Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Λίγη ζωή - Hanya Yanagihara (συναισθηματικά)






Περπατώντας για να έρθω στο καφέ, στο καφέ που συνηθίζω να γράφω, ταυτόχρονα με το αστικό χάζι σκεφτόμουν κάποια πράγματα σχετικά με το βιβλίο της Γιαναγκιχάρα, διάφορες ιδέες και συναισθήματα, αναζητώντας έναν μπούσουλα για το κείμενο που θα ακολουθούσε. Όταν έφτασα, χαρούμενος που βρήκα ελεύθερο το αγαπημένο μου τραπέζι, αναλώθηκα σε ψηφιακό χάζι απολαμβάνοντας το τσάι μου. Ύστερα από λίγο, ένα ζευγάρι κάθισε στο διπλανό τραπέζι, μεσήλικες.

Ο καβγάς δεν άργησε να αρχίσει. Εκείνος φώναζε: ήταν για την υγεία μου, μια φορά σου ζήτησα κάτι για την υγεία μου και εσύ προτίμησες να πας για το τσαντάκι, για όλους τρέχεις, εγώ μια φορά σου ζήτησα κάτι για την υγεία μου. Εκείνη μιλούσε χαμηλόφωνα και λίγο, έμοιαζε να απολογείται. Περισσότερο ταραχή παρά ενόχληση μου προκάλεσε το συμβάν αυτό. Σύντομα εκείνη έφυγε. Τότε σκέφτηκα: ένα συναισθηματικό κείμενο ταιριάζει στο βιβλίο αυτό, ένα συναισθηματικό κείμενο θα έκλεινε μέσα μου, έστω και προσωρινά, την εμπειρία της ανάγνωσης. Ίσως ακολουθήσει άλλο ένα κείμενο, μπορεί άλλωστε τόσα να πει κανείς για ένα μυθιστόρημα όπως το Λίγη ζωή.

Δεν υπάρχει, για μένα, καλύτερο και ασφαλέστερο καταφύγιο από ένα ογκώδες μυθιστόρημα, από ένα ογκώδες εξαιρετικό μυθιστόρημα. Η διαίρεση της καθημερινότητας στα δύο. Η γνωριμία με τους ήρωες και τη ζωή τους, η αργή κατάδυση στον κόσμο του συγγραφέα, στην αρχή ως ταξιδιώτης και ξαφνικά ως κάτοικος, χωρίς την ανάγκη για χάρτη και φωτογραφική μηχανή, ο απαραίτητος χωροχρόνος για να προλάβεις να συμπαθήσεις (ή να αντιπαθήσεις σφόδρα) κάποιον απ' αυτούς ή όλους, να ταυτιστείς όχι σε αναλογία ένα προς ένα αλλά προσαρμοσμένα στη δική σου φάση. Είναι πρωτίστως θέμα σύμπτωσης, το κατάλληλο βιβλίο στην κατάλληλη στιγμή, ένα σωσίβιο που δεν ήξερες πως σύντομα θα χρειαστείς και ξαφνικά την ώρα του χαμού βρίσκεσαι να το φοράς, μια στυλιστική απόφαση που σου σώζει τη ζωή -υπερβολή, το ξέρω.

Και η αγωνία: δεν θέλω να ζήσω μόνος μου· να αντηχεί από άκρη σε άκρη των σελίδων.

Η ανάγνωση. Οι πρώτες διακόσιες -περίπου- σελίδες, της ανέμελης περιδιάβασης στη ζωή των τεσσάρων φίλων, με τις ιδιαιτερότητες, τις χαρές και τις λύπες της, ένας αναγνωριστικός περίπατος, εκείνοι σε νεαρή ηλικία, τότε που όλα είναι εύκολα και πιθανά, κάπως πιο ανάλαφρα για τον παρατηρητή τουλάχιστον· και ύστερα το υπόλοιπο βιβλίο, πάνω από εξακόσιες σελίδες, με έναν διαρκή κόμπο, ένα βάρος ολοένα αυξανόμενο, καθώς ένιωθα πια μέρος του μικρόκοσμου των τεσσάρων, είχαν διαμορφωθεί ήδη οι αναλογίες με τη δική μου ζωή -έστω και εν αγνοία μου- για να αποκαλυφθούν στην πορεία, καθώς τα κομμάτια του παζλ έμπαιναν στη θέση τους, και η σκέψη ήταν: δεν θέλω να τελειώσει. Σκέψη διττή, αυτό το μοναδικό συναίσθημα, να μη θες να δεις τι θα γίνει παρακάτω, να υποψιάζεσαι το χειρότερο, να μη θες να αντικρίσεις το τέλος, αλλά ταυτόχρονα να λες: άλλη μία σελίδα, άλλη μία.

Η εξάρτηση. Η αναγνώρισή της και η απόπειρα απεγκλωβισμού απ' αυτήν. Η μοναχική -κατά βάση- διαδικασία, στην οποία πρέπει να φουσκώσει κανείς το Εγώ του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να βαρύνει η απόφαση για την απόπειρα, το βασικό κίνητρο και τα δευτερεύοντα, το καρότο και το μαστίγιο, η δυσκολία να βρεις κατανόηση στο περιβάλλον σου και δικαιολογημένα μάλλον, καθώς πρόκειται για προσωπικό αγώνα, η ευχή -που γίνεται κατάρα στις στιγμές της έντασης, της απόγνωσης και της βαθιάς αδυναμίας- να έχεις κάποιους ανθρώπους στο πλευρό σου, διατεθειμένους να σε στηρίξουν με όποιο κόστος, προσθέτοντας άθελά τους -και εδώ κατάρα- ένα επιπλέον βάρος στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς.

Η τύχη. Αυτό το γαμώτο που μένει στα χείλη και του πλέον ορθολογιστή. Γιατί να συμβούν έτσι τα πράγματα;

Και κάπως έτσι, διαιρώντας τη μέρα στα δύο, γίνονται όλα ένα, μπλέκεσαι στα ξένα και βρίσκεις δικά σου.

Κάποιος έκανε το λάθος να πει: θα αφαιρούσα Χ σελίδες. Διατηρώ την ψυχραιμία μου και ρωτάω: μα δεν σου άρεσε; Μου άρεσε, απαντά και επιμένει: θα αφαιρούσα Χ σελίδες. Δεν καταλαβαίνω, μου φαίνεται κάπως αντιφατικό, εγώ σκέφτομαι πιο απλοϊκά μάλλον: αν μου αρέσει δεν θέλω να τελειώσει, αν δεν μου αρέσει το αφήνω στην άκρη.

Σε αυτό το κείμενο δεν χωράει η παραίνεση να διαβάσει κάποιος ή όχι το βιβλίο, αν και έχω κάνει μια λίστα με ανθρώπους που θα ήθελα να το διαβάσουν, σε αυτό το κείμενο χωράει μόνο η απόθεση κάποιου μέρους του βάρους -ελάχιστου μάλλον- ενός ιδιαίτερου δεκαημέρου.

υγ. Οι παθιασμένοι μεταφραστές είναι οι καλύτεροι μεταφορείς της φλόγας.


Μετάφραση Μαρία Ξυλούρη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
     

4 σχόλια:

  1. Καλημέρα κι ευχαριστώ!
    ΒασίληςΝ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξαιρετική η κριτική σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλησπέρα. Η έκδοση είναι πρόσφατη; είχα την εντύπωση ότι δεν υπάρχει στα ελληνικά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή