Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Και τι να πούμε εμείς οι τρομοκράτες; - Σίμος Κουτσολιούτσος

Ο προβοκατόρικος τίτλος σε συνδυασμό με την παιδική ζωγραφιά στο εξώφυλλο τράβηξαν το βλέμμα, έπιασα το βιβλίο και το γύρισα, για να δω τι υπόσχεται το οπισθόφυλλο, σκέφτηκα, διάβασα πως «Ο Σίμος Κουτσολιούτσος γράφει ένα αποσπασματικό προσωπικό χρονικό από τις εμπειρίες του στα χρόνια της δικτατορίας στην Ιταλία και τη Γαλλία», ίσως εξαιτίας του επιθέτου προσωπικό ίσως λόγω του ουσιαστικού χρονικό ίσως λόγω της υποσχόμενης αποσπασματικότητας, που είναι του γούστου μου, όπως και να έχει ένιωσα την επιθυμία να το ξεφυλλίσω, βρέθηκα να το διαβάζω εν τέλει.

Ένα από τα αγαπημένα θέματα της εγχώριας λογοτεχνίας, ιδιαίτερα κατά τις προηγούμενες δεκαετίας, πια ευτυχώς όχι, ήταν το Πολυτεχνείο. Εδώ και χρόνια αποφεύγω τα βιβλία αυτά, όπως ο διάβολος το λιβάνι, πάντοτε σκέφτομαι πως το πλέον αντιπροσωπευτικό υπήρξε το μυθιστόρημα Οι πτυχιούχοι του Βακαλόπουλου, ακριβώς γιατί η χούντα αποτελεί απλώς το περιτύλιγμα, κάτι που συμβαίνει παράλληλα με την καθημερινότητα, με την αγωνία των επί πτυχίω φοιτητών στην επικείμενη αναμέτρηση με το τέρας της οικονομετρίας. Δεν είναι μόνο πως κουράστηκα λόγω της θεματικής, τα ίδια και τα ίδια, αλλά, κυρίως, επειδή δεν αντέχω άλλο την υποκρισία της σιωπηλής τότε μάζας που εκ των υστέρων έρχεται να καρπωθεί την υπεραξία του τέλους της δικτατορίας, το αφήγημα πως οι στρατιωτικοί είχαν απέναντί τους τον ελληνικό λαό, κυρ παντελήδες που κοίταζαν τη δουλειά τους, δεν μιλούσαν και έκαναν πως δεν ακούν τις κραυγές των βασανιστηρίων.

Τρία χρόνια πριν, διαβάζοντας το Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί, το κείμενο της Μάινχοφ με αφορμή την επικείμενη επίσκεψη του ζεύγους Παχλαβί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατίας της Γερμανίας, το 1967, και τα όσα τραγικά συνέβησαν κατά τις διαμαρτυρίες των φοιτητών, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του Μπένο Όνεζοργκ από πυρά αστυνομικού, με τον ρόλο σε αυτή την καταστολή των μυστικών ιρανικών υπηρεσιών που λειτουργούσαν τότε στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες, διάβασα, στο επίμετρο του μεταφραστή Αλέξανδρου Κυπριώτη, για την ύπαρξη και αντίστοιχων ελληνικών υπηρεσιών που στο στόχαστρο είχαν το εκεί φοιτητικό αντιδιδακτορικό κίνημα. Τριάντα χρόνια πριν είχα γνωρίσει τον κύριο Γιάννη που ήταν φοιτητής στη Μπολόνια κατά τη διάρκεια της χούντας και δεν επέστρεψε στην Ελλάδα παρά μετά την πτώση της, τις τότε διαμαρτυρίες και τον αγώνα να ευαισθητοποιήσουν τη διεθνή κοινότητα, να ξεσκεπάσουν τα ψέματα των στρατιωτικών, την προπαγάνδα τους πως όλα έβαιναν καλώς, πως γύψος δεν υπήρχε.

Ο Κουτσολιούτσος έφυγε για σπουδές οικονομικών στο Μιλάνο, η κατάλυση της δημοκρατίας τον βρήκε εκεί, η πρώτη αντίδραση των εκεί Ελλήνων, κυρίως φοιτητών, υπήρξε άμεση, ένας δημοκρατικός πυρήνας οργανώθηκε πρώτα σε επίπεδο πόλεων, ύστερα εθνικά και εν τέλει πανευρωπαϊκά, πυρήνας που εξ αρχής έπασχε από την παθογένεια των προοδευτικών δυνάμεων τη ροπή στη διάσπαση, στη διύλιση του κώνωπα. Εκείνος πολιτικά άβγαλτος, ενστικτωδώς ένιωσε το πού ανήκε, σε ποια πλευρά της ιστορίας έστεκε, δεκαεννέα χρονών παιδί ήταν.

Αυτό το αποσπασματικό προσωπικό χρονικό ισορροπεί εν μέσω ενός συνόλου φαινομενικά αντιθετικών συστατικών. Ας πω πρώτα τι δεν είναι αυτό το χρονικό: Δεν είναι, λοιπόν, μια εγωπαθής περιαυτολογία, μια ηρωική καταγραφή πράξεων αντίστασης, ένας προσωπικός διθύραμβος γαματοσύνης. Δεν είναι, επίσης, αποκομμένο από την πραγματική καθημερινότητα που περιελάμβανε επίσης το επίδικο της οικονομικής επιβίωσης, του έρωτα και της νεότητας. Δεν είναι, σίγουρα, ένα χρονικό διδακτισμού ενός παλαιότερου προς εμάς τους νεότερους, ένα μαυσωλείο ενός ηρωικού παρελθόντος έναντι στη σημερινή αδράνεια. Δεν είναι, ευτυχώς, έμπλεο μιας νοσταλγίας για τη νεότητα του αφηγηματικού υποκειμένου, αλλά, ταυτόχρονα, δεν είναι αποκομμένο από τη νοσταλγία αυτή.

Λέγοντας τι δεν είναι το χρονικό αυτό, είναι ίσως προφανές το τι τελικώς είναι. Είναι, λοιπόν, μια ειλικρινής, φαινομενικά τουλάχιστον, καταγραφή της φοιτητικής νεότητας μακριά από την Ελλάδα εν μέσω δικτατορίας, τη στιγμή που ανά την υφήλιο υπάρχει ένας γενικός ξεσηκωμός της νεολαίας, είναι μια εποχή που υπάρχει η πίστη, η ελπίδα για έναν καλύτερο, δικαιότερο κόσμο, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο,  χωρίς πολέμους και ανελευθερία, έναν κόσμο ισότητας και ισονομίας, και η πίστη αυτή ωθεί τη νεολαία στη δράση, αν κάτι λείπει από τον κόσμο σήμερα είναι αυτή η πίστη, στη θέση της μια ηττοπάθεια κυριαρχεί, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, τίποτα δεν μπορεί να γίνει, αυτό σκεφτόμουν διαβάζοντας το χρονικό αυτό, είναι έτσι και αλλιώς κάτι που συχνά πυκνά σκέφτομαι, μια σκέψη που είναι και καθησυχαστική με τον τρόπο της, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει άρα δεν χρειάζεται να νιώθω άσχημα που δεν κάνω κάτι γι' αυτό.

Το Και τι να πούμε εμείς οι τρομοκράτες;, ωστόσο, είπαμε, δεν λειτουργεί διδακτικά δείχνοντας διαρκώς και επισταμένως με το δάκτυλο, και αυτό συμβαίνει και με τον τρόπο που ο Κουτσολιούτσος διαπραγματεύεται το τότε αλλά (κυρίως ίσως) με τον τρόπο που διαπραγματεύεται το μέχρι σήμερα, το τι απέγιναν τα ιδεώδη εκείνα, πώς μεταμορφώθηκαν οι άλλοτε αγωνιστές, πώς φτάσαμε στο σήμερα, επιμεριζόμενος το βάρος της ευθύνης μην αφήνοντάς το συνολικά, γενικά και αόριστα στις νέες γενιές, και αυτό είναι κάτι που δίνει ισορροπία στον απολογισμό, δεν απομονώνει την τότε αντίδραση από τη μεγάλη εικόνα. Είναι, ευτυχώς, πολυπρισματικό, θέλω με αυτό να πω πως δεν απομονώνεται στον πολιτικό αγώνα, αλλά εντάσσει και το καθημερινό, τη ζωή στην ξενιτιά, την καθημερινότητα με τα ευτράπελά της, τον ατομικό χαρακτήρα της ζήσης. Η νοσταλγία εδώ δεν είναι γλυκερή, δεν λιγώνει. Ο συγγραφέας δεν περιχαρακώνει σοβαροφανώς τον εαυτό το σε κάποιο θρόνο, αλλά αυτοσαρκάζεται και αυτοϋπονομεύεται, είναι και αυτό μέρος της νοσταλγίας άλλωστε.

Με αφηγηματική λιτότητα που αναδεικνύει το επίδικο της αναπόλησης ο Κουτσολιούτσος αποτυπώνει μια πραγματικότητα για την οποία εγώ προσωπικά ελάχιστα γνώριζα. Πετυχαίνει έτσι ένα διττό αποτέλεσμα, ικανοποιεί την δική του, προσωπική ανάγκη για αναστοχασμό και ανασύνθεση των περασμένων, ταυτόχρονα ωστόσο δεν εξαντλείται στην αυτοϊκανοποίηση του υποκειμένου της γραφής αλλά καλοδέχεται και τον αναγνώστη, του προσφέρει θέση στο όχημα της περιδιάβασης σε εκείνα τα μέρη εκείνα τα χρόνια, και αυτή είναι η διαφορά ενός προσωπικού ημερολογίου και ενός λογοτεχνικού κειμένου.

υγ. Για του Πτυχιούχους έγραφα αυτό, για το Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί αυτό.

Εκδόσεις Άγρα

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα - Elizabeth Strout

Τα Χριστούγεννα ήδη διαγράφονταν στον ορίζοντα· στολισμοί και νέες κυκλοφορίες, η προετοιμασία του βιβλιοπωλείου· διάβασμα, η προετοιμασία του υπαλλήλου. Με κάποιο τρόπο έψαχνα να σπάσω την αλυσίδα υποσχόμενων, πλην όμως τελικά αδιάφορων, σελίδων, άλλωστε, η αναγνωστική απόλαυση είναι εκείνη που θα οπλίσει με ενθουσιασμό τον πωλητή, ας μη γελιόμαστε.

Έπιασα στα χέρια μου το μυθιστόρημα της Στράουτ σαν το βάλσαμο που θα πότιζε το μέσα μου με ελπίδα και καθησυχασμό, να συναντήσω ξανά τη Λούσυ, να διαβάσω για τη ζωή της δίπλα στη θάλασσα, να θυμηθώ πως καλή λογοτεχνία μπορεί ακόμα να παραχθεί χωρίς ανάγκη για στείρο εντυπωσιασμό, χωρίς ευρήματα-πυροτεχνήματα που αφήνουν γρήγορα πίσω τους ακόμα πιο πηκτό το σκοτάδι, που έτσι και αλλιώς μας περιβάλει.

Αυτό εδώ είναι το τέταρτο βιβλίο της Στράουτ με κεντρική ηρωίδα τη Λούσυ Μπάρτον, την ηλικιωμένη πια, καταξιωμένη συγγραφέα. Ο Ουίλιαμ, ο πρώην σύζυγός της, με τον οποίο πια διατηρούν μια καλή σχέση, την πιέζει και την πείθει να αφήσουν τη Νέα Υόρκη της πολυκοσμίας και να καταφύγουν σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα για όσο είναι ενεργή η απειλή του κορωνοϊού. Αυτή είναι με ελάχιστες λέξεις η υπόθεση.

Στα βιβλία της Στράουτ η πλοκή είναι απλή, η καθημερινή ζωή γυναικείων χαρακτήρων με οξυμένη τη ματιά στα πράγματα. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα σε μια αργή, αντιστικτική τής ολοένα και επιταχυνόμενης ταχύτητας με την οποία ο κόσμος κινείται. Με απλά υλικά, χωρίς φανφάρες, με μια πρόζα ιδιαίτερη και ταυτόχρονα κλασική, η συγγραφέας παραδίδει μια λογοτεχνία στέρεα, καθησυχαστική, ανθρώπινη, γεμάτη από ελπίδα, μια απόφαση επαναστατική σε έναν κόσμο που διέπεται από πόνο και απελπισία.

Μια πελάτισσα μου είπε πως της κάνει εντύπωση που τα βιβλία της Στράουτ αρέσουν σε έναν νεαρό άντρα. Σκέφτηκα να της απαντήσω πως η καλή λογοτεχνία αρέσει σε όλους, δεν το είπα, σώπασα, κούνησα το κεφάλι μου παραδομένος σε μια ακόμα στερεοτυπική προσέγγιση της ανάγνωσης. Με τη σειρά μου της πρότεινα τα Πέτρινα ημερολόγια της Κάρολ Σιλντς· την επόμενη μέρα έψαξα και παράγγειλα και τα υπόλοιπα βιβλία της, από καιρό εξαντλημένα.

Η απλή πλοκή, τα αρκετά γνώριμα συστατικά της ιστορίας, δημιουργούν μια δυσκολία στο να μιλήσει κανείς για τα βιβλία της Στράουτ. Η λάμψη στα μάτια είναι μια οδός, η χρήση επιθέτων όπως καλή, καθησυχαστική —αλλά όχι αναχωρητική, σε καμιά περίπτωση αναχωρητική— και ανθρώπινη λογοτεχνία, ακόμα μία. Η εποχή μας δεν σηκώνει την απλότητα και την αργή καύση, και όμως, γνώμη μου, τις έχουμε ανάγκη, παρότι ίσως και να μην το γνωρίζουμε. Βιβλία κατεξοχήν μπούνκερ, όπως συνηθίζω να τα αποκαλώ, εκεί που ο αέρας κόβει, η καταιγίδα δεν ακούγεται, η ανάπαυση είναι δυνατή, η αποκοπή σωτήρια.

Στη σειρά των βιβλίων με κεντρικό πρόσωπο τη Λούσυ, με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, σημαντικό στοιχείο από το οποίο αντλώ περαιτέρω απόλαυση είναι το γεγονός πως η Λούσυ είναι συγγραφέας. Συνήθως τέτοια βιβλία αποκαλούνται βιβλιοφιλικά, λες και υπάρχουν βιβλία βιβλιοεχθρικά, τέλος πάντων, για χάρη συνεννόησης αποδέχομαι και χρησιμοποιώ αυτό το κλισέ. Είναι μια λογοτεχνική περιοχή ανάπαυσης για μένα αυτή η λογοτεχνία, όπως για άλλους είναι η ποίηση ή η αστυνομική λογοτεχνία, με ξεκουράζει και με χαλαρώνει, με βοηθάει να υπερκεράσω το όποιο μπλοκάρισμα που μια σειρά από αδιάφορα βιβλία μπορεί να υψώσει.

Η Στράουτ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα συγγραφέως που έχει δημιουργήσει και κινείται σε έναν κόσμο παράλληλο της πραγματικότητας, εκεί που μπορεί η ίδια να έχει τον έλεγχο, μακριά από το αναπάντεχο, να συναναστρέφεται τους ανθρώπους εκείνους που επιθυμεί, να παίρνει τον χρόνο της, να κλείνει το μάτι στη μακρά παράδοση της καλής γυναικείας λογοτεχνίας, χωρίς αυτό να μοιάζει παρωχημένο τελικά. Και σε αυτό το σύμπαν μετέρχεται των χαρακτήρων της Λούσυ Μπάρτον και της Όλιβ Κίτριτζ, μέσα από εκείνες εξερευνά και σκαλίζει την τριγύρω τους πραγματικότητα, που είναι και η δική της πραγματικότητα, η πραγματικότητα κατ' επέκταση του αναγνώστη, έστω και από διαφορετικό σημείο εκκίνησης, έστω και χωρίς την ικανότητα ελέγχου, κάθε άλλο, αλλά αυτό είναι μέρος της μαγείας της λογοτεχνίας, τόσο για τους συγγραφείς όσο και για τους αναγνώστες. Η Όλιβ κάνει ένα πέρασμα από τις σελίδες, πλάγιο και ελάχιστο, ικανό ωστόσο να γεννήσει ένα επιπλέον συναίσθημα στον αναγνώστη, που η συνάντηση, έστω και φευγαλέα, με κάποιο αγαπητό πρόσωπο δημιουργεί, έτσι όπως η μνήμη κινητοποιείται.

Και εξαιτίας της προαναφερθείσας απλότητας και ανθρωπινότητας, η αναφορά σε μια περίοδο τραυματική, όπως εκείνη της πανδημίας, με τον φόβο του θανάτου, αλλά κυρίως με τον φόβο, ας μη γελιόμαστε, του άλλου, του πιθανού κομιστή του ιού, δεν εγείρει υποψίες καιροσκοπισμού από πλευράς της συγγραφέως, ούτε αποδεικνύεται ελάχιστο το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει ώστε να γίνει αντικείμενο λογοτεχνίας. Η ελπίδα στα βιβλία της Στράουτ δεν είναι κενή και χαζή, αλλά ανθρώπινη, καθώς μας υπενθυμίζει πως οφείλουμε να προσπαθούμε να καταλάβουμε και να συναισθανθούμε, να διακρίνουμε τα όρια και τις αδυναμίες μας, να μην παίρνουμε τον εαυτό μας υπέρμετρα σοβαρά αλλά, ταυτόχρονα, και να μην τον παραμελούμε. Μια ανάσχεση της ευθείας γραμμής που οδηγεί στον μισανθρωπισμό και την πλήρη ιδιωτεία, στην απόλυτη αδιαφορία.

Διαβάζω ξανά την τελευταία παράγραφο και αντιλαμβάνομαι πώς διαβάζεται αποκομμένη από το βιβλίο. Η απλότητα είναι μια σπουδαία (συγγραφική) ικανότητα. Τα βιβλία είναι για να διαβάζονται κυρίως, να μιλάμε γι' αυτά τόσο όσο χρειάζεται για να διαβαστούν, τότε τα βλέμματα θα είναι αρκετά.

Παρότι κάθε βιβλίο διαβάζεται ανεξάρτητα, άλλη μια σπουδαία ικανότητα της Στράουτ που, χωρίς να συστήνει εξαρχής τη Λούσυ, πετυχαίνει να κάνει να νιώθει τον αναγνώστη πως τη γνωρίζει καλά, όσο καλά θα μπορούσε κάποιος να γνωρίζει κάποιον άλλον, η συμβουλή μου είναι να πιάσετε την ιστορία της Λούσυ από την αρχή, από Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα) 

υγ. Με ηρωίδα τη Λούσυ: Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον (εδώ), Όλα γίνονται (εδώ), Αχ, Ουίλιαμ (εδώ). Με ηρωίδα την Όλιβ: Όλιβ Κίτριτζ (εδώ), Όλιβ, ξανά (εδώ). Για τα Πέτρινα ημερολόγια (εδώ).

Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Άγρα

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

I love Dick - Chris Kraus

Τι τρελό βιβλίο που ήταν αυτό! Με αφορμή την επικείμενη έκδοσή του, στο πλαίσιο του πολλά υποσχόμενου ανοίγματος των εκδόσεων Αλεξάνδρεια στη σύγχρονη μεταφρασμένη λογοτεχνία, αρκετοί μου μίλησαν για το I love Dick της Κρις Κράους, που έκανε αρκετή αίσθηση, διχάζοντας κοινό και κριτική, όχι τόσο όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1997, αλλά στην επανέκδοσή του το 2010, όταν οι συνθήκες ήταν πιο σύγχρονες, τη στιγμή που ο φεμινισμός επανερχόταν δυναμικά στο προσκήνιο και ο μεταμοντερνισμός είχε πια καταλάβει μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής επικράτειας.

Αν έπρεπε κανείς να δώσει σε δυο τρεις γραμμές την περίληψη αυτού του δύσκολα ειδολογικά κατατάξιμου βιβλίου, τότε σίγουρα θα αναφερόταν σε ένα υπό κατασκευή ερωτικό τρίγωνο στο οποίο πρωταγωνιστούν η Κρις Κράους, μια αποτυχημένη ανεξάρτητη κινηματογραφίστρια λίγο πριν τα σαράντα, ο σύντροφός της, Σιλβέρ Λοτρινζέ, πενήντα έξι ετών καθηγητής πανεπιστημίου, και, το αντικείμενο του πόθου, ο Ντικ, Άγγλος κριτικός πολιτισμού που πρόσφατα μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Ένα δείπνο των τριών, που συνεχίστηκε στο σπίτι του Ντικ μέχρι αργά, η αίσθηση της Κράους πως, παρότι έμοιαζε εκτός της συζήτησης των δύο αντρών, ο Ντικ δεν έπαψε στιγμή να την κοιτάζει ερωτικά, η συζήτηση του ζευγαριού περί αυτού την επόμενη μέρα στον δρόμο του γυρισμού, απόρροια της ανοιχτότητας της σχέσης τους, εν συνεχεία, ο Σιλβέρ είναι εκείνος που θα γράψει την πρώτη επιστολή στον Ντικ, μιλώντας του για τα αισθήματα της συζύγου του για εκείνον, η Κρις θα συνεχίσει, σελίδες επί σελίδων, τηλεφωνήματα αναπάντητα, ένα σώμα αφήγησης υπό διαμόρφωση, επιστολικής/ημερολογιακής φύσης, χωρίς ανταπόκριση καλέσματα σε συνάντηση.

Το υπό διαμόρφωση ερωτικό τρίο και η επιστολική/ημερολογιακή φύση του μυθιστορήματος περισσότερο πατούν στην κλασική λογοτεχνική παράδοση παρά προοικονομούν μια σύνθετη, αρκούντως θεωρητική, μεταμοντέρνα κατασκευή και όμως, ευφυώς τοποθετημένα ως γέφυρα με τις απαρχές του ανθρώπινου πόθου τον οποίο η λογοτεχνία υπηρετεί μέσα στα χρόνια, πετυχαίνουν ακριβώς αυτή τη σύνδεση, του αρχέγονου πόθου με τη σύγχρονη φόρμα, την χάραξη της συνέχειας του λογοτεχνικού ποταμού. Επίσης, μπορεί τα τελευταία χρόνια να υπάρχει εξοικείωση με την αυτομυθοπλασία, και έτσι η παρουσία της συγγραφέως Κράους και των λοιπών προσώπων να μην εντυπωσιάζει, αλλά βρισκόμαστε στα τέλη του περασμένου αιώνα όταν το μυθιστόρημα πρωτοκυκλοφορεί, στοιχείο επίσης σημαντικό, τότε και προκλητικό.

Έχοντας κατασκευάσει μια προβλήτα ικανή να δέσει ο αναγνώστης το πλοιάριο του, η Κράους, άπαξ και εκείνος πατήσει το πόδι του στην ακτή, τον παρασέρνει στην ενδοχώρα, βυθίζοντάς τον ολοένα και περισσότερο σε αχαρτογράφητα εδάφη, καθώς οι επιστολές αθροίζονται σε ένα αφηγηματικό σώμα απεύθυνσης στον Ντικ, που ακολουθεί όλες τις διακυμάνσεις του πάθους του ζεύγους, κυρίως βέβαια της Κρις, και όσο βαθύτερα κατευθύνονται στην ενδοχώρα του ανεκπλήρωτου πόθου, τόσο η καταφυγή στη θεωρία εντείνεται, τόσο η εγκεφαλικότητα επικρατεί, τόσο το συναίσθημα τοποθετείται σε πλάκες εξέτασης στο εργαστήριο, τόσο η διακειμενικότητα απλώνει ρίζες και νήματα, τόσο το μετά επικρατεί του όποιου αρχικά παραδοσιακού ρυθμού, τόσο το I love Dick μετατρέπεται, εδώ και η πόλωση, σε μια γοητευτική, για μένα, χάλκευμα, για άλλους, κατασκευή, διανοητικής φύσης και τεχνικής κατασκευής.

Είναι τέτοια η φύση του βιβλίου, της κατασκευής μάλλον καλύτερα, που διόλου αντιφατικό δεν είναι το γεγονός πως παρότι προσωπικά το απόλαυσα ιδιαιτέρως, κατανοώ πλήρως τις όποιες ενστάσεις μπορεί κάποιος να εκφράσει, επιθυμώντας μόνο να προσθέσω πως το θεωρώ ένα παράγωγο της εποχής, παρότι σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, ίσως τότε προπομπός της ψηφιακότητας του συναισθήματος και της υπεραναλυτικής και υπερεξειδικευμένης σκέψης και θεωρίας, και η συγχρονία, πόσο μάλλον η προοικονομία της, είναι αναπόφευκτο να διχάσουν.

Η συνδετική ουσία της κατασκευής είναι το πάθος της Κρις, ένα πάθος όχι μονοσήμαντο, ένα πάθος πληθωρικό, σωματικό, συναισθηματικό και εκλογικευμένο, ανεξέλεγκτο και ταυτόχρονα υπό απόπειρα πλήρους ελέγχου, το πάθος της Κρις για τον Ντικ είναι ακόμα πιο δύσκολα περιγράψιμο και ορίσιμο από το ίδιο το λογοτεχνικό κατασκεύασμα, ή μάλλον καλύτερα διατυπωμένο: το κατασκεύασμα αποδεικνύεται κατάλληλο ώστε να φιλοξενήσει το πάθος της Κρις. Και αυτό το πάθος, όπως και αν δίνεται, δεν παύει στιγμή να λειτουργεί ως μια γεννήτρια διαρκούς αντίφασης της εγκεφαλικότητας, το συναίσθημα υπό εξωφρενική διύλιση, η καύλα υπό ακραία θεωρητική διερεύνηση και απόπειρα έκφρασης, δεν παύουν στιγμή να επιτείνουν την αντίστιξη, το πάθος που διαισθητικά και δίχως επαρκή επιστημονική γνώση θα το κατατάσσαμε ως ανυπότακτο και αυτή θα ήταν η όποια ποιοτική του στάθμη, η Κράους καταφέρνει, έστω και εντός μιας τέτοιας εξωφρενικής κατασκευής να το περιορίσει, να το καθυποτάξει, να το εξημερώσει, ακόμα χειρότερα, να το εργαλειοποιήσει, και αυτό είναι κάτι που (άλλους) ξενίζει και (άλλους) μας γοητεύει, στην αυγή της τεχνητής νοημοσύνης ακόμα περισσότερο, θα πρόσθετα, ένα καυλωμένο cyborg που γράφει γράμματα απεγνωσμένης αγάπης, βάλτε ερωτηματικό σε παρένθεση μετά από όποια λέξη θέλετε, μετά το καυλωμένο, μετά το cyborg, μετά το γράμματα, μετά το απεγνωσμένης, μετά το αγάπης, όπου εσείς θέλετε.

Ο πρόλογος, του Αϊλίν Μάιλς, και το επίμετρο, της Τζόαν Χόκινς, αναδεικνύουν περαιτέρω γωνιές του μυθιστορήματος, αποτυπώνοντας την οριακή του φύση, διερευνώντας τις επικράτειες της αποδοχής αλλά και της κριτικής που δέχτηκε πριν επανεκδοθεί, αφού έκανε έναν πρώτο κύκλο. Σκέφτομαι, διαβάζοντας σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το I love Dick, στην ελληνική έκδοση, στην πολυποίκιλα απαιτητική μετάφραση της Μαρίας Φακίνου, πώς θα ένιωθα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο τότε, χωρίς την όποια τριβή, λογοτεχνική αλλά και ευρύτερα βιωματική, των χρόνων που μεσολάβησαν, χρόνων τόσο ισχυρά διαμορφωτικών, συμπυκνωμένων ως αίσθηση, μυλόπετρες που αλέθουν τα πάντα, άρα και το συναίσθημα αλλά και την επαφή μας μαζί του, τον τρόπο που διασχίζουμε και κατανοούμε το σύγχρονο αντιμέτωποι με αρχέγονα συναισθήματα, όπως το πάθος για παράδειγμα, χαραγμένο βαθιά στις πλάκες του υλικού από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, αν θα το δεχόμουν ως προφητεία των όσων επρόκειτο να έρθουν, ή αν θα το απέρριπτα ως μιας κακής πάστας πρόκληση για την πρόκληση, γιατί τώρα, μέσα από εκείνα που επρόκειτο να έρθουν, διαμορφωμένοι και περιχαρακωμένοι από τις απαραίτητες βεβαιότητες δεν είναι το ίδιο σοκαριστικό, θέλω να πω πως η ανάγνωση ενός βιβλίου, όπως αυτό, τόσα καθοριστικά χρόνια μετά, είναι μια συνθήκη οριακά αρχαιολογική, όχι μόνο για τα μέσα επικοινωνίας, αλλά και για την ίδια τη θεώρηση των πραγμάτων εν γένει.

Αλλά, τι τρελό βιβλίο που ήταν αυτό!

υγ. Ευτυχής συγκυρία, διάβασα το I love Dick σχεδόν ταυτόχρονα με αυτό το βιβλίο εδώ

Μετάφραση Μαρία Φακίνου
Εκδόσεις Αλεξάδνρεια

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

Η δεξιά ερωμένη - Πάνος Θεοδωρίδης

Δύο πρώτες αράδες, ξεκάθαρη δήλωση προθέσεων, το αφηγηματικό υποκείμενο, ο πρώτος ρόλος, η ιστορία και το συναίσθημα: «Θα διηγηθώ την ιστορία της Δυναμό. Τη θαύμαζα, την ποθούσα, την ερωτεύτηκα, τα φτιάξαμε και χωρίσαμε, τη νοσταλγώ». Αρχή μέση τέλος, όλα εδώ, τι μένει να ειπωθεί, μια ακόμα ιστορία αγάπης, πόσες ακόμα, άραγε, απαντώ με τον δικό μου τρόπο, δύο πρώτες αράδες: Θα διηγηθώ την ανάγνωση της ιστορίας της Δυναμό και του Πάνου. Την αγνοούσα, έπιασα δειλά το βιβλίο αυτό στα χέρια μου, δεν σταμάτησα παρά στην ύστατη τελεία, κοιτούσα ξανά και ξανά να επιβεβαιώσω την ημερομηνία της πρώτης κυκλοφορίας, εντυπωσιάστηκα. Πάμε παρακάτω.

Η δεξιά ερωμένη, εκείνη που δεν ήταν αδέξια, αριστερίστρια, τουλάχιστον κατά τη νεότητά της, και που την έλεγαν Δυναμό, κυκλοφόρησε το 1999, διαδραματίζεται, μέσω εκτενών αναλήψεων κατά τη δεκαετία του εβδομήντα, στη Θεσσαλονίκη και στη Χαλκιδική, κυρίως εκεί, στα δύο πόδια, μια ζώνη δυσπρόσιτη, με διασκορπισμένα σημεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, επικράτεια που έλκυε τολμηρούς ταξιδευτές, λεωφορεία άστατων ωραρίων, αυτοκίνητα μηχανολογικώς ιδιαίτερα, καφενεία για προμήθεια αλκοόλ και καπνού, φοιτητές που από τη μια οραματίζονταν ένα μέλλον σοσιαλιστικό, διαφορετικό ανάλογα τη φράξια, στο ενδιάμεσο δοκίμαζαν τη ζωή, έκαναν τα πρώτα τους βήματα στον στίβο της ανακολουθίας, τρεκλίσματα στο κενό μεταξύ θεωρίας και πράξης, ιδανικών και εγώ, μυαλού και καύλας.

Όταν ο Πάνος γνώρισε τη Δυναμό, η ομορφιά της κατέλαβε την επικράτεια, του ήταν αδύνατον να την περιγράψει, ωστόσο, πώς να μιλήσει κανείς για την ομορφιά με όρους επιμέρους, με βαθμολόγηση ή με σύγκριση, μέσα σε ένα ασανσέρ, λίγο καιρό μετά, θα βρεθούν, σε ένα τίποτα χρόνου θα συνεννοηθούν για μια απόδραση στην Χαλκιδική, μια έρευνα του φοιτητή Πάνου, αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, το επιφανειακό διακύβευμα για το οποίο πιθανότατα εκσκαφές θα έπρεπε να γίνουν, αφήνει πίσω στο σπίτι μέρος της ζωής του, η γυναίκα του έγκυος, ακινητοποιημένη με οδηγία γιατρού στο σπίτι, ξαπλωμένη με τα πόδια λυγισμένα, οι ορμόνες εκτροχιάζουν περαιτέρω τον άστατο χαρακτήρα τους, μια σχέση που τελείωσε χρόνια μετά από τον πρώτο σπόρο, από το πρώτο ρε λες να πρέπει;

Η δεξιά ερωμένη κυκλοφόρησε το 1999, τότε γράφτηκε, λίγους μόλις μήνες πριν, ένα παρελθοντικό γραμμάτιο, μια οφειλή που ολοένα και χρέωνε τον λογαριασμό των αν και των λες, όσα ξεφεύγουν από τη λήθη, η νοσταλγία τα αναλαμβάνει, μάτια που δεν βλέπονται για χρόνια ποθούνται, χωρίς τριβή, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς αλλοτρίωση καθώς στέκουν, καμιά ρωγμή εκτός από μια κουρασμένη φωνή που απαντά το τηλέφωνο, χρόνια μετά, ο αριθμός καταχωρημένος στον τηλεφωνικό οδηγό, αναλογική απόπειρα εντοπισμού, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, το γραμμάτιο πρέπει να πληρωθεί, οι τόκοι το έχουν βαρυφορτώσει, μια ζωή απομάγευσης διψάει για κάτι το ξεχωριστό, ένα ξεχασμένο, σκονισμένο μπαούλο να ανοίξει, κάποιος θησαυρός ίσως να μην οξειδωθεί με το άνοιγμα στον ατμοσφαιρικό αέρα της πραγματικότητας, αυτή είναι η ιστορία της Δυναμό, αν και ίσως πίσω από την εναρκτήρια φράση στέκει μια άλλη: Θα διηγηθώ την ιστορία μου –ή μήπως την ιστορία μας– με τη Δυναμό.

Η δεξιά ερωμένη κυκλοφόρησε το 1999, τρίτη φορά το επαναλαμβάνω για να το χωνέψω, ένα βιβλίο που μοιάζει τόσο σημερινό, είκοσι πέντε χρόνια μετά, εντός της κυριαρχίας του αυτομυθοπλαστικού, ο Θεοδωρίδης διαπραγματεύεται ενδοαφηγηματικά τις διαφορές που διαχωρίζουν την αφήγηση αυτή από το μεμουάρ, δείχνει να νιώθει προς τα πού κατευθύνεται το ρεύμα της λογοτεχνίας, νιώθει έλξη από κάτι που ακόμα δεν έχει οριστεί θεωρητικά, κάτι που βρίσκεται στα σπάργανα, το εγώ που βαραίνει, το εγώ που μεγαλώνει και παίρνει θέση χωρίς μυθοπλαστικά φτιασίδια μπροστά μπροστά στη σκηνή, να πει αλήθειες, να μιλήσει για έρωτες, να θρέψει πληγές, να ορίσει τη θέση του στον μεγάλο κόσμο, εδώ έχουμε έναν γεννήτορα, έναν πρόγονο και μάλιστα εγχώριο, σε μια συνέντευξή του, το 2000, αναφέρει: «Επειδή γεννήθηκα στα χρόνια του μοντερνισμού, όπου το να πεις κάτι ευθέως θεωρούντανε κάπου ένας ευτελισμός, μπήκα πολύ νωρίς μέσα στη διάθεση να πεις με όσο πιο σύνθετο τρόπο γίνεται κάτι που εντέλει αποδεικνύεται αυτονόητο. Έζησα πάρα πολλά χρόνια κάτω απ' αυτόν τον αστερισμό. Όμως, ήμουν αντίθετος εσωτερικά με αυτή τη διαδικασία».

Αυτό που σήμερα είναι οικείο και αναμενόμενο, που κάποιοι το κάνουν καλά και κάποιοι όχι, αναρωτιέμαι πώς να το υποδέχθηκαν τότε, άραγε θα διέκριναν αυτό που προλογιζόταν, που έμελλε να γεννηθεί και να διεκδικήσει τον χώρο του, ή όπως συμβαίνει ιστορικά η πλειοψηφία του λογοτεχνικού προνομίου θα μειδίασε και θα απέρριψε αφού δεν μπορούσε να το κατανοήσει, σε κάθε αρχή, εκ των υστέρων συνταγμένη, συναντιούνται διάφορα σπέρματα σε κοινό τόπο, ακολουθώντας λίγο πολύ διαφορετικό δρόμο και εκεί συμβαίνει μαγεία, όταν το αδιαμόρφωτο παίρνει να σχηματίζεται, όταν οι ευαίσθητες κεραίες κάποιων, υποταγμένες ίσως κάτω από τις διαταγές της έμπνευσης και της ανάγκης έκφρασης, συλλαμβάνουν υπόηχους και μουρμουρητά, τις μικροδονήσεις μια χύτρας στη φωτιά, και είναι μαγεία αυτό γιατί βρίσκεται όσο εγγύτερα στην παρθενογένεση μπορεί η τέχνη να βρεθεί, πριν παγώσουν τα καλούπια και οι επόμενοι επιχειρήσουν να τα γεμίσουν με τη δική τους πρώτη ύλη.

Ο Πάνος Θεοδωρίδης, γεννημένος το 1948, πέθανε φέτος, με το ψευδώνυμο Πετρεφής άφησε το δικό του στίγμα στο ιστολογείν, τότε που το μεγάλο μπαμ συνέβη, τότε που μια κοινότητα επίδοξων δημιουργών παρατάχθηκε πέριξ της τεχνολογικής δυνατότητας για αυτοέκδοση, Η δεξιά ερωμένη, αφού η πρώτη εκείνη έκδοση βγήκε εκτός αγοράς, ανέβηκε σε συνέχειες στο διαδίκτυο, σύμφωνα με το επίμετρο του επιμελητή Μανόλη Σαββίδη, υπέστη αρκετές διαφοροποιήσεις, και τώρα, εν μέσω θέρους, εμφανίστηκε στα βιβλιοπωλεία η καλαίσθητη τρίτη έκδοση από τα Κείμενα.

Και αν για τη φόρμα και το περιεχόμενο ειπώθηκαν κάποια λίγα πράγματα, αξίζει να σταθεί κανείς στο σημαντικότερο όλων, τη γλώσσα. Επιτηδευμένη, θα την χαρακτήριζε κάποιος αν ξεφύλλιζε το βιβλίο και διάβαζε σκόρπια αποσπάσματα, δεν θα είχε άδικο, επιτηδευμένη είναι η γλώσσα, απλά στην περίπτωση αυτή αυτό δεν έχει αρνητική χροιά, αλλά θετική, ο Θεοδωρίδης οικειοποιείται απόλυτα τη γλώσσα την οποία μετέρχεται, λέξεις και φράσεις αντλημένες από τα ιστορικά υποστρώματα της ελληνικής αλλά και των κατά τόπους εκδοχών της, που έρχονται να συναντήσουν την αργκό, τη γλώσσα που μιλιόταν, και οι γλωσσικές προσλαμβάνουσες του συγγραφέα αποτυπώνουν άψογα το τεράστιο εύρος των ενδιαφερόντων του, της καθημερινότητάς του ανάμεσα στα διάφορα ειδικού τύπου ενδιαφέροντά του και στην ίδια τη ζωή, και αυτό το αμάλγαμα, δυσπρόσιτο ίσως αρχικά, ικανό να βαρέσει συναγερμούς δηθενιάς και κενότητας, στην πορεία γοητευτικό, καθηλωτικό, απόλυτα ταιριαστό, γλώσσα προσωπική για μια ιστορία προσωπική, Η δεξιά ερωμένη είναι ένα ακριβές παράδειγμα του γιατί η λογοτεχνική γιορτή στήνεται στη μητρική μας γλώσσα, σε αυτή με την οποία προσεγγίζουμε και επιχειρούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο αλλά και εμάς, μόνους μας αλλά και μέσα σε αυτόν.

Το πολιτικό πλαίσιο, σίγουρα καθοριστικό, τα ύστερα χρόνια της χούντας και τα πρώτα της μεταπολίτευσης, ένα λεπτό τσιγαρόχαρτο που περικλείει μια ιστορία αγάπης, και γι' αυτό, ίσως, πιο αντιπροσωπευτικό της περιόδου εκείνης, περισσότερο από άλλες απόπειρες που στόχευσαν το γενικό, καθιστώντας μια ευτελή αφορμή το ατομικό, που θέλησαν να πουν πολλά και δεν είπαν παρά μόνο στερεότυπα, εδώ, όπως και στους Πτυχιούχους του Βακαλόπουλου, που μου ήρθαν στον νου, το πλαίσιο δίνεται χωρίς να μας κόβει τη θέα το συνεχώς προτεταμένο δάκτυλο του συγγραφέα, έτσι, Η δεξιά ερωμένη καταφέρνει αβίαστα να υπερκεράσει τους όποιους περιορισμούς μια αυτομυθοπλαστική ιστορία αγάπης μπορεί να φέρει στον νου, και παίρνει θέση δεσπόζουσα στην ελληνική λογοτεχνία, στις καθυστερήσεις του προηγούμενου αιώνα, αλλά τόσο σημερινή, τόσο αναγκαία, τόσο συγκινητικά αναγκαία και σημερινή, τόσο σημαντική για να δώσει το μέτρο και το εύρος σε μια λογοτεχνία που γράφεται, στον αναλογικό αλλά και στον ψηφιακό κόσμο, σε μια εποχή όπου όλοι μοιάζουν ένα, η ιστορία του ενός μπορεί να είναι ό,τι πιο συλλογικό μπορούμε πια να έχουμε, η απαραίτητη πυξίδα πορείας. 

Κλείσιμο με ένα απόσπασμα που αναδεικνύει αυτό που θεωρώ πως διακρίνει την αυτομυθοπλασία από την αυτοβιογραφία, την ίδια την πράξη της γραφής ως βασικό της συστατικό: «Χρόνια πολλά με απασχολούσε η συγκέντρωση ενός άφθονου, άνισου και ποικίλου έργου, που το αρχειοθετούσα μια στα πέντε χρόνια, το κράτησα ενωμένο ένα διάστημα και κατά καιρούς έχανα από μετακομίσεις κάποια ανέκδοτα κείμενα. Πίστευα ότι δεν τους άξιζε ο όρος Άπαντα, ίδιον ταλαντούχων αυτουργών και επουργών. Εκείνο το βράδυ, είκοσι έξι ετών, διδάχτηκα ότι τα δικά μου άπαντα έπρεπε να έχουν τον τίτλο Το Μεταλλείο. Χώρος που περιέχει πολύτιμα μέταλλα και σκωρίες, λιθορριπές και αγραμμάδες, αφεντικά και εργάτες, χρήματα και προσφάι, ερπετά και πουλάκια, βουνό και θάλασσα. Κι έτσι το έργο μου δεν θα συγκεντρωνόταν ως θρασύδειλη απόπειρα διαιώνισης αλλά ως περίπου φυσική συσσώρευση λέξεων». 

Επιμέλεια Μανόλης Σαββίδης
Εκδόσεις Κείμενα

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Κεντούκι - Samanta Schweblin

Η πρώτη γνωριμία του ελληνικού κοινού με τη, γεννημένη το 1978 στο Μπουένος Άιρες, Σαμάντα Σβέμπλιν έγινε το 2020 όταν και κυκλοφόρησε η ενδιαφέρουσα Απόσταση ασφαλείας για να ακολουθήσει η συλλογή διηγημάτων τα Επτά άδεια σπίτια, πάντα σε μετάφραση της έμπειρης Έφης Γιαννοπούλου για τις εκδόσεις Πατάκη.

Το Κεντούκι είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που στηρίζεται σε ένα εύρημα που το κατατάσσει (και) στην υποκατηγορία της επιστημονικής φαντασίας. Τα κεντούκι δεν είναι ούτε κατοικίδιο, ούτε ρομπότ, αλλά ένα υβριδικό κατασκεύασμα, ένα λούτρινο σε μορφή κάποιου ζώου, μια ακόμα καταναλωτική μόδα που σύντομα μετατρέπεται σε παγκόσμια μανία. Όταν ο αγοραστής γυρίσει σπίτι και το ενεργοποιήσει, εκείνο συνδέεται με κάποιο τυχαίο ανά τον κόσμο χρήστη, ο οποίος μέσα από τα μάτια-κάμερα του λούτρινου αποκτά οπτική επαφή με τον κάτοχό του. Έτσι, ο κόσμος των χρηστών κεντούκι χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους που θέλουν να παρακολουθούν και σε εκείνους που θέλουν να παρακολουθούνται.

Αυτό το εύρημα, που θα μπορούσε να είναι κάποιο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς Black Mirror, δεν μοιάζει εντελώς με αποκύημα μιας νοσηρής και πλούσιας συγγραφικής φαντασίας και αυτή η μη απιθανότητα το καθιστά ακόμα πιο τρομακτικό, υπονομεύοντας σε μεγάλο βαθμό τη μυθοπλαστική μεμβράνη του ανοίκειου. Η Σβέμπλιν, με τη γνώριμη από τα προηγούμενα βιβλία της ροπή στο ασυνήθιστο και τον (όχι πάντοτε) υποδόριο τρόμο, εκμεταλλεύεται επαρκώς και έξυπνα το κεντρικό αυτό εύρημα, χωρίς να υποχωρεί κάτω από το βάρος της πρωτότυπης ιδέας ή να εγκλωβίζεται σε αυτή, αλλά στήνοντας το μυθιστόρημά της με τέτοιο τρόπο που δεν χρειάζεται να αναλύσει με λεπτομέρειες το πώς και τι της λειτουργίας των κεντούκι, παρά μόνο μέσα από την προώθηση της πλοκής της κάθε υποϊστορίας που συνθέτει το μυθιστόρημα.

Το κυνήγι της πρωτότυπης ιδέας, στο οποίο αρκετοί επίδοξοι συγγραφείς αναλώνουν τη σκέψη και την ενέργειά τους, ποτέ, όποια και αν είναι αυτή η ιδέα, δεν αρκεί από μόνο του ώστε να παραχθεί λογοτεχνικό αποτέλεσμα, πόσο μάλλον λογοτεχνικό αποτέλεσμα αξιώσεων. Η Αργεντινή συγγραφέας αντλεί περαιτέρω έμπνευση από την κεντρική αυτή ιδέα, δοκιμάζει τα όρια της, αντιμάχεται τους αναπόφευκτους (ειδολογικούς κυρίως) περιορισμούς και παραδίδει ένα μυθιστόρημα σύγχρονου τεχνολογικού τρόμου, διαπραγματευόμενη την ευκολία με την οποία ο συγκαιρινός άνθρωπος είναι διατεθειμένος να παραδώσει την προσωπική του ζωή σε μια αόρατη, μα πανταχού παρούσα, βιομηχανία θεάματος, αποτελώντας τον αναγκαίο διαμεσολαβητή και το φίλτρο επιτυχίας μιας ιδέας που στην περιγραφή της μοιάζει τραβηγμένη και καταδικασμένη στην εμπορική αποτυχία.

Ωστόσο, αυτό εδώ είναι ένα καλό μυθιστόρημα (και) γιατί η Σβέμπλιν ξέρει και δεν υποκύπτει στο δέλεαρ μιας κοινωνιολογικής ή ανθρωπολογικής ανάλυσης. Η καλή επιστημονική φαντασία συνηθίζει να επισημαίνει, μέσω της οξυδέρκειας του εκάστοτε δημιουργού και με τρόπο λογοτεχνικό, το κακό μονοπάτι στο οποίο ο κόσμος βαδίζει. Είναι αυτό που η κριτική και η αναγνωστική πρόσληψη συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν ως προφητικό, χαρακτηρισμό τον οποίο, θέλω να πιστεύω, οι συγγραφείς θα εύχονταν να μην δικαιώσει το μέλλον, σαν η επισήμανση τους να είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ένα καμπανάκι, ένα ξόρκι του κακού, μια κραυγή αποφυγής μιας εν πολλοίς αναπόφευκτης δυστοπικής κατάληξης.

Τα υπόλοιπα συστατικά της αφήγησης δεν εγκαταλείπονται στη σκιά. Η προώθηση της πλοκής, η γλώσσα, οι χαρακτήρες, όλα είναι δουλεμένα όσο χρειάζεται για να υπηρετήσουν την κεντρική συγγραφική πρόθεση, προσθέτοντας επιπλέον αξία στη συνολική κατασκευή. Η Σβέμπλιν διατηρεί μια αξιοθαύμαστη εσωτερική ισορροπία ανάμεσα στην υπόδειξη του επικίνδυνου μονοπατιού και της λογοτεχνικής (με ή χωρίς εισαγωγικά) αναγνωστικής απόλαυσης, επιβάλλοντας εξ αρχής στον αναγνώστη ένα συνεχές γαϊτανάκι έλξης και απώθησης, ζεστού και κρύου, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τη στερεοτυπική απόφανση μου άρεσε/δεν μου άρεσε, που είθισται να αποτελεί την κατακλείδα κάθε ανάγνωσης, εδώ, υπενθυμίζεται διαρκώς, δεν υπάρχει κάτι να σου αρέσει, να σε τρομάξει ναι, να σε αγχώσει ναι, αλλά να σου αρέσει όχι, και όμως, ταυτόχρονα, δυσκολεύεσαι ή ακόμα και αδυνατείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Και αυτό είναι ένα σπουδαίο παράσημο στο πέτο της συγγραφέως. 

Το Κεντούκι είναι ένα μυθιστόρημα με έντονο το στοιχείο του αλλόκοτου, στην υπεραιχμή της επέλασης της ψηφιακής συγχρονίας, που χωρίς να εκβιάζει δημιουργεί διάφορα στρώματα αναλογιών.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών) 

υγ. Για την Απόσταση ασφαλείας, τότε, έγραφα αυτό.

Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2025

Σουπερόσαυρος - Μέργεμ Ελ Μεγντάτι

Ο τίτλος κάνει το χέρι να εκταθεί ως το ράφι και να τραβήξει έξω το βιβλίο αυτό, το οπισθόφυλλο υπόσχεται μια ιστορία φρέσκια, σύγχρονη παρότι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στα Κανάρια Νησιά, η εμπιστοσύνη στις εκδόσεις Carnívora και τις επιλογές τους συνηγορεί, η απόφαση λαμβάνεται με συνοπτικές διαδικασίες, αυτό, ανάμεσα σε τόσα άλλα, θα είναι το επόμενο βιβλίο, ο Σουπερόσαυρος.

Τη λένε Μέργεμ, γεννήθηκε στο Μαρόκο, μωρό ακόμα μετανάστευσε με τους γονείς της σε ένα νησί στη μέση του Ατλαντικού, έδαφος γραφειοκρατικά ευρωπαϊκό, μεγάλωσε εκεί, πήγε σχολείο, έμαθε τη γλώσσα, έκανε φίλους, παρέα με όνειρα, σπούδασε και η φιλοδοξία της έφτανε μέχρι και το διδακτορικό, έπρεπε όμως πρώτα να βρει μια δουλειά, η έλλειψη προϋπηρεσίας, αυτός ο φαύλος κύκλος απόρριψης, πώς να έχεις προϋπηρεσία αν δεν σε προσλαμβάνει κανείς επειδή δεν έχεις προϋπηρεσία, την ωθεί στην αναζήτηση πρακτικής άσκησης, να δουλεύει κανονικά, δηλαδή, αλλά να πληρώνεται ελάχιστα και χωρίς καμία βεβαιότητα για το μέλλον, τα σούπερ μάρκετ Σουπερόσαυρος, καμία σχέση με όσα ονειρεύτηκε, μοιάζουν να είναι μια προσωρινή λύση.

Κάνει δεκάδες χιλιομέτρων κάθε μέρα, αν χάσει το λεωφορείο, το επόμενο περνάει μια ώρα μετά, ξυπνάει χαράματα, γυρίζει λίγο πριν βραδιάσει, δεν βρίσκει καμία νοηματοδότηση στην άπειρη γραφειοκρατία με την οποία έρχεται αντιμέτωπη, με τις αντικρουόμενες οδηγίες και εντολές, η εταιρική εικόνα της ομάδος είναι μόνο μια εικόνα, νιώθει απομονωμένη, ούτε το όνομά της δεν προφέρει η πλειοψηφία σωστά, ολιγόλεπτα διαλείμματα για ένα τσιγάρο και ένα αναψυκτικό είναι ό,τι μπορεί να αποσυμπιέσει ελάχιστα το υγρό που κοχλάζει, βυθίζεται κάθε μέρα σε αυτό, μάταια επαναλαμβάνει μέσα της πως δεν είναι δική της η εταιρεία, πως με τη λήξη της πρακτικής θα την πετάξουν στον δρόμο που οδηγεί πίσω στη μεσολαβήτρια εταιρεία ανθρώπινου δυναμικού με την οποία μοιράζεται τον μισθό της, παράλληλα παλεύει να ζήσει, να κάνει πλάνα, να κάνει όσα επιθυμεί κάποιο άτομο στην ηλικία της να κάνει, να βρει τις φίλες της, να ερωτευτεί, να κάνει βόλτες, αλλά και πράγματα που οι γονείς της στην ηλικία της μπορούσαν να κάνουν, να έχουν ένα δικό τους σπίτι για παράδειγμα, να μπορούν να πάνε διακοπές το καλοκαίρι, ακόμα ένα παράδειγμα, πολυτέλειες πια.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η συναισθηματικά ανάμεικτη πρόζα, οι εναλλαγές των καιρικών φαινομένων, η πραγματικότητα που συχνά μόνο μέσω της υπέρβασής της μπορεί να περιγραφεί, η συγχρονία του εκεί και του εδώ, η οξυδερκής ματιά της, το υγρό που κοχλάζει και αναζητά διόδους αποσυμπίεσης πριν εκραγεί, το χιούμορ και η υπερβολή, αλλά και η έλλειψη ξεκάθαρης απεύθυνσης, αφού η Μέργεμ εναποθέτει τις λέξεις στο χαρτί ικανοποιώντας μια δική της ανάγκη, δεν επιθυμεί να ζητήσει φιλοδώρημα την κατανόηση, δεν επιθυμεί να μας δείξει πως ξέρει τι κάνει, δεν ξέρει και είναι οκ να το παραδεχτεί, αφήνεται από τη μια μέρα στην επόμενη, πάλι Δευτέρα πρωί, πάλι Δευτέρα πρωί, πάντα, θαρρείς, ξημερώνει μια Δευτέρα πρωί, σίγουρα δεν τη νοιάζει να μας κατευθύνει συναισθηματικά και όλα αυτά προσδίδουν μια συντριπτική δυναμική στην αφήγησή της, που καθηλώνει και συνεπαίρνει, που δεν αφήνει περιθώρια σκέψεων γύρω από την αλήθεια ή μη των όσων εκείνη αφηγείται, άλλωστε διόλου κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να συμβαίνει, η αυθεντικότητα και η πειστικότητα δεν πηγάζουν από ένα κοντινό κοίταγμα με μεγεθυντικό φακό, αλλά απ' όσα την αποτελούν και τη συνθέτουν.

Στην αρχή της ανάγνωσης έντονα μου ήρθε στο μυαλό το Ας πούμε πως είμαι εγώ, της Ράιμο, στην πορεία ωστόσο σκεφτόμουν επίσης έντονα το Σαράκι της Μαρτίνες, και κάπου εκεί ανάμεσα πήρε τη θέση του ο Σουπερόσαυρος, η σπιρτόζικη πρόζα, η συγχρονία με τα ετερόκλητα συστατικά της, θύμιζε το Ας πούμε πως είμαι εγώ, η έλλειψη προνομίου, το χαμηλό σημείο εκκίνησης, υπενθύμιζε πως, εκτός όλων των άλλων ιδιοτήτων της Μέργεμ, γυναίκα, μουσουλμάνα, μετανάστρια κ.ο.κ, είναι και φτωχή, ναι φτωχή, όπως φτωχή ήταν, εκτός όλων των άλλων ιδιοτήτων της, και η κοπέλα στο Σαράκι, και η ιδιότητα αυτή καθόριζε σε μεγάλο βαθμό το σύνολο της εμπειρίας, κυρίως την έλλειψη εφικτών εναλλακτικών, αυτό το ελάχιστο προνόμιο που μπορεί να σε τραβήξει από τον βούρκο που νιώθεις κάποιες φορές να βουλιάζεις ενώ παλεύεις για την επιβίωση.

Ένας επιθετικός προσδιορισμός που συχνά χρησιμοποιείται από προνομιούχα άτομα για να περιγράψει ανθρώπους όπως η Μέργεμ είναι το περήφανος. Η περηφάνια παρά τη φτώχεια. Μέσα από το προνομιούχο παρατηρητήριο μας και με τα παραμορφωτικά κιάλια που εκ του ασφαλούς και εξ αποστάσεως χρησιμοποιούμε ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση είναι ακατανόητος, ντυνόμαστε Αντουανέτες και επαναλαμβάνουμε: όποιος προσπαθεί τα καταφέρνει, δεν υπάρχει δεν μπορώ, δεν υπάρχουν δικαιολογίες, όλοι από κάπου ξεκινήσαμε, έτσι είναι η ζωή κ.τ.λ. Το επίθετο περήφανος χαρίζει σε εμάς μια υπεραξία, σαν άλλοι θεατές ενός τσίρκου με άγρια θηρία που περήφανα υποτάσσονται στο μαστίγιο και το καρότο του δαμαστή. Καμία περηφάνια δεν έχει η γραφή της Μέργεμ, καμία ανάγκη για φιλοδώρημα ή χειροκρότημα, γι' αυτό φαντάζομαι, προοικονομώ, πως κάποιοι, μάλλον λευκοί άντρες, θα βιαστούν να μας ενημερώσουν πως μια τέτοια λογοτεχνία δεν τους αφορά, αφού πρώτα έχουν προφέρει τη λέξη λογοτεχνία με ένα ελαφρύ αξάν, σαφέστατα υποτιμητικό, θα προσθέσουν πως μια ιδιωτικότητα, όπως αυτή, χαρακτηρίζει την εποχή μας, δεν γράφεται οικουμενική λογοτεχνία όπως παλιά, πιστεύουν, οι αφελείς, το λιγότερο και το ευγενικότερο επίθετο που μου έρχεται κατά νου, πως η ιστορία της Μέργεμ είναι μια εξαίρεση, μια υπερβολή, ένα τρεντ.

Θεωρώ πως είναι καθοριστικής σημασίας να γίνει η διευκρίνηση, ο διαχωρισμός αν προτιμάτε, πως η λογοτεχνία της Μέργεμ είναι εγγενώς ποιοτική και όχι αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας του περιεχομένου της ή του βιογραφικού της συγγραφέως. Ακόμα και ως δείγμα αυτομυθοπλασίας ή, καλύτερα στην περίπτωση αυτή, αυτοβιογραφικής γραφής, ο Σουπερόσαυρος είναι ένα καλό βιβλίο, στο οποίο η συγχρονία στην αποτύπωση ενός σημαντικού μέρους του κόσμου συνυπάρχει με μια δεδομένη λογοτεχνική αρτιότητα, δεν είναι, θέλω να πω, απλώς και μόνο μια καταγραφή, ένα κείμενο δημοσιογραφικό, μια αποτύπωση της συνθήκης. Και αυτό είναι σημαντικό να λέγεται, γιατί υπάρχει ακόμα προς θραύση ένα σημαντικό απόστημα που σε λίγα λόγια λέει: το βιβλίο αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, εκδόθηκε, μεταφράστηκε, διαβάστηκε, αποθεώθηκε επειδή η Μέργεμ είναι γυναίκα και μετανάστρια.

υγ. Για το Ας πούμε πως είμαι εγώ περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Σαράκι εδώ. Η Μέργεμ είναι η τρίτη συγγραφέας από εκείνο το νησιωτικό σύμπλεγμα του Ατλαντικού που διαβάζω τον τελευταίο καιρό, είχαν προηγηθεί η Αμπρέου με το Η κοιλιά του γαϊδάρου, περισσότερα εδώ, και ο Ραβέλο με το Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Ιφιγένεια Ντούμη
Εκδόσεις Carnívora

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Άτλαντας επούλωσης - Βάλια Τσιριγώτη

Είναι καλοκαίρι, ο Αύγουστος παρότι στέκεται άκρη άκρη θεωρείται το κέντρο του θέρους, ο Αύγουστος είναι μια έννοια από μόνος του, εκείνος που συσσωρεύει το μεγαλύτερο βάρος από την ανθρώπινη προσδοκία τη δοκιμαζόμενη σκληρά από τη ρουτίνα της χρονιάς, πάνω του να αφεθούν: Δευτέρα με Παρασκευή, ξυπνητήρι, λεωφορείο, δουλειά, διάλειμμα για καφέ, δουλειά, δουλειά, υπερωρία απλήρωτη, η δουλειά δεν τελειώνει, λεωφορείο, σούπερ μάρκετ, σπίτι, μαγείρεμα, ύπνος, άσχημος και αγχώδης, ξυπνητήρι και πάει λέγοντας, μικρές εναποθέσεις προσδοκίας Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, κάτι που έχει με κόπο και πολλή συζήτηση κανονιστεί, κυριακίλα και πάλι από την αρχή και να σου ο Αύγουστος αχνοφαίνεται, υποχρεωτική άδεια τώρα που το γραφείο θα κλείσει, τηλέφωνα για παράκαμψη της πλατφόρμας κράτησης δωματίου, μια καλύτερη τιμή, χωρίς απόδειξη, μετρητά στο χέρι, υπολογισμός ξανά και ξανά μήπως υπάρχει περιθώριο για ακόμα μια μέρα, δρομολόγια, σιχτίρι στις τιμές, κατάστρωμα τόσες ώρες, όλα ο Αύγουστος τα έχει στην πλάτη του φορτωθεί, πόσα να αντέξει και εκείνος, πόσα να γίνουν σε μέρες που τα δάκτυλα του ενός χεριού ακουμπάνε μετρώντας στα δάκτυλα του άλλου χεριού, πόση επούλωση να επιτευχθεί;

Ήταν καλοκαίρι, στέκει κιόλας μακριά, όλα επανήλθαν μεμιάς στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, ήταν καλοκαίρι, λοιπόν, όταν διάβασα αυτό το υβριδικό χρονογράφημα, την υπόσχεση ενός Άτλαντα επούλωσης, πριν την πρώτη σελίδα έστεκαν δίπλα δίπλα, σπρώχνονταν ώμο ώμο, από τη μια η προσδοκία της ανθρώπινης εμπειρίας, της συγχρονίας, πάνω και κάτω από την Πατησίων, από την άλλη, έτοιμη να εκδηλωθεί, η δυσανεξία απέναντι στην ποιητικότητα, στην εκβιασμένη ποιητικότητα για την ακρίβεια, εκείνη που με το ζόρι επιβάλλεται ή το επιχειρεί, ένα προνόμιο που καμουφλάρεται ως δυστυχία, ως κοινή ανθρώπινη εμπειρία, ο εκ του μακρόθεν παρατηρητής, η κυρία που από το σπίτι της στα βόρεια προάστια μας μιλάει για το κέντρο, όπως εκείνη το φαντάζεται, όπως εκείνη το βλέπει εξ αποστάσεως αλλά επιμένει να μας πείσει, εμάς που μένουμε εδώ, καθένας με το προνόμιό του, κανείς στην ίδια ακριβώς μοίρα με το διπλανό του, να μας πείσει πώς είναι τα πράγματα, πώς ζούμε, πώς θέλαμε να ζούμε, τι μας φταίει, τι μας λείπει, τι θα έπρεπε να κάνουμε, μην τα ξαναλέμε, θα μας έτριβε τελικά στη μούρη πως δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει μόνο δεν θέλω, και εμείς, θα άφηνε να εννοηθεί, τέρας κακόμορφο, είναι προφανές πως δεν θέλουμε.

Με το όπλο παρά πόδα, το μόνο όπλο, τη ρίψη του βιβλίου από το παράθυρο, το σιχτίρι να ακολουθεί, το σάλιο να διαγράφει τροχιά ξοπίσω του, το σιχτίρι που ο διορθωτής επιμένει να κοκκινίζει, έτσι ξεκίνησα την ανάγνωση, ήταν βράδυ, ακόμα δεν ήθελα να κοιμηθώ, παρότι είχα ξαπλώσει από ώρα, παρότι ήταν ριψοκίνδυνο να καθυστερώ, το πρωί θα πλήρωνα το τίμημα, κούραση και επιθυμία για παραπάνω ύπνο, ήταν βράδυ και ήθελα ένα καλό ποντάρισμα, ένα φιλόδοξο ποντάρισμα πως κάτι από αυτό το βιβλίο θα δρούσε επουλωτικά, ένα καλά στραγγισμένο υγρό πανάκι, χλιαρό και απαλό, θα περνούσε το ερεθισμένο από τον ιδρώτα σώμα, η ανθρώπινη εμπειρία, έδαφος κοινό και ταυτόχρονα ανοίκειο, έτσι ζούμε, έτσι παρατηρούμε τους άλλους να ζούνε, σε αυτό το διάκενο καταχωνιάζεται η ενσυναίσθηση, η ανάγκη να δούμε πώς οι άλλοι τα καταφέρνουν, Γιάννη, πώς οι άλλοι δείχνουν πως τα καταφέρνουν, πώς κρύβουν το τρέκλισμα, το ψεύδισμα, τα πάσης φύσεως τικ, ένα ηλεκτροφόρο διαρκώς φορτισμένο νευρικό σύστημα με απολήξεις κομμένες βίαια, μέλη φαντάσματα ενός αρτιμελούς σώματος, ενός φαινομενικά αρτιμελούς συνόλου, πόνος βουβός μα βαθύς, αδύνατον να γίνει λέξεις, μια ύπαρξη που καταφεύγει στην ανάγνωση, στην περιγραφή της ανθρώπινης εμπειρίας, ελπίζοντας να αναφωνήσει: ναι, γι' αυτό μιλώ.

Το υποκείμενο της ανάγνωσης, τώρα που το άθροισμα των λέξεων διέφυγε οριστικά του ελέγχου τού υποκειμένου της γραφής, με τα δικά του γαμημένα που αντί να βγουν στο στόμα του σκαλώνουν στον αυχένα, στέκει απέναντι από τις λέξεις, τη μία μετά την άλλη, προτάσεις και περίοδοι, σελίδες επί σελίδων, κεφάλαια και ενότητες, συντεταγμένες χώρου σε ένα παροντικό χρονικό πλαίσιο, το υποκείμενο της ανάγνωσης, στην αρχή διστακτικά, εν συνεχεία ολοένα και περισσότερο, αφήνεται στις φροντίδες επούλωσης του υποκειμένου της καταγραφής του άτλαντα, η Τσιριγώτη, σ' αυτό το υβριδικό χρονογράφημα, διευκρίνηση της ίδιας στο εξώφυλλο, πάνω και αριστερά από μια καρδιά στο φούξια εξώφυλλο, περιδιαβαίνει τις γειτονιές, τα πόδια που πάνε και έρχονται, κοντοστέκονται σε τοπόσημα της πόλης και ανοίγουν το βήμα πριν τη σκοτεινή γωνιά, ξέρουν πως όλα είναι μέσα σε όλα, η ασφάλεια στην ανασφάλεια, η επούλωση στον πόνο, το τραύμα στο χάδι, όλα μαζί και όλα ταυτόχρονα συμβαίνουν σε αυτή την πόλη, αυτή τη στιγμή, σε κάθε πόλη και κάθε στιγμή, προνόμια που κινούνται άλλοτε με αυτοπεποίθηση, χαρισμένη από μια τυχαιότητα, και άλλοτε με ενοχή, τύψεις για έναν κόσμο άδικα φτιαγμένο, τις προάλλες έμαθα την έννοια της δυσθεΐας, δεν είναι πανάγαθος και γαμάτος τύπος ο εκεί ψηλά, αλλά γεμάτος από χαιρεκακία, ένας κακός.

Και επειδή όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, όλα μέσα σε όλα, την ίδια στιγμή, η Τσιριγώτη το αποτυπώνει αυτό, δεν ξέρω αν προγραμματικά ή διαισθητικά, στον χώρο που φύεται η έμπνευση, η αφήγηση και η ποίηση, αλλά καταφέρνει να μη λιγώσει τον καταπιόνα, να μη λυγίσει τα πόδια, να μην πλανέψει το μυαλό, να μην ξεματώσει την καρδιά, να μην αναχωρήσει από το εδώ και το τώρα με προορισμό μια υπερβατική ανυπαρξία, αλλά και να μην αποτυπώσει ψίχουλο ψίχουλο τον ζόφο, εκείνο ταυτόχρονα με το άλλο, εσύ αλλά και οι άλλοι, να μη νιώσει κανείς εκτός, ακόμα και εκείνος με το μεγαλύτερο φαινομενικά προνόμιο, ακόμα και εκείνος να νιώσει, το βάρος και το μερίδιο που του αναλογεί, να αναπνεύσει μακριά από εκείνο που του έλεγαν όταν ήταν μικρό παιδί και δεν έτρωγε τις μπάμιες πως τα παιδιά στην Αφρική δεν έχουν να φάνε και ύστερα, όταν ξάπλωνε χορτασμένο εν τέλει από κάποια εναλλακτική, παρά τις απειλές, νηστικός θα μείνεις, χορτασμένο ξάπλωνε και έβλεπε κλείνοντας τα μάτια παιδιά με την κοιλιά τούμπανο, τα πλευρά μετρήσιμα, τα μάτια ένα λευκό που ολοένα κοκκινίζει, ερυθρώνεται, δεν ξέρω αν υπάρχει αυτό το νόσημα, αυτός ο θάνατος, ακόμα και εκείνο το προνόμιο, έλεγα, ενσωματώνεται, το καθένα μας έχει κάποιο προνόμιο, ατέρμονο είναι το μέτρημα του ποιο το έχει μικρότερο.

Στις λευκές σελίδες, ανάμεσα στα κεφάλαια, στο λευκό κενό πριν από τις νέες συντεταγμένες, μου έλειπαν οι φωτογραφίες, κάποιες τις φαντάστηκα, αρχικά ασπρόμαυρες, στη συνέχεια με ολοένα και περισσότερο χρώμα, σχεδόν αλμοδοβαρικές, κούκλες ακρωτηριασμένες δίπλα σε σκουπίδια, πάνω σε ξεκοιλιασμένους καναπέδες ενός σαλονιού υπό συνθήκη ανακαίνισης και μεταβολής οικιστικής χρήσης, κάποιος που καθόταν και εκδιώχθηκε για να έρθει κάτι νέο, πιο άνετο και μοντέρνο, ανάπτυξη, θαρρώ, το λένε, οι κούκλες, γυμνές, χωρίς ρούχα, αποκεφαλισμένες, ξεχεριασμένες, ξεποδιασμένες, τα σώματά τους σφριγηλά παρότι σκονισμένα, ο μυς που κρατά τα μάτια ανοιχτά ξεχαρβαλωμένος πια, κάποιες γλάστρες θύματα της εγκατάλειψης ενός καυτού καλοκαιριού, θανατηφόρος δίψα, μου έλειπαν, έλεγα, αυτές οι φωτογραφίες, όσο και αν τις φαντάστηκα δεν ήταν το ίδιο, ίσως επειδή είμαστε εδώ και δεκαετίες πια στην εποχή της εικόνας, ίσως γιατί πια νιώθουμε άβολα όταν φανταζόμαστε κάτι, όταν το κάνουμε εικόνα αλλά εκείνη υπάρχει μόνο ως αίσθηση στο μυαλό μας, ίσως η τεχνητή νοημοσύνη να μπορεί να καλύψει αυτό το κενό, πες μου, να της ζητάμε, πώς το φαντάστηκα αυτό το λευκό κενό ανάμεσα στις συντεταγμένες της Τσιριγώτη, πώς τη φαντάστηκα να βλέπει ένα βράδυ τη Γλάδστωνος, αυτόν τον χαρούμενο βράχο, που όλο το γκλίτερ του κόσμου όλου δεν θα μπορούσε να καλύψει τη φρίκη που συντελέστηκε, στάθηκα κι εγώ ένα βράδυ εκεί, Αύγουστος και μόνο τουρίστες περνούσαν, μοιραζόμασταν το ίδιο βλέμμα, της ασχήμιας, την απορία: τι κάνουμε εδώ;

Τόσα χρόνια κάνω αυτό που κάνω όπως το κάνω και ακόμα, ίσως και ποτέ, δεν ξέρω πώς να μιλήσω για κάποια βιβλία, ακόμα και αν ο παραλήπτης είναι ο εαυτός μου στο μέλλον, αυτό το ψηφιακό υβριδικό χρονογράφημα ανάγνωσης, εκατομμύρια λέξεις μετά τις πρώτες δύσθυμες και δυσκοίλιες, δανεισμένες από τον Λειβαδίτη, η ελπίδα, τότε, πως δεν θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα τα έχω όλα εκείνα ξεχασμένα, και ακόμα, έλεγα, τόσα χρόνια μετά ακόμα δεν ξέρω πώς να μιλήσω για κάποια βιβλία, εκείνα που περισσότερο, υποψιάζομαι, με τάραξαν με τον τρόπο τους, τρομάζουμε οι άνθρωποι, απόπειρα για κατά Λειβαδίτη απογραφή, τρομάζουμε οι άνθρωποι όταν αντικρίζουμε κάτι δικό μας, κάτι που το κρύβαμε για να προστατευτούμε από τους άλλους, κάτι που το κρύβαμε για να προστατευτούμε από εμάς τους ίδιους, αυτή την ακαθαρσία της κοιλότητας που γίνεται μπαλάκι στις κορυφές του αντίχειρα και του δείκτη, ένα μπαλάκι ολοένα και πιο λείο, ολοένα και πιο στρογγυλό, σιχαμερό ωστόσο, απόρριμμα που, όπως και τα αντίστοιχα οικιακά, απόρροια της εκτεταμένης κατανάλωσης, ελπίζουμε/απαιτούμε/νιώθουμε πως δικαιούμαστε κάποιο άλλο να αναλάβει την αποκομιδή και τη μεταφορά στις χωματερές, νόμιμες παράνομες δεν μας απασχολεί, μακριά από εδώ, μόνο αυτό, έτσι και τα δικά μας, τα υπαρξιακά απορρίμματα, ο διορθωτής το δέχτηκε, τόσο ατελής ακόμα, τα δικά μας, λοιπόν, θέλουμε οι χειριστές της αφήγησης της ανθρώπινης εμπειρίας να μας τα επιδεικνύουν κομψευόμενα και μόνο για μια ελάχιστη στιγμή, ίσα να προλάβουμε να πούμε: τι φαντασία!

Η αποφώνηση, για τέτοια βιβλία, πάντα η ίδια: γυρέψτε το.

Εκδόσεις 3.1