Δεν έχω φαγούρα στα δάχτυλα. Δευτέρα πρωί στο κέντρο της πόλης, κάθομαι εδώ και ώρες -να 'ναι τρεις;- στο ήσυχο καφέ, μηχανικά χαζεύω από παράθυρο σε παράθυρο, κάθε τόσο επιστρέφω στην άδεια αυτή οθόνη, κάτι πάω να γράψω αλλά το μετανιώνω, αντιγράφω την πρώτη πρόταση, η κατάλληλη εισαγωγή για ένα κείμενο, η απαραίτητη ώθηση, η ανάσα και ο ρυθμός του βιβλίου ζωντανεύει ξανά, τα δάκτυλα πρέπει απλώς να ακολουθήσουν το βάδισμα της σκέψης, τις οδηγίες των σημειώσεων, τον αντίλαλο των λέξεων. Δεν έχω φαγούρα στα δάκτυλα.
Δεν ξέρω τι φταίει, δεν είμαι σίγουρος, κάνω υποθέσεις. Το μυθιστόρημα το απόλαυσα, το έψαχνα εδώ και καιρό, το βρήκα πρόσφατα στο Μοναστηράκι αντί ελαχίστου αντιτίμου -υπάρχουν και εκείνοι οι έμποροι που δεν γνωρίζουν τι πουλάνε-. Δεν βιάστηκα να το διαβάσω, αποφεύγω να λειτουργώ υπό καθεστώς ενθουσιασμού. Έτσι έχω πείσει τουλάχιστον τον εαυτό μου.
Δύο παλιοί εραστές της Μόλι Λέιν περίμεναν όρθιοι έξω από τον ναό του κρεματορίου, με τις πλάτες τους εκτεθειμένες στην παγωνιά του Φεβρουαρίου. Όλα είχαν ήδη ειπωθεί, αλλά τα είπαν και πάλι.
Στο προαύλιο του ναού, εκεί που καταφεύγουν οι καπνιστές αναμένοντας την νεκρώσιμη ακολουθία που τους αφορά, ο Κλάιβ, διάσημος μουσικοσυνθέτης, ο σημαντικότερος ίσως της εποχής του, επιφορτισμένος με τη σύνθεση της συμφωνίας για την αλλαγή του αιώνα, και ο Βέρνον, διευθυντής της εφημερίδας Κριτής, δύο παλιοί εραστές της Μόλι, φίλοι πλέον, επιμένουν να επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια, το πρώτο σύμπτωμα, ένας κνησμός στο χέρι, η καλπάζουσα εξέλιξη, ο εγκλεισμός στην ασφάλεια του σπιτιού με φύλακα στην πόρτα τον άντρα της, ο θάνατός της. Το τέλος μιας εποχής, αναπόφευκτα. Εκείνο που πραγματικά όμως θα ήθελαν να πουν, εκείνο που πραγματικά τους απασχολεί και τους στοιχειώνει, τα βράδια κυρίως, είναι: πώς θα ήταν άραγε η ζωή μου αν με είχε παντρευτεί η Μόλι;
Οι μέρες που ακολουθούν είναι δύσκολες, ο θάνατος της Μόλι δεν αποτελεί απλώς μια απώλεια, είναι μια επιθανάτια εμπειρία, μια όξυνση της ματαιότητας, ένα σημείο καμπής στη ζωή των δύο αντρών. Ο ΜακΓιούαν επιτυγχάνει να διατηρήσει τη βαριά ατμόσφαιρα της πρώτης σκηνής σε όλο το μυθιστόρημα, εντείνοντάς την ίσως σε κάποιες στιγμές κορύφωσης, επικεντρώνεται στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων και δεν χάνει την ευκαιρία να εντάξει στην αφήγησή του τον στοχασμό και τον κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό.
Οι ήρωες του ΜακΓιούαν συνήθως είναι απόλυτα επιτυχημένοι, τουλάχιστον αρχικά, αυτή η σύμβαση στο Σάββατο με ενόχλησε -για το βιβλίο αυτό τσακώνομαι εδώ και χρόνια με τον Σ. σε κάθε ευκαιρία, εκείνος, βλέπετε, το θεωρεί αριστούργημα-, εδώ όχι τόσο, αν και δεν μου επέτρεψε μια πιο στενή ταύτιση με τον Κλάιβ ή τον Βέρνον. Το φάντασμα της Μόλι πλανάται συνεχώς πάνω από την αφήγηση, ένα αερικό που δικαιολογεί όχι μόνο κάθε ελάχιστη αντίδραση των χαρακτήρων, αλλά και την ίδια την επιλογή του συγγραφέα να αφηγηθεί αυτή την ιστορία. Από τις πρώτες κιόλας γραμμές σκεφτόμουν το βιβλίο ενός άλλου Άγγλου, του Γκράχαμ Σουίφτ, Τελευταίος γύρος, και η ολοκλήρωση της ανάγνωσης μου ενέτεινε την επιθυμία να διαβάσω κάτι ακόμα δικό του.
Είναι σημαντικό να επιμένει κανείς στη γραφή, λένε και το ασπάζομαι, να επιχειρείς ακόμα και τις μέρες εκείνες που μοιάζουν άγονες, να παλεύεις απέναντι σε μια λευκή οθόνη και ας πρόκειται στο τέλος απλώς να πατήσεις συγχρόνως τα πλήκτρα Ctrl και Α, κι ύστερα Delete.
Υγ. Τα Μαύρα Σκυλιά του ΜακΓιούαν είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει.
Μετάφραση Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Νεφέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου