Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Τα τελευταία μου λόγια - Santiago H. Amigorena


Σήμερα πέθανε ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ.
Η ανθρωπότητα συνέχισε να υπάρχει.
Τώρα πια είμαι μόνος.
Όταν ζει κανείς μόνος για πολύ καιρό, δεν χρειάζεται ένα όνομα στο οποίο να ακούει, καθώς κανείς δεν βρίσκεται να τον φωνάξει με το όνομά του. 'Έτσι η ανάμνηση του ονόματος περιπίπτει σε αχρηστία και καταλήγει έρμαιο της λήθης. Αυτό συνέβη και στον αφηγητή της ιστορίας αυτής, τον τελευταίο άνθρωπο της γης. Ξέχασε πώς τον φωνάζανε παλιά, καιρό πριν βρεθεί στην Αθήνα, περπατώντας από το Παρίσι, διασχίζοντας έρημους, μα συχνά επικίνδυνους δρόμους. Στην Αθήνα, γύρω από τον βράχο της Ακρόπολης θα συναντήσει μια κοινότητα ανθρώπων, την τελευταία κοινότητα ανθρώπων, που κατάφεραν και έφτασαν ως εκεί από διάφορες μεριές του πλανήτη, όταν όλα κατέρρευσαν, σε μια πόλη που δεν μύριζε θάνατο, καθώς οι κάτοικοί της την είχαν ήδη εγκαταλείψει, πριν ο πληθυσμός της γης αρχίσει να συρρικνώνεται τόσο μαζικά, πριν σταματήσουν να γεννιούνται μωρά, τότε που η κατάσταση έμοιαζε ακόμα αναστρέψιμη, τότε που οι άνθρωποι πίστευαν πως η ζωή θα είναι καλύτερη κάπου αλλού, μακριά από εδώ. Η Αθήνα είναι ένα μέρος κατάλληλο για να πεθάνει κανείς, ένα μέρος που δεν έχει ποτίσει από τη μυρωδιά του θανάτου.

Καθώς οι άνθρωποι φτάνουν στην Αθήνα έχοντας ξεχάσει το όνομά τους, όλο και κάποιος βρίσκεται για να τους δώσει ένα καινούριο, τώρα που τους απευθύνεται ξανά ο λόγος. Ο Γιώργος βάφτισε Ουίλλιαμ Σαίξπηρ τον ηλικιωμένο, προτελευταίο άνθρωπο στη γη, με μια διάθεση περιπαικτική, σαν ένα παρατσούκλι, και εκείνος με τη σειρά του ονόμασε Μπελαρμίνο τον αφηγητή μας. Παρά την κοροϊδευτική πρόθεση που αποδίδεται στον Γιώργο, η επιλογή του Amirogena να ονομάζεται Σαίξπηρ ο προτελευταίος άνθρωπος του κόσμου, προφανώς και δεν είναι τυχαία αλλά ένας φόρος τιμής, όπως ακολούθως δεν είναι τυχαία και η επιλογή του ονόματος Μπελαρμίνο, στοιχείο που αποτελεί το κλειδί για τη διακειμενική ιχνηλάτιση του μυθιστορήματος. Ελεγειακό και δυστοπικό, το μυθιστόρημα του Amirogena συνομιλεί ευθέως με το επιστολικό έργο του Φρίντριχ Χέλντερλιν Υπερίων ή Ο ερημίτης στην Ελλάδα, καθώς εκτενή αποσπάσματά του ενσωματώνονται οργανικά στην αφήγηση, και που -καλώς- η μεταφράστρια Τιτίκα Δημητρούλια επέλεξε να επισημάνει, παρότι στο γαλλικό πρωτότυπο κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ο Μπελαρμίνο είναι ο δέκτης της πλειοψηφίας των επιστολών στο μυθιστόρημα του Χέλντερλιν, έτσι συνάγεται πως το βιβλίο που κρατάει ο Σαίξπηρ είναι ο Υπερίων. Οι διακειμενικές αναφορές δεν σταματούν εδώ, με την παράθεση ενός ποιήματος του Μπόρχες αλλά και την ευθεία αναφορά στο διήγημά του Το βιβλίο της άμμου, όπως και την αναφορά στον Κένταυρο του Μορίς ντε Γκερέν να είναι οι πλέον αξιοσημείωτες. 

Το σκηνικό που στήνει, ο γεννημένος στην Αργεντινή συγγραφέας, διαθέτει μια ακτινοβολία ιδιότυπη, που θυμίζει την αίσθηση ενός κομματιού πάγου στην κλειστή παλάμη, έλξη - απώθηση, η γοητεία της εικόνας του τελευταίου ανθρώπου πάνω στην αθόρυβη γη, μια σκηνή βγαλμένη από την αποκάλυψη χωρίς όμως φωτιές και καταστροφές, μια εικόνα απλή: ένας άνθρωπος που κοιτάζει τον ουρανό και ονειρεύεται μια κοπέλα που εμφανίζεται από μακριά, μια κοπέλα με την οποία κάνουν έρωτα και ποντάρουν ακόμα έναν σπόρο στην άγονη γη. Στυλιζαρισμένο και παλιακό στο ύφος, το μυθιστόρημα του Amigorena διαβάζεται απνευστί, καθώς ο τελολογικός στοχασμός, με τις όποιες ευκολίες και κάπως φανταχτερές φιλοσοφικές απλουστεύεις, είναι δίχως άλλο γοητευτικός. Η διάθεση αναστοχασμού σχετικά με τα λάθη που οδήγησαν στην εξάλειψη του ανθρώπινου είδους επιτρέπει στον συγγραφέα να ενσωματώσει διάφορες περιβαλλοντολογικές ανησυχίες και να εκφράσει ταυτόχρονα τον σκεπτικισμό και την κριτική του διάθεση απέναντι σε εκείνους που στο όνομα της διάσωσης του περιβάλλοντος αναζητούν την ευκαιρία για καριέρα και άσκηση επιρροής, αυτούς τους σύγχρονους υποκριτές που δήθεν νοιάζονται και παίρνουν αεροπλάνα για να βρεθούν στην άλλη άκρη της γης για να συζητήσουν για τη ρύπανση που προκαλούν οι αεροπορικές πτήσεις.

Οι διακειμενικές αναφορές υποστηρίζουν λογοτεχνικά το εύρημα του συγγραφέα, ενώ το ποιητικό ύφος που επιλέγει για να διηγηθεί αυτή την ιστορία τον απαλλάσσει από την υποχρέωση της ακρίβειας και των ξεκάθαρων εξηγήσεων επί της πλοκής, επιτρέποντάς του κάποια μικρότερα ή μεγαλύτερα άλματα, τα οποία όμως δεν ενοχλούν τον αναγνώστη, καθώς εδώ ο δυστοπικός χαρακτήρας του έργου δεν συγγενεύει τόσο με τη λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας, όσο με την ποίηση. Άλλωστε, στο μυθιστόρημα του Amigorena έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι με έναν πάταγο, αλλά με ένα λυγμό.   
   
Ιδιαίτερης μνείας αξίζουν τόσο το εισαγωγικό σημείωμα της μεταφράστριας, όσο και το επίμετρο της Αναστασίας Αντωνοπούλου σχετικά με τη διακειμενική σχέση του μυθιστορήματος του Amigorena με τον Υπερίων. Παρατίθεται επίσης το πλήρες κείμενο από το έργο Ο Κένταυρος του Μορίς ντε Γκερέν σε μετάφραση Σωτήρη Σκίπη.

Μετάφραση Τιτίκα Δημητρούλια 
Εκδόσεις Gutenberg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου