Όλα ξεκίνησαν τη μέρα που πέθανε ο Ντέιβιντ Μπόουι. Για την ακρίβεια, την επόμενη, όταν κυκλοφόρησε η είδηση του θανάτου του. Κάποιοι θα έλεγαν πως ενός κακού μύρια έπονται. Άλλοι πως ήταν μοιραίο ο κόσμος να αρχίσει να καταστρέφεται από τη στιγμή που αυτό το μοναδικό πλάσμα αποχώρησε αθόρυβα από τη γη, ακολουθούμενο από έναν παγκόσμιο λυγμό, διαταράσσοντας δια παντός την ισορροπία του σύμπαντος ή χιλιάδων μικρόκοσμων. Υπερβολές. Ή και όχι.
Ο Δημήτρης, όταν η Μάρω έκλεισε τα έξι της, την πήγε σε ένα δισκάδικο και της αγόρασε έναν δίσκο του Μπόουι, αν είχε περισσότερα λεφτά θα της αγόραζε και ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια, όμως ποτέ δεν του περίσσευαν λεφτά. Και ύστερα τα χρόνια πέρασαν, η Μάρω μεγάλωσε στο ήσυχο και ως ένα βαθμό προστατευμένο περιβάλλον της μικρής επαρχιακής πόλης, οι δικοί της διατηρούσαν ένα ζαχαροπλαστείο, με παλιό διάκοσμο στο ισόγειο του σπιτιού τους στην κεντρική πλατεία, η μητέρα επέμενε στην αναγκαιότητα μιας ανακαίνισης, ο πατέρας αντιστεκόταν, η κατάρρευση του χρηματιστηρίου τίναξε στον αέρα τις οικονομίες μιας ζωής, όμως τη Μάρω δεν την επηρέαζαν αυτές οι ειδήσεις από τον κόσμο των μεγάλων, έκλεισε τα δεκαοχτώ και βρέθηκε φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, και αργότερα στην Αθήνα, όταν η Θεσσαλονίκη άρχισε να την πνίγει, και η πρόκληση της μεγαλύτερης πόλης την έκανε να μαζέψει σε κούτες τα λιγοστά της πράγματα, να φορτώσει το αμάξι στο τρένο και να βρεθεί στην οδό Μηθύμνης, λίγα βήματα από την Πατησίων, με θέα την Ακρόπολη.
Ο Μελισσινός, τον οποίο όλοι έτσι αποκαλούσαν, και όχι Γιώργο, έχοντας, θαρρείς ξεχάσει το μικρό του όνομα, απέρριψε την ιδέα να γίνει καλλιτέχνης, συγγραφέας ή σκηνοθέτης του σινεμά, ποντάροντας σε μια ζωή με λιγότερο άγχος βιοπορισμού και σπούδασε ιατρική, παρότι μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον με έντονη την παρουσία της ποίησης, κυρίως λόγω του θείου του, που ήταν γιατρός, αν και μάλλον θα προτιμούσε να έχει γίνει κτηνίατρος. Δεν βρήκε ποτέ το θάρρος να μιλήσει στη Μάρω όλα εκείνα τα χρόνια της Θεσσαλονίκης, τη Μάρω που την ερωτεύτηκε την πρώτη στιγμή που την είδε, την ακολουθούσε και την πετύχαινε σε διάφορες φάσεις, να διαβάζει τον Εξώστη και να κάθεται στις μπάρες, ζήλευε αυτούς που εκείνη κατά καιρούς αγαπούσε και για τους οποίους έκλαιγε με λυγμούς στη Ναυαρίνου, και δεν έπαψε ποτέ να τη σκέφτεται. Μπήκε και βγήκε σε διάφορες σχέσεις, βρήκε δουλειά σε μια κλινική και όλα έμοιαζαν να ακολουθούν μια σταθερή, πλην όμως αδιάφορη πορεία, με την οποία ήταν εντάξει, μέχρι τη στιγμή που η απώλεια ενός ασθενή του τον γέμισε με ενοχές, και τότε, συναισθηματικά ευάλωτος, πίστεψε πως στο Αδελφικό, στο μικρό αυτό χωριό του νομού Σερρών, θα μπορούσε όντως να ξεχάσει.
Αυτή είναι η ιστορία της Μάρως και του Γιώργου, που λίγο πριν από τα σαράντα, στην ηλικία που πια όλα αρχίζουν να μοιάζουν αμετακίνητα και οι αποφάσεις τελεσίδικες, σε αυτό το ηλικιακό μεταίχμιο στο οποίο βασιλεύει η απομάγευση, συναντιούνται στο Αδελφικό. Η Μάρω έχει ένα μωρό λίγων μηνών, ταξίδεψε οδηγώντας, με το μωρό να κλαίει σε όλη τη διαδρομή, ως εκεί, όπου η μάνα της μετακόμισε σε μια απόπειρα να σώσει τον Βασίλη, τον μικρό της γιο, χωρίς να ξέρει ακριβώς τι ζητούσε σε αυτό το καταφύγιο από το οποίο κάποτε ανυπομονούσε να τρέξει μακριά, να πάρει τη ζωή στα χέρια της, να γνωρίσει κόσμο, να ερωτευτεί, να ακούσει μουσικές και να κοιτάζει το ταβάνι όταν ο κλοιός στένευε. Ο Γιώργος στο Αδελφικό αγόρασε σπίτι, έκπληκτοι οι γέροι στο καφενείο τον άκουσαν μια μέρα να μπαίνει και να ρωτάει αν ήξεραν κάποιον που να πουλούσε κάποιο σπίτι, εκεί από όπου όλοι όσοι είχαν κάπου να πάνε έτρεχαν να φύγουν μακριά, στη Θεσσαλονίκη κυρίως, αλλά και στην Αθήνα ή και ακόμα πιο μακριά, ακολουθώντας το γνωστό μονοπάτι της μετανάστευσης, όπως τόσοι και τόσοι πριν από αυτούς, εκείνος τράβηξε πορεία αντίθετη, να αντέξω έναν χρόνο, σκέφτηκε τον πρώτο καιρό, και ο ένας χρόνος έφερε τον επόμενο, και ένα βράδυ είδε τη Μάρω να παρκάρει έξω από το σπίτι του και να ξεφορτώνει ένα αμάξι γεμάτο από μωρουδιακά και τότε, χωρίς να το σκεφτεί, έριξε κάτι πάνω του και βγήκε έξω για να της προσφέρει ένα τσιγάρο, τσιγάρο το οποίο εκείνη δέχτηκε παρότι πια είχε κόψει το κάπνισμα.
Η Τζανακάρη, που έχει την ηλικία των ηρώων της, επέλεξε να πάρει ένα αφηγηματικό ρίσκο στο Αδελφικό, στήνοντας την αφήγηση της ιστορίας της σε εναλλασσόμενα κεφάλαια πρωτοπρόσωπης αφήγησης, και δικαιώθηκε, καταφέρνοντας να πετύχει δύο φωνές αυθεντικές και κυρίως διακριτές μεταξύ τους, αφήνοντας εκτός έναν παντογνώστη, πλην όμως αναπόφευκτα ψυχρό, αφηγητή, ο οποίος θα αδυνατούσε να εκφράσει το υποκειμενικό συναίσθημα των άμεσα εμπλεκόμενων στην ιστορία αυτή. Κανείς, άλλωστε, δεν μπορεί να πει καλύτερα την ιστορία σου, παρά εσύ ο ίδιος. Επιπροσθέτως, η συγκεκριμένη διάρθρωση των εναλλασσόμενων κεφαλαίων, αποδεικνύεται άκρως λειτουργική ως προς την προώθηση της πλοκής. Εκείνο που γνωρίζαμε για την πρόζα της Τζανακάρη ήδη από το προ εννιαετίας μυθιστόρημά της Τζόνι και Λούλου είναι η δυνατότητά της να αποτυπώνει την εποχή, διακρίνει και το Αδελφικό, μια πρόζα φρέσκια, αποτέλεσμα οξυδερκούς παρατήρησης, έντονα βιωματική, εξ ου και αυθεντική, με πλήθος διακειμενικών και λοιπών αναφορών, κάτι το οποίο σε συνδυασμό με την ιστορία -και τα απαραίτητα μικροευρήματα με τα οποία η συγγραφέας τη διανθίζει- οδηγεί τον αναγνώστη σε μια άπληστη ανάγνωση.
Η παρουσία των απόντων, εκείνων που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στις ζωές των ηρώων, και τώρα, που οι ήρωες τόσο απεγνωσμένα ψάχνουν σημεία αναφοράς, λείπουν, ρίχνει βαριά τη σκιά της στο Αδελφικό. Ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας κατασκευάζει τους χαρακτήρες αυτούς και διαπραγματεύεται την παρουσία εν τη απουσία τους αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του μυθιστορήματος, το κλαδί γύρω από το οποίο έρχονται να πλεχτούν και να συναντηθούν εκ νέου οι ιστορίες της Μάρως και του Γιώργου. Ένας φόρος τιμής σε εκείνους που μας διαμόρφωσαν σε αυτό που γίναμε, συχνά χωρίς καμία πρόθεση και κυρίως χωρίς καμία διάθεση για διδακτισμό ή παραδειγματισμό. Άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να είχαν φυσική παρουσία, να ήταν δηλαδή φίλοι ή συγγενείς, ή και όχι. Και εδώ εμφανίζεται ο καταλυτικός ρόλος της τέχνης, ο καλλιτέχνης που αγωνίζεται απέναντι στους δικούς του δαίμονες και εφορμά από τις δικές του αγωνίες, και καταφέρνει, άθελα του, να δημιουργήσει έναν μικρόκοσμο με κοινό κώδικα αναφορών και επικοινωνίας, να πετάξει σανίδες σωτηρίας στην τρικυμιώδη θάλασσα της ύπαρξης.
Η καλή ελληνική λογοτεχνία, όπως αυτή στην οποία αδιαμφισβήτητα ανήκει το Αδελφικό, θα υπερέχει πάντοτε έναντι της αντίστοιχης μεταφρασμένης, κυρίως στο θυμικό του αναγνώστη εκείνου που νιώθει την εγγύτητα και την οικειότητα της ιστορίας, καθώς διακρίνει τις κοινές προσλαμβάνουσες και αναφορές, χωρίς να χρειάζεται υποσημειώσεις, αναγνωρίζοντας σε αυτή κομμάτια δικά του, περιστατικά και σκέψεις. Αυτή η συγχρονία που τόσο δύσκολο είναι να χωνευτεί και να μετατραπεί σε λογοτεχνία, ιδιαίτερα σε μια εποχή που αλλάζει με απίστευτες ταχύτητες.
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου