Ο προβοκατόρικος τίτλος σε συνδυασμό με την παιδική ζωγραφιά στο εξώφυλλο τράβηξαν το βλέμμα, έπιασα το βιβλίο και το γύρισα, για να δω τι υπόσχεται το οπισθόφυλλο, σκέφτηκα, διάβασα πως «Ο Σίμος Κουτσολιούτσος γράφει ένα αποσπασματικό προσωπικό χρονικό από τις εμπειρίες του στα χρόνια της δικτατορίας στην Ιταλία και τη Γαλλία», ίσως εξαιτίας του επιθέτου προσωπικό ίσως λόγω του ουσιαστικού χρονικό ίσως λόγω της υποσχόμενης αποσπασματικότητας, που είναι του γούστου μου, όπως και να έχει ένιωσα την επιθυμία να το ξεφυλλίσω, βρέθηκα να το διαβάζω εν τέλει.
Ένα από τα αγαπημένα θέματα της εγχώριας λογοτεχνίας, ιδιαίτερα κατά τις προηγούμενες δεκαετίας, πια ευτυχώς όχι, ήταν το Πολυτεχνείο. Εδώ και χρόνια αποφεύγω τα βιβλία αυτά, όπως ο διάβολος το λιβάνι, πάντοτε σκέφτομαι πως το πλέον αντιπροσωπευτικό υπήρξε το μυθιστόρημα Οι πτυχιούχοι του Βακαλόπουλου, ακριβώς γιατί η χούντα αποτελεί απλώς το περιτύλιγμα, κάτι που συμβαίνει παράλληλα με την καθημερινότητα, με την αγωνία των επί πτυχίω φοιτητών στην επικείμενη αναμέτρηση με το τέρας της οικονομετρίας. Δεν είναι μόνο πως κουράστηκα λόγω της θεματικής, τα ίδια και τα ίδια, αλλά, κυρίως, επειδή δεν αντέχω άλλο την υποκρισία της σιωπηλής τότε μάζας που εκ των υστέρων έρχεται να καρπωθεί την υπεραξία του τέλους της δικτατορίας, το αφήγημα πως οι στρατιωτικοί είχαν απέναντί τους τον ελληνικό λαό, κυρ παντελήδες που κοίταζαν τη δουλειά τους, δεν μιλούσαν και έκαναν πως δεν ακούν τις κραυγές των βασανιστηρίων.
Τρία χρόνια πριν, διαβάζοντας το Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί, το κείμενο της Μάινχοφ με αφορμή την επικείμενη επίσκεψη του ζεύγους Παχλαβί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατίας της Γερμανίας, το 1967, και τα όσα τραγικά συνέβησαν κατά τις διαμαρτυρίες των φοιτητών, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του Μπένο Όνεζοργκ από πυρά αστυνομικού, με τον ρόλο σε αυτή την καταστολή των μυστικών ιρανικών υπηρεσιών που λειτουργούσαν τότε στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες, διάβασα, στο επίμετρο του μεταφραστή Αλέξανδρου Κυπριώτη, για την ύπαρξη και αντίστοιχων ελληνικών υπηρεσιών που στο στόχαστρο είχαν το εκεί φοιτητικό αντιδιδακτορικό κίνημα. Τριάντα χρόνια πριν είχα γνωρίσει τον κύριο Γιάννη που ήταν φοιτητής στη Μπολόνια κατά τη διάρκεια της χούντας και δεν επέστρεψε στην Ελλάδα παρά μετά την πτώση της, τις τότε διαμαρτυρίες και τον αγώνα να ευαισθητοποιήσουν τη διεθνή κοινότητα, να ξεσκεπάσουν τα ψέματα των στρατιωτικών, την προπαγάνδα τους πως όλα έβαιναν καλώς, πως γύψος δεν υπήρχε.
Ο Κουτσολιούτσος έφυγε για σπουδές οικονομικών στο Μιλάνο, η κατάλυση της δημοκρατίας τον βρήκε εκεί, η πρώτη αντίδραση των εκεί Ελλήνων, κυρίως φοιτητών, υπήρξε άμεση, ένας δημοκρατικός πυρήνας οργανώθηκε πρώτα σε επίπεδο πόλεων, ύστερα εθνικά και εν τέλει πανευρωπαϊκά, πυρήνας που εξ αρχής έπασχε από την παθογένεια των προοδευτικών δυνάμεων τη ροπή στη διάσπαση, στη διύλιση του κώνωπα. Εκείνος πολιτικά άβγαλτος, ενστικτωδώς ένιωσε το πού ανήκε, σε ποια πλευρά της ιστορίας έστεκε, δεκαεννέα χρονών παιδί ήταν.
Αυτό το αποσπασματικό προσωπικό χρονικό ισορροπεί εν μέσω ενός συνόλου φαινομενικά αντιθετικών συστατικών. Ας πω πρώτα τι δεν είναι αυτό το χρονικό: Δεν είναι, λοιπόν, μια εγωπαθής περιαυτολογία, μια ηρωική καταγραφή πράξεων αντίστασης, ένας προσωπικός διθύραμβος γαματοσύνης. Δεν είναι, επίσης, αποκομμένο από την πραγματική καθημερινότητα που περιελάμβανε επίσης το επίδικο της οικονομικής επιβίωσης, του έρωτα και της νεότητας. Δεν είναι, σίγουρα, ένα χρονικό διδακτισμού ενός παλαιότερου προς εμάς τους νεότερους, ένα μαυσωλείο ενός ηρωικού παρελθόντος έναντι στη σημερινή αδράνεια. Δεν είναι, ευτυχώς, έμπλεο μιας νοσταλγίας για τη νεότητα του αφηγηματικού υποκειμένου, αλλά, ταυτόχρονα, δεν είναι αποκομμένο από τη νοσταλγία αυτή.
Λέγοντας τι δεν είναι το χρονικό αυτό, είναι ίσως προφανές το τι τελικώς είναι. Είναι, λοιπόν, μια ειλικρινής, φαινομενικά τουλάχιστον, καταγραφή της φοιτητικής νεότητας μακριά από την Ελλάδα εν μέσω δικτατορίας, τη στιγμή που ανά την υφήλιο υπάρχει ένας γενικός ξεσηκωμός της νεολαίας, είναι μια εποχή που υπάρχει η πίστη, η ελπίδα για έναν καλύτερο, δικαιότερο κόσμο, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, χωρίς πολέμους και ανελευθερία, έναν κόσμο ισότητας και ισονομίας, και η πίστη αυτή ωθεί τη νεολαία στη δράση, αν κάτι λείπει από τον κόσμο σήμερα είναι αυτή η πίστη, στη θέση της μια ηττοπάθεια κυριαρχεί, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, τίποτα δεν μπορεί να γίνει, αυτό σκεφτόμουν διαβάζοντας το χρονικό αυτό, είναι έτσι και αλλιώς κάτι που συχνά πυκνά σκέφτομαι, μια σκέψη που είναι και καθησυχαστική με τον τρόπο της, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει άρα δεν χρειάζεται να νιώθω άσχημα που δεν κάνω κάτι γι' αυτό.
Το Και τι να πούμε εμείς οι τρομοκράτες;, ωστόσο, είπαμε, δεν λειτουργεί διδακτικά δείχνοντας διαρκώς και επισταμένως με το δάκτυλο, και αυτό συμβαίνει και με τον τρόπο που ο Κουτσολιούτσος διαπραγματεύεται το τότε αλλά (κυρίως ίσως) με τον τρόπο που διαπραγματεύεται το μέχρι σήμερα, το τι απέγιναν τα ιδεώδη εκείνα, πώς μεταμορφώθηκαν οι άλλοτε αγωνιστές, πώς φτάσαμε στο σήμερα, επιμεριζόμενος το βάρος της ευθύνης μην αφήνοντάς το συνολικά, γενικά και αόριστα στις νέες γενιές, και αυτό είναι κάτι που δίνει ισορροπία στον απολογισμό, δεν απομονώνει την τότε αντίδραση από τη μεγάλη εικόνα. Είναι, ευτυχώς, πολυπρισματικό, θέλω με αυτό να πω πως δεν απομονώνεται στον πολιτικό αγώνα, αλλά εντάσσει και το καθημερινό, τη ζωή στην ξενιτιά, την καθημερινότητα με τα ευτράπελά της, τον ατομικό χαρακτήρα της ζήσης. Η νοσταλγία εδώ δεν είναι γλυκερή, δεν λιγώνει. Ο συγγραφέας δεν περιχαρακώνει σοβαροφανώς τον εαυτό το σε κάποιο θρόνο, αλλά αυτοσαρκάζεται και αυτοϋπονομεύεται, είναι και αυτό μέρος της νοσταλγίας άλλωστε.
Με αφηγηματική λιτότητα που αναδεικνύει το επίδικο της αναπόλησης ο Κουτσολιούτσος αποτυπώνει μια πραγματικότητα για την οποία εγώ προσωπικά ελάχιστα γνώριζα. Πετυχαίνει έτσι ένα διττό αποτέλεσμα, ικανοποιεί την δική του, προσωπική ανάγκη για αναστοχασμό και ανασύνθεση των περασμένων, ταυτόχρονα ωστόσο δεν εξαντλείται στην αυτοϊκανοποίηση του υποκειμένου της γραφής αλλά καλοδέχεται και τον αναγνώστη, του προσφέρει θέση στο όχημα της περιδιάβασης σε εκείνα τα μέρη εκείνα τα χρόνια, και αυτή είναι η διαφορά ενός προσωπικού ημερολογίου και ενός λογοτεχνικού κειμένου.
υγ. Για του Πτυχιούχους έγραφα αυτό, για το Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί αυτό.
Εκδόσεις Άγρα