Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Κακή συνήθεια - Alana Portero

Ταξιδιωτική λογοτεχνία δεν είναι μόνο εκείνη που περιγράφει ταξίδια, αλλά και εκείνη που επιλέγεται να τα συνοδεύσει. Θα επέστρεφα, κάποια χρόνια μετά, ξανά στη Μαδρίτη, ήθελα/χρειαζόμουν/προσδοκούσα κάτι μαδριλένικο. Η Κακή συνήθεια της Αλάνα Πορτέρο είχε μόλις κυκλοφορήσει· Μαδρίτη, δεκαετία του '80· έμοιαζε να είναι το βιβλίο που γύρευα.

Ένα κορίτσι σ' ένα σώμα που μοιάζει αγοριού, ένα κορίτσι σε σύγχυση, προσπαθεί να καταλάβει χωρίς αστρολάβο προς τα πού θέλει να χαράξει πορεία, βαδίζοντας στις γειτονιές του κέντρου, επιστρέφοντας τα βράδια στο εργατικό προάστιο, αλλάζει ρούχα για να περάσει τα σύνορα από το εν κρυπτώ στο φανερό, αλλάζει συμπεριφορά σε μια προσπάθεια να περάσει απαρατήρητη, κλείνεται με τις ώρες στο δωμάτιό της. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης αυτή. Μια Μαδρίτη σε movida, με σκοτεινές γωνιές, με φωτεινές γωνιές, με καλούς και κακούς ανθρώπους.Ήδη ο θάνατος του ενός έχει απελευθερώσει ένα κύμα πολύχρωμο, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα- προπύργιο, τα φίδια έχουν φωλιάσει στις τρύπες τους, τα φίδια ξέρουν να κάνουν υπομονή στα σκοτεινά και υγρά λαγούμια, επωάζουν τα αβγά τους, περιμένουν και εκείνα τον ιστορικό κύκλο. Όμως, οι εποχές δεν αλλάζουν με μια ταφή, μακάρι να ήταν τόσο απλό, η συνέχεια του κακού κρύβεται πίσω από την υποκρισία, κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν έφταιγε, όλοι πάλευαν για την αλλαγή, για τη δημοκρατία, για την ελευθερία, το ίδιο πάντα αφήγημα ή για την ακρίβεια το μη αφήγημα, η ακαριαία λήθη.

Έχω αρκετές φορές δηλώσει/παραδεχτεί την αδυναμία μου μπροστά στη λογοτεχνία των μη προνομιούχων (κυρίως) λευκών αντρών, αδυναμία διάκρισης μεταξύ της τεράστιας σημασίας της ύπαρξης μιας τέτοιας λογοτεχνίας και της ποιοτικής στάθμης της, τα προνόμια μου με βαραίνουν, δεν μου επιτρέπουν να δω καθαρά, δεν αφήνουν μεγάλο περιθώριο για μια καθαρή, προφανώς υποκειμενική, αξιολόγηση. Είμαι ένας άνθρωπος που για χρόνια ταλαιπωρήθηκε, και ακόμα προφανώς ταλαιπωρείται, από τα απόλυτα ζεύγη αντιθέτων, άσπρο μαύρο και πουθενά το όμορφο πολυποίκιλο γκρι. Η ανάγνωση, ανάμεσα σε τόσα άλλα, μας συστήνει τον εαυτό μας, ελπίζω δηλαδή να το κάνει, η ανάγνωση είναι ένα, ίσως παράδοξο και μη προφανές, εν εξελίξει μυθιστόρημα ενηλικίωσης, άσχετο με τον αριθμό των κεριών στη ζαχαρόπαστα της τούρτας. Η αμφιβολία και η αμφισβήτηση είναι οι πιο θρεπτικοί της καρποί.

Τον τελευταίο καιρό μόνο, τι και αν έχω ήδη κλείσει τα σαράντα, φανερώνεται δειλά ο ενδιάμεσος χώρος, αυτή η ταυτόχρονη παρουσία της σημασίας και της αδυναμίας, υπάρχει όμως και άλλος χώρος να διερευνηθεί και άλλες γωνιές να φωτιστούν και να πατηθούν, ίσως και να χρησιμεύσουν ως ένα σύντομο ή όχι διάστημα ανάπαυσης. Είναι ξεκάθαρο απ' όσα προηγούνται πως οι ενοχές ακόμα δεν έχουν υποχωρήσει εντελώς από το προσκήνιο, νιώθω πως πρέπει να απολογηθώ, πρώτα και κύρια στον ίδιο μου τον εαυτό, στη γαματοσύνη μου. Δυσκολεύομαι να πω: το Κακή συνήθεια είναι για πολλούς λόγους ένα σημαντικό συμβάν παρότι λογοτεχνικά δεν με κάλυψε.

Αλίμονο, όμως, αν η ανάγνωση υπαγόταν σε ένα απόλυτο ζεύγος αντιθέτων, στην έγκριση και την απόρριψη. Δεν είναι η πρόκληση εκείνη που χαρακτήρισε την ανάγνωσή μου. Η πρόκληση για την πρόκληση μου γεννά εδώ και χρόνια δυσανεξία. Ούτε κάποια προφανής και μονοσήμαντη απάντηση στο γιατί η Πορτέρο έγραψε αυτό το βιβλίο, πέρα της μόνης αποδεχτής: γιατί έτσι ήθελε. Και αυτή η αυτοπεποίθηση, η ανορεξία της να αποδείξει γιατί η ιστορία της πρέπει να ειπωθεί, η απουσία διάθεσης να απολογηθεί, να δικαιολογηθεί ή να πείσει, είναι που προσφέρει επιπρόσθετη αξία στην ιστορία αυτή. Όμως, σε ένα επίπεδο παραδόξως δοκιμιακό, όχι και τόσο λογοτεχνικό.

Σε καμία περίπτωση η Κακιά συνήθεια δεν είναι ένα κακογραμμένο βιβλίο, ίσως μάλιστα ένα μέρος του προβληματισμού επί της λογοτεχνικής του αξίας να κρύβεται στο καλοσχηματισμένο και καλογραμμένο περιεχόμενο.

Η Πορτέρο διαφεύγει του κινδύνου μιας διάχυτης εγωπάθειας, νόσος συχνή της αυτομυθοπλασίας ή της αυτοβιογραφικής γραφής. Είναι ένα από τα κύρια βέλη απέναντι σε αυτού του είδους τη λογοτεχνία, η αυτοαναφορικότητα, η παράδοξη αναχωρητικότητα εντός ενός άκρως ρεαλιστικού πλαισίου. Η Πορτέρο γράφει για να πει πως τα κατάφερε, χωρίς τόνο το πως συνειδητά, αλλά δεν εξαντλείται εκεί, αυτό το ξέρει, έχει συμβεί πριν από το βιβλίο, δεν είναι ένα success story αυτό, αλλά η μαρτυρία μιας επιβίωσης, το οφειλόμενο ευχαριστώ σε εκείνα τα πλάσματα που τη βοήθησαν να σταθεί απέναντι στον καθρέφτη και να αντικρίσει αυτό που είναι, να νιώσει όμορφα με αυτό. Είναι ταυτόχρονα και ένα εγχειρίδιο, αλλά δεν σου λέει το πώς θα τα καταφέρεις, αλλά πως θα τα καταφέρεις, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με τον δικό σου τρόπο. Γι' αυτό δεν ωραιοποιεί, γι' αυτό δεν δυστοπεί, όλα υπάρχουν μέσα σε όλα, άλλωστε. Δεν εκβιάζει το συναίσθημα, πόσο σημαντικό και αυτό, ε;

Σ' ένα βιβλιοπωλείο άκουσα μια πελάτισσα να λέει, αφού της περιέγραψαν την πλοκή μέσες άκρες: α, τέτοιο είναι; Δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι για τη σημασία βιβλίων όπως αυτό, τόσα και άλλα τόσα, και άπειρα ακόμα τόσα.

Διαβάζω όσα ως τώρα έχω γράψει, κάποιες αλλαγές ίσως χρειάζονται, κάποια σημεία ίσως καλύτερο φωτισμό, διαβάζω ωστόσο και διακρίνω τη σημασία που και αυτό το βιβλίο είχε για μένα, όλα όσα προήλθαν ως σκέψη, ως ξύσιμο μιας επιφάνειας. Τι άλλο να πω, πέρα από αυτό;

Κλείνοντας θα ήθελα, ωστόσο, κάτι ακόμα να πω, κάτι που αφορά μια μεταφραστική επιλογή. Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει, συνέβαινε και θα συμβαίνει, η γλώσσα ως μια κατασκευή γνωρίζει κάποιες μετατροπές απαραίτητες. Η Πορτέρο μιλάει για εκείνη σε γένος θηλυκό ακόμα και για την περίοδο εκείνη που όλοι την αντιμετώπιζαν ως αυτό που φαινόταν να είναι, ως αγόρι. Νιώθω, ίσως διαισθητικά, πως εκείνη δεν θα επέλεγε το «ο εαυτός μου» αλλά το «η εαυτή μου» και πριν πείτε πως κάτι τέτοιο δεν είναι δόκιμο, σκεφτείτε το καλά, ίσως από την απάντησή σας να φανεί μια ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη για βιβλία όπως αυτό.

υγ. Προφανώς και σε κάθε (ψευτο)δίλημμα Μαδρίτη ή Βαρκελώνη, η απάντηση θα είναι προφανής.

υγ2. Δύο χρόνια πριν, διάβασα ένα βιβλίο εξίσου σημαντικό, που λογοτεχνικά με κάλυψε περισσότερο, έργο εγχώριας προέλευσης, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις Πατάκη

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Jazz - Toni Morrison

Υπάρχει μια λίστα με παραλείψεις, κενά, επιθυμίες και απωθημένα. Αν υπάρχει κάτι που σίγουρα μαθαίνει κανείς διαβάζοντας όλο και περισσότερο, αυτό είναι πως οι παραλείψεις, τα κενά, οι επιθυμίες και τα απωθημένα πολλαπλασιάζονται με εκθετικό ρυθμό, με γεωμετρική πρόοδο, υψώνουν το αδύνατο μπροστά στα μάτια σου, ποτέ δεν θα μπορέσω να διαβάσω όσα θέλω να διαβάσω, όσα έχω διαβάσει δεν θα είναι ποτέ αρκετά να σβήσουν τη δίψα και την επιθυμία. Και η λίστα μεγαλώνει διαρκώς.

Είναι μια από τις στοχεύσεις της κάθε επόμενης χρονιάς, λίγες λέξεις αφού τα πεπραγμένα καταγραφούν, τα χρωστούμενα εμφανίζονται. Έτσι και φέτος, ο στόχος ήταν διπλός: Τόνι Μόρισον και Λουσία Μπερλίν· δεν τις έχω διαβάσει, παρότι είμαι πεπεισμένος πως είναι σημαντικές, καθεμιά για τους δικούς της λόγους· φέτος, είπα, θα περάσουν στη λίστα των πεπραγμένων, θα διαγραφούν από τη λίστα με τα προσεχώς, ως ονόματα, τουλάχιστον ένα από τα βιβλία τους, τα υπόλοιπα θα παραμείνουν εκεί, θα πάρουν τη θέση των ονομάτων· ήθελα να διαβάσω δύο συγγραφείς, όταν γίνει, θα θέλω να διαβάσω όλα τα βιβλία τους, να πώς γίνεται η λίστα ένα αριθμήσιμο άπειρο.

Μία σημαντική απόφαση είναι με ποιο έργο ενός συγγραφέα θα γίνει η σύσταση, ποια θα είναι η είσοδος στο σύμπαν του. Τώρα λέω για τη Μόρισον. Οι περισσότεροι, με λάμψη στα μάτια, να σημειωθεί αυτό παρακαλώ, πρότειναν την Αγαπημένη, βασικά όλα της, έλεγαν, αλλά κυρίως την Αγαπημένη. Εγώ δεν είχα ούτε ένα βιβλίο σπίτι της, φέτος όμως θα ήταν η χρονιά της γνωριμίας μας, έπρεπε πρώτα κάτι δικό της να φέρω στο σπίτι, εκεί στη στοίβα που με κοιτάζει στραβά και ετοιμόρροπα· θυμάστε το τζένγκα που παίζαμε μικροί;

Τον Νοέμβριο του '24, ο Κώστας Αγοραστός επιμελήθηκε ένα αφιέρωμα στην Bookpress, στο οποίο είκοσι πέντε συγγραφείς συνεισφέρουν μιλώντας για το βιβλίο που για εκείνους είναι «η δική τους Αμερική». Ανάμεσα σε ενδιαφέρουσες προτάσεις, βιβλία που έχω κιόλας διαβάσει και άλλα που, καμία έκπληξη, προστέθηκαν στη λίστα με τα προσεχώς, η συνεισφορά του Λευτέρη Καλοσπύρου, που επέλεξε το Τζαζ, αυτό απ' όλα τα βιβλία της Μόρισον, μου έδωσε μια απάντηση, αυτό θα ήταν το βιβλίο-γνωριμίας.

Η απάντησή του, η επιλογή μιας Αφροαμερικανής συγγραφέως, που η υψηλή κριτική, παρά το βραβείο Νόμπελ καθυστέρησε πολύ να της δώσει την καθοριστική θέση ανάμεσα στους σπουδαίους, κυρίως λευκούς άντρες, της αμερικανικής λογοτεχνίας, μου έκανε εντύπωση. Όλα τα καπαρώνει το προνόμιο, το αυτό συμβαίνει και με τον κανόνα της λογοτεχνίας, τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε λογοτεχνία, με τον οποίο την αξιολογούμε και οι λευκοί άντρες είχαν το προνόμιο για αιώνες. Και όμως, στο ζητούμενο «η δική τους Αμερική», ο Καλοσπύρος συνεισέφερε το όνομα της Μόρισον, και αυτό μου έκανε εντύπωση, γιατί μπορεί πια το όνομά της να έχει αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό, η επιρροή και η συμβολή της να έχει περιγραφεί από τον κριτικό και ακαδημαϊκό λόγο, δεν παύει ωστόσο να είναι μια μαύρη γυναίκα, και δη στην Αμερική.

Διάβασα για πρώτη φορά Μόρισον, λοιπόν, και ποτέ δεν θα μπορέσει να μου συμβεί ξανά να διαβάσω για πρώτη φορά Μόρισον, και αυτή η πρώτη επαφή, από μόνη της, είναι κάτι το μοναδικό, η είσοδος σε ένα αστεροσκοπείο στην οροφή του οποίου ένας γαλαξίας φεγγοβολά, φως και σκοτάδι, μικρότερα και μεγαλύτερα άστρα, σημαντικοί και δευτερεύοντες πλανήτες, το τηλεσκόπιο στραμμένο για λεπτομερή παρατήρηση σ' έναν από αυτούς, το Τζαζ, στην προκειμένη περίπτωση, εκεί όπου ο Τζο Τρέις, μεσήλικας και μεσόκοπος, πλανόδιος πωλητής καλλυντικών, που έφτασε πριν χρόνια στη μεγάλη πόλη, στη μεγαλύτερη των πόλεων, τη Νέα Υόρκη, παρέα με τη σύζυγό του, τη Βάιολετ, εγκαταλείποντας την ύπαιθρο και τη ζωή στα χωράφια, ο Τρέις, λοιπόν, θα σκοτώσει τη νεαρή ερωμένη του. Κατά τη διάρκεια της κηδείας η Βάιολετ, τυφλωμένη από ζήλια και μίσος, θα ορμήσει στο κορμί που κείτεται νεκρό στο ανοιχτό φέρετρο. Το κοντραμπάσο δίνει κιόλας τον ρυθμό, τα τύμπανα παρά την παιγνιώδη διάθεση, επίσης, τα όργανα του μικρού σχετικά σχήματος περιμένουν τη σειρά τους ώστε να κάνουν ένα βήμα μπροστά, να πατήσουν πάνω στα υπόλοιπα, να αναδυθούν, πριν υποχωρήσουν ξανά, δίνοντας τη θέση τους στο επόμενο.

Σκέφτομαι αν ο τίτλος του μυθιστορήματος αυτού είναι ο πλέον δηλωτικός του ύφους, του ρυθμού, του στυλ, του περιεχομένου και των συγγραφικών επιδιώξεων, στην παγκόσμια λογοτεχνική ιστορία. Η επιλογή του τίτλου είναι αρκετά σημαντική, κυρίως όμως ως προς το περιεχόμενο της ιστορίας, αυτό συμβαίνει και εδώ, αλλά όχι απλώς αυτό, αυτό το μυθιστόρημα είναι τζαζ, με τους αυτοσχεδιασμούς, την περιδίνηση στο χάος, το σχεδόν αδιόρατο νήμα που το συνέχει και δεν το αφήνει να εξοβελιστεί στο άπειρο του σύμπαντος, να διασπαστεί στα συστατικά του μέρη, αλλά, αντίθετα, όπως συμβαίνει στην καλή τζαζ, όλα είναι τοποθετημένα με τρόπο ευφυέστατο, ακόμα και οι αυτοσχεδιασμοί, ακόμα και το αναπάντεχο, ακόμα και η αίσθηση της αποσύνθεσης, από το τίποτα σχεδόν η μελωδία και ο ρυθμός επιστρέφουν, και ο ακροατής/αναγνώστης βρίσκεται σε μια διαρκή περιδίνηση, κάτι μέσα του δεν ησυχάζει στιγμή, κάτι μέσα του δεν θέλει και δεν μπορεί να ησυχάσει στιγμή. 

Τι σπουδαία συγγραφέας, κρίνοντας από ένα βιβλίο, ναι, τολμηρό να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο μετά από μόλις ένα βιβλίο, αλλά τι σπουδαία συγγραφέας, και πόσο τρομακτικά υπέροχο αυτό το συναίσθημα, να διαβάζει κανείς για πρώτη φορά κάτι τιτανοτεράστιο, κάτι που βρίσκεται στις κορυφές, κάτι που μεταγγίζει στον αναγνώστη τη λάμψη του, τον κάνει κοινωνό και ορειβάτη, τίποτε μετά από αυτό δεν θα είναι ξανά το ίδιο, ούτε η ίδια η Μόρισον.

Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότερα έργα και συγγραφείς που ανήκουν σ' αυτό που έμεινε στην ιστορία ως Η αναγέννηση του Χάρλεμ, μεταφράζονται και κυκλοφορούν στα ελληνικά, έργα σπουδαία, για καιρό παραμελημένα και απρόσεκτα, έρχονται να φωτίσουν ένα κομμάτι του αιώνα που πέρασε, να ολοκληρώσουν την εικόνα του αμερικανικού σύμπαντος, με τα δικά του όνειρα και δυσκολίες, τις δικές του ιδιαιτερότητες, τη δική του συνεισφορά. Για χρόνια διδαχτήκαμε και εμπεδώσαμε τη λευκή προοπτική, ακόμα και όταν γινόταν αναφορά στη μαύρη ζωή, ακόμα και τότε οι λευκοί ήταν εκείνοι που έδιναν τον ρυθμό, και ας μην έχουν εκ φύσεως τον ρυθμό μέσα τους, όχι με τον άγριο τρόπο που οι μαύροι χτυπάνε το πόδι στο πάτωμα, όταν σφυρίζουν έναν ρυθμό.

Η Τζαζ κυκλοφόρησε το 1992, ένα χρόνο πριν η Μόρισον βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, διαδραματίζεται στα χρόνια ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, αν και οι αναλήψεις από το παρελθόν δεν λείπουν, είναι τα χρόνια του Χάρλεμ, της τζαζ, της διεκδίκησης, τότε που το τίμημα ήταν δυσβάσταχτο, το προνόμιο εναντίον του οποίου έπρεπε να διεκδικήσει η κοινότητα τεράστιο. Είναι, ταυτόχρονα, ένας ιδιότυπος φόρος τιμής, για την εποχή που το καζάνι που έβραζε όλο και άφηνε ατμό να δραπετεύσει, αλλά ταυτόχρονα και ένα παράδοξο ταξίδι στις ρίζες, μια ιστορία σχετικά απλή ως προς το περιεχόμενο, μια μελωδία εύκολα σφυρίξιμη, δοσμένη όμως με τρόπο καθηλωτικά άγριο και φρενήρη, έτσι όπως τα πρόσωπα παίρνουν τον λόγο το ένα μετά το άλλο, έτσι όπως μπλέκονται οι μεμονωμένες ιστορίες γύρω από την κεντρική, ενώ εκείνη διαρκώς προωθείται και ολοκληρώνεται.

Η Μόρισον, ίσως γι' αυτό δεν έλαβε τους επαίνους που της έπρεπαν, όχι σε χρόνο σύγχρονο τουλάχιστον και παρά το Νόμπελ, το οποίο διαισθητικά φοβάμαι πως ακριβώς γι' αυτό το πήρε, γιατί έγραψε μαύρη λογοτεχνία, και ας μην έχω διαβάσει άλλα βιβλία της, αυτό είναι κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να ανακαλύψει, ο «εξωτισμός» και το αίσθημα υπεροχής των λευκών αντρών απέναντι σε μια μαύρη γυναίκα, μια λογοτεχνία που δεν τους αφορούσε έτσι όπως έθετε εν αμφιβόλω τις συμπαγείς ιδέες τους για τον κόσμο, αλλά η επιτροπή του Νόμπελ, που από καιρό σε καιρό θέλει να δείχνει ανοιχτή στο νέο, ανεκτική στο διαφορετικό, να πιστοποιεί μια πολιτική αλλαγή που τίθεται προς πώληση και για εφησυχασμό των προοδευτικών, ή, τέλος πάντων, εκείνων που έτσι αυτοπροσδιορίζονται, ένιωσε την υποχρέωση να κάνει αυτή τη βράβευση.

Και όμως, κανέναν εξωτισμό δεν διέκρινα, όχι με βάση ανάγνωσης το σήμερα τουλάχιστον, αλλά συμπλήρωση της εικόνας, αυτό ναι, της μεγάλης εικόνας, την κατάρριψη της μονοσημίας και της μονοσυστατικότητας του κόσμου, και πιο συγκεκριμένα του αμερικάνικου, του πλέον προβεβλημένου κόσμου από όλους όσους απαρτίζουν και συνθέτουν το όλο της ανθρωπότητας και των παραγώγων της. Και κατάρριψη της όποιας στερεοτυπίας, καλή ή κακής, αγνής ή εκ του πονηρού, σχετικά με τη μαύρη ζωή, τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά της, όχι οι καημένοι οι μαύροι, όχι οι βίαιοι μαύροι, όχι άσπρο, όχι μαύρο, όχι όλα ένα και το αυτό, αλλά πολυσημία, πολυσυστατικότητα, διαφορετικότητα ποικίλων χαρακτηριστικών.

Ο κίνδυνος ελοχεύει, η παγίδα είναι πονηρά τοποθετημένη, για μαύρη γυναίκα καλά γράφει, την καημένη και τους καημένους, ας τις πετάξουμε λίγα ψίχουλα αναγνώρισης, ας της χτυπήσουμε την πλάτη απαλά εμείς οι προοδευτικοί προνομιούχοι, ας φανούμε μεγαλόψυχοι και κουβαρντάδες, ας σκύψουμε λίγο από τα ύψη που αερίζουν τα μυαλά και το βλέμμα μας, αρκεί να μην παραδεχτούμε πως φάγαμε τα μούτρα μας, πως μας πλάκωσαν οι ίδιες μας οι μέχρι πρότινος στέρεες πεποιθήσεις μας, η ιδεοληψία μας, πριν πούμε το απλό: κάναμε λάθος, είμαστε γελοίοι.

Τι να λέμε τώρα, σπουδαία λογοτεχνία. Και από το ένα όνομα στη λίστα με τις παραλείψεις, τα κενά, τις επιθυμίες και τα απωθημένα, βρέθηκα με ολόκληρη τη βιογραφία της Μόρισον.

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Παπαδόπουλος

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Απειρόγωνο - Colum McCann

Ο Α. το έκανε δώρο στη Δ. Εκείνη το διάβασε και ενθουσιάστηκε, έψαξε και βρήκε και τα υπόλοιπα βιβλία του Κόλουμ ΜακΚαν. Ξεκίνησε και ο ίδιος να το διαβάζει, αργά αργά, προσεκτικά. Τότε ξεκίνησε το κορτάρισμα, πρέπει να το διαβάσεις αυτό το βιβλίο, θα σου αρέσει σίγουρα, εντύπωση μου κάνει που δεν το έχεις διαβάσει, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Έφερα το Απειρόγωνο σπίτι, το άφησα αρκετά ψηλά στη στοίβα. Ο καιρός περνούσε, το κορτάρισμα καλά κρατούσε. Δύο πράγματα με απέτρεπαν περισσότερο από τον ενθουσιασμό του Α., πρώτον η επιφύλαξη για καιροσκοπισμό, ένας Ιρλανδός γράφει για την Παλαιστίνη, ένας τόπος ανήσυχος διαρκώς, τους τελευταίους μήνες ακόμα πιο εφιαλτικός, δεύτερον, το μέγεθος, εξακόσιες σελίδες, παρά τη μεγάλη σχετικά γραμματοσειρά και τα μικρά κεφάλαια.

Ήταν Τετάρτη απόγευμα, είχα γυρίσει από τη δουλειά, ήθελα μόνο να αράξω στον καναπέ και να τελειώσω το δυστοπικό μυθιστόρημα που διάβαζα, λίγες σελίδες μου είχαν μείνει, το πρωί δεν είχα καταφέρει να ξυπνήσω έγκαιρα. Έφτιαξα δεύτερο καφέ. Τελείωσα το βιβλίο, είχα βολευτεί στον καναπέ, ήθελα να συνεχίσω να διαβάζω, τράβηξα το Απειρόγωνο από τον σωρό, δεν είχα αποφασίσει ακόμα ποιο θα ήταν το επόμενο βιβλίο, είπα να του ρίξω μια ματιά, διάβασα εκατόν σαράντα σελίδες μέχρι να χρειαστεί να σηκωθώ. Έτσι έγιναν τα πράγματα.

«Απειρόγωνο: ένα σχήμα που διαθέτει έναν αριθμήσιμο άπειρο αριθμό πλευρών. Το αριθμήσιμο άπειρο είναι η απλούστερη μορφή του απείρου».

Με λίγα λόγια η υπόθεση: Ο Μπασάμ Αραμίν, Παλαιστίνιος, και ο Ράμι Ελχανάν, Ισραηλινός, έχουν χάσει τις μικρές κόρες τους από τον εχθρό. Αυτό τους συνδέει. Είναι μέλη μιας ισραηλινοπαλαιστινιακής ένωσης για την ειρήνη, προσπαθούν με όσες δυνάμεις έχουν να μπει ένα τέλος σε αυτό, το σύνθημα συνοψίζεται στο: Για να μπει ένα τέλος, πρέπει να μιλήσουμε.

Ο τρόπος με τον οποίο χτίζει ο ΜακΚαν το μυθιστόρημα, εκκινώντας από μια σειρά πραγματικών γεγονότων και καταβάλλοντας μεγάλο κόπο στη συλλογή περαιτέρω πραγματολογικών στοιχείων, πάντοτε θα μου φέρνει στον νου το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα Επιχείρηση σφαγή του Αργεντινού Ροδόλφο Γουόλς. Μια πρώτη διαφορά είναι το μετερίζι από το οποίο οι δυο τους εκκινούν, ο Γουόλς υπήρξε δημοσιογράφος, ο ΜακΚάν είναι συγγραφέας, επίσης, ο Γουόλς έγραψε από πρώτο χέρι μια ιστορία εν μέσω δικτατορίας στη χώρα του, ο Ιρλανδός έστρεψε το βλέμμα στη Μέση Ανατολή. Διαβάζοντας το Απειρόγωνο ένα δυστυχώς υποτιμημένο βιβλίο μου ήρθε στο μυαλό, Η ανακάλυψη των σωμάτων, του Πιερ Ντυκροζέ, ένας Γάλλος που έγραψε μια μπολανική μυθιστορία βασισμένος στην απαγωγή μιας ομάδας φοιτητών από τη μεξικανική αστυνομία.

Δεν είναι κάτι σπάνιο ένας συγγραφέας να εκκινά από τη γνώση ενός γεγονότος, να μπολιάζει λογοτεχνικά στολίδια σε μια πραγματική ιστορία. Είναι ωστόσο σπάνιο η απόπειρα αυτή να ξεπερνά το ντοκουμέντο και να μετουσιώνεται σε υψηλή λογοτεχνία. Αυτή είναι η περίπτωση εδώ.

Έχουμε, έχω, τοποθετήσει την έμπνευση σε έναν ψηλό θρόνο, απαραίτητη παρουσία ώστε το ταλέντο και η μαστοριά να εκτοξευθούν σε ασύλληπτα ύψη. Έχουμε, έχω, ταυτίσει την έρευνα και τη γνώση με το δοκίμιο και τον ακαδημαϊκό λόγο. Η λογοτεχνία, λέμε, λέω, δεν έχει να κάνει με αυτό. Όπως κάθε πιστός έτσι και ο αναγνώστης έχει μια μεταφυσική αχίλλειο πτέρνα, τον δύσκολα προσδιορίσιμο και περιγράψιμο χαρακτήρα της έμπνευσης και της φαντασίας, πού/πώς το σκέφτηκε αυτό, αναρωτιόμαστε εντυπωσιασμένοι. Τέτοιος αναγνώστης είμαι κι εγώ, το ασύλληπτο με γοητεύει, το χειροπιαστό όχι και τόσο. Και όμως το πού/πώς το σκέφτηκε αυτό είναι διαρκώς παρόν στο Απειρόγωνο, τόσο ως προς την κατασκευή και τη σύνθεση, όσο και ως προς το περιεχόμενο, τον συνδυασμό όλων αυτών των ψηφίδων. Είτε γνωρίζεις, είτε δεν εντυπωσιάζεσαι από τα διάφορα πραγματολογικά, μικρή σημασία έχει εδώ ως προς την αναγνωστική εμπειρία.

Βγαίνοντας από την πρώτη αναγνωστική έφοδο, είχα την υποψία πως ίσως αρχές Απριλίου να διάβαζα ήδη το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς, βρισκόμουν σε συγκλονιστικό αναγνωστικό σοκ, συνθήκη κάπως σπάνια, αντιστρόφως ανάλογη των καλών βιβλίων που διαβάζω. Σε άλλη περίπτωση θα τοποθετούσα σε περίοπτη θέση την πιθανότητα το σοκ να οφειλόταν στις ελαφριές προσδοκίες και στις πιο ισχυρές επιφυλάξεις, είδα τις πρώτες να θεριεύουν, τις δεύτερες να καταρρέουν με κρότο. Σε άλλη περίπτωση, επίσης, θα δοκίμαζα να δαμάσω τον ενθουσιασμό μου, να αποφύγω υπερβολές όσο και αν τις πίστευα, φοβούμενος με τη σειρά μου πως θα δημιουργούσα στους άλλους προσδοκίες που ίσως αποτελούσαν τροχοπέδη στην πιθανή μετέπειτα αναγνωστική πρόσληψη. Αυτή τη φορά κυριαρχεί ο απελευθερωτικός ενθουσιασμός και η ακλόνητη βεβαιότητα, το Απειρόγωνο είναι ένα επίτευγμα, ένα μείζον λογοτεχνικό συμβάν.

Μια προφανής παρομοίωση είναι το ψηφιδωτό. Ο ΜακΚαν χωρίζει σε χίλια και ένα, να και μια διακειμενική αναφορά, το μυθιστόρημά του, το μικρότερο είναι μια γραμμή, το μεγαλύτερο κάποιες σελίδες. Μια προφανής επιρροή, όχι λογοτεχνική αλλά βιωματική, είναι η ιρλανδική καταγωγή του, ένα επίσης αιματηρό ιστορικό επεισόδιο βίαιης γειτνίασης. Κάνω το υποκειμενικό βήμα για να πω πως ίσως αυτή η επιρροή του επιβάλλει να σωπάσει υπό το βάρος του απείρου, τα λόγια δεν είναι απλά, οι αποχρώσεις εδώ είναι ταυτόχρονα μετρήσιμες αλλά και άπειρες. «Για να μπει ένα τέλος, πρέπει να μιλήσουμε». Ενίοτε, η απόσταση μας επιτρέπει να διακρίνουμε καλύτερα τα κοντινά, τα οικεία, τα δικά μας.

Κατανοώ πως κάποιοι στην απουσία ξεκάθαρης πολιτικής θέσης και στράτευσης θα νιώσουν αμήχανοι, ίσως και να θυμώσουν, να οργιστούν και να μην μπορέσουν, ακόμα και αν διαβάσουν το βιβλίο, να νιώσουν τη λογοτεχνική μέθη. Το κατανοώ. Ήταν μέρος και των δικών μου επιφυλάξεων, αρχικά, πριν να ξεκινήσω να διαβάζω το βιβλίο αυτό. Η στράτευση είναι μια μεγάλη συζήτηση που ξεπερνά τα όρια της τέχνης και φτάνει στις ακτές της πολιτικής στάσης. Όμως, ταυτόχρονα, η τέχνη, για διάφορους λόγους, δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε αυτή την επικράτεια συζήτησης, όχι όταν δεν είναι στρατευμένη από τους προνομιούχους νικητές, όχι όταν σκοπός της είναι ο αναχωρητισμός, η λήθη, η παραχάραξη και η διαστρέβλωση. Στο Απειρόγωνο λείπει, τουλάχιστον με την αναμενόμενη μορφή, η πολιτική θέση, ίσως, μάλιστα, κάποιος να ισχυριστεί πως υπάρχει ως εκδοχή ίσων αποστάσεων. Κατανοώ, αλλά νιώθω πως δεν είναι το θέμα μας αυτό.

Η διαίρεση ποτέ δεν υπήρξε του γούστου μου, όχι όταν συμβαίνει υπό την γενίκευση των λαών, οι Τούρκοι από τη μια και οι Έλληνες από την άλλη, και ακολούθως δίδυμοι επιθετικοί προσδιορισμοί, ένα κίβδηλο εμείς στο οποίο ανέκαθεν ένιωθα άβολα. Οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι, το ίδιο. Ο ΜακΚαν θέλει να πει την ιστορία δύο πατεράδων που έχασαν τα παιδιά τους σε αυτόν τον πόλεμο και αυτό δεν τους οδήγησε στο στόμα των εθνικιστών, δεν ένιωσαν άνετα στην ιδέα μιας σημαίας πάνω στο μικρού μεγέθους φέρετρο, δεν βυθίστηκαν στον φανατισμό, αλλά θέλησαν να μιλήσουν, να συζητήσουν, να γυρέψουν μια λύση, να επιχειρήσουν να κατανοήσουν τους απέναντι εαυτούς τους, να πουν: όχι στο όνομά μας. Μοιάζει προφανές αυτό που διαπραγματεύεται το μυθιστόρημα στον πυρήνα του, το προφανές όμως, κατά τη γνώμη μου, λείπει σήμερα, λείπει πολύ, χρειάζεται πολύ.

Όταν έκατσα να γράψω το κείμενο αυτό δεν είχα πάρει απόφαση αν θα στεκόμουν μόνο στη λογοτεχνική πλευρά ή αν θα δοκίμαζα να πατήσω με προσοχή και στην πολιτική. Άφησα στα δάκτυλά μου την πρωτοβουλία, ίσως έτσι να μπορέσω κι εγώ να διακρίνω πώς λειτούργησε σε μένα το βιβλίο αυτό, πέρα από το λογοτεχνικό αριστούργημα, πέρα από τον ενθουσιασμό της γραφής.

Βιβλία όπως αυτό νιώθω πως υπερτονίζουν την ανεπάρκειά μου, κορυφές που προκαλούν ίλιγγο, στους πρόποδες του βιβλιοπωλείου θα αρκούσε μια ταμπέλα: διάβασέ το. Κλείνοντας, θα πω ξανά: ήταν Απρίλης όταν διάβασα το βιβλίο αυτό, ίσως κιόλας να διάβασα το βιβλίο της χρονιάς.

υγ. Για το Επιχείρηση σφαγή περισσότερα βρίσκεται εδώ, για το Η ανακάλυψη των σωμάτων εδώ.

Μετάφραση Τόνια Κοβαλένκο
Εκδόσεις Καστανιώτη

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Δεν είναι ποτάμι - Selva Almada

Τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε το Δεν είναι ποτάμι, το πιο πρόσφατο βιβλίο της Σέλβα Αλμάδα, του οποίου η αγγλική μετάφραση βρέθηκε στη βραχεία λίστα του Διεθνούς Βραβείου Μπούκερ για το 2024, με το οποίο τελικώς τιμήθηκε το Καιρός της σημαντικής Τζέννυ Έρπενμπεκ. Πέρυσι, πάλι από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος και πάντοτε σε μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου, το ελληνικό κοινό ήρθε σε μια πρώτη επαφή με το έργο της Αργεντινής, γεννημένης το 1973, συγγραφέως, μέσα από το Ο άνεμος που σαρώνει, αν και πέρασε, δυστυχώς, μάλλον απαρατήρητο εν μέσω της τεράστιας βιβλιοπαραγωγής.

Υπάρχουν συγγραφείς που σε κάθε βιβλίο δοκιμάζουν κάτι διαφορετικό, υπάρχουν και εκείνοι που έχοντας βρει τη φωνή τους επανέρχονται ξανά και ξανά στην ίδια πρώτη ύλη, μεταβάλλοντας λιγότερο ή περισσότερο το πλαίσιο και τις συνθήκες που επικρατούν εντός του. Στη δεύτερη κατηγορία, αν και με μικρό δείγμα ελέγχου, μοιάζει να ανήκει η Αλμάδα. Παρότι φαινομενικά κάτι τέτοιο μοιάζει με μειονέκτημα ή αδυναμία, σημασία έχει πάντοτε ο τρόπος, όχι δηλαδή το τι γράφει κανείς αλλά το πώς το γράφει. Και εδώ έχουμε την περίπτωση μιας καλής συγγραφέως.

Στο Ο άνεμος που σαρώνει, ένας ιεροκήρυκας που ταξιδεύει με την έφηβη κόρη του θα προστρέξει, λόγω βλάβης του αυτοκινήτου, σ' ένα συνεργείο, στη μέση της πάμπας, χιλιόμετρα μακριά από τον προορισμό του αλλά και το εγγύτερο αστικό κέντρο. Ο ιδιοκτήτης τού συνεργείου ζει εκεί μαζί με ένα νεαρό αγόρι που πριν χρόνια μια γυναίκα, η μητέρα του, το εγκατέλειψε λέγοντάς του πως είναι γιος του. Η Αλμάδα με τα απλά αυτά συστατικά, χωρίς διάθεση για στείρο εντυπωσιασμό, στήνει μια χαμηλών τόνων και ταχύτητας νουβέλα, της οποίας, σαν παγόβουνο, μόνο ένα μικρό μέρος της είναι ορατό.

Στο Δεν είναι ποτάμι, τρεις άντρες, δύο φίλοι μεσήλικες και ο νεαρός γιος του τρίτου μέλους της παρέας, που είναι νεκρός από χρόνια, αποφασίζουν να περάσουν ένα σαββατοκύριακο ψαρεύοντας σ' ένα νησί στη μέση ενός πλατύ ποταμού, όπως συνηθίζουν εδώ και χρόνια να κάνουν. Ένας τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής, με διαρκείς, κατάλληλα ενταγμένες, αναλήψεις από το παρελθόν αλλά και υπολογισμένες με ακρίβεια παρεκβάσεις από τη ζωή των ανθρώπων που ζουν σε εκείνα τα μέρη, θα πλέξει τα νήματα της απλής αυτής ιστορίας, χωρίς εξάρσεις, μη λέγοντας περισσότερα απ' όσα πρέπει να λεχθούν, με αποτέλεσμα ένα συμπυκνωμένο μυθιστόρημα που δεν ξεπερνά σε έκταση τις εκατό σελίδες.

Η πύκνωση είναι ίσως το κυρίως ζητούμενο στη μικρή φόρμα· τίποτα να μην περισσεύει. Η συγγραφέας, χωρίς να κρύβει τις (κυρίως) φοκνερικές της καταβολές και με πρώτη ύλη το χώμα και το νερό, αποκόπτει τα τρία πρόσωπα από τον καμβά της κυρίως ζωής τους για να τα παρατηρήσει με μεγαλύτερη άνεση και παραδίδει ένα λεπτής ύφανσης κομψοτέχνημα, ένα παλιακού στυλ μυθιστόρημα. Η Αλμάδα επιβεβαιώνει πως ο ύποπτος για μαρκετινίστικο εύρημα χαρακτηρισμός της σύγχρονης κλασικής συγγραφέως είναι ακριβής. Προσοχή, ωστόσο. Ούτε το παλιακό, ούτε το κλασικό σημαίνουν κάτι το παρωχημένο σε μια εποχή που, όπως και κάθε εποχή, δοκιμάζει να τραβήξει τα όρια της τέχνης, να κομίσει κάτι το νέο, να αποπειραθεί με κάτι που δεν έχει επιχειρηθεί ξανά, να εντυπωσιάσει, να εγκλωβιστεί, εν τέλει, στην παγίδα του κενού, ως άλλο πυροτέχνημα που παρά την αρχική του λάμψη, γρήγορα βυθίστηκε στο αμείλικτο σκοτάδι του νυχτερινού ουρανού.

Το Δεν είναι ποτάμι θα μπορούσε να έχει γραφτεί από πάντοτε, αυτό είναι που το καθιστά σύγχρονο κλασικό, αυτό είναι επίσης που καθησυχάζει τον αναγνώστη, που νιώθει πως τη γνωρίζει καλά αυτή την ιστορία και τους ανθρώπους της, παρότι με το δεξί του χέρι κρατά έναν μεγάλο αριθμό ακόμα αδιάβαστων σελίδων. Και η Αλμάδα δεν επιθυμεί να εντυπωσιάσει, κάθε άλλο. Ωστόσο, αυτός ο διάχυτος καθησυχασμός, που μοιάζει να αποτελεί προγραμματική συγγραφική πρόθεση, είναι που τελικά εγκλωβίζει τον αναγνώστη αργά και ήρεμα, όχι γιατί έρχεται αντιμέτωπος με κάποια καλοσχεδιασμένη ανατροπή, αλλά γιατί, αντίθετα, βυθίζεται, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, ολοένα και περισσότερο στα μη ορατά από την ακτή σκοτεινά βάθη του ποταμού.

Κλείνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης, πέρα από το συναίσθημα που η επαφή με την καλή λογοτεχνία προκαλεί, νιώθει πως ξέρει για το κάθε πρόσωπο της ιστορίας περισσότερα από εκείνα που διάβασε. Η γραφή της Αλμάδα διακρίνεται από την απλότητα εκείνη που η εμπιστοσύνη στον εαυτό γεννά, ξέρει τι κάνει και πώς το κάνει, δεν έχει ανάγκη από ταχυδακτυλουργικά τρικ, ούτε από φωνές που καλούν σε αναμέτρηση με τους τιτάνες του παρελθόντος της λογοτεχνίας που αγαπά και υπηρετεί με σεβασμό και γνώση, κυρίως με γνώση, θα έλεγα. Γιατί, ανάμεσα σε άλλα, σημαντικό στην αποτίμηση ενός έργου, πέρα από την απόλαυση, είναι η ανταπόκριση ή μη στη συγγραφική φιλοδοξία, εκεί που ακόμα και η υπέρβαση μπορεί να αποδειχθεί αδυναμία, μια τυχαιότητα. Και η Αλμάδα σε αυτό το τι ήθελα να κάνω και τι τελικά έκανα, τα καταφέρνει περίφημα.

υγ. Για το Ο άνεμος που σαρώνει, περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

(Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας Η εποχή, λινκ εδώ)

Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Κλειδάριθμος

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Silicon - Ελευθερία Δημητρομανωλάκη

Ήμουν σε αναγνωστική περίοδο δυστοπίας, ήθελα εκεί να παραμείνω, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή, έμοιαζε τα βιβλία που επέλεγα να ήταν κάποια παράδοξη ομοιοπαθητική θεραπεία. Μια συζήτηση στο βιβλιοπωλείο μου θύμισε πως κάπου στο γραφείο, στο μέσο μιας στοίβας, είχα το Silicon, το μυθιστόρημα της Ελευθερίας Δημητρομανωλάκη που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις Γκοβόστη, μεμονωμένο κύμα ενός συνόλου από κύματα βιβλίων που επισκέπτονται την αναγνωστική ακτή πριν από τα Χριστούγεννα, ελπίζοντας να μην περάσουν απαρατήρητα και σβήσουν βλέποντας το υγρό τους ίχνος να στεγνώνει ακαριαία· άλλη κουβέντα όμως αυτή. Θυμήθηκα, λοιπόν, αυτό το βιβλίο, με το ιδιαίτερο εξώφυλλο, που κάπως έλκει και ξενίζει ταυτόχρονα το βλέμμα, το τράβηξα δοκιμάζοντας την ισορροπία του πύργου, διάβασα την πρώτη παράγραφο, συνέχισα για πενήντα σελίδες χωρίς να σηκώσω κεφάλι, η επιλογή είχε γίνει.

«Όταν ο κόσμος γυρίζει ανάποδα οι άνθρωποι καταρρέουν.

Από χρόνια οι σταθερές είχαν εξασθενήσει, τα κρατήματα γίνονταν όλο και πιο ισχνά. Για όλους. Ακόμα και για τους φαινομενικά προστατευμένους».

Διαβάζω ξανά τις πρώτες αυτές γραμμές του μυθιστορήματος και, παρότι γνωρίζω πως η πλοκή είναι τοποθετημένη στο εγγύς μέλλον, δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι πως μιλάει για το εδώ και το τώρα, ίσως με την εξαίρεση των προστατευμένων/προνομιούχων, που στο σήμερα δεν νιώθουν τον φόβο της απειλής ούτε στον ελάχιστο βαθμό.

Μια μοριακή βιολόγος, κάτοικος της Άνω Χώρας, που ακόμα ελπίζει πως θα μπορέσει να κάνει παιδί, παρά την ηλικία της και την οριακή βαθμολογία της στο Ε.Ι.Δ.Α., κατηγορείται για μια άγρια δολοφονία κατά τη διάρκεια ενός πάρτι μασκέ της υψηλής κοινωνίας, ενώ, ταυτόχρονα, ένα γενετικά τροποποιημένο έντομο θέτει σε συναγερμό τις υγειονομικές αρχές, με τους υπερυπουργούς να λαμβάνουν ακραία μέτρα εγκλεισμού και απαγόρευσης κυκλοφορίας σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης του χάους που προκαλείται.

Σ' ένα δυστοπικό μυθιστόρημα, που η δράση διαδραματίζεται στο, έστω και εγγύς, μέλλον, δεν είναι απλό να δοθεί συνοπτικά η συνολική ή έστω μια αντιπροσωπευτική εικόνα τόσο της κοινωνικοπολιτικής συνθήκης όσο και της κυριαρχίας των νέων τεχνολογιών και λοιπών ανακαλύψεων, και κατά συνέπεια και της ίδιας της πλοκής. Η ιστορία που αφηγείται η Δημητρομανωλάκη είναι γνώριμη ως πατρόν, όχι μόνο στο πλαίσιο της λογοτεχνίας της επιστημονικής φαντασίας, αλλά ακόμα και σε εκείνο της ρεαλιστικής, μία ένοχος που προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά της, παρότι, στιγμές στιγμές, και η ίδια αμφιβάλλει, λόγω της ασθενούς και συγκεχυμένης μνήμης της. Ο κόσμος εντός του οποίου λαμβάνει χώρα διαφοροποιείται, ωστόσο. Η αφήγηση, από πλευράς ενός παντογνώστη αφηγητή, ξεκινά από τη στιγμή της σύλληψης και την έναρξη της ανάκρισης. Η συγγραφέας αργά και σταθερά οδηγεί τον αναγνώστη στο σύμπαν που οραματίστηκε, τον εξοικειώνει σταδιακά, τον αφήνει να βυθιστεί στο ζοφερό αυτό περιβάλλον, αφήνει ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με το εξωκειμενικό παρόν, οι αναλογίες είναι παρούσες, ο φόβος για την επικράτηση της τεχνητής νοημοσύνης, του ψηφιακού έναντι του αναλογικού κόσμου, επίσης.

Η Δημητρομανωλάκη αποφεύγει να ονοματίσει εθνικά τη σύσταση του πληθυσμού της Άνω Χώρας και των λοιπών επικρατειών της, άλλωστε, εδώ η διάκριση γίνεται με βάση το προνόμιο αλλά και την ηθική, εκείνοι που ακολουθούν και υπηρετούν προερχόμενοι από τις υψηλές τάξεις, και οι υπόλοιποι, οι καταδικασμένοι εξ αρχής και εκείνοι που αρνήθηκαν να υποταχθούν πλήρως. Καθοριστική κοινωνικοπολιτική παράμετρος είναι πως το προνόμιο δεν προσφέρει πλήρη προστασία, ακόμα και οι πιο προστατευμένοι φαινομενικά οφείλουν να πασχίζουν να διατηρούν υψηλή βαθμολογία στην εφαρμογή καταγραφής Ε.Ι.Δ.Α. Παράγωγο ή καταλύτης είναι η απουσία της όποιας αλληλεγγύης, της όποιας συστράτευσης με όρους ανθρωπινότητας, όπως θα μας άρεσε να φανταζόμαστε τον κόσμο, ακόμα και στο σημείο που σήμερα έχει φτάσει, είναι δύσκολο και οδυνηρό να αποδεχτεί ο αναγνώστης την παντελή απουσία της, καθώς όλα μετριούνται με βάση αλγοριθμικούς κώδικες, ακόμα και στις στενότερες των σχέσεων, η ατομικότητα βρίσκεται στο απόγειό της.

Το Silicon, που παίρνει το όνομά του από το ομώνυμο τραγούδι των Silicium, ενός hard rock συγκροτήματος, είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα, που δεν ασφυκτιά στους δεδομένους ειδολογικούς περιορισμούς. Στα μάτια μου, τα όχι και τόσο εξοικειωμένα με το είδος, η Δημητρομανωλάκη τα καταφέρνει καλά στην ξενάγηση εντός του τρομακτικού κόσμου που φαντάστηκε, κάτι που επιτρέπει, θεωρώ, στον αναγνώστη να προσαρμοστεί σύντομα και να αφεθεί στην καταιγιστική δράση. Η συγγραφική φαντασία, παρότι μοιάζει αχαλίνωτη στην ανοίκεια πραγματικότητα που οικοδομεί, δεν χαώνεται, η συγγραφέας καταφέρνει, ή μοιάζει να καταφέρνει, να τη χαλιναγωγήσει, να διατηρήσει τη λειτουργικότητά της, να μην παρασυρθεί σε ολοένα και μικρότερες και πιο τεχνικές λεπτομέρειες, να μην καταστήσει την ανάγνωση μια διαρκή αγωνία για κατανόηση του πώς και τι, αλλά να καταφέρει να πει την ιστορία που εμπνεύστηκε. Η άνευ όρων παράδοση στην οργιώδη φαντασία θα απέβαινε εις βάρος της απόλαυσης και το Silicon είναι αναντίρρητα απολαυστικό, ένα βιβλίο που δεν θες να αφήσεις από τα χέρια σου.

Η ραγδαία επιτάχυνση της τεχνητής νοημοσύνης, το άγχος που γεννά σε κάποιους από εμάς γνωρίζοντας πως βρίσκεται σε χέρια που διόλου δεν καθησυχάζουν πως θα χρησιμοποιηθεί προς το κοινό όφελος, μια νέα υψηλής ταχύτητας λωρίδα κυκλοφορίας για την εδώ και χρόνια ψηφιοποίηση του κόσμου, είναι αναμενόμενο να προκαλεί δημιουργικά τους συγγραφείς που το βλέμμα τους κοιτάζει προς το μέλλον. Πάντοτε συνέβαινε αυτό, άλλωστε. Η αχρονία μεταξύ της λογοτεχνίας της επιστημονικής φαντασίας και της ανάγνωσής της, καθώς όλα όσα λαμβάνουν χώρα είναι μελλοντικά, δημιουργεί μια αμηχανία, ίσως καλύτερα: μια ανησυχία. Οι πολέμιοι, εκείνοι που έχουν τους λόγους τους να πιστεύουν πως όλα πάνε καλά, σίγουρα έχουν έτοιμες της κατηγορίες για τεχνοφοβία, για άρνηση της προόδου, για ριψοκίνδυνες φανφάρες, για κενή κινδυνολογία. Δυστυχώς, για πολλούς από εμάς, η ανάγνωση, χρόνια μετά την κυκλοφορία τους, διαφόρων εμβληματικών βιβλίων επιστημονικής φαντασίας, φέρνει στα χείλη το επίθετο προφητικό, άλλο που οι δημιουργοί, θέλω να πιστεύω, δεν είχαν στόχο να επιβεβαιωθούν, αλλά να αποτυπώσουν την προδιαγεγραμμένη βάδιση του ανθρώπινου είδους προς το μέλλον. Τα λέω όλα αυτά για να επιστρέψω σε κάτι που ήδη ανέφερα, το πιο τρομακτικό σε μια σειρά από τρόμους, την έλλειψη της αλληλεγγύης. Αν κάτι μένει από το μυθιστόρημα αυτό, πέρα από την αναγνωστική απόλαυση, είναι αυτό το μήνυμα, η ανάγκη για να υψωθούν αναχώματα ενάντια στην πλήρη επικράτηση της ατομικότητας και της ιδιωτείας.

υγ. Διαβάζοντας το Silicon θυμήθηκα δύο συγγραφείς και τα βιβλία τους: τον Μάντη, κυρίως για τις Αδύνατες πόλεις, και την Μπυραζοπούλου για το σύνολο του έργου της, με προεξέχουσα την τριλογία της Ο δράκος της Πρέσπας. Τα βρίσκετε εδώ και εδώ.

Εκδόσεις Γκοβόστη 

Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία - Mario Benedetti

Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, στιγμή δεν έπαψα να αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν μόλις φέτος να μεταφράστηκε και να κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα βιβλίο όπως αυτό, του οποίου ο συγγραφέας, ο Ουρουγουανός Μάριο Μπενεντέττι, είναι ένας από τους μεγάλους της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, κυρίως ως ποιητής, αδιαμφισβήτητα μέλος του κανόνα. Και αναρωτιόμουν, πέρα της εν γένει σπουδαιότητας του Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία, και εξαιτίας της διαδεδομένης αγάπης μας για αυτή τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα του πιο πολιτικά στρατευμένου σκέλους της.

Ο Σαντιάγο είναι πολιτικός κρατούμενος στην Ουρουγουάη εξαιτίας της δράσης του ενάντια στη στρατιωτική, δια της βίας εγκαθιδρυμένης, εξουσίας. Η Γκρασιέλα, η γυναίκα του, η εννιάχρονη κόρη του και ο πατέρας του βρίσκονται εξόριστοι, μακριά από την πατρίδα, παλεύοντας να στήσουν εκεί μια νέα ζωή. Η αλληλογραφία, παρότι λογοκριμένη, αποτελεί για τον Σαντιάγο το μόνο καταφύγιο ελπίδας και σύνδεσης με τον έξω κόσμο. Ωστόσο, η απουσία του ταλανίζει την ερωτική αγάπη της Γκρασιέλα, που σύντομα βρίσκει καταφύγιο στην αγκαλιά του Ρολάντο, επιστήθιου φίλου του Σαντιάγο.

Σύμφωνα με την υπόθεση έχουμε μια μάλλον τετριμμένη ιστορία αγάπης, παρότι ο λόγος της απουσίας του Σαντιάγο είναι πολιτικός, αυτό ελάχιστα μεταβάλλει την αναγνωστική προδιάθεση. Και όμως, το Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία, δεν είναι μόνο ή ακόμα μία ιστορία αγάπης, εγκατάλειψης και προδοσίας αλλά ένα σύνθετο έργο υψηλής λογοτεχνικής στάθμης. Το μυθιστόρημα αποτελείται από μια σπονδυλωτή αφηγηματική εναλλαγή, οι ιστορίες των προσώπων διαδέχονται η μία την άλλη, με τη κάθε μία να συμπεριλαμβάνει και να αναδεικνύει τα συστατικά που αποτελούν την ταυτότητα και την καθημερινότητα του κάθε προσώπου. Αυτή η διαρκής εναλλαγή επιτρέπει στον συγγραφέα να παρουσιάσει σύγχρονα μεταξύ τους τις διάφορες οπτικές γωνίες, χωρίς ωστόσο να παίρνει συναισθηματικά μέρος χωρίζοντας τα πρόσωπα σε καλά ή τυχερά, λιγότερο ή περισσότερο θύματα της πολιτικής βίας και του ζόφου που συνωστίζεται πάνω από τη χώρα.

Ο Μπενεντέττι, προείπα, είναι κυρίως γνωστός για την ποίησή του, ποίηση απλή και πολιτική, χωρίς φανφάρες, χωρίς όμως και εκπτώσεις, λαϊκή και όχι εξεζητημένη, γι' αυτό και συνυφασμένη με τους αγώνες και τα βάσανα ενός λαού και μιας ολόκληρης ηπείρου, που ταλανίστηκε, και ακόμα ταλανίζεται, από βίαιες και αντιδραστικές αρχές, μακριά από τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Παρότι ποιητής, ίσως όμως και εξαιτίας αυτού, ο Μπενεντέττι δεν εγκλωβίζεται στην ποιητικότητα, δεν παρασύρεται από τον λυρισμό και τις ωραίες λέξεις, αλλά αντίθετα μετράει την κάθε μια, τη ζυγίζει καλά να δει αν χωράει ή αν περισσεύει, την τοποθετεί με φροντίδα στη θέση της, επιστρέφει και ελέγχει ξανά, μέχρι να σιγουρευτεί. Εδώ υπάρχουν σελίδες που ανήκουν στο λογοτεχνικό πάνθεον, ασύλληπτης, παρότι σκληρής, ομορφιάς.

Ο συγγραφέας στέκεται αντιμέτωπος με την πολιτική απολυταρχία, που στηρίζεται στον φόβο, τον ζόφο και τον εξαναγκασμό, όχι απλώνοντας λαμπερά χρώματα στον καμβά, όχι εξαναγκάζοντας συναισθηματικά τον αναγνώστη, όχι ποντάροντας σε μια ανέξοδη αλλά και αδιέξοδη ελπίδα πως τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, αργά ή γρήγορα και αναπόφευκτα, αφού για να πάνε όντως καλύτερα πολύ μεγάλη προσπάθεια απαιτείται, δεν το λέει ευθέως αυτό, δεν εξαναγκάζει τον αναγνώστη να το αποδεχτεί, τον καλεί να φτάσει στην ακτή μονάχος του. Αυτή είναι η ιστορία πέντε προσώπων, αλλά και η ιστορία ενός λαού ολόκληρου, πέρα από όποιο εγκλωβισμό σε χρόνο και τόπο.

Ο Μπενεντέττι δεν φωνάζει ούτε το πολιτικό, ούτε το ερωτικό, ούτε το λογοτεχνικό και αυτή η ησυχία είναι καθοριστική για να αναδείξει και τα τρία, η Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία είναι και πολιτικό και ερωτικό και υψηλά λογοτεχνικό έργο. Κανένας από τους τρεις άξονες δεν επικρατεί έναντι των άλλων, το μυθιστόρημα λειτουργεί εξαιτίας και των τριών, αυτοί είναι που προσφέρουν τον σκελετό πάνω στον οποίο ο συγγραφέας έρχεται να προσθέσει τις λέξεις, τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Οι αντιθέσεις, οι αντιστίξεις και οι αντιφάσεις της ανθρώπινης ζωής, της ατομικότητας στη σκιά της πολιτικής και της ιστορίας είναι αυτές που απαρτίζουν κάθε σπουδαίο και οικουμενικό έργο, που πετυχαίνει να αποτυπώσει το πώς είναι δυνατόν κάτω από τη μπότα της πιο σκληρής δικτατορίας ο άνθρωπος να ερωτεύεται και να συνεχίζει να ελπίζει, παλεύοντας να επιζήσει και να υψώσει το όποιο ανάστημα διαθέτει απέναντι στο μαύρο.

Είναι ίσως νωρίς αλλά είναι βέβαιο, το Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2024, καίτοι γραμμένο πριν από σαράντα χρόνια, σε έναν κόσμο φαινομενικά διαφορετικό αλλά, δυστυχώς, οικείο. Σπουδαία λογοτεχνία που στα ελληνικά ευτύχησε να μεταφραστεί από τον Κώστα Αθανασίου.

υγ. Το βιβλίο αυτό του Μπενεντέτι συνομιλεί με ένα άλλο, το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης, του Αργεντινού Μανουέλ Πουίχ. Περισσότερα θα βρείτε εδώ.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Μετάφραση Κώστα Αθανασίου
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

Στάχτη στο στόμα - Brenda Navarro

Βάζω να παίζει στο βάθος μουσική. Vampire Weekend, που ο Ντιέγο, ο αδερφός της αφηγήτριας, άκουγε εμμονικά. Τραγούδι εκκίνησης το Sympathy, με τον στίχο: I think I take myself too serius, it's not that serius. Ύστερα αντιγράφω τις πρώτες τρεις γραμμές: «Δεν το είδα, αλλά είναι σαν να το είδα, επειδή το έχω να μου σφυροκοπάει το μυαλό, να μη μ' αφήνει να κοιμηθώ. Η ίδια πάντα εικόνα: ο Ντιέγο να πέφτει και ο ήχος του κορμιού του που τσακίζεται στο έδαφος».

Η Ναβάρο, μέσω της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριάς της, δεν χάνει χρόνο σε εισαγωγές, σε χωροχρονικές ξεναγήσεις, σε εισαγωγή των προσώπων του δράματος σταδιακά στη σκηνή, δεν καταφεύγει σε μια χρονικά γραμμική ανάληψη από το παρελθόν, πριν ο Ντιέγο αυτοκτονήσει τελικά, πριν βρεθούν με την αδερφή του στην Ισπανία, ακολουθώντας εννιά χρόνια μετά τη μητέρα τους, που πρώτη εγκατέλειψε το Μεξικό, γυρεύοντας κάτι καλύτερο, ούτε επιθυμεί να παίξει το χαρτί της ανατροπής που θα ξάφνιαζε τον αναγνώστη και θα επενεργούσε με τρόπο διαφορετικό στο θυμικό του, επιτρέποντας στην ιστορία συνολικά να λειτουργήσει με τρόπο διαφορετικό, όχι, τίποτα από αυτά, από την πρώτη κιόλας γραμμή η αυτοκτονία του Ντιέγο αποτελεί γεγονός, ένας εφιάλτης που στοιχειώνει την αδερφή του, δεν την αφήνει να κοιμηθεί, δεν την εγκαταλείπει, δεσμεύει τη σκέψη και τη μνήμη της γύρω από εκείνη τη βουτιά στο κενό, τι προηγήθηκε, πώς ο Ντιέγο βρέθηκε για λίγα δευτερόλεπτα να αιωρείται στο κενό πριν το σώμα του συντριβεί στο κράσπεδο στον περίβολο της πολυκατοικίας.

Τρία χρόνια πριν, διάβασα τα Άδεια σπίτια, το πρώτο μυθιστόρημα της Ναβάρο, μια παράλληλη διπλή αφήγηση δύο γυναικών, που η μία έχασε το παιδί της που έπεσε θύμα απαγωγής, και η άλλη βρέθηκε με ένα παιδί. Η φράση «μου άρεσε» για βιβλία όπως εκείνο αλλά και αυτό στέκει αμήχανη ως απάντηση στην ερώτηση «πώς σου φάνηκε το βιβλίο αυτό;», τι μπορεί να σου άρεσε πέρα από μια φιλολογική προσέγγιση γεμάτη από τεχνικές αρετές για τον τρόπο με τον οποίο οργάνωσε και υλοποίησε την κατασκευή η συγγραφέας και ακολούθως διαχειρίστηκε τα πρόσωπα και την ιστορία, το συναίσθημα στην αφηγηματική φωνή, το νεύρο και την ανάγκη να ειπωθεί η ιστορία, και τέλος, πάντα σημαντικό για μένα, το αν διέκρινα μια βεβιασμένη απόπειρα εκβιασμού του συναισθήματος, αυτά ναι, μπορεί να μου άρεσαν ή να τα βρήκα του γούστου μου ή να κούμπωσαν με την αναγνωστική μου ανάγκη, αλλά διαφορετικά, πέρα από αυτά τα κάπως τεχνικά και θεωρητικά, το «μου άρεσε» δεν μπορεί να σταθεί, σαν τι να μου άρεσε από αυτόν τον διάχυτο ζόφο.

Ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία συνήθως εμπεριέχει πόνο και δυστυχία, εκτός και αν πρόκειται για τον ρεαλισμό των προνομιούχων, που και εκεί εντοπίζεται πόνος και δυστυχία, το προνόμιο, ωστόσο, λειτουργεί καταλυτικά ως μια τάφρος. Πάρτε για παράδειγμα τον ρεαλισμό στα έργα του Ουελμπέκ, οι ήρωες τους πάσχουν από δυστυχία και συναφή δυσβάσταχτα συναισθήματα, διαθέτουν όμως προνόμια που δημιουργούν μια διχοτόμηση εντός της ενσυναίσθησης, κατανόηση της δυστυχίας από τη μια, απουσία διάθεσης να τους συντρέξεις από την άλλη, αφού έχουν τη δυνατότητα να βρουν ή έστω να αναζητήσουν με βοήθεια την έξοδο από τον σκοτεινό λαβύρινθο.

Οι περισσότερες γυναίκες στο Στάχτη στο στόμα, όλες φτωχές, κάποιες μετανάστριες, αναγκάζονται να ζουν εσωτερικές σε σπίτια φροντίζοντας γέρους ανθρώπους, εγκαταλελειμμένους από τις οικογένειές τους, επάγγελμα των ύστερων χρόνων, απ' όταν η οικογένεια έπαψε να ζει με όλες τις γενιές κάτω από την ίδια στέγη, επάγγελμα ιδιαιτέρως χαμηλά στην πυραμίδα της μισθωτής εργασίας, χωρίς διάκριση χρόνου μεταξύ της εργασίας και της προσωπικής ζωής, ίσως με ένα ρεπό την εβδομάδα, κάποιων ωρών, μια γυναίκα που θυσιάζεται για να μπορεί να στέλνει χρήματα στην οικογένειά της, αυτό και μια τηλεφωνική επικοινωνία είναι οι μόνοι ορατοί δεσμοί εκείνης και της οικογένειάς της, συχνά εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, σε μια άλλη ζωή. Δεν είναι, σίγουρα δεν είναι, οι μόνες κοινωνικά αόρατες, μια ακόμα δουλειά που η πλειοψηφία αποστρέφει το βλέμμα, κάνοντας πως δεν βλέπει, συζητώντας μόνο για το δυσβάσταχτο ύψος του μηνιαίου αντιτίμου, που ωστόσο αν διαιρεθεί με βάση τις ώρες απασχόλησης το πηλίκο θα είναι σιχαμερά χαμηλό, σχεδόν ανύπαρκτο, ισχυρίζονται πως τα έχουν όλα, ένα σπίτι να κοιμούνται, λογαριασμούς πληρωμένους, φαγητό επίσης, λες και μιλάνε για κάποιον σε διακοπές, εκνευρίζονται όταν εκείνες φεύγουν μην αντέχοντας πια ή έχοντας βρει κάτι άλλο που μοιάζει πιο θελκτικό, χρησιμοποιούν, μάλιστα, έναν χαρακτηρισμό που ευδοκιμεί στους κύκλους του προνομίου, αχάριστη, την αποκαλούν, που εκείνοι τόσα της έδωσαν και εκείνη δεν τα εκτίμησε. Νομίζω καταλαβαινόμαστε, σωστά;

Ας είμαι ειλικρινής. Δεν μπορώ να φανταστώ ούτε πώς είναι μια τέτοια ζωή, όπως αυτή των γυναικών του Στάχτη στο στόμα, η διαρκής αγωνία για επιβίωση, ούτε πώς είναι να αυτοκτονεί ο αδερφός σου, πώς μοιάζει αυτή η διαρκής κραυγή υπενθύμισης πως κάτι θα μπορούσες να έχεις κάνει γι' αυτό. Δεν μπορώ οπότε να είμαι «αντικειμενικός» κριτής της πιστότητας του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας στους χαρακτήρες και στο συναίσθημά τους, διαβάζω (και) το βιβλίο αυτό υπό το πρίσμα του προνομίου μου και των όσων αυτό σέρνει ξοπίσω του. Εν γνώση μου ξέρω πως αυτή η απόσταση της ενοχής ίσως διαβάλλει τα όποια αμιγώς λογοτεχνικά κριτήρια διαθέτω, πως ίσως η λύπηση, και όχι η ενσυναίσθηση, να παραμορφώνει την εικόνα. Και αυτό το συναίσθημα, η λύπηση, είναι εδώ ένα διακύβευμα, ίσως το κυρίαρχο, μια παντελώς παθητική διεργασία, ένα αχ τις καημένες, τι κρίμα, πόσο άδικο, το οποίο συμπληρώνεται από ένα δυστυχώς έτσι είναι η ζωή και τι να κάνεις, σαν η φτώχεια και η αδικία να αποτελούν ένα φυσικό νόμο.

Και η δικαιολογία, απαραίτητη για την επιβίωση με ήσυχη τη συνείδησή μας, παίρνει διάφορες μορφές. Πιο συνήθης είναι εκείνη που αφήνει απέξω το δικό μας προνόμιο και βάλλει κατά εκείνου της δημιουργού, σκεφτόμαστε πως «εκμεταλλεύεται» μια αλλότρια δυστυχία, εκείνη των προσώπων του δράματος, την κατηγορούμε για όσα σκεφτόμαστε και μας χαλάνε τη σούπα της δικής μας γαματοσύνης, εκμεταλλεύεται, βγάζουμε και τα εισαγωγικά, την ανθρώπινη δυστυχία, καταφεύγει στο misery porn. Επικαλούμαστε, ακόμα ακόμα, την κυρίαρχη αφήγηση, εκείνη που για αιώνες όρισε το καλό και το κακό στη λογοτεχνία αλλά και στην αποτύπωση της ανθρώπινης φύσης μέσω αυτής, λέμε, και δεν ντρεπόμαστε, πως είναι υπερβολική, πως επιχειρεί να μας εκβιάσει και τα λοιπά και τα λοιπά, γενικά λέμε, λέμε πολλά. Γινόμαστε και κριτές ερευνητές, αμφισβητούμε το μέγεθος της επικρατούσας αδικίας, αλλοιώνουμε την κλίση της ανηφόρας που κάποιοι πρέπει να ανεβούν για να επιβιώσουν. Ακόμα πιο συχνά, αποστρέφουμε απλώς το βλέμμα, λέμε πως μια τέτοια λογοτεχνία (συχνά βάζουμε εισαγωγικά για έμφαση) δεν μας αφορά.

Η λογοτεχνία, επιμένω, ως αναγνωστική εμπειρία δεν είναι μονοδιάστατη, δεν διέπεται από μια αντικειμενικά ορισμένη ικανοποίηση φιλολογικών απαιτήσεων, η λογοτεχνία, ως αναγνωστική εμπειρία, αφορά άμεσα την εικόνα και τη θέση μας στον κόσμο, με κυρίαρχη εκείνη που διαφοροποιεί τους ανθρώπους γενικά, και όχι μόνο λογοτεχνικά, και έχει να κάνει με το αν γυρεύουμε (επιζητούμε, αγωνιούμε για) μια διαρκή επιβεβαίωση των βεβαιοτήτων με τις οποίες έχουμε οπλιστεί ή αν είμαστε διατεθειμένοι να αναμετρηθούμε με διαφορετικές εκφάνσεις, σκέψεις και ιδέες, που πιθανόν να μας ξεβολέψουν, ίσως και ανεπανόρθωτα, ίσως και οριστικά. Όλα τα παραπάνω μου μοιάζουν, ώρες-ώρες, κλισέ, η εμπειρία στον έξω κόσμο, ωστόσο, μάλλον επιβάλλει τη συχνή και πυκνή επανάληψή τους.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω ένα τεχνικής φύσεως χαρακτηριστικό στο βιβλίο της Ναβάρο, εκείνο σίγουρα θα ήταν η ικανότητά της να διατηρεί τον ρυθμό και την ένταση σε σταθερά υψηλά επίπεδα, χωρίς να χαλαρώνει και να κάνει κοιλιά. Ένα ακόμα θα ήταν η ικανότητά της να κειμενοποιήσει το αποπνικτικό αίσθημα του εγκλωβισμού στη συνθήκη της αφηγήτριας, εκεί που ο χρόνος κάθε άλλο παρά γραμμικά κυλά και οι σκέψεις αναδύονται άναρχα, κάτι που αποδεικνύεται καθοριστικό ως προς το αληθοφανές και επιτακτικό της αφηγηματικής φωνής. Το Στάχτη στο στόμα ξεχωρίζει ανάμεσα στους υπόλοιπους τίτλους των πολύ καλών εκδόσεων Carnívora και η μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη συμβάλλει ιδιαιτέρως σ' αυτό.

υγ. Για τα Άδεια σπίτια περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnívora