Είναι διαφορετικά τα μονοπάτια εκείνα που οδηγούν στα βιβλία που εντοπίζει και τελικά διαβάζει κανείς εν μέσω εκδοτικής υπερπαραγωγής. Ένα από αυτά τα μονοπάτια είναι οι φίλοι. Οι υποδείξεις, τα δέματα, τα μεταμεσονύχτια μηνύματα, το πάθος στα μάτια τους. Κυρίως το πάθος. Τσέκαρε αυτό, λένε. Προσοχή, δεν κρίνουν, δεν λένε: μα καλά, δεν διάβασες ‒ακόμα‒ αυτό ή εκείνο· λένε: τσέκαρε αυτό· τις περισσότερες φορές, μάλιστα, δεν λένε τίποτα, όλο και κάποιο πεσκέσι κρατούν. Οι φίλοι μας ξέρουν καλά, δεν ρωτούν ποτέ: το διάβασες εκείνο το βιβλίο που σου είπα, που σου έδωσα, πώς σου φάνηκε, το πέτυχα, σου άρεσε. Ξέρουν πώς γίνονται αυτά. Στον καιρό τους, δίχως βιάση. Τα βιβλία, λένε, μας βρίσκουν. Καλά λένε. Τα Χρυσόψαρα στη σκουριά της πόλης του Γιώργου Μπίζα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα το 2017. Πριν λίγους μήνες μου τα έκανε δώρο η Ν. Γυρίζοντας στο νησί, πήραν τη θέση τους στο ράφι με τα υπόλοιπα αδιάβαστα. Τις προάλλες τα τράβηξα έξω. Είναι κάποια βράδια που θες κοντά κάποιους ανθρώπους.
Ο Μοντγκόμερυ ξύπνησε από τον ήχο της μπετονιέρας, που φτιάχνει τσιμέντο απέναντι. Τον λένε Φάνη και το παρατσούκλι του το κόλλησε κάποιος που τον έβλεπε να φοράει το παλτό. / Το να χρωστάς στις τράπεζες είναι θηλιά στον λαιμό που πνίγει. Η Κυριακή κάθεται στο γραφείο και κοιτάζει στο τετράδιο, που γράφει τους λογαριασμούς, τι χρωστάει το μαγαζί. / Στο τραπέζι 3 στην ταβέρνα του Παπαλάμπρου κάθεται πάντα ο κυρ Ανέστης, χρόνια τώρα. Απέναντι απ' την είσοδο, δεξιά από την τηλεόραση, η θέση του. / Η Ελένη μας είχε φωνάξει να μας μιλήσει, στο σπίτι της· καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και έπαιζε στο χέρι της μια λευκή χαρτοπετσέτα. Ήταν μεσημέρι και είχε ζέστη. / Βέβαια, και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω. Μόνο που ντρέπομαι που είμαι 'δω μέσα. Σ' ευχαριστώ για τα τσιγάρα και τις σοκολάτες, δεν ήταν ανάγκη. / Κάθε βράδυ, αργά τη νύχτα, η Λυδία γύριζε στους δρόμους των Εξαρχείων. Την ημέρα δεν θα κυκλοφορούσε έξω, σχεδόν ποτέ. / «... και να μην έχεις να πάρεις ένα δώρο στην εγγονή σου». Η κουβέντα του γύριζε στο μυαλό μου, καθώς τον έβλεπα να περιμένει, έξω από την εκκλησία, να πιάσει δουλειά. / Ο Γιάννης και ο Μελέτης δεν είχαν παίξει τυχερά παιχνίδια ποτέ. Μόνο καμιά τριανταμία τις γιορτές, με τίποτα ψεύτικες μάρκες, έτσι για το καλό του νέου χρόνου. / Βλέπω κλήση στο κινητό, το έχω στο αθόρυβο. Είναι η Ειρήνη, η γυναίκα του αδερφού μου· δεν το σηκώνω. / Ήταν απόγευμα, ανήμερα Χριστουγέννων, το κρύο ήταν τσουχτερό, μικρές νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν. Ο Σπύρος άνοιξε τη σιδερένια πράσινη πόρτα του κήπου και ακούστηκε ένα μακρόσυρτο τρίξιμο. / Ο Χ. κοιτάζει το ενυδρείο, που το έχει παρατημένο για καιρό ‒ όπως τον εαυτό του. Το νερό έχει βρωμίσει, όσα ψάρια ήταν μέσα έχουν πεθάνει και μόνο ένα χρυσόψαρο έχει επιβιώσει· παρόλο που δεν το φροντίζει, αυτό επέζησε. Όπως κι ο Χ. άντεξε μέσα σ' αυτή την πόλη.
Έντεκα διηγήματα μεσαίας έκτασης, έντεκα αστικές ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Ο Μπίζας φροντίζει εξ αρχής να συστήσει τους πρωταγωνιστές και τους αυτόπτες μάρτυρες, τα πρόσωπα του δράματος, να δώσει τον χώρο και τον χρόνο, με τρόπο τέτοιο που προξενεί στον αναγνώστη οικειότητα, την αίσθηση πως θα διαβάσει μια ιστορία ‒δυστυχώς‒ γνώριμη. Διηγήματα όπως αυτά συνήθως κατατάσσονται στη λογοτεχνία της κρίσης, κατηγορία που δημιουργήθηκε για να συμπεριλάβει την εκτεταμένη στροφή της εγχώριας λογοτεχνίας προς τη ρεαλιστική απεικόνιση της μεταμνημονιακής ελληνικής πραγματικότητας, κυρίως την προηγούμενη δεκαετία, στροφή που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είχε έναν ευκαιριακό χαρακτήρα, περισσότερο εμπορικού παρά λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Γι' αυτό άλλωστε στο άκουσμα λογοτεχνία της κρίσης επιφυλάξεις παρά προσδοκίες γεννιούνται. Και, κατά τη γνώμη μου πάντα, ένα καλό κριτήριο διαχωρισμού, υποκειμενικό όπως τα περισσότερα λογοτεχνικά κριτήρια άλλωστε, είναι αυτό που έχει να κάνει με την ειλικρίνεια των προθέσεων.
Η ρεαλιστική γραφή, που κινείται στο όριο της στράτευσης, απαιτεί συστατικά περαιτέρω του ταλέντου και της φαντασίας. Το ταλέντο και η φαντασία δεν είναι ικανά να καμουφλάρουν την απόσταση που χωρίζει τον γράφοντα από το γραφόμενο. Οι περπατημένοι δρόμοι φαίνονται. Ο αστικός ρεαλισμός υπήρχε και θα συνεχίσει να υπάρχει, άσχετα από την ποσότητα της παραγωγής και τα σχετικά αφιερώματα. Ο χρόνος, τελικός κριτής, θα ξεχωρίσει τη μελωδία από τον θόρυβο, τον Αργύρη Τρίκορφο και τον Σεβαστιανό από τους δεκάδες άψυχους χωρίς πρόσωπο. Στα διηγήματα του Μπίζα είναι ορατή η εκ του σύνεγγυς εμπειρία, η συναισθηματική γειτνίαση, η έλλειψη υστεροβουλίας, η ανάγκη οι ιστορίες αυτές να ειπωθούν, κανείς να μην μπορεί να πει πως δεν ήξερε, με δυσδιάκριτο το όριο μαρτυρίας και μυθοπλασίας. Η απλότητα, η γνώση πως η ιστορία από μόνη της είναι αρκετή, πως τα φτιασίδια θα της στερήσουν περισσότερα από εκείνα που θα της χαρίσουν, η αδιαφορία για χάπι εντ και πλοτ τουίστ, η αποστροφή για συναισθηματικό εκβιασμό, για τη λύπηση, για το γεμάτο ψεύτικη κατανόηση κούνημα του κεφαλιού, η επιμονή στον άνθρωπο. Ο ηρωισμός της καθημερινότητας που συνήθως περισσεύει βρίσκει εδώ τον χώρο του, συνοδευόμενος από την απελπισία και τα αδιέξοδα, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να αποπνέει ηττοπάθεια ή παραίτηση.
Η λογοτεχνία, λένε, μας ταξιδεύει, μας προσφέρει καταφύγιο από την πραγματικότητα. Αυτό το χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας ‒και της τέχνης εν γένει‒ έχει δύο όψεις. Με αφορμή διάφορα συμβάντα της καθημερινότητας, όπως η πανδημία ή οι γυναικοκτονίες, ακούγονται δεξιά και αριστερά διάφορες εκκλήσεις να σταματήσουμε να ασχολούμαστε, μετά το αρχικό ενδιαφέρον και τον καταιγισμό αντιδράσεων στα κοινωνικά δίκτυα, καθώς βαρέθηκαν πια να ακούνε συνέχεια για τα ίδια και τα ίδια, δεν θέλουν άλλη μιζέρια στη μονάκριβη ζωή τους, λες και αν σταματήσει να μιλάει κανείς για τις γυναίκες που σφαγιάζονται αυτό θα πάψει να συμβαίνει, σαν να πρόκειται για τη δεύτερη σεζόν μιας σειράς που παρά τις παραινέσεις της πλατφόρμας εκείνοι τελικά δεν θα δουν. Σε συνδυασμό με την ψηφιακή εγγύτητα με τον κόσμο γύρω μας, μοιάζει η πρόσληψη της πραγματικότητας να είναι στρεβλή, οριακή. Και αν το ένα πόδι της λογοτεχνίας πατά στο φανταστικό, το άλλο ‒οφείλει να‒ πατά στον ρεαλισμό, χωρίς αυτό το πάτημα να συνεπάγεται μυθοπλαστική έκπτωση. Αλλιώς το καταφύγιο κινδυνεύει να μετατραπεί σε εξορία. Διηγήματα όπως αυτά του Μπίζα βοηθούν στη διατήρηση της σύνδεσης με όσα συμβαίνουν, τις κραυγές στα σιωπηλά και τις σκιές πίσω από κουρτίνες λεπτές, υπενθυμίζοντας πως μια ζαριά είναι αρκετή για να αλλάξουν τα κόζια.
υγ. Περισσότερα για τον Αργύρη Τρίκορφο θα βρείτε εδώ και για τον Σεβαστιανό εδώ.
Εκδόσεις Τυφλόμυγα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου