη, με την καλή έννοια. Η μορφή είναι εκείνη που δημιουργεί το αντιστικτικό αντίβαρο στην παλιακότητα του περιεχομένου, κάτι φρέσκο που συμπορεύεται με κάτι το κλασικό, ο ιδιότυπος τρόπος της να πει μια ιστορία που μέρος της έχει ήδη ειπωθεί χρόνια πριν, όταν η λογοτεχνία, οι τέχνες εν γένει, αφορούσαν μια ολιγομελή κάστα ανθρώπων, τα πάθη και τις έριδες, τον τρόπο τους να ζουν και να πορεύονται, τα προβλήματά τους παρά τα μύρια προνόμιά τους, αλλά και μια τάξη τη ζωή της οποίας ένα μέρος του πληβείου πληθυσμού εξακολουθεί να παρακολουθεί σαν ένα παραμύθι, σαν αυτό που είναι, πέρα και μακριά από την καθημερινότητά του.

Η νουβέλα της Ντε Γουίτ, ατμοσφαιρική και παράξενη, διαβάζεται σε λίγο χρόνο, το μέγεθος της εξυπηρετεί τη φαινομενική επιφανειακότητά της. Η Μαργκερίτ δεν μοιάζει με τους σύγχρονους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, η ενσυναίσθηση δεν ανθίζει παρά μόνο ως απόηχος αντανακλαστικού κεκτημένης ταχύτητας, η ταύτιση δύσκολα επιτυγχάνεται, ίσα ίσα, μια απόσταση παραμένει διαρκώς παρούσα ανάμεσα σε εκείνη και τον αναγνώστη, στο όριο της περιφρόνησης ή και της διακωμώδησης, οι καλοί τρόποι του αναγνωστικού υποκειμένου είναι εκείνοι, αν υπάρχουν, που συγκρατούν τον κανιβαλισμό, το γέλιο με τον δείκτη προτεταμένο, ένα τι με νοιάζει εμένα βασιλεύει. Και όμως, ο τρόπος της Ντε Γουίτ προσφέρει μια ενδιαφέρουσα ουδετεροποίηση, ένα ψυχρό υπό μελέτη δείγμα παρατήρησης, ένα περιβάλλον εργαστηριακό. Υπάρχει κάτι το αντιφατικό, αντιστικτικό το ονόμασα πιο πάνω, μια έλξη απώθηση, ένα ενδιαφέρον αδιαφορία, κάτι το παλιό και κάτι το νέο, κάτι σίγουρα ενδιαφέρον, με τον τρόπο του πάντα, κάτι ξεχωριστό απ' όσα είμαστε συνηθισμένοι να διαβάζουμε, μια εκδοχή ιστορίας που θα έκανε τα βρετανικά ταμπλόιντ να έχουν για εβδομάδες υλικό, η Ντε Γουίτ φλερτάρει με αυτό, άλλωστε η συγγραφική δεξιότητα της Μαργκερίτ δεν είναι υψηλού επιπέδου, το προσχέδιο, αν όντως παραδοθεί, θα χρειαστεί πολλή δουλειά για να μετατραπεί σε βιβλίο, έστω και αν αυτό το βιβλίο θα απευθύνεται σε ένα μέρος του κοινού των ταμπλόιντ.

Αν θεωρήσουμε την αδιαφορία ως τη μέγιστη κατάρα ενός βιβλίου, τότε σίγουρα του σκοπέλου διέρχεται με άνεση η νουβέλα αυτή, αδιάφορη δύσκολα να φανεί σε κάποιον, κάτι σε αυτή θα είναι ενοχλητικά γοητευτικό, κάτι θα τον καθηλώσει για τη λίγη ώρα που θα διαρκέσει η ανάγνωσή της, ύστερα κάτι θα μείνει, για πόσο, ποιος να ξέρει; Δεν είμαι σίγουρος, ποτέ δεν είμαι αλλά κάνω συχνά υποθέσεις, σχετικά με τις συγγραφικές προσδοκίες, τους στόχους της γραφής, το γιατί να ειπωθεί αυτή η ιστορία με αυτόν τον τρόπο, αυτή η άγνοια επιτείνει ακόμα περισσότερο αυτό το αμφιλεγόμενο αίσθημα κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το τέλος της ανάγνωσης, ίσως συνολικά η αμφιβολία να έγκειται στο αναπάντητο ερώτημα γύρω από το πόσο σοβαρά ή σαρκαστικά στέκεται η συγγραφέας απέναντι στην Μαργκερίτ και τον κόσμο της, από αυτό θα μπορούσε να εξαχθεί ένα κάποιο συμπέρασμα, αν, για παράδειγμα, ο σαρκασμός επικρατούσε, τότε το Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί θα μπορούσε με τον τρόπο του να είναι ένα πολιτικό βιβλίο, μια αναχωρητική της κατάστασης του πλανήτη πραγματικότητα, ένα παράλληλο μικρό σύμπαν που ενώ ο κόσμος καίγεται εκείνο ράβει ταγιέρ. Η απουσία ευθείας κρίσης και η έλλειψη πρόσημου, ο αναγνώστης, που πάντα έτσι και αλλιώς διαβάζει από τη δική του θέση στον κόσμο, νιώθει απελευθερωμένα αβοήθητος σε αυτό το σύντομο ταξίδι, κάτι υπάρχει εδώ, τι όμως;

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ» μπορείτε εδώ

Μετάφραση Μαριλένα Καραμολέγκου
Εκδόσεις Δώμα

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Χωριστά δωμάτια - Pier Vittorio Tondelli

Η ιταλική λογοτεχνία, τα τελευταία λίγα χρόνια, έχει επανέλθει δυναμικά στο πρόγραμμα των εγχώριων εκδοτικών οίκων. Σύγχρονη, κάπως παλιότερη, αλλά και κλασική σοδειά, και αυτό είναι μια υπενθύμιση ή ανακούφιση πως, κάτω από φαινομενικά και εξ αποστάσεως στάσιμα ύδατα, στη γείτονα χώρα υπάρχουν μερικά σημαντικά, το καθένα από το μετερίζι του, βιβλία και ενδιαφέροντες συγγραφείς. Καθόλου αναπάντεχα η Ιταλία υπήρξε τιμώμενη χώρα στην πρόσφατη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Από τις εκδόσεις Πόλις, σε καλή μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου, κυκλοφόρησε πρόσφατα το μυθιστόρημα του Πιερ Βιτόριο Τοντέλι, Χωριστά δωμάτια, που πρωτοεκδόθηκε το 1989.

Είναι η ιστορία του Λέο και του Τόμας, που υπήρξαν ζευγάρι, με τα πάνω και τα κάτω τους, τις αγάπες και τους τσακωμούς τους, την απόσταση και τη διακεκομμένη παρουσία του ενός στη ζωή του άλλου, συνθήκη παράδοξα συγκολλητική, τα χωριστά δωμάτια. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση ξεκινάει όταν ο Τόμας είναι πια νεκρός, τότε ο Λέο, τριάντα δύο ετών, πετυχημένος συγγραφέας, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Θυμάστε τα καρτούν, που όταν η γη υποχωρούσε, ο ήρωας έτρεχε για να μη μείνει και βυθιστεί στο κενό; Ο Λέο θα ξεκινήσει για ένα ταξίδι, καθόλου σχεδιασμένο, με μυαλό και καρδιά μουδιασμένα, η Ευρώπη που αλλάζει, το σπίτι που μεγάλωσε φαινομενικά αναλλοίωτο, οι απέραντες εκτάσεις της Βόρειας Αμερικής, εικόνες στο βάθος και μπροστά τους ο Λέο να κινείται παρότι παγωμένος, η βύθιση στο παρελθόν αναπόφευκτη, το πριν της σχέσης του με τον νεαρό υποσχόμενο πιανίστα, τα παιδικά του χρόνια, οι αναζητήσεις, οι απαντήσεις που γύρεψε στη θρησκεία και στις τελετές, τα πρώτα φλερτ, η ενηλικίωση, αλλά και το κοντινό παρόν, η σχέση με τον Τόμας, οι πρώτες ματιές, τα κλειστά δωμάτια, τα όμορφα πρωινά, τα ταραγμένα βράδια· ο χρόνος σταμάτησε στην είδηση του θανάτου του, ή ίσως, λίγο αργότερα, στην κηδεία.

Προκύπτει, ίσως εύλογα, το ερώτημα: και τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η ιστορία μιας αγάπης χαμένης πια, η λογοτεχνία είναι γεμάτη από δαύτες. Ναι, είναι, και θα συνεχίσει να είναι. Αυτό ας το θεωρήσουμε δεδομένο. Οδηγούμαστε, έτσι, αναπόφευκτα στον τρόπο που η ιστορία δοκιμάζει να γίνει λογοτεχνία, να μην καταλήξει ένα αχρείαστο εγχειρίδιο απώλειας. Η ανάγνωση του βιβλίου του Τοντέλι  απαντά με τρόπο ξεκάθαρο. Ξεκινώντας από το υποκείμενο αφήγησης και τη φωνή του, δεν καταφέρνει να σταθεί σε συναισθηματική απόσταση, παρά την όποια απόπειρα που η παντογνωσία και ο ρόλος του επιβάλλει, λυγίζει υπό το βάρος της απώλειας, εκείνου που μένει πίσω να θρηνήσει, να δοκιμάσει να ξεφύγει από τις δαγκάνες, να γυρέψει το αντίδοτο, τη γιατρειά στον χρόνο, που θα θέσει πάλι σε λειτουργία το χέρσο χωράφι του συναισθήματος, που θα ξυπνήσει το σώμα. Και ο Τοντέλι το κάνει αυτό χωρίς να βυθίζεται στα αβαθή νερά του μελοδράματος, χωρίς στιγμή απευθυνόμενος στον αναγνώστη να πει: κοίτα τον καημένο· δοκιμάζοντας να εκβιάσει.

Όπως και του μελοδράματος, έτσι και του υπέρμετρα λυρικού, ο συγγραφέας διαφεύγει τεχνηέντως, χωρίς ωστόσο να περνά στην επικράτεια του άψυχου εγκεφαλικού, οι δόσεις πρέπει να είναι, και είναι, ακριβείς. Η πρόζα τού Τοντέλι είναι ζηλευτή και η μετάφραση της Γιαννοπούλου την αναδεικνύει κατά τη μεταφορά. Σ' αυτή καταφέρνει να μπολιάσει και το πλαίσιο εντός του οποίου τριγυρνά ο Λέο στα χαμένα, να ανοίξει έτσι το κάδρο, να μην περιοριστεί σε ένα ασφυκτικά κοντινό μονοπλάνο του, ο κόσμος, όπως και αν εκείνος νιώθει, είναι γρανάζι που συνεχίζει με θόρυβο να γυρνά αδιαφορώντας για τις όποιες στάσιμες μονάδες του. Έτσι, το αβάσταχτα ατομικό δράμα παίρνει τις διαστάσεις που του αναλογούν στην τεράστια εικόνα, και αυτό, παράσημο στο συγγραφικό πέτο, δεν το συνθλίβει αλλά αντίθετα αναδεικνύει τη μοναχικότητά του. Το πένθος είναι μια διεργασία αμιγώς προσωπική.

Τα Χωριστά δωμάτια διαθέτουν μια ιδιότητα που η καλή λογοτεχνία συνηθίζει να φέρει, να είναι ανοιχτή σε αρκετές γωνίες ανάγνωσης. Κάθε αναγνώστης, της τότε ή της τωρινής εποχής, κάτι διαφορετικό θα εντοπίσει ως άξονα περιστροφής, με κοινό ωστόσο παρονομαστή την απόλαυση που ένα καλό βιβλίο απλόχερα προσφέρει. Το μυθιστόρημα του Τοντέλι μου έφερε στον νου Το δωμάτιο του Τζοβάνι του τεράστιου Τζέιμς Μπόλντουιν.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Πέρυσι, πάλι σε μετάφραση της Δέσποινας Γιαννοπούλου, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Napoli mon amour του Αλέσιο Φορτζόνε, που μάλλον δεν πήρε όσα άξιζε αναγνωστικά, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για Το δωμάτιο του Τζοβάνι, μέχρι να επανακυκλοφορήσει, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Δέσποινα Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

Ο τοίχος - Marlen Haushofer

Μια ατάκα της Έρπενμπεκ, η Λ. και η πλατφόρμα μεταχειρισμένων βιβλίων μού επέτρεψαν να διαβάσω αυτό το μυθιστόρημα, της μέχρι πρότινος άγνωστης σε μένα Μάρλεν Χαουσχόφερ, που γεννήθηκε το 1920 στην Αυστρία και πέθανε το 1970, γνωρίζοντας μετά θάνατον κάποια αναγνώριση, τυπική ιστορία γυναίκας συγγραφέα στο πρώτο μισό το εικοστού αιώνα, το θέτω χρονικά για να φανώ κάπως αισιόδοξος πως η συνθήκη έχει πια μεταβληθεί, δεν το πιστεύω, όχι απόλυτα, δυστυχώς. Τα νήματα που διαρκώς απλώνονται, ιδιότυποι αστρολάβοι αναγνωστικής πορείας, αλλά και η τυχαιότητα, παρότι περιαυτολογούμε για τον ορθολογισμό μας, και τα τόσα καλά βιβλία που υπάρχουν εκεί έξω ακόμα, κάποια εξαντλημένα, διάολε.

Ο τοίχος είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει, είπε η Έρπενμπεκ, που έχει να κάνει με το κακό στον κόσμο. Η Λ. έψαξε το βιβλίο, πρώτα στα αγγλικά, ύστερα στα ελληνικά, είχε κυκλοφορήσει το 1999 από τον Κέδρο, εκτός κυκλοφορίας πια, ένα αντίτυπο μεταχειρισμένο σε τιμή λογική, παραγγελία άμεση, θα σου το δανείσω είπε η Λ. και τήρησε τον λόγο της, τι καλά!

Η ανώνυμη αφηγήτρια αποφασίζει να αφηγηθεί την ιστορία του εγκλεισμού της, αρκετούς μήνες αφού, φιλοξενούμενη στην εξοχική κατοικία ενός φιλικού ζευγαριού, ξύπνησε ένα πρωί και εκείνοι έλειπαν, δεν ανησύχησε ακριβώς, αλλά παρέα με τον Λουξ, τον σκύλο του ζευγαριού, βγήκε μια βόλτα με σκοπό να φτάσει μέχρι το γειτονικό χωριό και τότε συγκρούστηκε με έναν διάφανο τοίχο που ορθωνόταν περιμετρικά της κατοικίας όπως σοκαρισμένη διαπίστωσε. Αποκλείστηκε, λοιπόν, μόνη ανθρώπινη παρουσία σε μια αρκετά εκτενή έκταση γης, παρέα με λίγα ζώα.

Ο τοίχος αποτελεί το εύρημα που θέτει σε κίνηση το μυθιστόρημα, ένα εύρημα σουρεαλιστικό, κάτι αντίστοιχο δεν συνέβη και στον Άγγελο εξολοθρευτή, όπου οι αριστοκράτες εγκλωβίστηκαν στο σαλόνι;, όμως εδώ η αγωνία κυριαρχεί χωρίς να αραιώνεται με το κωμικό στοιχείο της μπουρζουά σάτιρας. Σε μορφή ημερολογίου, εντός μιας συνθήκης που ο χρόνος σχετικοποιείται πλήρως, με έκδηλη την επιβιωτική αγωνία, κυρίως αυτή και δευτερευόντως την απάντηση στο ερώτημα τι διάολο συνέβη, ελπίζοντας, μέρος της επιβιωτικής αγωνίας και αυτό, πως κάποιος ίσως διαβάσει αυτές τις σελίδες, παρότι δεν το πιστεύει και πολύ, καταφεύγει στη γραφή ως αποκούμπι, ένα μείγμα κατανόησης, επεξεργασίας, ψυχαγωγίας, αποφυγής της τρέλας, αλλά και, εδώ θυμήθηκα το εμβληματικό Γουόλντεν του Θορώ, από άποψη πρακτική, ενσωματώνει στην αφήγηση και διάφορα χρήσιμα στοιχεία, ιδιαιτέρως κομβικά για την επιβίωση, χρόνους και μεθόδους καλλιέργειας, εκτροφής και διαχείρισης των παράγωγών τους, μεταξύ άλλων, αλλά και τον ενδιάμεσο χρόνο, την ανάπαυση μυαλού και σώματος, της αυτοαπασχόλησης κατά κάποιο τρόπο.

Η Χαουσχόφερ επιμένει στη ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινότητας αφήνοντας στο περιθώριο και στη διάθεση του αναγνώστη την όποια παραβολική ή σχηματική διάσταση της ιστορίας. Υποστηρίζει μέχρι τέλους το εύρημά της, ενσωματώνει μικροευρήματα, μικροανατροπές και χρονικές προλήψεις ή αναλήψεις, αναφέρεται ελάχιστα στην προηγούμενη ζωή της, μόνο σε ο,τι έχει να κάνει με την ανατροπή της καθημερινότητας, ανάμεσα στη ζωή στην πόλη και την εξοχική απομόνωση, μεταξύ της ανάθεσης σε άλλους διαφόρων πτυχών της καθημερινής διαβίωσης και της ανάγκης όλα να περνούν από τα χέρια σου, πρώτα και κύρια η ίδια η επιβίωσή σου. Κάνει άψογη χρήση της σχετικότητας του χρόνου εντός της συνθήκης, η μέτρηση του χρόνου αποτελεί καθοριστικό αποκούμπι για την αφηγήτρια, παρότι ένα διαρκές παρόν υψώνεται εμπρός της, καμία σημασία δεν έχει αν είναι τρεις ή πέντε το απόγευμα και όμως εκείνη το έχει ανάγκη το ρολόι χειρός, οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη με σημεία αναγνώρισης τον καιρό ή τη διάρκεια της ημέρας. Ο αφηγηματικός χρόνος σχεδόν ταυτίζεται με εκείνον κατά τον οποίο όσα καταγράφει συνέβησαν, αυτό το σχεδόν τώρα επιτείνει το ακαθόριστο, δημιουργεί μια επιπλέον συνθήκη εγκλωβισμού. Ο ρεαλισμός της απογραφής της καθημερινότητας αποπνέει μια αβίαστη ατμοσφαιρικότητα, αποτυπώνει ασφυκτικά τον εγκλεισμό, το αίσθημα επιβίωσης πατά πάνω σε αρχαία βάθρα της ανθρώπινης αγωνίας. Αλλά είπα και παραπάνω, ο,τι παραβολικό ή συμβολικό μένει στο πλάι.

Το ενδιαφέρον αυτής της δυστοπίας, που επιτείνει τον χαρακτήρα της τόσες δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, έχει να κάνει με την ανάδειξη της απόστασης του σύγχρονου ανθρώπου της πόλης από την πρακτική πλευρά της ζωής, τον εναγκαλισμό του με την ανάθεση αλλά και την τεχνολογία. Η αφηγήτρια, που κατά δική της δήλωση, ζούσε στην πόλη με όλα όσα μια τέτοια συνθήκη εμπεριείχε, γνωρίζει καθημερινά πρακτικά πράγματα τα οποία, έστω και με δυσκολία, της επιτρέπουν να επιβιώσει, ένας σημερινός άνθρωπος της πόλης, πόσες μέρες θα άντεχε έχοντας να φροντίσει αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος για την τροφή του, για να δώσω το πιο απλό παράδειγμα. Ένας τοίχος του τότε μπορεί να είναι ένα σημερινό ευρείας κλίμακας μπλακ άουτ, σενάριο όχι και τόσο απίθανο. Και αυτή η αίσθηση διαχρονικότητας επιτείνει τα έτσι και αλλιώς κλειστοφοβικά συναισθήματα που η ιστορία αυτή γεννά. Διαβάζω ξανά την παράγραφο αυτή, μοιάζει με μπετόν αρμέ επιχειρήματα λυκειακής έκθεσης, ο σύγχρονος άνθρωπος και η σχέση του με τη φύση, αλλά ακριβώς αυτή η αίσθηση είναι που καθιστά την απόσταση χαώδη, προσέγγιση δείγμα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης εγωπάθειας, του αισθήματος της παντοδυναμίας και του πλήρους ελέγχου, μια αυτοπεποίθηση παιδαριώδης και σαθρή.

Δυστυχώς άλλα βιβλία τής Χαουσχόφερ δεν κυκλοφορούν στα ελληνικά, θα ήθελα να διαβάσω κάτι ακόμα.

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Μετάφραση Ξενοφών Αρμυρός
Εκδόσεις Κέδρος

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Βάθος πεδίου - Χρήστος Χρυσόπουλος

Αν και ήταν Ο βομβιστής του Παρθενώνα το βιβλίο του Χρυσόπουλου στο όποιο έπεφτα πάνω συχνά, σε μια άλλη ψηφιακή εποχή, πίσω στο 2010, η πρώτη μου αναγνωστική γνωριμία μαζί του έγινε με το Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον, βιβλίο που έκτοτε είναι στις τοπ επιλογές μου σε κάθε σύσταση λίστας με αγαπημένα βιβλία.

Ο Χρυσόπουλος είναι ένας αρκετά ιδιαίτερος δημιουργός, η συστηματική παρουσία του στα εκδοτικά τεκταινόμενα και ο διαρκής ανησυχαστικός πειραματισμός του σε ύφος και περιεχόμενο είναι σίγουρα δύο πρόδηλα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του έργου του, εκείνο όμως που εμένα προσωπικά περισσότερο με γοητεύει και με κάνει να περιμένω με ανυπομονησία κάθε επόμενο βιβλίο του είναι η συγγένεια που νιώθω μαζί του ως προς την καθημερινή παρουσία της λογοτεχνίας, της τέχνης εν γένει, στη δημιουργική διαδικασία, μια διαδικασία ελλείψει παρθενογένεσης μεταποιητική, ο τρόπος με τον οποίο τη μπολιάζει στην προσωπική του ανάγκη για δημιουργία και έκφραση, χωρίς ωστόσο να αφήνει την αίσθηση ενός νεκρού, ανακλαστικού, ετεροφωτισμένου σωματιδίου, χωρίς, επίσης, να περνά το όριο, λεπτό, συχνά ισχνό, ανάμεσα στη λογοτεχνία και τον λόγο για τη λογοτεχνία, εκείνον που η φιλολογία και η κριτική διεκδικούν, η λογοτεχνία εδώ είναι η αφορμή, και όχι ένα παγωμένο πτώμα στο ανατομικό τραπέζι, είναι το μέσο, είναι ο τρόπος του Χρυσόπουλου να αντιλαμβάνεται και να συνδιαλέγεται με τον τριγύρω κόσμο, και αυτή η λογοτεχνία, φαίνεται και από όσα επιχειρώ να παράξω εδώ, είναι πολύ του γούστου μου, είναι μια από τις αναγνωστικές μου εμμονές, εκείνο που συχνά αποκαλείται βιβλιοφιλικός χαρακτήρας στη λογοτεχνία, λες και υπάρχει και βιβλιοεχθρικός χαρακτήρας, όμως αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό. Συχνά, όταν δεν είμαι ευχάριστα εγκλωβισμένος σε κάποιο πολυσέλιδο μυθιστόρημα και η ευκαιρία να βυθιστώ περαιτέρω, χωρίς τη βιασύνη που το ρολόι επιβάλει, είναι δυνατή, συχνά προτιμώ βιβλία που θεωρητικά θα μπορούσα να ολοκληρώσω μια και έξω, και ας μη συμβεί ή και ας επιστρέψω σε αυτά αργότερα. Κάπου βαθιά, ή όχι και τόσο βαθιά, υπάρχει μια επικράτεια που ζητά απελπισμένα την ολοκλήρωση, μια πράξη με αρχή, μέση και τέλος, μια εμπειρία συνολική, έτοιμη να μπει και να βολευτεί σε ένα κουτάκι, σήμερα, να πω, διάβασα αυτό το βιβλίο. Παρεκτράπηκα, ωστόσο.

Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό, όταν έπιασα στα χέρια μου το Βάθος πεδίου, με τον παιγνιώδη υπότιτλο Εγχειρίδιο αυτοβοήθειας, αυτός ο υπότιτλος ήταν που με ώθησε να διαβάσω το οπισθόφυλλο: «Οι άλλοι άνθρωποι είναι μακρινές εκδοχές των λίγων προσώπων που έχω μάθει πλέον –με κόπο– να αναγνωρίζω μέσα στον κόσμο. Ο βίος των άλλων καθίσταται ο γενέθλιος τόπος μου. Κοιτάζω τον εαυτό μου, τα παλιά γραπτά, τα ταξίδια που έκανα, εκείνον που ήμουν. Σαν να είναι κάποιος άλλος που τον ξαναγράφω, βάζοντας το πρόσωπό μου να με κοιτά κατάματα από ένα σημείο στο βάθος πεδίου της εικόνας». Το οπισθόφυλλο μου όξυνε την περιέργεια, μάλλον συσκότισε τις όποιες μολυβιές είχα προλάβει κιόλας να αφήσω στον καμβά του ορίζοντα προσδοκιών, δεν ήξερα τι με περίμενε ακριβώς, ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθω.

Δεν είναι κανενός είδους πρωτοτυπία, ζέχνει κλισέ και επανάληψη, να ισχυριστεί κανείς πως διανύουμε τα χρόνια μιας ολοένα και μεγαλύτερης επικράτησης του ατομικού· στη λογοτεχνία, εδώ που βρισκόμαστε δηλαδή, αυτό αποτυπώνεται με δύο τρόπους κυρίως, από τη μια η εισχώρηση του ατομικού στη μυθοπλασία, η στενά χορογραφημένη φιγούρα, που, άλλοτε ναι και άλλοτε όχι, επιχειρεί μέσα από το ατομικό να περιμαζέψει κομμάτια της μεγάλης εικόνας, από την άλλη η ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση ζήτησης, και άρα προσφοράς, βιβλίων με οδηγίες βελτίωσης, πώς θα καταφέρουμε να γίνουμε καλύτεροι, ό,τι και αν αυτό μπορεί να σημαίνει, ό,τι προεκτάσεις κοινωνικοπολιτικές μπορεί να έχει, όσο μάταιο και αναχωρητικό του εμείς και αν είναι. Κάθε εποχή έχει την τέχνη της, η οποία, κάποιες φορές, προηγείται λίγα ή περισσότερα μέτρα, οι δημιουργοί ως δέκτες ελάχιστων μικρομεταβολών που στην παρέλευση του καιρού θα πάρουν ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Το λέω αυτό γιατί ανακαλώντας τα παλιότερα βιβλία του Χρυσόπουλου παρατηρώ πως εγώ, τουλάχιστον εγώ, δεν ήμουν απόλυτα έτοιμος, δεν ήμουν πεπεισμένος πως ο τρόπος της τομής στο περιβάλλον ήταν ακριβής, η απόλαυση που αντλούσα έμοιαζε να μην σχετίζεται με τη συγχρονία, εκ των υστέρων κάτι τέτοιο δεν ισχύει, τα σημάδια ήταν από τότε εκεί, εγώ δεν τα έβλεπα ή δεν τα αξιολογούσα σωστά.

Τα παραπάνω πρόλαβαν να καταλάβουν τον προθάλαμο της ανάγνωσης του Βάθος πεδίου, να εντείνουν την επιθυμία γι' αυτή.

Δεν μου είναι εύκολο να αναφερθώ στο περιεχόμενο, νιώθω πως το περιεχόμενο θα μπορούσε να είναι και διαφορετικό και πάλι η αναγνωστική αίσθηση να ήταν η ίδια. Ίσως αυτό που λέω να μη βγάζει ξεκάθαρο νόημα, ίσως και να το κάνει. Ας δοκιμάσω: μια μεταμοντέρνα κατασκευή –λειτουργική και όχι απλά για να είναι–, ένα μυθιστόρημα –μετά από ώριμη σκέψη ναι, μυθιστόρημα–, σπονδυλωτό –και όχι αποσπασματικό–, εκεί που το υποκείμενο της γραφής –αλλά και της περιδιάβασης του κόσμου– είναι κοινό, είναι ο συγγραφέας –ίσως είναι και ο Χρυσόπουλος ο ίδιος, ποιος να ξέρει–, αληθοφανές –ίσως και απόλυτα αληθινό–, ατομικό –αλλά όχι εγωκεντρικό–, βοηθητικό, ανακουφιστικό και απολαυστικό –με τον ιδιαίτερο τρόπο του–, βιβλιοφιλικό –τα είπα παραπάνω αυτά–, σε διαρκή κίνηση –εντός και εκτός του δωματίου γραφής– με το βλέμμα εστιασμένο –στο χαρτί, στη σκηνή, στον δρόμο. Αυτά πάνω κάτω διαπραγματεύεται και είναι το Βάθος πεδίου.

Θέλω να σταθώ στο ατομικό αλλά όχι εγωκεντρικό. Ας ονομάσουμε όπως θέλετε τη στάση του δέκτη απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία, θέλετε δέος, θέλετε θαυμασμός, θέλετε ανάγκη, θέλετε εφόδιο, ό,τι θέλετε. Αυτή η στάση, ατομική και υποκειμενική και διαφορετική, περιλαμβάνει όλα ή κάποια από τα παραπάνω προτεινόμενα ουσιαστικά, είναι η γέφυρα που συνδέει το ατομικό με το μη ατομικό, θέλω να πω πως όταν κάποιος αναπτύσσει μια στενή σχέση με τη δημιουργία, τώρα αναφέρομαι στον δέκτη, τότε υπάρχει μια συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε εκείνον και την ανθρώπινη εμπειρία, μια δήλωση, ειπωμένη ή μη μικρή σημασία έχει, πως το υποκείμενο αποδέχεται πως χρειάζεται δεκανίκια, πως χρειάζεται αντίδοτο στη μονοσημία, πως το υπαρξιακό άγχος σχετίζεται πάραυτα με την πολυπλοκότητα και τον αναπάντητο χαρακτήρα των ερωτημάτων που ζουζουνίζουν από την κούνια ακόμα. Αλλά σημαίνει και κάτι ακόμα, την παραδοχή πως κάποιοι δημιουργοί, κάπου, κάποτε έκατσαν και παρήγαγαν, τι και αν πρωτίστως και φαινομενικά για τους εαυτούς τους, κάτι, που μας βρίσκει σε μια κρίσιμη στιγμή, ένα αντίδωρο που γεννά σεβασμό και το ανήκειν.

Και όταν κάποιος, ο Χρυσόπουλος στην προκειμένη περίπτωση, μετέρχεται την εμπειρία του ως δέκτης για να δημιουργήσει, για να παράξει λέξεις και φράσεις και σελίδες, για να επιχειρήσει όχι μόνο να απαντήσει αλλά και να ρωτήσει, ίσως κυρίως αυτό, τότε αυτό σημαίνει μια υποβολή προσφοράς, την εναπόθεση ενός στεφάνου στο μνημείο της λογοτεχνίας και αυτή η πράξη, ατομική, προσωπική, υποκειμενική απεγκλωβίζεται του εγωκεντρισμού, δεν αποκολλάται αλλά συγκολλάται στον κόσμο, γίνεται ένα ακόμα κανάλι απόπειρας κατανόησης της ανθρώπινης εμπειρίας. Και τότε πια οι χαρακτηρισμοί επαναπροσδιορίζονται, απολύουν πέπλα και στολίδια και ενδύονται άλλα, τότε μπορεί κανείς ακόμα–ακόμα χωρίς να δαγκώσει τη γλώσσα του να αποκαλέσει αυτό το μυθιστόρημα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας και παρά την όποια παιγνιώδη ή σαρκαστική προδιάθεση, να το εννοεί, να είναι. Και αυτού του είδους η διαμεσολαβημένη εμπειρία, όταν συμβαίνει με τον τρόπο που ο Χρυσόπουλος την αποτυπώνει, μετατρέπεται σε αναγνωστική απόλαυση, σε ένα ελάχιστο υποείδος γραφής με το οποίο νιώθω συγγένεια. Έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος που άνοιξε σχεδόν στην αρχή του κειμένου αυτού.

Διαβάζοντας το Βάθος πεδίου, μια Δευτέρα που είχα ρεπό, αφήνοντάς το ελάχιστες στιγμές στο πλάι, θυμήθηκα ένα άλλο βιβλίο, που δυστυχώς δεν έλαβε την υποδοχή που του άξιζε, την Ανοχύρωτη πόλη του Τέτζου Κόουλ, πέραν των όποιων άλλων κοινών, λιγότερο ή περισσότερο ορατών και διακριτών, για μένα το κυρίως νήμα που τα συνδέει σε επίπεδο αναγνωστικής εμπειρίας είναι η έλλειψη προσπάθειας να (υπο/απο)δείξουν αυτό που θέλουν να είναι αλλά απλώς να είναι αυτό που είναι, αυτό που διαρκώς ξεγλιστρά από τους όποιους λεκτικούς βραχίονες επιχειρούν να το συνοψίσουν, να το εντάξουν, να το περιγράψουν, και αυτή η αποφυγή δεν γεννά εκνευρισμό, αλλά αναδεικνύει κάποιες διαφορετικές αναγνωστικές ποιότητες, ερχόμενο με τη σειρά του να διαδραματίσει τον ρόλο της λογοτεχνίας που παρατηρεί και επιχειρεί να κατανοήσει.

υγ. Για άλλα βιβλία του Χρυσόπουλου: Η Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον/Ο βομβιστής του Παρθενώνα εδώΟ Μανικιουρίστας εδώΗ γη του θυμού εδώ. Για την υπέροχη Ανοχύρωτη πόλη του Τέτζου Κόουλ εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ

Εκδόσεις Οκτώ 

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Τροχιές - Samantha Harvey

Η Σαμάνθα Χάρβεϊ, γεννημένη το 1975 στο Κεντ της Αγγλίας, τιμήθηκε με το πρόσφατο Βραβείο Μπούκερ, για το μυθιστόρημά της Τροχιές. Με άμεσα αντανακλαστικά και παραδίδοντας τη μεταφραστική μπαγκέτα στον έμπειρο Γιώργο Κυριαζή, το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg, που πρόσθεσαν έτσι ένα ακόμα στολίδι στην Aldina, την περιώνυμη σειρά σύγχρονης λογοτεχνίας, που εν καιρώ φιλοδοξεί να μετατραπεί σε κλασική.

Έξι αστροναύτες, από αντίστοιχες χώρες, περιστρέφονται σε τροχιά γύρω από τη γη, πλήρωμα ενός δορυφόρου και η Χάρβεϊ, μέσω ενός παντεπόπτη  αφηγητή, αποτυπώνει ένα εικοσιτετράωρό τους. Αυτή είναι η υπόθεση του βιβλίου, απλά και περιεκτικά δοσμένη. Παρότι το Μπούκερ είναι ένα βραβείο που διαχρονικά μου ταιριάζει αναγνωστικά, η αλήθεια είναι πως η παραπάνω περιγραφή μού γέννησε διάφορες αμφιβολίες, κυρίως γιατί αδυνατούσα να διακρίνω πώς με ένα τέτοιο (αρκετά τεχνικό) πρωτογενές υλικό η συγγραφέας θα κατόρθωνε να παράξει μυθοπλασία αξιώσεων. Με φόβισε επίσης και εκείνο το απόσπασμα από το σκεπτικό της επιτροπής βράβευσης: «Ένα γράμμα αγάπης προς την ανθρωπότητα και τον πλανήτη μας, αλλά και ένα βιβλίο που αναγνωρίζει, με βαθιά συγκινητικό, τρόπο, την αξία κάθε ανθρώπινης ζωής».

Και όμως, λίγες σειρές αρκούσαν για να παρασύρουν στο διάβα τους την όποια αμφιβολία. Το πρώτο συναίσθημα, δυνατό πλην όμως αναπάντεχο, υπήρξε η αβίαστη και δυσδιάκριτης πηγής συγκίνηση, καθώς το φως του προβολέα στρεφόταν πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέλος του πληρώματος. Η απόσταση, γύρω στα τετρακόσια χιλιόμετρα, από τον πλανήτη, εκεί που οι αστροναύτες άφησαν πίσω τους τη γήινη πραγματικότητά τους, η διαρκής περιστροφή, δεκαέξι ανατολές και δύσεις του ηλίου μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, η εναλλαγή των εποχών και του τοπίου, η έλλειψη βαρύτητας, η άδεια εικόνα της γης στο φως, η ανθρώπινη παρουσία στο σκοτάδι, η καθημερινή ρουτίνα, η επικοινωνία με το διαστημικό κέντρο αλλά και τους ανθρώπους τους, οι σκέψεις και οι αναμνήσεις, το καθήκον, η υλοποίηση ενός παιδικού ονείρου: όταν μεγαλώσω θα γίνω αστροναύτης.

Εν μέσω επικράτησης ενός δυστοπικού λογοτεχνικού περιβάλλοντος –περιβαλλοντικά, πολιτικά και κοινωνικά–, η Χάρβεϊ, χωρίς να κάνει χρήση κάποιου ευρήματος από τον καμβά της σκληρής επιστημονικής φαντασίας, αφήνει τον πλανήτη και τοποθετεί τη δράση του μυθιστορήματός της σε τροχιά γύρω του. Το εύρημα αυτό αποδεικνύεται λειτουργικό και εν τέλει θελκτικό γιατί η συγγραφέας καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στην απαραίτητη τεχνική του φύση και τη λογοτεχνία. Πείθει, κάποιον τουλάχιστον με συγκεκριμένες γνώσεις περί διαστημικής, πως γνωρίζει γιατί μιλάει, πως έχει καταναλώσει ώρες έρευνας ώστε να ενισχύσει την αληθοφάνεια της συνθήκης διαβίωσης. Αυτό το τεχνικό μέρος είναι ο σκελετός του μυθιστορήματος, από μόνος του γοητευτικός, πλην όμως ανίκανος να σταθεί αυτόνομα με λογοτεχνικές αξιώσεις.

Τον εναπομείναντα χώρο, η συγγραφέας τον γεμίζει δεξιοτεχνικά, ήπια και χωρίς αχρείαστες κραυγές, με ένα μείγμα ανθρωπινότητας, χωρίς να υποκύπτει στην ευκολία και την υπερβολή του εξωτικού χωροχρόνου. Τα έξι πρόσωπα, δεδομένης της οριακής για το ανθρώπινο μυαλό συνθήκης, μεταφέρουν στην παρουσία τους εκεί τον εαυτό τους, τα κύρια συστατικά από τα οποία αποτελείται, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά τους, δηλαδή. Εκεί φύεται και καρπίζει η συγκίνηση στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, στη θέα που κόβει την ανάσα, επίσης. Προσπερνώντας μια ακόμα φαινομενική ευκολία, η Χάρβεϊ συντάσσει αυτό το «γράμμα αγάπης» χωρίς να αναλώνεται σε μεγαλοστομίες, χωρίς να λιγώνει τον αναγνώστη, χωρίς διάθεση διδακτική, χωρίς υπερβολική ιδεολογική κατήχηση, χωρίς καταφυγή στο προφανές.

Ο παντεπόπτης αφηγητής, που ακολουθεί τα πρόσωπα εναλλάσσοντας τη σκόπευσή του όσο εκείνα είναι ξύπνια, όταν την ορισμένη ώρα αποσυρθούν για ανάπαυση, προσπαθώντας να διατηρήσουν έναν κιρκάδιο ρυθμό, απομένει μόνος του να παρατηρεί από τα παράθυρα τον πλανήτη σε έναν απολαυστικό, υψηλής λογοτεχνικής αξίας, ζηλευτής έμπνευσης και εκτέλεσης, μονόλογο, ένα ιδανικό κλείσιμο ενός υπέροχου βιβλίου.

Εν ολίγοις, οι Τροχιές είναι ένα δείγμα πολύ καλής λογοτεχνίας, που δεν καταπλακώνεται μήτε από το κεντρικό εύρημα μήτε από την τεχνική του φύση, αλλά πετυχαίνει να τα μπολιάσει με την παιδική απλότητα της ανθρώπινης σκέψης κοιτάζοντας τον βραδινό ουρανό. Ένα βιβλίο που απευθύνεται σ' ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού· με τον τρόπο του οικουμενικό και διαχρονικό, ευφυώς σύνθετο και απλό, ταυτόχρονα, λογοτεχνικά στρατευμένο, σίγουρα.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ! 

Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Μεσούγκα - Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ

Παλιότερα, όταν μια εφημερίδα, δεν θυμάμαι πια ποια, έδινε κάθε βδομάδα ένα βιβλίο από τη σειρά Νόμπελ των εκδόσεων Καστανιώτη, είχα διαβάσει τον Σκλάβο, ένα μυθιστόρημα που διαδραματιζόταν στον 17ο αιώνα. Αρκετά αργότερα διάβασα το Σώσα, που εκτυλίσσεται στη Βαρσοβία λίγο πριν την εισβολή των ναζιστικών δυνάμεων. Και στις δύο περιπτώσεις, παρότι μπορούσα να αναγνωρίσω έντονα συστατικά υψηλής λογοτεχνίας, δεν κατάφερα να συνδεθώ, ένιωθα πως το διακύβευμα δεν ήταν της λογοτεχνικής μου ανάγκης. Στη δυσθεώρητη στοίβα με τα προσεχώς έχω προσθέσει το Εχθροί, μια ερωτική ιστορία, για το οποίο αρκετά άτομα κατά καιρούς μου έχουν μιλήσει με κολακευτικά λόγια.

Όταν κυκλοφόρησε το Μεσούγκα, εξαιτίας των παραπάνω, τσέκαρα το οπισθόφυλλο να δω περί τίνος πρόκειται. Διάβασα: «Με φόντο τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '50, ο Σίνγκερ πλάθει έναν θίασο "χαμένων ψυχών": ανθρώπων που επέζησαν από το αδιανόητο και τώρα καλούνται να βρουν τρόπο να ζήσουν ξανά, παραδομένοι με μελαγχολικό χιούμορ και νοσηρή ένταση στην επίγνωση πως ο κόσμος είναι ένα απέραντο φρενοκομείο».

Ο Άαρον, μεσήλικας πρωτοπρόσωπος αφηγητής, άλτερ έγκο του συγγραφέα που επιμένει να γράφει στα γίντις, έχει εκδώσει κάποια βιβλία, συνεργάζεται με εφημερίδες, απαντά σε επιστολές και γράφει μυθιστορήματα σε συνέχειες, χαίρει κάποιας φήμης, μια κοπέλα μάλιστα δουλεύει πάνω σε μια διατριβή γύρω από το έργο του, περιφέρεται στη Νέα Υόρκη, συναντά ανθρώπους από το παρελθόν που τους νόμιζε νεκρούς. «Σε δύο χρόνια θα γινόμουν πενήντα χρονών, και ένιωθα ήδη γέρος. Είχα ζήσει δύο παγκόσμιους πολέμους, όλη μου η οικογένεια είχε αφανιστεί, γυναίκες που ήταν κάποτε πολύ κοντά μου είχαν γίνει μια χούφτα στάχτες. Οι άνθρωποι για τους οποίους έγραφα ήταν νεκροί. Κι εγώ ήμουν ένα απολίθωμα από μια εποχή από καιρό τελειωμένη. Μια φορά, όταν ο εκδότης μου με σύστησε σε μια λογοτεχνική ομήγυρη, οι πιο νεαροί ρώτησαν: Μα είστε ακόμα ζωντανός; Εμείς νομίζαμε πως...". Κι ύστερα ζήτησαν συγγνώμη για το σφάλμα τους».

Το έργο του Σίνγκερ, ιδιαιτέρως πλούσιο, πάντοτε με την εβραϊκότητα στο επίκεντρο, θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο γενικές υποκατηγορίες, στα αμερικάνικα, μετά τον πόλεμο, με φόντο τη Νέα Υόρκη, και σε εκείνα που διαδραματίζονται παλιότερα ή και πολύ παλιότερα. Στο Μεσούγκα οι δεδομένες αρετές στην αφήγηση, τους χαρακτήρες και τη γενικότερη κατασκευή, έρχονται να συναντήσουν ένα πιο επιθυμητό από πλευράς μου χωροχρόνο, με την παρουσία ενός μεσήλικα σε κρίση να προσδίδει επιπρόσθετη απόλαυση, αφού αυτή είναι μία από τις λογοτεχνικές μου εμμονές· επιμένω στο ουσιαστικό αυτό παρά την υπερβολή που φέρει. Το μυθιστόρημα γράφτηκε αρχικά στα γίντις, φιλοξενήθηκε σε συνέχειες σε μια εφημερίδα, αργότερα, υπό την επίβλεψή του, μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του νομπελίστα συγγραφέα.

Τρία χρόνια πριν, εκεί που δεν το περίμενα, διάβασα μια ποικιλοτρόπως σημαντική νουβέλα, Ο κόσμος είναι ένας γάμος, του Ντέλμον Σβαρτς, που εκδόθηκε το 1948. Την χαρακτηρίζω σημαντική γιατί, εκτός από την υψηλής στάθμης απόλαυση που μου χάρισε η ανάγνωσή της, υπήρξε καθοριστική για την ευρύτερη πρόσληψη της αμερικανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, λειτουργώντας σαν ένα άτυπο μανιφέστο, ένας ενδιάμεσος ταμιευτήρας στην πορεία του συγκεκριμένου παραπόταμου, κατέστη έτσι ένα έργο αναφοράς, στο οποίο διαρκώς επιστρέφω.

Ο χαρισματικός Σίνγκερ πετυχαίνει να συνδυάσει ένα πλήθος από αντιθετικά και αντιστικτικά ζεύγη, ενσωματώνοντάς τα στην πλοκή και την αφήγηση, κυρίως σε αυτή, με έναν τρόπο μοναδικό που αποτυπώνει το παλίμψηστο της πόλης και της εποχής, τη μεταπολεμική εμπειρία, το τραύμα αλλά και την ελπίδα, τη μελαγχολία αλλά και την παιγνιώδη διάθεση, την ελευθερία και το χάος, ίσως η σοβαροφάνεια, χωρίς πρόσημο θετικό ή αρνητικό, να είναι εκείνη που κυριαρχεί, εκεί που όλα έχουν σημασία αλλά ταυτόχρονα σκιάζονται από τη ματαιότητα, την απαισιοδοξία που απομυζεί το βάρος της ύπαρξης, τη διαρκή κίνηση και ζωή της μητρόπολης, που προσπαθεί να ξαναπιάσει το νήμα του αμερικάνικου ονείρου, επενδύσεις και λεφτά που γεννούν λεφτά, κομπίνες και απάτες, ανάγκη για αποφυγή της μοναξιάς, δέος απέναντι στο ενδεχόμενο του θανάτου, το κράτος του Ισραήλ που κάνει τα πρώτα του βήματα, απογοητεύοντας ή ενθουσιάζοντας τους Εβραίους ανά την υφήλιο, εκείνοι που μένουν μακριά του, όχι απλώς χωρικά, και εκείνοι που καταφεύγουν εκεί.

Αν είχε σάουντρακ το βιβλίο, θα ήταν φρι τζαζ, αν ήταν ταινία, θα θύμιζε κάτι από τις ασπρόμαυρες Σκιές του Κασσαβέτη, αν ήταν πόλη, δεν θα ήταν άλλη από την πρωταγωνίστρια Νέα Υόρκη. Στο Μεσούγκα ο αναγνώστης δεν θα βρει παρά μόνο ίχνη αντιστοιχίας με το υπόλοιπο έργο του Σίνγκερ, εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σπουδαίο αμερικάνικο μυθιστόρημα, ιδιαιτέρως απολαυστικό, με έναν πρωτοπρόσωπο αφηγητή έμπλεο αντιφάσεων, άρα ανθρώπινο, που αποδεικνύεται ο κατάλληλος ενδιάμεσος ανάμεσα στον συγγραφέα και το έργο. Υπήρξε μια έκπληξη η ανάγνωση αυτή, όχι γιατί αμφέβαλλα στιγμή για τη δεξιότητα του συγγραφέα, αλλά γιατί η ως τώρα επαφή μου με το έργο του μου είχε δημιουργήσει την εσφαλμένη εντύπωση πως δεν είναι του γούστου μου, βεβαιότητες που καταρρέουν εκκωφαντικά, τι τύχη! Οι Εχθροί, μια ερωτική ιστορία, επανήλθε στα πάνω πατώματα της στοίβας με τα προσεχώς.

υγ. Για το Ο κόσμος είναι ένας γάμος περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Δώμα