Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για ένα βιβλίο όπως αυτό. Διάφορες βεβαιότητες που με τον καιρό έχουν δημιουργηθεί σχετικά με τη γραφή και την ανάγνωση υποχωρούν, για την ακρίβεια καταρρέουν, κάνοντας πάταγο. Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για ένα βιβλίο όπως αυτό ανήκοντας στην ελίτ που απαρτίζουν οι λευκοί ετεροφυλόφιλοι άντρες, και ας σε θυμώνει αυτό το ανήκειν, και ας νιώθεις πως τίποτα κοινό δεν έχεις με εκείνους, είναι όλα αυτά που είσαι και βίωσες που καθιστούν την ενσυναίσθηση σχεδόν αδύνατη και μόνο με τη λογική μπορείς να προσεγγίσεις το βίωμα κάποιου άλλου εκτός της ελίτ αυτής, και εδώ είναι που οι περί ανάγνωσης βεβαιότητες καταρρέουν με πάταγο, όταν, για παράδειγμα, θα πρέπει να επαναλάβεις την αποστροφή σου προς τον συναισθηματικό εξαναγκασμό στον αναγνώστη, εξαναγκασμό που τόσο καθόλου δεν αντέχεις, κι όμως εδώ το νιώθεις εξ αρχής να συμβαίνει, από την πρώτη ίσως σελίδα, ίσως και νωρίτερα, από το ποίημα του Richard Siken, Crush, που ο Sam Albatros μεταφράζει και τοποθετεί ως μότο στο βιβλίο, αλλά εδώ δεν αντέχεις να μιλήσεις σε πρώτο πρόσωπο και κρύβεσαι πίσω από μια λογοτεχνίζουσα απεύθυνση, πόσα να αντέχεις πραγματικά; Αλλά γι' αυτό διαβάζεις λογοτεχνία, έτσι ισχυρίζεσαι, όχι για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, αυτός ο αγώνας έχει άλλωστε από καιρό χαθεί, αλλά για την όχληση αυτή, για τα πετραδάκια που τα βιβλία κρυφά το βράδυ αφήνουν στα παπούτσια σου, και εσύ το πρωί ξεχνάς να τα τινάξεις και όλη τη μέρα βαδίζεις με αυτά, και τα πόδια πληγιάζουν και το βράδυ κοιτάζεις τις πληγές αυτές σχεδόν με αποστροφή, ξεχνώντας πως κάποιες άλλες παλιότερες τις έχεις κιόλας αποδεχτεί, όχι δεν τις έχεις αγαπήσει, άλλη ιστορία είναι αυτή.
Δεν είναι θεωρία, ούτε τρίχα που γίνεται τριχιά, ούτε εδώ ο κόσμος καίγεται και αυτό χτενίζεται, αυτός είναι κόσμος πραγματικός, μέρος του ανομοιόμορφου αυτού κόσμου, και πολύ θα ήθελα να ήξερα πού διάολο γνώρισε ο Τολστόι ευτυχισμένες οικογένειες, και κανείς δεν μπορεί να πει την ιστορία σου καλύτερα από εσένα τον ίδιο, και ο Sam Albatros λέει την ιστορία του, τα παιδικά του χρόνια, για το ελαττωματικό αγόρι, που παρότι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο ειδολογικά ανήκει σ' αυτό το νεοσύστατο, αρκετά της μοδός και του γούστου μου, είδος, το autofiction, και είδατε πώς αφήνω το βίωμα στην άκρη για να περάσω στη λογοτεχνία, ακόμα και σε αυτή της την εκδοχή που από το βίωμα θρέφεται και στο αυτοβιογραφικό παρασιτεί, ίσως όμως να μη μπορεί να γίνει και αλλιώς, αφού ως μυθιστόρημα το τιτλοφορεί ο ίδιος, και τα παιδικά χρόνια τι άλλο είναι παρά ένα μυθιστόρημα, με θολές αναμνήσεις και επίπλαστες μνήμες, με αναβράζον συναίσθημα και ακραία τυχαιότητα, και όταν λέω πως ο Sam Albatros λέει για τα παιδικά του χρόνια, εννοώ προφανώς τη σύμβαση, την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και δεν έχει σημασία αν κάτι έγινε έτσι ή έγινε αλλιώς, και αν τον έλεγαν Θανάση ή όχι, σημασία έχει το συναίσθημα, το τραύμα, η αγάπη, η αποδοχή, η απόρριψη, η αγκαλιά, η ζώνη στην πλάτη, αυτά έχουν σημασία εδώ, αυτή είναι η μόνη αλήθεια.
Και είναι κάποιοι που από το ζεστό τους δωμάτιο ‒τον χειμώνα‒ λένε πως η queer λογοτεχνία πουλάει και είναι μόδα, οι ντιγκιντάγκες υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον και κονομάνε, όπως μόδα είναι και κάθε συζήτηση περί σεξουαλικότητας και φύλου, μόδα γι' αυτούς και οι δολοφονημένες, μόδα και ο Ζακ, τα πάντα μια μόδα, μια μόδα φρικτή και βαρετή, όπως έλεγε και ο Όσκαρ, που θα πρέπει κάθε εξάμηνο να την αλλάζουμε, αλλά εκείνος δεν μιλούσε για κάτι τέτοιο, αλλά πού να το καταλάβει αυτό κάποιος που θεωρεί την πραγματική ζωή σειρά που είναι στο χέρι του να μην δει τη δεύτερη σεζόν και επιπλέον να βγει και να την κράξει, την αηδία αυτή που άλλο δεν αντέχει να βλέπει, έτσι δεν αντέχει να βλέπει και πολλά άλλα πράγματα, θέλει και απαιτεί ομορφιά και ησυχία και όχι εκπλήξεις που να μην είναι ευχάριστες, και τι τέλος πάντων φταίει εκείνος να περπατά κανονικός στον δρόμο και να βλέπει αγόρια ντυμένα κοριτσίστικα. Και είναι και το δικό μου δωμάτιο ζεστό αρκετές μέρες, που έξω κάνει κρύο, και θέλω να απολαύσω τη σοκολάτα μου δίπλα στο αναμμένο τζάκι, χωρίς δυσάρεστες σκέψεις και κυρίως χωρίς νοτιά που το κάνει να καπνίζει, και κάποιες στιγμές θα ήθελα να είναι τα πράγματα διαφορετικά, και ίσως μόνο τα δικά μου προβλήματα να έχουν νόημα και προσοχή. Όλοι είμαστε κάπως έτσι, κάποιες στιγμές τουλάχιστον, και να μου επιτραπεί η γενίκευση. Τη χρειαζόμουν αυτή την παρένθεση απενοχοποίησης.
Και φτάνεις στο σημείο που θες να πεις πώς ήταν η ανάγνωση, οι λέξεις που σκέφτεσαι είναι κάπως ελαττωματικές, μου άρεσε, σκέφτεσαι, και ύστερα σκέφτεσαι πάλι: τι διάολο σου άρεσε, μήπως πέρασες και ευχάριστα την ώρα σου; όχι, αμύνεσαι, δεν εννοούσα αυτό, και κάπως έτσι συνεχίζει για ώρα αυτός ο εσωτερικός διπλός μονόλογος. Γίνεται όμως να αφήσεις το συναίσθημα έξω από την ανάγνωση ενός βιβλίου όπως αυτό; Δεν ξέρω, δεν νομίζω. Ίσως όμως είναι και μονόδρομος να γίνει κάτι τέτοιο, ίσως ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται ο Sam Albatros να το καθιστά μονόδρομο, το συναίσθημα, μοιάζει να λέει, δεν πρέπει για κανένα λόγο να κυριαρχήσει, να επικαλύψει την αλήθεια, επίθετα όπως γλυκούλης και καημένος πρέπει να εξοβελιστούν από το σύμπαν του βιβλίου, γι' αυτό ίσως τονίζει τόσο την αντίστιξη της παιδικής ματιάς εντός του ζόφου, αυτή την παιδική αφέλεια, την παραμυθοποιητική ματιά στα πράγματα και τις καταστάσεις, εκεί που ένας ενήλικας πιθανότατα θα απέστρεφε το βλέμμα, θα κλεινόταν στον εαυτό του ή θα θύμωνε, ένα παιδί ρωτάει γιατί, ένα παιδί θέλει να καταλάβει τι (του) συμβαίνει, την ώρα όμως που ως παιδί νιώθει έστω και διαισθητικά τόσο βαριά τη μπότα της κανονικότητας, τη νόρμα, την αγέλη και νιώθει διαφορετικό, και νιώθει άσχημα γι' αυτό, για εκείνο όλα είναι ένα παιχνίδι, ή θα μπορούσαν να είναι, ή θα έπρεπε να είναι, και τότε όλα θα ήταν πιο απλά, και ένα παιδί δεν μπορεί ακόμα να καταλάβει πώς γίνεται να μην το αγαπά η μαμά του και ο μπαμπάς του, η δασκάλα και τα άλλα παιδιά στο σχολείο, και προσπαθεί και αγωνίζεται, και οι πληγές δεν κλείνουν και ματώνουν, και κάποια παιδιά μεγαλώνουν και ακόμα δεν μπορούν να καταλάβουν πώς γίνεται να μην τους αγαπά η μαμά τους και ο μπαμπάς τους, και κάνουν δικά τους παιδιά και η ιστορία της ανθρωπότητας προχωρά.
Και για να το κάνει ακόμα πιο δύσκολο, ο Sam Albatros οδηγεί τον αναγνώστη στο γέλιο. Το ξέρει και γελά μαζί του, έτσι όπως τον βλέπει να πέφτει στην παγίδα, που τόσο καίρια του έχει στημένη, κάπως, άλλωστε, πρέπει να μπει ένα τέλος σ' όλο αυτό. Γέλιο που μόλις φανεί αφήνει πίκρα.Τι γελάς ρε; Με τι γελάς; Εκτός και αν είσαι από εκείνους που περνούν τα άδεια τους βράδια βλέποντας βιντεάκια ανθρώπων να πέφτουν, να χτυπούν, να πονάνε, να ντρέπονται, και εσύ γελάς, ίσως να τα βλέπεις ξανά και ξανά, ίσως να μην τα χορταίνεις κιόλας. Τότε πάω πάσο. Αν όχι, τότε θα ματώσεις τα χείλη από το δάγκωμα, κάθε φορά που το γέλιο γάργαρο θα αναβλύζει και θα βιάζεσαι να του φράξεις τον δρόμο, θα νιώθεις άσχημα, η γαματοσύνη σου θα κουτρουβαλά σε νέες χαράδρες, πιο βαθιές και άγριες, και θα ματώσεις για να επιστρέψεις στην επιφάνεια. Ο Sam Albatros κρύβει το γέλιο πίσω από την παιδική αφέλεια, κανείς να μην μπορεί, με πρώτο εμένα, να τον κατηγορήσει για συναισθηματική χειραγώγηση. Και κάπως έτσι γυρίσαμε και πάλι πίσω στις βεβαιότητες και την κατάρρευσή τους. Δεν έχει καμία σημασία αν κάποιος νιώσει συναισθηματική καθοδήγηση διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, αν δεν νιώσει, τότε ναι, κάτι δεν πάει καλά, για εκείνον, αν δηλαδή μπορέσει να κρατήσει συναισθηματική απόσταση και μείνει να παρακολουθεί και να υπογραμμίζει ωραίες λέξεις και έξυπνες παρομοιώσεις, να αναλύει αφηγηματικές τεχνικές ακόμα ακόμα, τότε ναι, κάτι δεν πάει καλά, ακόμα και αν είναι ηλεκτρονικός αναγνώστης.
Για το τέλος αφήνω το σημαντικότερο. Το ελαττωματικό αγόρι δεν πάσχει από εγωπάθεια. Αυτό ήταν το μόνο που φοβόμουν πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου, ένα εγώ να στέκεται σε ένα βάθρο ψηλό και να φωνάζει: κοιτάξτε με· και μόλις το κοιτούσες να συνέχιζε λέγοντας: μόνο εγώ έχω σημασία. Αυτό όμως καθόλου δεν συμβαίνει εδώ. Οι άνθρωποι που νιώθουν ελαττωματικοί θα έπρεπε ‒λέω την αποψάρα μου‒ να είναι οι λιγότερο πάσχοντες από εγωπάθεια, καθώς από πρώτο χέρι ξέρουν πως δεν είναι οι μόνοι στον κόσμο αυτό.
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου